Ποιηση κατ' αρχην
Ποίημα πρώτο - Μάιος 2018 Μόνον τρελός! Μόνον ποιητής! του F. Nietzsche - σχόλιο της Χ. Γιαννουλάκη
Θα ξεκινήσουμε με τον καταπληκτικό διθύραμβο του Νίτσε Μὀνον τρελός! Μόνον ποιητής! σε μετάφραση του Ν. Τζαβάρα, σε ένα απόσπασμα που είναι υπό έκδοση. Στον διθύραμβο, έχουμε τη σύλληψη του τρελού και του ποιητή ως αυτών που τολμούν να κοιτάξουν προς την άβυσσο της ανθρώπινης ψυχής δίχως να καταφεύγουν στο προσωπείο του “προβάτου” με την “αποβλάκωση” που συνεπάγεται…
Θα ακολουθήσουμε στην επιλογή αυτή τον Ν. Τζαβάρα για δυο λόγους: Α) Πρωτίστως γιατί η αγάπη του για την ποίηση μαζί με τη φροντίδα του για τον πάσχοντα από τρέλα συνάνθρωπο και τη γνώση του επί του αντικειμένου αυτού τον οδηγούν στην εξαιρετική επιλογή και μετάφραση του ποιήματος ενός εμβληματικού φιλοσόφου που η σκέψη του πριν βυθιστεί στην τρέλα είχε αναφερθεί σε πεδία που ενδιαφέρουν την ψυχαναλυτική σκέψη με εξαιρετική οξύνοια. Μέσω του έργου του Nietzsche μπορούμε να έρθουμε όσο το δυνατόν πλησιέστερα σε ανθρώπινες ψυχικές καταστάσεις που αναπαριστώνται δύσκολα εντός και διαμέσου του λόγου.
Β) Δεύτερον, γιατί η δημιουργία του τμήματος αυτού της ιστοσελίδας ακολουθεί χρονικά την έκδοση του βιβλίου του Ν. Τζαβάρα "Τα Λόγια της Τρέλας" (Τζαβάρας, εκδόσεις Ίνδικτος) καθώς και τις βραδιές ποίησης που οργάνωσε με την προτροπή του ο κλάδος Ψυχιατρική και Τέχνη της Ελληνικής Ψυχιατρικής Εταιρείας τις δυο τελευταίες χρονιές. Ο Ν. Τζαβάρας ανθιστάμενος στην εξιδανίκευση του ψυχαναλυτή έως τη θέση του “ μνηστήρα της Αλήθειας” αφήνει στο βιβλίο του την ίδια την Τρέλα να μιλήσει για τον εαυτό της, αποφεύγοντας την παγίδα της υπερφίαλης διεκδίκησης κατοχής της Αλήθειας που μέσα στην άγνοιά της περιγελά και απαξιώνει τον ποιητή:
"Εσύ ο μνηστήρας της Αλήθειας, εσύ; " έτσι περιγελούσαν
Όχι! Μόνον ένας ποιητής! (Από τον παρακάτω διθύραμβο του Friedrich Nietzsche, Τζαβάρας, σ. 35)
Friedrich Nietzsche
Διθύραμβοι για τον Διόνυσο
Μόνον τρελός! Μόνον ποιητής!
(Μετάφραση Ν. Τζαβάρας)
Μές στο διάφωτο αέρα
όταν αναβλύζει προς τη γη
η δροσιά που παρηγορεί,
αόρατη, και άηχη
- γιατί η παρηγορήτρια δροσιά φοράει
τα λεπτά σαντάλια όσων ήπια παρηγορούν -
τότε θυμάσαι, θυμάσαι εσύ φλογερή καρδιά
το πόσο κάποτε διψούσες
για τα δάκρυα του ουρανού και τις σταγόνες της δροσιάς,
πόσο διψούσες καμένη και κουρασμένη,
καθώς πάνω στα κίτρινα μονοπάτια της χλόης
μέσα από τα μαύρα δένδρα σε τριγύριζαν
τα μοχθηρά βραδινά βλέμματα του ήλιου,
χαιρέκακοι εκτυφλωτικοί ήλιοι.
«Εσύ ο μνηστήρας της Αλήθειας – εσύ;» έτσι περιγελούσαν
Όχι! Μόνον ένας ποιητής!
Ένα θηρίο, ύπουλο, αρπακτικό, υφέρπον,
που πρέπει να ψεύδεται,
που πρέπει ηθελημένα , συνειδητά να ψεύδεται,
για λεία άπληστος
πολύχρωμός μασκοφόρος
εσύ ο ίδιος μάσκα
εσύ ο ίδιος λεία του εαυτού σου,
αυτά – της Αλήθειας μνηστήρας;….
Μόνον τρελός! Μόνον ποιητής!
Μιλώντας μόνον ποικιλόχρωμα,
με πολύχρωμα λόγια μιλώντας μέσα από τις μάσκες των τρελών,
αναδεικνυόμενος χάρη σε κίβδηλες γέφυρες από λέξεις,
χάρη στα ψεύδη/ουράνιο τόξα
σεργιανίζοντας, εδώ και κει σερνάμενος
ανάμεσα σε κάλπικους ουρανούς-
Μόνον τρελός! Μόνον ποιητής!
Ή όμοιος με τον αητό, που κοιτά για πολύ,
για πολύ με ακλόνητο βλέμμα στους γκρεμούς
στους δικούς του γκρεμούς…
ω πως εδώ στροβιλίζονται στα βάθη,
κάτω μακριά, στα έγκατα
πάντοτε προς την βαθύτερη άβυσσο! -
Τότε,
ξαφνικά,
πετώντας κατευθείαν
με γυμνή ορμή
να πέφτεις με λαιμαργία
πάνω σε πρόβατα,
και να, με λαγνεία να τα θες,
να στρέφεσαι με μήνη ενάντια σε κάθε προβάτου την ψυχή,
με λυσσασμένη μήνη ενάντια σε κάθε τι που σε κοιτάζει,
ενάντια σε κάθε τι ενάρετο, το αρνίσιο, κατσαρομάλικο,
αποβλακωμένο από το αρνίσιο γάλα/καλόβουλο…
Λοιπόν,
οι πόθοι του ποιητή
είναι πόθοι αητού, πόθοι πάνθηρα,
είναι οι δικοί σου πόθοι κάτω από χιλιάδες προσωπεία,
εσύ ο Τρελός! εσύ ο Ποιητής!...
Εσύ με το βλέμμα σου ριγμένο στον άνθρωπο
όπως στον Θεό σαν αρνί -,
τον Θεό να ξεσχίζεις μέσα στον άνθρωπο
όπως τ’ αρνί μέσα στον άνθρωπο,
και καταξεσχίζοντας να γελάς-
αυτό, αυτό είναι η ευδαιμονία σου,
ενός πάνθηρα, ενός αετού η ευδαιμονία,
η ευδαιμονία ενός Τρελού και Ποιητή! …
Μές στο διάφωτο αέρα
όταν πια το δρεπάνι του φεγγαριού
γλιστράει, φθονώντας
πράσινο ανάμεσα στις πορφύρες,
- εχθρός της μέρας
κρυφά θερίζοντας στο κάθε βήμα
τριαντάφυλλα/αιώρες
ως να βυθισθούν,
να βουλιάξουν ωχρά στη νύχτα:
όμοια και εγώ κάποτε βούλιαζα
πέρα από την αλήθεια/παραφροσύνη μου,
πέρα από τις λαχτάρες των ημερών μου,
κουρασμένος από τη μέρα, άρρωστος του ήλιου,
-βυθιζόμουνα μακριά, ακολουθώντας το βράδυ και τις σκιές,
διψασμένος και καμένος
από μία αλήθεια
-μπορείς ακόμη να θυμηθείς, θυμάσαι, φλεγόμενη καρδιά,
πόσο τότε διψούσες; -
ότι ήμουν εξόριστος
από κάθε αλήθεια!
Μόνον τρελός! Μόνον ποιητής!
Ποίημα δεύτερο - Ιούνιος 2018 Η Γυναίκα της Ζάκυθος του Δ. Σολωμού - σχόλιο της Χ. Γιαννουλάκη
Διονύσιος Σολωμός
Η Γυναίκα της Ζάκυθος
Κεφάλαιο Δεύτερο
Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΗΣ ΖΑΚΥΝΘΟΣ
Ο IΕΡΟΜΟΝΑΧΟΣ ΠΟΛΕΜΑΕΙ ΝΑ ΠΑΡΗΓΟΡΗΘΕΙ
- Το λοιπόν το κορμί της γυναικός ήτανε μικρό και παρμένο,
- και το στήθος σχεδόν πάντα σημαδεμένο από τές αβδέλλες που έβανε για να ρουφήξουν το τηχτικό, και από κάτου εκρεμόντανε δύο βυζιά ωσάν καπνοσακούλες.
- Και αυτό το μικρό κορμί επερπατούσε γοργότατα, και οι αρμοί της εφαινόντανε ξεκλείδωτοι.
- Είχε το μούτρο της τη μορφή του καλαποδιού, και έβλεπες ένα μεγάλο μάκρο αν εκύτταζες από την άκρη του πηγουνιού ως την άκρη του κεφαλιού,
- εις την οποία ήτανε μιά πλεξίδα στρογγυλοδεμένη και από πάνου ένα χτένι θεόρατο.
- Και όποιος ήθελε σιμώσει την πιθαμή για να μετρήσει τη γυναίκα, ήθελ' εύρει το τέταρτο του κορμιού στο κεφάλι.
- Και το μάγουλό της εξερνούσε σάγριο, το όποιο ήταν πότε ζωντανό και πότε πονιδιασμένο και μαραμένο.
- Και άνοιγε κάθε λίγο ένα μεγάλο στόμα για ν' αναγελάσει τους άλλους, και έδειχνε τα κάτου δόντια τα μπροστινά μικρά και σάπια, που εσμίγανε με τα απάνου πούτανε λευκότατα και μακρία.
- Και μόλον πόυτανε νιά, οι μηλίγγοι και το μέτωπο και τα φρύδια και η κατεβασιά της μύτης γεροντίστικα.
- Πάντα γεροντίστικα, όμως ξεχωριστά όταν ακουμπούσε το κεφάλι της εις το γρόθο το δεξή μελετώντας την πονηριά.
- Και αυτή η θωριά η γεροντίστικη ήτανε ζωντανεμένη από δύο μάτια λαμπρά και ολόμαυρα, και το ένα ήτανε ολίγο αλληθώρικο,
- και εστριφογυρίζανε εδώ και εκεί γυρεύοντας το κακό, και το βρίσκανε και όπου δεν ήτουν.
- Και μες στα μάτια της άστραφτε ένα κάποιον τι που σ' έκανε να στοχασθείς ότι, η τρελάδα ή είναι λίγο που την άφησε ή κοντεύει να την κυτριμίσει.
- Και τούτη ήταν η κατοικία της ψυχής της της πονηρής και της αμαρτωλής.
- Και εφανέρωνε την πονηρία και μιλώντας και σιωπώντας.
- Και όταν εμιλούσε κρυφά για να βλάψει τη φήμη του ανθρώπου, έμοιαζε η φωνή της με το ψιθύρισμα του ψαθιού πατημένου από το πόδι του κλέφτη.
- Και όταν εμίλειε δυνατά, εφαινότουνα η φωνή της εκείνη όπου κάνουν οι άνθρωποι για να αναγελάσουν τους άλλους.
- Και μολοντούτο, όταν ήτουν μοναχή, επήγαινε στον καθρέφτη, και κοιτώντας εγέλουνε κ' έκλαιε,
- και εθάρρειε πως είναι η ωραιότερη απ' όσες είναι στα Εφτάνησα.
- Και ήταν για να χωρίζει ανδρόγυνα και αδέλφια επιδέξια σαν το Χάρο.
- Και όταν έβλεπε στον ύπνο της το ωραίο κορμί της αδελφής της εξύπναε τρομασμένη.
- Ο φθόνος, το μίσος, η υποψία, η ψευτιά τής ετραβούσανε πάντα τα σωθικά,
- Σαν τα βρωμόπαιδα της γειτονιάς τα βλέπεις ξετερολοϊσμένα και λερωμένα να σημαίνουν τα σήμαντρα του πανηγυριού και βουρλίζουν τον κόσμο.
- Αλλά μιλώντας πάντα για τα κακά των άλλων γυναικών έσωσε ο νους της και επυρώθηκε,
- και αισθανότουνα μία κάποια γλυκάδα εις το να τα ξαναμελετάει μονάχη της.
- Μολοντούτο εβαστιότουνα από τα κακά έργατα.
- Αλλά επειδή αγρίκουνε που τήν έλεγαν άσχημη, εβλάφθηκε η φιλαυτία της και εκριμάτισε και στο τέλος δεν είχε κράτο κτλ.
Σχόλιο: Χρυσή Γιαννουλάκη
«Αλλά επειδή αγρίκουνε που την έλεγαν άσχημη, εβλάφθηκε η φιλαυτία της και εκριμάτισε και στο τέλος δεν είχε κράτο κτλ.»
Δεν χρειάζεται κάτι περισσότερο για την ενσυναίσθηση του ναρκισσιστικού πλήγματος και της δολοφονικής λύσσας στην οποία οδηγεί. Ο Σολωμός μας προσφέρει μια μορφή της Κακίας, της άκρατης Σεξουαλικότητας και της Έχθρητας για την Πατρίδα που μπορεί να εμπλουτίσει την κατανόηση μας για παθολογίες του τύπου του Νάρκισσου, συμπληρώνοντας τον αρχαίο μύθο με σύγχρονες του μορφές. Η γυναίκα της Ζάκυθος δεν βλέπει στον καθρέφτη του νερού τον καλύτερο κόσμο ή τον εαυτό της που θέλει να αγκαλιάσει όπως ο Νάρκισσος τον είδωλό του ή τη Ναρκισσούλα (όπως αναφέρει στις δυο εκδοχές του μύθου ο Παυσανίας στα Βοιωτικά). Βλέπει στον καθρέφτη την αδελφή της (ήγουν τον εαυτό της) με όλη την καταστροφικότητα και την μάνητα της ψυχής της και θέλει να την αγκαλιάσει φονικά.
Στον αντίποδα της ρομαντικής τρέλας, η ιδιοφυία του Σολωμού τον οδήγησε να αποδώσει ποιητικά την πιο ανοίκεια και τρομακτική μορφή της τρέλας.Στο παραπάνω απόσπασμα, περιγράφεται το σώμα της ως αηδιαστικό σώμα φρικαλέας μάγισσας με άκρατες σεξουαλικές ορέξεις. Όπως έχει υπογραμμίσει σε προφορική του ανακοίνωση ο Ν. Τζαβάρας, η γυναίκα της Ζάκυθος είναι η περισσότερο σεξουαλική φυσιογνωμία του Σολωμικού έργου, Και συμπληρώνει στο σολωμικό έργο τις ανέγγιχτες κόρες, που κατά καβαφικό τρόπο, πεθαίνουν νέες.
Στη Γυναίκα της Ζάκυθος υπάρχει μια γυναίκα Θεά (η Μητέρα της ναρκισσιστικής φάσης;) που όμως δεν μπορεί να λειτουργήσει ιαματικά για την κακιά γυναίκα γιατί η ίδια η κακία της έχει διώξει μακριά το ιερό στοιχείο. Η Θεά παρουσιάζεται σε ένα όραμα, μια πραγματική οπτασία, στολισμένη με όλη τη θρησκευτική επισημότητα που δηλώνει αυτός ο όρος:
Και με φωνή που εφαινότουνα πως νικάει την ταραχή του πολέμου, άρχισε:
Το χάραμα επήρα
του ήλιου το δρόμο
κρεμώντας τη λύρα
τη δίκαιη στον ώμο.
Κι απ' όπου χαράζει
ώς όπου βυθά κ.τ.λ.
Δεν είναι ίσως τυχαίο το ότι αυτό είναι το μόνο σημείο όπου εμφανίζεται ο ρυθμός στο έργο.
Ποίημα τρίτο - Ιούλιος 2018 Στις Μοίρες του Friedrich Hölderlin (1770-1843) - σχόλιο της Χ. Γιαννουλάκη
Στις Μοίρες
Μόνο το ένα καλοκαίρι, ω Πανίσχυρες!
Μόνον ένα φθινόπωρο ας μου στέρξετε για το
γινωμένο τραγούδι
Ώστε προθυμότερη να μου πεθάνει θα ναι
Η κορεσμένη από το γλυκό παιχνίδι καρδιά μου.
Η ψυχή που στη ζωή της δεν βρήκε το θεϊκό της δίκιο,
Δεν αναπαύεται ούτε στον Άδη·
Κι όμως κάποτε τελεσφόρησε το ιερό το ποίημα
Που λατρεύω στην ψυχή μου,
Ας έρθεις τότε, ω Σιωπή του Κόσμου των Σκιών!
Χαίρομαι τον δρόμο κι αν η λύρα μου
Δεν μ οδηγεί· μία φορά
Ζούσα όπως οι θεοί, και δεν χρειάζεται τίποτε άλλο.
Μετάφραση: Νίκος Τζαβάρας
Σχόλιο: Χρυσή Γιαννουλάκη
Ο μεγάλος Γερμανός λυρικός ποιητής Johan Christian Friedrich Hölderlin υπήρξε σχιζοφρενής τα τελευταία σαράντα χρόνια της ζωής του. Θα διαβάσουμε ίσως αλλιώς το παραπάνω ποίημα εάν έχουμε υπόψη μας αυτή τη τραγική διάσταση της Μοίρας του.
Ο Hölderlin δεν μπορούσε να πλησιάσει τους άλλους ανθρώπους. Υπέφερε από τρομακτική μοναξιά. Έχοντας συναίσθηση της αδυναμίας του να πλησιάσει τα αντικείμενα που του προκαλούσαν τρόμο (όπως φαίνεται στην αλληλογραφία του), προσπαθούσε να διευθετήσει την επαφή του με αυτά, εκλαμβάνοντάς τα μόνο ως αισθητικό υλικό, διάσταση που τόνισε και ο Laplanche στο βιβλίο του Ο Hölderlin και το ζήτημα του πατέρα (Laplanche, 1961).
Το σχιζοφρενικό αίσθημα αποξένωσης του Hölderlin και η μοναξιά του πορεύθηκαν παράλληλα με την ποιητική δραστηριότητα για αρκετά χρόνια δημιουργώντας έτσι ένα καίριο ερώτημα: πώς η σχιζοφρένια, μια νόσος η οποία οδηγεί στην αποξένωση από τον εαυτό και τους άλλους, δύναται να συμπορεύεται επί μακρόν με (η/και να προπορεύεται από) τη δημιουργία ενός έργου, το οποίο αγκαλιάζουν πάρα πολλοί άνθρωποι ανακαλύπτοντας ότι μέσα σε αυτό εκφράζονται δικές του αγωνιώδεις προσπάθειες υπέρβασης της μοναξιάς τους;
Με άλλα λόγια, παρά την παλινδρόμηση του Hölderlin σε πρώιμες περιοχές του ναρκισσισμού, τη συναφή αποδιοργάνωση του Εγώ και τον απειλούμενο ψυχικό κατακερματισμό, οι ψυχικές λειτουργίες του επέτρεψαν για αρκετά χρόνια τη δημιουργία ενός πολυσήμαντου έργου μεγίστης εμβέλειας.
Δυο λόγια για την πορεία της νόσου του:
Η αρχή της ψυχικής νόσου του ποιητή συνδέεται με τη χρήση από τον ίδιο της λέξης “zerstören” στην αλληλογραφία του με τον φίλο του Neuffer, στις 10 Οκτωβρίου 1794: «Η αγωνιώδης αγρύπνια τις νύχτες διέλυε (zerstören) το κεφάλι μου και με έκανε σχεδόν ανίκανο για τη δουλειά της ημέρας». Η λέξη zerstören δηλώνει στα γερμανικά μια “πραγματική εσωτερική καταστροφή” (Laplanche, 1961, σελ.61).
Ανάμεσα σε δυο φάσεις αναταραχής της ψυχικής του υγείας, ο ποιητής επιτυγχάνει μια περίοδο σταθερότητας, τριών ετών περίπου, η οποία ανακόπτει την ψυχωτική εξέλιξη (χάρις στη σχέση του με τη μητέρα του μαθητή του, τη Susette Gontard;) από τις αρχές του 1796 έως τον Σεπτέμβριο του 1798, στην Φρανκφούρτη.
Τα δύο χρόνια τα οποία ζει στη συνέχεια ο Hölderlin, (Σεπτέμβριος 1798-Ιούνιος 1800), κοντά στον φίλο του Isaac von Sinclair, αποτελούν τη γόνιμη περίοδο του έργου του. Το καλοκαίρι του 1800 συνθέτει τους πρώτους Μεγάλους Ύμνους.
Ο χώρος του τραγουδιού του Hölderlin είναι η Αρχαία Ελλάδα όπου η καθημερινή και καθησυχαστική παρουσία των Θεών ηρεμεί τον ποιητή που έχει ανάγκη «να ζει όπως οι Θεοί» πριν βυθιστεί για πάντα στη «Σιωπή του Κόσμου των Σκιών». Όπως είδαμε και στη Γυναίκα της Ζάκυθος, όταν το αντικείμενο βιώνεται ως πανίσχυρο, αυτό καταπραΰνει και ηρεμεί, “θεραπεύει” ενώ ο Κόσμος των Σκιών καταλαμβάνει τον ψυχικό κόσμο του ποιητή σταδιακά από το 1800 έως το 1806. Τότε, η ποιητική ζωή του Hölderlin καταγράφεται ως “ο καιρός της συσκότισης” πριν οδηγηθεί οριστικά στη μονιμότητα του σκότους της ψυχικής αλλοίωσης.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Laplanche, Jean (1961). Hölderlin et la question du père. Paris: Ed. PUF. Για την ελληνική γλώσσα, (1999): Μτφ. Ασέρ Α.-Κουτσουραδή Α. Επιμέλεια-Πρόλογος Αλεξανδρίδη Α. Αθήνα: Εκδόσεις Ίκαρος, Ψυχαναλυτική Σειρά, σελ.250.
Ποίημα τέταρτο - Νοέμβριος 2018 Δυο ποιήματα του William Butler Yeats (1865-1939) - σχόλιο της Χ. Γιαννουλάκη
Τα ουράνια τα μεταξωτά… (1899)
Μετάφραση: Μελισσάνθη
Τα ουράνια τα μεταξωτά και χιλιοπλουμισμένα,
που’ ναι με μάλαμα από φως κι ασήμι δουλεμένα,
τα γαλάζια τα διάφανα και τα βαθιά βαμμένα
με φως, νύχτα και μούχρωμα, δικά μου αν τα χα ωστόσο,
θα’ θελα κάτω από τα δυο σου πόδια να τα’ απλώσω.
Μα είμαι φτωχός και δεν κατέχω τι άλλο απ’ τα όνειρά μου,
Για να διαβαίνεις τα’ άπλωσα στα πόδια σου, Κυρά μου.
Πάτα αλαφρά, γιατί πατάς απάνω στα όνειρά μου…
Το κεντρί (1936)
Μετάφραση: Σπύρος Ηλιόπουλος
Σας φαίνεται φριχτό, λοιπόν, που η λαγνεία κι η λύσσα
Το γερασμένο μου κορμί ήσυχο δεν αφήσαν.
Δεν είχα εγώ τέτοια πληγή σαν ήμουν τρυφερούδι·
Τι με κεντρίζει εμένανε τώρα πια στο τραγούδι;
Η Ποίηση, ο Έρωτας και τα Γηρατειά - Σχόλιο της Χ. Γιαννουλάκη
Σε μια διάλεξη που έδωσε στο Δουβλίνο, στις 30/6/1940, ο T.S.Eliot αναφέρθηκε στο ποίημα Το Κεντρί: «Εγώ δεν διαβάζω {τους στίχους του ποιήματος} σαν την προσωπική εξομολόγηση ενός ανθρώπου διαφορετικού από τους άλλους, αλλά ενός ανθρώπου που ήταν κατά βάση όμοιος με τους περισσότερους. Η μοναδική διαφορά έγκειται στη μεγαλύτερη διαύγεια, εντιμότητα και ορμή. Σε ποιόν ειλικρινή άνθρωπο προχωρημένης ηλικίας, μπορούν αυτά τα συναισθήματα να είναι εντελώς ξένα;» (σελ. 289). Ο ίδιος ο Yeats σ’ ένα γράμμα του στην Olivia Shakespear, γράφει: «Θα παραμείνω αμαρτωλός μέχρι το τέλος και θα σκέφτομαι πάνω στο κρεβάτι του θανάτου όλες τις νύχτες που σπατάλησα στα νιάτα μου» (σελ. 290).
Ο W. B. Yeats τονίζει πως θα παραμείνει ο ίδιος, αμαρτωλός, μέχρι το τέλος. Γι αυτόν, η τέχνη έρχεται ως παρηγοριά για την απώλεια του έρωτα, απώλεια λόγω ηλικίας στο γήρας, λόγω άλλων ψυχικών ζητημάτων στα νιάτα του (ο ανέλπιδος έρωτάς του για τη φλογερή επαναστάτρια Maud Gonne είναι γνωστός).
Παράλληλα με τις αλλαγές που φέρνει το γήρας υπάρχει ο χαρακτήρας, τα σταθερά γνωρίσματα του κάθε ατόμου που συνίστανται στο δικό του ιδιαίτερο ενορμητικό δυναμικό, τις δικές του άμυνες, π.χ. τη δική του ικανότητα για μετουσίωση.
Σύμφωνα με την φροϋδική θεωρία η αρχή της πραγματικότητας, με πιο απλά λόγια η αντίληψη της πραγματικότητας ωθεί την αρχή της ηδονής να αμυνθεί βρίσκοντας διάφορα καταφύγια: ένα από αυτά, όχι το λιγότερο ισχυρό, είναι η τέχνη. Δημιουργεί στην τέχνη του ο καλλιτέχνης (και οι αποδέκτες της τέχνης βιώνουν δια μέσου αυτής) τον κήπο της Εδέμ όπως τον άφησε πριν η πραγματικότητα τον εκδιώξει από αυτόν. Ο εκδιωχθείς κινητοποιεί για όσο διάστημα του είναι δυνατόν τις άμυνες που διαθέτει από τη νεότητα και έως να πεθάνει.
Στο γήρας θα δούμε, κι ίσως οξυμμένες, τις ίδιες χαρακτηριολογικές πλευρές που συναντούσαμε σε κάποιον και στη νεότητά του. Οξυμμένες, γιατί όσο μεγαλώνουμε, γράφει ο Πέτρος Χαρτοκόλλης, που ασχολήθηκε εκτενώς με το θέμα του χρόνου, οι ενορμήσεις χάνουν την ισχύ τους, η σεξουαλική ικανότητα ελαττώνεται και το υπερεγώ ενισχύεται έναντι του ασυνειδήτου: το έργο μας γίνεται πιο σημαντικό από μια άμεση ενορμητική ικανοποίηση. Όμως, η μετουσίωση είναι πιο αδύναμη να ικανοποιήσει πλήρως την ενόρμηση κι έτσι ενισχύεται ακόμη περισσότερο η υπερεγωτική απαίτηση να εκπληρώσουμε το έργο μας πριν να πεθάνουμε.
Για τον Ιρλανδό ποιητή, η τέχνη έρχεται ως παρηγοριά για την απώλεια του έρωτα λόγω ηλικίας στο γήρας, κάτι που θυμίζει σε μας την ποίηση του Καβάφη (άλλο κοινό σημείο είναι τα χρώματα στα μεταξωτά…). Αλλά στην ποίηση ήδη κατέφευγε ο Yeats ως ερωτευμένος (αν και τονίζοντας λιγότερο τη σάρκα)από τη νεότητά του (γι αυτό έβαλα τα δυο ποιήματα μαζί).
Βιβλιογραφία
Yeats , W. B. (2008).70 ερωτικά. Μετάφραση: Ηλιόπουλος Σπύρος. Αθήνα: Εκδόσεις Εστία.
Χαρτοκόλλης, Π. (2006). Χρόνος και Αχρονικότητα. Μετάφραση: Χαραλάμπους Ασημίνα. Αθήνα: Εκδόσεις Καστανιώτη.