Περιλήψεις Ομιλιών 17ου Συνεδρίου ΕΨΕ
Έρως και αποδόμηση / αναδόμηση του υποκειμένου - Αθανάσιος Αλεξανδρίδης (Παρασκευ΄ή 22/11/2024)
Κατά μία στενή προσέγγιση της έννοιας του όρου «Έρως» της δεύτερης φροϋδικής θεωρίας των ενορμήσεων, ο « Έρως» ή «ενόρμηση Ζωής» δεν είναι παρά μια «θετική» ενέργεια που σκοπό έχει τη δημιουργία σχέσεων και κατασκευών στο ενδο-υποκειμενικό, στο δι-υποκειμενικό και στο συλλογικό επίπεδο. Για αυτό και στη σύγχρονη, γαλλική τουλάχιστον, ορολογία καλείται και «ενόρμηση σύνδεσης», ενώ αντιστοίχως η «ενόρμηση του Θανάτου» καλείται «ενόρμηση αποσύνδεσης».
Με αυτή την προσέγγιση ο τίτλος της ομιλίας που συνδέει τον Έρωτα με την αποδόμηση/αναδόμηση του υποκειμένου μοιάζει παράδοξος .Αν όμως ληφθεί υπ’ όψιν η καταγωγή της ενόρμησης του Έρωτα από τη «σεξουαλική ενόρμηση» της πρώτης φροϋδικής θεωρίας και ακόμη προγενέστερα από τη σεξουαλικότητα, τότε αρχίζει να διαφαίνεται ότι η συσχέτιση του έρωτα με την αποδόμηση του ατόμου ενέχει στοιχεία «αλήθειας».
Η σεξουαλικότητα πρέπει να νοηθεί, όπως και η αυτοσυντήρηση, ως έμφυτο πρόγραμμα που αρχικά κινείται άναρχα προς την αναζήτηση αντικειμένου και σταδιακά διαμορφώνεται, δες συμμορφώνεται, επενδύοντας τις «αξίες» που υποδεικνύει το πρόγραμμα της αυτοσυντήρησης και εγκαθιστώντας την «επιθυμία» εκεί όπου πραγματοποιείται ουσιαστική ικανοποίηση της «ανάγκης». Γνωρίζουμε όμως ότι οι περισσότερες εμπειρίες συνάντησης με το αντικείμενο δεν είναι πλήρεις και πάντα παραμένει ένα ποσό σεξουαλικής ενόρμησης αμεταβόλιστο άρα αδέσμευτο. Το ποσό αυτό έλκει ως δύναμη αδρανείας προς την αποδόμηση.
Όταν ο συσχετισμός δόμησης αποδόμησης είναι εξαιρετικά υψηλός και μη διαχειρίσιμος μέσω της αποδοχής του «ευνουχισμού», τότε η αποδόμηση ενεργοποιεί την Ναρκισσιστική «θέση» με τρεις πιθανές λύσεις: α) ναρκισσιστική στροφή β) μελαγχολία γ) παραλήρημα. Οι δύο πρώτες λύσεις θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως λύσεις του Ναρκισσισμού του Θανάτου. Η τρίτη για να αποφύγει την απορρόφησή της από τον Ναρκισσισμό του Θανάτου, μπορεί να επιχειρήσει μια ειδική μορφή παραληρήματος που είναι το φαινόμενο του Έρωτα, ως υπαρξιακής κατάστασης του ατόμου. Χάρη σε μία λειτουργική σχάση ο Ναρκισσισμός Θανάτου περικλείει όλα τα προηγούμενα μορφώματα του έρωτα του υποκειμένου ενώ ο Ναρκισσισμός Ζωής επενδύει τη φενάκη του νέου έρωτα που βιώνεται ως αναγέννηση του ατόμου. Δημιουργείται κατά συνέπεια ένα ζεύγος «ψεύδους- αλήθειας» που το ψεύδος αναφέρεται σε όλους τους τρόπους ερωτισμού, δες ύπαρξης του υποκειμένου, ενώ η «αλήθεια» αφορά τον νέο αναδυόμενο ερωτισμό. Η αποδόμηση των προηγούμενων μορφωμάτων φέρει την ελπίδα της επιστροφής στις ενεργειακές πηγές και στη δυναμική των πρωταρχικών σχέσεων ώστε να επιτευχθεί η αναδόμηση ενός ισχυρότερου δομικά και λειτουργικά υποκειμένου. Η φενάκη αυτή του Αναγεννησιακού Αληθινού Έρωτα, δημιουργείται τελεολογικά κατά την ψυχαναλυτική διαδικασία ως ο «ψευδοαληθής» μεταβιβαστικός έρωτας ή ως παράπλευρη μεταβίβαση. Η «λύση» του αποτελεί την ουσιαστική οδό θεραπείας του/ης αναλυομένου/ης αλλά πάντοτε ελλοχεύουν οι κίνδυνοι της οργάνωσης παθολογικών σχέσεων μέσα στο αναλυτικό ζεύγος που θα οδηγήσουν σε μία «άλυτη» ανάλυση.
Η ομιλία θα πλαισιωθεί με ενδεικτικά κλινικά αποσπάσματα.
ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
FREUD S., (1910), « Contributions à la psychologie de la vie amoureuse », in Freud S., La vie sexuelle, Paris, PUF, 1969
FREUD S., (1914), « Pour introduire le narcissisme », in Freud S., La vie sexuelle, idem
FREUD S., (1915), « Deuil et mélancolie », in Freud S., Métapsychologie, Paris, Gallimard, 1977
GREEN A., (1997), The chains of Eros, London, Karnac, 2008
GREEN A., (1983/2007), Narcissisme de vie, narcissisme de mort, Paris, Minuit, 2010
LAPLANCHE J., (2000/2006), Sexual, Paris, PUF, 2007
What’s Love Got To Do With It? Erotic Transference and Psychoanalysis - Danielle Knafo (Σάββατο 23/11/2024)
In a letter to Carl Jung in 1902, Sigmund Freud wrote, “ the cure is effected by love.” Indeed, I believe, like Freud, that every therapy is a love relationship of a sort and that the analytic work is an act of love. But how is this accomplished in the case of perversions, since they are essentially the antithesis of love and intimacy? Among the greatest challenges such patients present for the analyst are how to humanize those who dehumanize and how to teach them to love. This paper presents the case of Cain, a man who learned to love in his analysis, but whose very love resulted in the need to terminate.
Short Bio
Danielle Knafo, Ph.D. is a clinical psychologist and psychoanalyst. A professor at Long Island University for 22 years, she also taught at a number of universities and psychoanalytic institutes, both in the U.S. and Israel. Currently, she is faculty and supervisor at NYU Postdoc (new course: PsychoTech, on psychoanalysis and technology) and Adelphi’s Postgraduate Programs (courses: Freud; Perversions).
Dr. Knafo is a popular lecturer, both nationally and internationally. She is also a prolific writer. She has written ten books and dozens of articles, one of which won APsA’s Corst prize. Her areas of expertise are: art and creativity, trauma and psychosis, sex and gender, and, technology and A.I. Just a few titles demonstrate her range and interdisciplinary approach: Egon Schiele: The Creation of a Self; In Her own Image: Women’s Self-Representation in Twentieth-Century Art; Living with Terror: Working with Trauma; Dancing with the Unconscious: The Art of Psychoanalysis and the Psychoanalysis of Art; The Age of Perversion: Desire and Technology in Art and Psychoanalysis; The New Sexual Landscape and Contemporary Psychoanalysis. Her most recent book is From Breakdown to Breakthrough: Psychoanalytic Treatment of Psychosis.
Dr. Knafo conducts writing groups for psychoanalysts and serves as an independent writing consultant.
She maintains a private practice in Manhattan and Great Neck, New York.
Ο έρωτας ως ανατρεπτική δύναμη επένδυσης της ζωής απέναντι στη νεκρική αδράνεια - Χρήστος Ζερβής (Σάββατο 23/11/2024)
Η δύναμη του ερωτικού
Ο Freud γράφει ότι «στην προέλευσή του, στη λειτουργία του και στη σχέση του με τη σεξουαλική αγάπη, ο ‘Έρωτας’ του φιλοσόφου Πλάτωνα συμπίπτει ακριβώς με τη δύναμη της αγάπης, τη λίμπιντο της ψυχανάλυσης» (Freud, 1921, σ. 91). Και εννοεί προφανώς όχι μόνο τη γενετήσια σεξουαλικότητα αλλά τη σεξουαλικότητα με την ευρεία έννοια του όρου, το sexual κατά Laplanche (Laplanche, 2007).
Έχοντας όμως ταυτοχρόνως την έγνοια να υπερασπιστεί την ανάδειξη από την ψυχανάλυση του σεξουαλικού, με τη συγκεκριμένη έννοια του όρου, ο Freud διευκρινίζει ταυτόχρονα ότι «όποιος θεωρεί το σεξουαλικό ως κάτι τo θανατερό και ταπεινωτικό για την ανθρώπινη φύση είναι ελεύθερος να χρησιμοποιήσει τις πιο εξευγενισμένες εκφράσεις ‘Έρωτας’ και ‘ερωτικός’». Δείχνοντας έτσι ότι η χρήση των τελευταίων όρων μπορεί να γίνεται από κάποιον με τον αμυντικό σκοπό να παρακαμφθεί ο «ενοχλητικός» όρος «σεξουαλικότητα», κάτι που δεν είναι η δική του πρόθεση (Freud, 1921, σ. 91).
Προκειμένου να προσεγγίσουμε τη σεξουαλικότητα με την ευρύτερη έννοια, του Έρωτα, παρότι δεν τη συνοψίζει ο γενετήσιος ερωτισμός, εντούτοις αυτός προσφέρεται ιδιαιτέρως για να περιγραφεί η ερωτική επιθυμία και η ένταση που αυτή μπορεί να έχει. Έτσι κάνει συχνά και ο Freud, ο οποίος για το ερωτικό πάθος, αυτός μας δίνει την περιγραφή μιας ψυχικής κατάστασης με έντονο ενορμητικό φορτίο,που μπορεί να εκφράζει τόσο το ερωτικό πάθος όσο και τη σαγήνη, τη δυνατότητα δηλαδή ερωτικής κινητοποίησης του άλλου. Αναφέρεται ιδιαιτέρως στην παθητική, παιδικόμορφη παράδοση στο αντικείμενο της επιθυμίας, που μπορεί να είναι και το υποκείμενο της σαγήνης, και την εξιδανίκευση του, με τρόπο που μοιάζει με την ύπνωση. Γράφει: «…όλα τα μεθυστικά ποτά και τα διεγερτικά αλκοολοειδή δεν είναι παρά υποκατάστατα της μοναδικής τοξίνης, πάντα υπό αναζήτηση, της λίμπιντο, της μέθης που προκαλεί ο έρωτας» (Freud αλληλογραφία με Abraham, 1907-1925, σ. 47).
Στο ερωτικό πάθος, είναι σαν η ναρκισσιστική λίμπιντο να μετατρέπεται ολοκληρωτικά σε αντικειμενότροπο, και το Εγώ να χάνει τη λιβιδινική του επένδυση που τροφοδοτούσε την αίσθηση δύναμης που το αυτό κατείχε. Το Εγώ διαχειρίζεται το αντικείμενο σαν να επρόκειτο για τον ίδιο τον εαυτό του. Με άλλα λόγια είναι σαν το αντικείμενο του έρωτα να επενδύεται με την αγάπη που θα είχε το άτομο για τον εαυτό του. Πρόκειται για μια ιδιαίτερη μορφή ναρκισσιστικής επένδυσης. Όπου το αντικείμενο παίζει τον ρόλο του Ιδεώδους Εγώ που το Εγώ δεν έφτασε από την πλευρά του (Freud, 1921, σ.112).
Υπάρχει ένας παραλληλισμός με τη μελαγχολία. Και στις δυο περιπτώσεις, μέσα από διαφορετικούς δρόμους, το Εγώ ισοπεδώνεται από το αντικείμενο. Η λίμπιντο που αποσύρεται από τον ναρκισσισμό επενδύει το αντικείμενο.
Ο Freud, σε διάφορες αναφορές του, συγκρίνει την υπερεκτίμηση του αντικειμένου, την αποκλειστική προσκόλληση και την άνευ όρων παράδοση σε αυτό στην περίπτωση του ερωτικού πάθους με την απόλυτη εμπιστοσύνη και παράδοση του μικρού παιδιού στους γονείς του. Επίσης, με τη σχέση του υπνωτιζόμενου με τον υπνωτιστή. Είναι σαν υπάρχει κάτι πολύ παιδικό σε αυτό το πάθος που έχει χαρακτηριστικά πέραν της λογικής και ένα χαρακτήρα ψυχαναγκασμού. Μοιάζει με ψυχωτική κατάσταση, ένα φυσιολογικό πρότυπο ψύχωσης. Το αντικείμενο αγάπης, ως Ιδεώδες Εγώ, απαλλάσσεται από οποιαδήποτε κριτική που θα μπορούσε να ασκηθεί απέναντί του, είναι σαν να τυφλώνεται λογικά το άτομο. Υπάρχει κάτι το ανορθολογικό και το καταναγκαστικό.
Η ανατρεπτική και ανανεωτική συμβολή του έρωτα σε ατομικό και κοινωνικό επίπεδο
Η ερωτική διέγερση ιδιαιτέρως κατά τη διάρκεια της νεότητας αλλά και σε άλλες φάσεις της ζωής, ο έρωτας με αντικείμενο και σκοπό, μοιάζει να είναι ένας αποσταθεροποιητικός παράγοντας τόσο για το συγκεκριμένο άτομο όσο και για το περιβάλλον του. Πρέπει όμως να δούμε αν αυτή η αποσταθεροποίηση πέρα από τις αρνητικές έχει στο βάθος και θετικές επιπτώσεις. Πέρα από τις προσωπικές ανατροπές που συνεπάγεται η ερωτική έξαψη σε ένα κοινωνικό επίπεδο, φαίνεται ότι αυτού του είδους ο έρωτας, με την ορμή που τον διακρίνει, προσφέρει και κάποιου άλλου είδους υπηρεσίες. Πρόκειται για τον εμπλουτισμό και την κινητικότητα του ανθρώπινου είδους. Έτσι, ο Freud διαπιστώνει ότι ο έρωτας έχει την ικανότητα και τη δύναμη να σπάσει τα όρια ανάμεσα σε φυλές, έθνη, κοινωνικές ομάδες. Με αυτήν την έννοια επιτελεί ένα έργο κοινωνικό εξαιρετικά σημαντικό. Αυτό όμως ταυτοχρόνως συνεπάγεται τη διάρρηξη της κάποιας προηγούμενης ενότητας, σύμφωνα με προηγούμενους κανόνες, κάποιων σχέσεων, ενδεχομένως και κοινωνικών διαφοροποιήσεων. Πρόκειται δηλαδή για ένα είδος ανανέωσης των δεσμών, που πηγαίνει πέρα από προηγούμενες δεδομένες, στατικές καταστάσεις.
Ο Freud γράφει: «…το γεγονός ότι ερωτεύτηκαν, έχει συχνά οδηγήσει και ιερείς να αφήσουν την εκκλησία. Με τον ίδιο τρόπο ο έρωτας για τις γυναίκες σπάζει τους δεσμούς ομάδας της φυλής, των εθνικών διαιρέσεων και του συστήματος κοινωνικών τάξεων και έχει σημαντική επίδραση ως παράγοντας πολιτισμού» (Freud, 1920-1922, σ. 141).
Στη Μυθολογία και στην Τέχνη έχουμε πολλές απεικονίσεις του εν λόγω ανατρεπτικού χαρακτήρα του έρωτα, μερικές φορές με καλή κατάληξη, κάποιες άλλες φορές με τραγικά αποτελέσματα, συχνά με το θάνατο. Απεικονίζεται ιδιαιτέρως ο διασπαστικός, ανατρεπτικός, αλλά ταυτοχρόνως και ενωτικός χαρακτήρας αυτού του πάθους, αφού διαρρηγνύονται οικογένειες και φατρίες (Ρωμαίος και Ιουλιέτα), φυλές και έθνη (ο έρωτας ανάμεσα σε άτομα από έθνη που βρίσκονται σε πόλεμο), η διάκριση ανάμεσα σε θεούς και θνητούς (Μυθολογία), ακόμη και ανάμεσα σε κόσμους, της ζωής και του θανάτου (στη Μυθολογία, Ορφέας και Ευρυδίκη, Περσεφόνη και Άδης). Δεν είναι τυχαίο ότι ο θάνατος είναι συχνά συστατικό σε αυτές τις ιστορίες, σαν η ένωση του έρωτα να συνοδεύεται αναπόφευκτα από κάποια καταστροφή. Υπό μια συγκεκριμένη οπτική γωνία, παρά την αναζωογονητική επίδραση του έρωτα επάνω στο άτομο (ανα-ζωογόνηση απέναντι στη θανατερή αδράνεια της ενόρμησης θανάτου), είναι σαν η προτεραιότητα να είναι η αναπόφευκτη έλξη και ένωση, η επένδυση του άλλου, του αντικειμένου, ώστε να παραχθεί μια δημιουργική ενότητα χρήσιμη για το είδος, ενώ ταυτοχρόνως οι μονάδες του, οι συντελεστές του να μειώνονται ναρκισσιστικά, με κίνδυνο την καταστροφή.
Σε μια ευρύτερη ανάλογη προοπτική, στα κείμενά του για τον πολιτισμό ο Freud αναδεικνύει του κοινωνικούς σχηματισμούς ζωής που επιτυγχάνονται μέσα από την εξιδανίκευση και τη μετουσίωση, οι οποίο όμως παραμένουν εύθραυστοι και έωλοι απέναντι σε όποια αναταραχή ανακινήσει την καταστροφή της ενόρμησης θανάτου.
Η πρώτη μεγάλη ανατροπή με μοχλό την ερωτική ψευδαίσθηση: από τη μοναχικότητα της μονάδας στο δεσμό και τη διυποκειμενικότητα ή η πρώτη επένδυση του αντικειμένου
Η ασθενής μου όταν επιστρέφει στη θεραπεία μετά τον τοκετό της θα μου πει με ένα λαμπερό βλέμμα, που δεν έχω ξαναδεί σε αυτήν, πόσο πολύ είναι ερωτευμένη με το μωρό της, που το βρίσκει το πιο όμορφο πλάσμα του κόσμου, παρά κάποιες ιδιαιτερότητες στο σχήμα του κρανίου του. Λίγες εβδομάδες μετά θα μου πει ότι αυτό το μωρό κρέμεται από το βλέμμα της. Ένας άλλος ασθενής μου μού λέει ότι η νεογέννητη κόρη του λειτουργεί σαν μαγνήτης επάνω του, καθώς δεν μπορεί να αποφύγει να τη βλέπει, να την σκέπτεται, να ονειρεύεται να τη συναντήσει μετά τη δουλειά του. Και στις δύο περιπτώσεις θα λέγαμε ότι εδώ ο «έρωτας», αν και διαθέτει ήδη κάποια οιδιποδειακά στοιχεία από την πλευρά του ενηλίκου, χαρακτηρίζεται κυρίως από τη ναρκισσιστικού τύπου σεξουαλικότητα που ξεκινά από την αρχή της ζωής ένθεν και ένθεν.
Ο Freud έχει γράψει ότι η εξιδανίκευση του αντικειμένου, που ταυτίζεται με τη λιβιδινική επένδυσή του, στηρίζεται σε μια ψευδαίσθηση, μεγέθυνσής της αξίας του: «αυτό το αντικείμενο, χωρίς η εικόνα του να υποστεί κάποια αλλοίωση όσον αφορά τη φύση του, μεγαλώνει και εξυψώνεται στο μυαλό του υποκειμένου» (Freud, 1914, σ. 94). Επίσης, «το υποκείμενο γίνεται σαν να είναι διανοητικά παιδοποιημένο (δηλαδή αποδυναμώνεται η κρίση του) από τα νοητικά επιτεύγματα και τελειότητες του σεξουαλικού αντικειμένου και υποτάσσεται στις κρίσεις του τελευταίου με ευπιστία. Έτσι η ευπιστία της αγάπης γίνεται μια σημαντική, αν όχι η πιο θεμελιώδης, πηγή εξουσίας» (Freud, 1905, σ. 150).
Στην αρχή της ζωής, η εν λόγω εικόνα, με τη μορφή μια παθιασμένης αμοιβαίας επένδυσης, εξωραϊστικής ψευδαίσθησης όταν τα πράγματα κυλήσουν καλά, αφορά τόσο τη μητέρα όσο και το νεογέννητο. Η μητέρα (όπως και ο πατέρας από διαφορετική θέση βέβαια) σαγηνεύεται από το εξιδανικευμένο νεογέννητο και ταυτοχρόνως «φτιάχνει» για αυτό, μέσα από τη φροντίδα της, μια «ψεύτικη», ιδανική πραγματικότητα, Και το νεογέννητο από την πλευρά του σαγηνεύεται από την προσαρμοσμένη στην ύπαρξή του παρουσία της μητέρας, και την εξιδανικεύει με τη σειρά του, εξιδανικεύοντας με αυτόν τον τρόπο τον κόσμο, κάτι που δημιουργεί ένα ισχυρό κίνητρο για να επενδύσει περαιτέρω τη ζωή.
Εδώ η ψευδαίσθηση της εξιδανίκευσης, η εξωραϊστική παραμόρφωση του άλλου και του κόσμου, μέσω της επένδυσης του Έρωτα, είναι το μυστικό για την πρώτη θεμελιώδη λιβιδινική επένδυση της ζωής.
Για τον Winnicott, η ψευδαίσθηση προκύπτει σε σημεία αλληλοεπικάλυψης μεταξύ της υποκειμενικής αίσθησης της παντοδυναμίας και της δημιουργικότητας, και της πραγματικότητας. Είναι μια συνάντηση που προκύπτει από την κίνηση του νεογνού προς τον έξω κόσμο η οποία συντονίζεται με τη διαθεσιμότητα και το ενδιαφέρον της μητέρας. Εάν αυτές οι δύο δυναμικές συναντηθούν και υπάρξει επικάλυψη, τότε εμφανίζεται μια φάση ψευδαίσθησης. Είναι δηλαδή μια εμπειρία που το παιδί μπορεί να αντιληφθεί είτε ως δική του ψευδαίσθηση είτε ως εξωτερική πραγματικότητα (Winnicott, 1945, σ. 141). Και, όπως γράφει ο Charles Rycroft, «η επαναλαμβανόμενη εμπειρία αυτής της επικάλυψης ή της σύγκλισης της ψευδαίσθησης με την πραγματικότητα θα τείνει να συνδέει το άτομο θετικά με την εξωτερική πραγματικότητα…» (Rycroft, 1956, σ. 139).
Εδώ, η «αρκετά καλή μητέρα» μπορεί να παίξει καθοριστικό ρόλο. Το νεογέννητο πρέπει να περάσει από την αρχή της ευχαρίστησης στην αρχή της πραγματικότητας. «Η μητέρα, στην αρχή, με σχεδόν 100 τοις εκατό προσαρμογή, δίνει στο βρέφος την ευκαιρία για την ψευδαίσθηση ότι ο μαστός της είναι μέρος του βρέφους». (Abram & Hjulmand 1996, σ. 209). Στιγμές ψευδαίσθησης εμπλέκουν στο παιδί μια αίσθηση δημιουργίας και παντοδύναμου ελέγχου. Στη συνέχεια, η προσαρμογή της μητέρας στις ανάγκες του παιδιού μπορεί να μειωθεί σταδιακά, ανάλογα με την αυξανόμενη ικανότητα του παιδιού να αντέξει την απογοήτευση που προκαλείται από την περιορισμένη μητρική απόκριση (απογοήτευση) (Winnicott, 1953, σ.94).
Σταδιακά, το παιδί θα αναγνωρίσει το στοιχείο της ψευδαίσθησης στην αντίληψή του για τον έξω κόσμο. Και εκεί, γράφει ο Winnicott, είναι η ιδανική στιγμή για τη δημιουργία συμβολισμού, αφού πρώτα υπάρχει η σύμπτωση, η συνύπαρξη της ψευδαίσθησης του παιδιού και του αντικειμένου, το οποίο πρώτα από όλα «δημιουργείται» για να επενδυθεί στη συνέχεια ως εξωτερικό. αντικείμενο (Winnicott, 1965, σ. 146).
Θα λέγαμε συνοπτικά ότι αν και στα προαναφερθέντα κείμενα ο Freud και ο Winnicott τοποθετούνται σε διαφορετικά στάδια της ψυχοσεξουαλικής εξέλιξηw, σε διαφορετικά πεδία ψυχικής έκφρασης και δεν χρησιμοποιούν τους ίδιους ακριβώς όρους (ο Winnicott δεν μιλά για Έρωτα), συγκλίνουν παρόλα αυτά περιγράφοντας μια ψυχική δυναμική επένδυσης του αντικειμένου και ψυχικών δεσμών με βάση την εξιδανικευτική ψευδαίσθηση. Όλα αυτά σκιαγραφώντας με ένα αρνητικό τρόπο το αντίπαλο δέος: την αποσύνθεση της ψυχικής ζωής και τον θάνατο με όλες τις έννοιες του όρου.
Στην παρουσίαση θα περιλαμβάνεται και κλινικό ύλικό.
Βιβλιογραφία
Abram, J. & Hjulmand, K. (1996). The Language of Winnicott: A Dictionary of Winnicott’s Use of Words. Classic Books. 160: 1-450.
Freud, S. (1905). Three Essays on the Theory of Sexuality (1905). SE, 7:123-246.
Freud, S. (1914). On Narcissism: An Introduction. SE, 14:67-102.
Freud, S. (1921). Group Psychology and the Analysis of the Ego. SE, 18:65-144.
Freud, S. – Abraham, K. (1907-1925). Correspondance Complète. Paris: Gallimard, 2006.
Laplanche, J. (2007). Gender, Sex, and the Sexual. Stud. Gend. Sex.,8(2): 201-219.
Rycroft, C. (1956). Symbolism and its relationship to the Primary and Secondary Processes. Int. J. Psychoanal., (37):137-146.
Winnicott, D. (1945). Primitive Emotional Development. Int. J. Psychoanal., (26):137-143.
--(1953). Transitional Objects and Transitional Phenomena -A Study of The First Not-Me Possession. Int. J. Psychoanal., (34):89-97.
-- (1965). Ego Distortion in terms of True and False Self. Int. Psycho-Anal. Lib., (64):140-152.
Eros : Αντίστιξη στην ενόρμηση θανάτου - Βασίλης Δημόπουλος (Κυριακή 24/11/2024)
Ένας θεραπευόμενος, που κάνει χρήση «χόρτου», μου μιλάει για το «θαλερό πράσινο χόρτο». Προοδευτικά μειώνει τη χρήση και μια μέρα μού λέει πως με είδε κάπου στην Αθήνα· φορούσα πράσινο σακάκι. Αναρωτήθηκα αν ήμουν πράγματι εκεί κι αν φόραγα σακάκι, δεδομένου ότι δεν συνηθίζω να φοράω. Το δύσφορο βίωμά μου – ένα είδος αποπροσωποποίησης θα λέγαμε– απαλύνθηκε όταν αιφνίδια μου ήρθε στον νου το «πράσινο χόρτο». Του είπα: «Πράσινο είναι το χόρτο». Μου λέει μετά από λίγο: «Όχι, δε φοράγατε σακάκι, αλλά μπουφάν άλλου χρώματος», αναφέροντας δυο τρία ακόμη ρούχα μου μέχρι να φτάσει στο μπουφάν. Στις επόμενες συναντήσεις μού έλεγε ότι θυμόταν την αμφίεση με το πράσινο σακάκι, αλλά η διάθεσή του ήταν να αποσύρεται. Είχε βιώματα μυρμηκίασης και γαργαλητού στο σώμα, έχανε τη σκέψη του και ξανάρχισε τη χρήση του χόρτου.
Ψυχοδυναμικές υποθέσεις
Από τη χρήση του χόρτου στη σχέση με το αντικείμενο-εμένα. Το δικό μου βίωμα της αποπροσωποποίησης θα ήταν ίσως, επειδή δε ήθελα να δεχτώ ότι είμαι αντικείμενό του στη θέση του χόρτου· είχα επομένως ένα είδος μορφολογικής παλινδρόμησης, η οποία κατά την εκτίμησή μου ανήκει στην τάξη των αποσυνδέσεων. Ευτυχώς, όμως, ο Eros ξανασυνθέτει και αναδύεται αιφνίδια μια εικόνα: το πράσινο χόρτο. Έφερα στον λόγο (συνθέτουσα λειτουργία) τη σχέση μας. Τότε δεν ήμουν πια μεταβιβαστικό αντικείμενο (πράσινο σακάκι), αλλά πραγματικό πρόσωπο. Θυμήθηκε πώς πραγματικά ήμουν.
Η σχέση όμως με το αντικείμενο είναι περιπέτεια. Έχει κόστος οικονομικό (libido εγώ - libido αντικειμένου). Αρχίζει έτσι η αποσύνδεση-απόμιξη για να αποφευχθεί η περιπέτεια της σύνδεσης με το αντικείμενο. Ο θεραπευόμενος αποσύρεται και μπαίνει στον αυτοερωτισμό (αισθησιακά-αισθητηριακά βιώματα), με κίνδυνο μάλιστα να επιμείνει και να επιφέρει ένα είδος αυτισμού (ο αυτοερωτισμός χωρίς το Eros γίνεται αυτισμός). Τον κίνδυνο, όμως, αυτόν αποτρέπει η στροφή στο ασφαλές αντικείμενο-χόρτο, για να συνεχιστεί μέσα από κινήσεις επανασυνδέσεων, εκείνες που θα ονομάζαμε δευτερογενείς ταυτίσεις και αντικειμενοποιούσες λειτουργίες. Με τις δευτερογενείς ταυτίσεις και την αντικειμενοποιούσα λειτουργία δεν εννοώ μόνο τη δημιουργία καινούργιων αντικειμένων μέσω μετωνυμίας ή μεταθέσεων (όπως, λ.χ., η επιθυμία του να κάνει πανεπιστημιακή καριέρα, αφού εγώ είμαι διδάσκων) αλλά η λειτουργία η ίδια να γίνει αντικείμενο. Για παράδειγμα, όταν λέει «η ανάλυσή μου», «η συνεδρία μου».
Παρατίθενται κάποιες ακόμη θεωρητικές έννοιες, ορισμένες από τις οποίες (συνδέουσες λειτουργίες και πάλι!) θα συναντήσουμε εκ νέου στην κλινική που θα παρουσιαστεί: η έννοια της σεξουαλικότητας, του Eros με τον εκθέτη της (την ενέργεια της libido) και τις μεταξύ τους διαφορές· στον αντίποδα, η ενόρμηση θανάτου ως αποσυνδέουσα λειτουργία, αλλά και ως προϋπόθεση, για να γίνουν νέες επενδύσεις (Eros). Η ενόρμηση θανάτου ως ενεργητική απάντηση στο τραύμα, το οποίο θα οδηγούσε στο χάος; Στην ελληνική μυθολογία το αντίθετο του Eros δεν είναι ο θάνατος, αλλά το χάος. Αναφερόμαστε σε ενόρμηση θανάτου. Είναι όμως ενόρμηση; Ή θα ήταν πιο δόκιμη η έννοια του ενστίκτου; Η ενόρμηση έχει πηγή, ενέργεια, σκοπό, αντικείμενο. Αυτές οι προϋποθέσεις μοιάζουν να ισχύουν για το Eros, αφού, για παράδειγμα, έχει ενέργεια, τη libido, έχει αντικείμενο, το προϊόν δηλαδή των συνδέσεων. Για την ενόρμηση του θανάτου όμως; Ποια είναι η ενέργεια; Ποιο είναι το αντικείμενο, αφού πρόκειται για αποαντικειμενοποιούσα λειτουργία;
Επιστροφή στην κλινική
Θα επανέλθουμε, τελειώνοντας, στην κλινική, την πεμπτουσία άλλωστε της δουλειάς μας, και σε κάποια ζητήματα τεχνικής.
Τι γίνεται με το τέλος της ανάλυσης; Αν οι δευτερογενείς ταυτίσεις με τον αναλυτή, δηλαδή τη λειτουργία του, προϋποθέτουν την αποσεξουαλικοποίηση της σχέσης μαζί του, τότε η ενόρμηση του θανάτου θα ελευθερωνόταν, άραγε, με αποτέλεσμα την επανεμφάνιση των συμπτωμάτων; Τι και πώς ερμηνεύουμε τότε; Μεταβίβαση; Αλλά, τότε, δε θα δεσμεύαμε πάλι την ενέργεια που επιχειρούμε να απελευθερώσουμε προς νέες επενδύσεις έξω από τη μεταβίβαση; Και περαιτέρω: εκείνο που, κάπως αυθαίρετα ίσως, θα ονομάζαμε το «κενό» που αφήνει η αποσεξουαλικοποίηση, θα πληρωνόταν από καταστροφικότητα; (Μπορεί να χρειαστεί και κάποια θεωρητική αναφορά στη σχέση ενόρμησης θανάτου, καταστροφικότητας, επιθετικότητας, οι οποίες κατά την κατανόησή μου δεν είναι ταυτόσημες). Ίσως είναι τότε που εκδηλώσεις μίσους κάνουν την εμφάνισή τους και οι οποίες είναι δευτερογενείς σε σχέση με το πρώτο μίσος, εκείνο που γεννιέται από τον αποχωρισμό από το αντικείμενο. Αυτή η προσέγγιση τροποποιεί και την αναλυτική τεχνική, διότι, περιορίζοντας κανείς την ερμηνεία του μίσους μόνο από την πλευρά της μελαγχολίας, δε λαμβάνει υπόψη αυτή τη δεύτερη εκδοχή. Παρότι η θεωρία του Green (1999) με αφορμή αυτούς τους προβληματισμούς, έχει ενδιαφέρον, δεν μου είναι σαφής η τεχνική που προτείνει. Από την πλευρά μου, η τεχνική θα ήταν να ερμηνευτεί το μίσος, όχι μόνο επειδή το άτομο εγκαταλείφθηκε από το αντικείμενο με το οποίο κάποτε ήταν μαζί (το αντικείμενο αναγνωρίζεται μέσα από το μίσος), αλλά και επειδή το αντικείμενο μπορεί να ήταν εκεί, χωρίς, όμως, το άτομο να έχει αγαπηθεί. Ανοίγουμε τώρα άλλους δρόμους. Αυτούς της σιωπής του αναλυτή, η οποία υπό αυτές τις συνθήκες μπορεί να διευρύνει το «κενό» στο οποίο αναφερθήκαμε παραπάνω.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Braunschweig D. et Fain M. (1971) Eros et Anteeros. Paris, Payot.
Freud S. (1905) Three essays on the theory of sexuality. S.E., VII.
Freud S. (1920) Beyond the pleasure principle. S.E., XVIII.
Freud, S. (1940) An outline of psychoanalysis, S.E. XXIII.
Green A. et al. (1986) La pulsion de mort. Paris, PUF.
Green A. (1995) Has sexuality anything to do with psychoanalysis?, Int. J. of Psych., 76.
Green, A. (1999) The work of negative. Free Association Books
Green A. (2001) The chains of Eros. Karnac.
Green A. (2001) Life narcissism, death narcissism. Free Association Books.
Klein M. (1988) Envy and gratitude. London. Virago.
Mc Dougall (1995) The many faces of Eros. London, Norton.
Σεξουαλική συνεύρεση και οργασμός - Σάββας Σαββόπουλος (Κυριακή 24/11/2024)
Η εγκατάσταση αξιόπιστης διϋποκειμενικής σχέσης προϋποθέτει την αποδοχή της ετερότητας και την ικανότητα των δυο υποκειμένων να οικονομούν τον ναρκισσισμό των μικρών διαφόρων τους. Την ποιότητά της καθορίζουν οι ασυνείδητες ταυτίσεις και τα μορφοείδωλα των υποκειμένων.
Η σεξουαλική συνεύρεση δύο υποκειμένων είναι σύνθετη, γιατί η ταυτότητά τους (και η έμφυλη) καθορίζεται από βιολογικούς, ψυχολογικούς και κοινωνικούς παράγοντες. Η συνουσία αποσκοπεί στην απέλπιδα επιθυμία από τους δυο εραστές για μια «μυθική» ένωση- ενότητα. (Ferenczi [1924]1972). «Επιστροφή στο μητρικό σώμα»;
Η σεξουαλική συνεύρεση χαρακτηρίζεται:
-από την ηδονή που προσφέρει ο ένας στον άλλο.
-από το γεγονός ότι η συνουσία κινητοποιεί περισσότερες ψυχοσεξουαλικές διαδικασίες απ’ όσες κινητοποιούν όλες μαζί οι ερωτογενείς ζώνες του σώματος. Οι τελευταίες χρησιμοποιούνται για τα προκαταρκτικά, τα οποία αποσκοπούν στην εγκατάσταση μιας αμοιβαίας εμπιστοσύνης, που επιτρέπει στα υποκείμενα να αφεθούν το ένα στο άλλο και να μοιραστούν την απόλαυση.
Η έννοια της ηδονής είναι αναπόσπαστη από εκείνη του οργασμού. Η γυναίκα και ο άντρας βιώνουν διαφορετικά τον οργασμό (Bonaparte, 1951). Η γυναίκα, κατά τον οργασμό, περιπίπτει σε μια κατάσταση που προσομοιάζει με εκείνη της απώλειας της συνείδησης. Ο άνδρας, κατά τον οργασμό, εγκαταλείπει, προσωρινά, κάθε έγνοια και δέσμευση που είχε πριν τη συνουσία (Oraison, 1966). Το ότι η γυναίκα και ο άνδρας απολαμβάνουν διαφορετικά τη συνουσία και τον οργασμό έχει υποστηριχθεί από αμνημονεύτων χρόνων. Ο Τειρεσίας, που έζησε ως άνδρας και ως γυναίκα, αποκάλυψε σχετικά με την ηδονή κατά τη σεξουαλική συνεύρεση: «Αν διαιρούσαμε την ηδονή σε μέρη δέκα, ένα θα έπαιρνε ο άντρας και εννιά η γυναίκα» (Kerényϊ, 1974). Ο οργασμός αναφέρεται και ως «μικρός θάνατος». Έτσι, εάν με τη λέξη «θάνατος» υπονοούμε την προσωρινή ριζική απόσυρση των επενδύσεων του υποκειμένου από τις υποχρεώσεις και από κάθε αντικείμενο -πλην του ερωτικού- στον χώρο και στον χρόνο, δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι η σεξουαλική ηδονή διατηρεί κάποιου είδους σχέση με τον «θάνατο»- οργασμό που αναζητούν αλλά και προσφέρουν αμοιβαία οι δύο εραστές.
Για να εξασφαλιστεί ο οργασμός που αγγίζει τις επιθυμίες και τις ιστορίες των εραστών θα πρέπει αυτοί να προσεγγίσουν τρία επίπεδα δόμησης του ψυχισμού τους: α) Το ναρκισσιστικό επίπεδο, όπου η πληγή προσωρινά γιατρεύεται, β) Το προ-οιδιπόδειο και προγεννητικό επίπεδο, κατά το οποίο η σαρκική ηδονή, που οι εραστές φαντάζονται ότι κάποτε είχαν βιώσει και τώρα στερούνται, μπορεί προσωρινά να αναβιωθεί, γ) το οιδιπόδειο επίπεδο, όπου η ηδονή μπορεί να μοιραστεί, αφού κάθε άμυνα έχει πέσει κατά τη συνεύρεση. Αυτή η προσέγγιση μετά τον οργασμό εκλείπει.
Η σεξουαλική επιθυμία το μόνο που επιδιώκει είναι να ικανοποιηθεί, κάτι που κανένα αντικείμενο δεν μπορεί να εγγυηθεί. Η έλλειψη είναι εγγενής στον άνθρωπο και θα πρέπει να γίνει αποδεκτή (Freud, 1989). Γνωρίζουμε το πεπρωμένο των συμβιωτικών καταστάσεων, όπως στην περίπτωση της σχιζοφρένειας, όπου το παιδί εκλαμβάνεται ως μερικό αντικείμενο της μητέρας, η οποία αδυνατεί να ζήσει ξεχωριστά, εν ελλείψει.
Η ηδονική εμπειρία που προσφέρει ο οργασμός είναι σύντομη· ακολουθείται από την επιστροφή στο βίωμα της ρήξης, του αποχωρισμού, που ωθούν στην αναζήτηση μιας παρουσίας ολοκληρωτικής και «εσωτερικής» στον άλλο, η οποία βέβαια είναι ανέφικτη. Η ψυχική πραγματικότητα που ανακαλύπτουμε μετά τη συνουσία και τον οργασμό είναι περίπλοκη (Chiland, 1977).
Κατά τη συνουσία ισχυρά ερεθίσματα και συναισθήματα κατακλύζουν τους εραστές. Διαμορφώνεται μία ανομοιογενής ενότητα η οποία, αν και βιώνεται έντονα, παραμένει ανολοκλήρωτη. Μέσα στη σεξουαλική πληρότητα που χαρίζει ο οργασμός διατηρείται η αίσθηση του ανεκπλήρωτου, της έλλειψης. Εάν αυτή η έλλειψη δεν γίνει ψυχικά αποδεκτή, τότε οι εραστές ξαναρχίζουν από την αρχή για να επιχειρήσουν για μια ακόμα φορά, μάταια, να πληρώσουν τον ναρκισσιστικό πίθο των Δαναΐδων.
Ο άνθρωπος θα αναζητάει πάντα υποκατάστατα που προσωρινά θα ικανοποιούν την επιθυμία του σε διάφορα επίπεδα (Pasini&Andreoli, 1981). Ο προσωρινός χαρακτήρας της ικανοποίησης από το αντικείμενο αναδεικνύει και την ανεπάρκειά του, γεγονός που ενδέχεται να ωθήσει το υποκείμενο στο να αναζητήσει νέο αντικείμενο. Μήπως το παιδί δεν κατέχει το αντικείμενο της επιθυμίας-στήθος με τρόπο διαλείποντα; Ποτέ οριστικά. Ωστόσο, να σημειώσουμε ότι το αντικείμενο της επιθυμίας ουσιαστικά δεν θα πρέπει να ταυτίζεται με αυτό που λείπει στο παιδί. Υπάρχει μία αναντιστοιχία μεταξύ του αντικείμενου της επιθυμίας και αυτού που θα μπορούσε να καλύψει κάθε ανάγκη και επιθυμία του. Η επιθυμία δεν συμπίπτει πάντα με την ικανοποίησή της κι ευτυχώς. Διαφορετικά θα πεθαίναμε από ατελεύτητη απόλαυση. Αρχίζουμε τη ζωή μας αποτυγχάνοντας να συμφωνήσουμε με τη μητέρα μας πάνω στον τόπο της «συνάντησης» μας, δηλαδή τον τόπο που ταυτόχρονα ενωνόμαστε αλλά και διαφοροποιούμαστε.
Τα ερωτικά βιώματα διακινούν τις πρώιμες σχέσεις του υποκειμένου (στοματικές) με το αντικείμενο-την πρώτη σαρκική σύντροφό του. Π.χ. στη σεξουαλική επιθυμία, η οποία χαρακτηρίζεται από αστάθεια και αβεβαιότητα, συμπυκνώνονται ορισμένες πλευρές της επιθυμίας (Bergeret, 1977). Στο μέτρο που οι συναισθηματικές σχέσεις του υποκειμένου στην παιδική ηλικία χαρακτηρίστηκαν από αβεβαιότητα και δυσκολίες οριοθέτησης, τότε στην ενηλικίωση αυτή η «προϊστορία» θα διηθεί τη σεξουαλική δραστηριότητα και θα αποτυπώνεται στη θεματική αποχωρισμού-παρείσφρησης. Αυτό διαπιστώνεται σε ορισμένους οριακούς ασθενείς, με ακόρεστη ανάγκη για σεξουαλική συνεύρεση, όπως η περίπτωση που θα αναφέρω.
Στην περίπτωση των νευρωτικών οργανώσεων, οι αναπόφευκτες ματαιώσεις είναι ανεκτές λόγω επαρκούς συγκρότησης του πρωτογενούς μαζοχισμού (πρωτογενούς υπομονής). Εκεί επικρατεί η εργασία επί του αρνητικού, επί αυτού που διαρκώς ελλείπει, σε μια αναζήτηση της επιθυμίας, η οποία θα μπορέσει να δημιουργεί και τα δικά της αντικείμενα, που θα σχετίζονται με το σώμα, αλλά ταυτόχρονα θα είναι αποσωματοποιημένα, π.χ. τέχνη.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Bergeret J. (1977) Essai sur l’activité, Rev. Franç. de Psychanalyse, tome XLI. PUF
Bonaparte M. (1951) De la sexualité de la femme. PUF
Chiland C. (1977) Question sur l’orgasme ou réflexions sur les silences et les fantasmes des Psychanalystes. Rev. Franç. de Psychanalyse, tome XLI
Ferenczi S. ([1924] 1972) Thalassa. Payot
Freud S. (1989). Lettre 102 à Fliess, In La naissance de la Psychanalyse. PUF
Freud S. (1969). La vie sexuelle. PUF
Kerényï K. (1974) Η Μυθολογία των Ελλήνων. Βιβλιοπωλείο της Εστίας.
Oraison M. (1966 ) Le Mystère humain de la sexualité. Paris, Editions du Seuil.
Pasini W. & Andreoli A. (1981) Eros et changement. Le corps en psychothérapie. Payot
Reich W. (1971) L’analyse caractérielle. Payot.
(+) Έρως και (-) Έρως: Η θεωρία των ενορμήσεων στον Freud και η απαρτίωσή της στον Bion - Ιωάννης Βαρτζόπουλος (Κυριακή 24/11/2024)
Ο έρως μαζί με τον θάνατο εισάγεται στην ψυχανάλυση από τον Φρόυντ στην τρίτη θεωρία των ενορμήσεων. O Φρόυντ προσφεύγει σε μία έννοια με έντονη παρουσία στην μυθολογία, στην φιλοσοφία, στη λογοτεχνία και στην καθημερινή ζωή για να δώσει ένα νέο περιεχόμενο σε μία έννοια την οποία αφενός τοποθετεί στη βάση του οικοδομήματός του και αφετέρου χαρακτηρίζει ως μυθολογία.
Η ενόρμηση ορίστηκε ως η απαίτηση του σώματος προς την ψυχή να εργαστεί, χρησιμοποιείται δηλαδή ως μία εννοιολογική σύνδεση του σώματος και της ψυχής αφήνοντας στην μελλοντική έρευνα την αποσαφήνιση του υπόβαθρου αυτής της σχέσης. Σε κάθε ορισμό της ενόρμησης αναζητούμε την βιολογική και την ψυχολογική συνιστώσα καθώς και τον τρόπο που συνδέονται.
Η ενόρμηση τοποθετείται στη βάση του ψυχαναλυτικού οικοδομήματος, αυτή αποδίδει την πρώτη κίνηση και ο τρόπος που ορίζεται σ´ ένα βαθμό προοικονομεί και την εξέλιξη των πραγμάτων.
Είναι θέμα ουσίας ότι και στις τρεις θεωρίες των ενορμήσεων ο Φρόυντ επιλέγει ζεύγη ενορμήσεων ανοίγοντας ένα πεδίο συνεργατικής λειτουργίας, σύμπλευσης ή αντιθετικής λειτουργίας, δηλαδή σύγκρουσης των ενορμήσεων. Σύγκρουση, μίξη και απόμιξη φαίνεται να είναι το πεπρωμένο τους.
Η πρώτη θεωρία των ενορμήσεων αναφέρεται εμφατικά στο σώμα με τις ενορμήσεις αυτοσυντήρησης (Freud, 1910, σελ. 213, 214-215, 1911, σελ. 223, 1915, 124) και τις σεξουαλικές ενορμήσεις (Freud, 1905, 1938, σελ. 148) . Η αυτοσυντήρηση και η σεξουαλικότητα είναι λειτουργίες με ισχυρή έμφαση στο σώμα και οι ψυχικές λειτουργίες φαίνεται να ερείδονται και να προκύπτουν από την βιολογία της αυτοσυντήρησης και της σεξουαλικότητας. Επίσης οι ενορμήσεις έχουν μία κατεύθυνση, προς το αντικείμενο, το οποίο ικανοποιεί ή όχι την αυτοσυντήρηση και την σεξουαλικότητα. Σε αυτήν την θεωρία δεν επιστρέφει λιβιδώ από το αντικείμενο προς το σώμα. Ο Έρως δεν εγγράφεται άμεσα στη λογική της πρώτης θεωρίας, πολύ περισσότερο ο θάνατος εφόσον τόσο η αυτοσυντήρηση όσο και η σεξουαλικότητα, όπως χρησιμοποιεί τις έννοιες ο Φρόυντ, έχουν μία κατεύθυνση προς τη ζωή. Είναι δυνατόν βέβαια να θεωρήσουμε ότι η έννοια του Έρωτος αναδεικνύεται έμμεσα στην πρώτη θεωρία μέσω της κατεύθυνσης των ενορμήσεων προς την ζωή, τη συντήρηση και τον αναδιπλασιασμό της.
Η δεύτερη θεωρία των ενορμήσεων περιλαμβάνει τις ενορμήσεις του Εγώ και τις αντικειμενότροπες ενορμήσεις. Η προφανής αντιστοίχιση είναι ότι οι ενορμήσεις αυτοσυντήρησης έδωσαν τη θέση τους στις ενορμήσεις του Εγώ, στη θέση της αυτοσυντήρησης τέθηκε το Εγώ και οι σεξουαλικές ενορμήσεις έδωσαν τη θέση τους στις αντικειμενότροπες, εδώ η σεξουαλική λειτουργία υποκαταστάθηκε από την επένδυση στο αντικείμενό της. Στη δεύτερη θεωρία των ενορμήσεων η αντίθεση είναι ανάμεσα στη ναρκισσιστική λιβιδώ και στην αντικειμενοτρόπο λιβιδώ, στο Εγώ και στο αντικείμενο. Η επένδυνση αποσύρεται από το αντικείμενο προς το Εγώ ή επιστρέφει από το Εγώ στο αντικείμενο ( Freud, 1914). Είναι δυνατόν να θεωρήσουμε ότι ο Έρως αναφέρεται εδώ και στο Εγώ και στο αντικείμενο, όπως και ο θάνατος άλλωστε.
Είναι λογική η παραδοχή ότι η δεύτερη θεωρία των ενορμήσεων αποσπάται από τον δαρβινισμό της πρώτης και εισάγει μία αμφίδρομη κίνηση της ενόρμησης σε σχέση με τη μονόδρομη της πρώτης θεωρίας. Ο στόχος της ενόρμησης γίνεται τώρα και πηγή της ενόρμησης εφόσον η λιβιδώ εκκινεί και από το αντικείμενο προς το Εγώ και όχι μόνο από το σωματικό Εγώ προς το αντικείμενο.
Ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος και οι διώξεις των Εβραίων πριν την έναρξη του δευτέρου, ο μαζοχισμός και η αρνητική θεραπευτική αντίδραση θεωρείται ότι συνέβαλλαν στην επιλογή από τον Φρόυντ της τρίτης θεωρίας των ενορμήσεων. Ο έρως και ο θάνατος, έννοιες οικείες στον κάθε άνθρωπο, καλούνται να αποδώσουν τώρα τον τρόπο που το σώμα καλεί την ψυχή να εργαστεί. Ο έρως (Freud, 1920, σελ. 22-33) θεωρείται ότι επάγει τις συνθέσεις στην κατεύθυνση της ζωής και ο θάνατος (Freud, 1920, σελ. 22-33, 1937, σελ. 247-250) την αποσύνθεση έως την ανόργανη ύλη . Πλέον η αναφορά της ενόρμησης στην πηγή, στο αντικείμενο και στο σκοπό χάνει τη σαφήνειά της, ιδιαίτερα στην ενόρμηση του θανάτου, όπου η δυσκολία να προσδιοριστεί η πηγή της είναι προφανής ακόμη και στην περιοριστική ερμηνεία της ως καταστροφικότητα. Η σύγκρουση, η μίξη και η απόμιξη του έρωτα και του θανάτου καθορίζουν το είδος της επένδυσης και το σκοπό της, ο οποίος δεν είναι πλέον μονοσήμαντα η ικανοποίηση.
Το ερώτημα που τίθεται είναι εάν πρόκειται για διαφορετικές θεωρίες ή για εξέλιξη και εμπλουτισμό της αρχικής θεωρίας. Υποστηρίζω την άποψη ότι η επιλογή του έρωτα και του θανάτου αποκτά τον θεωρητικό και κλινικό δυναμισμό της όταν ιδωθεί ως εξέλιξη και εμπλουτισμός των προηγούμενων και όχι ως αντικατάσταση τους. Οι ενορμήσεις αυτοσυντήρησης αποκτούν διαφορετικό εύρος και περιεχόμενο όταν ιδωθούν μέσα από την οπτική του έρωτα και του θανάτου και το ίδιο ισχύει για τις ενορμήσεις του Εγώ και του αντικειμένου.
Η συνήθης προσέγγιση είναι να θεωρούμε ότι ο Φρόυντ προχωρούσε στην επόμενη θεωρία των ενορμήσεων όταν κλινικά δεδομένα ή οι απαιτήσεις της θεωρητικής ολοκλήρωσης επέβαλλαν την εξέλιξή της. Στην κατεύθυνση αυτή οι ενορμήσεις αυτοσυντήρησης δεν βοήθησαν ουσιαστικά στην κατανόηση της Υστερίας και οι ναρκισσιστικές και αντικειμενότροπες ενορμήσεις ήρθαν για να υποδεχθούν το ρόλο του αντικειμένου στον Ναρκισσισμό και στο Πένθος και Μελαγχολία. Ο Έρως και ο Θάνατος εκλήθησαν να βοηθήσουν στην κατανόηση του μαζοχισμού και του πολέμου.
Είναι όμως ανοικτή και η υποστήριξη της άποψης ότι η επόμενη θεωρία της ενόρμησης δεν αντικαθιστά αλλά επεξηγεί και εξελίσσει την προηγούμενη. Έτσι οι ναρκισσιστικές ενορμήσεις εμπεριέχουν τις ενορμήσεις αυτοσυντήρησης όσο και τις σεξουαλικές ενορμήσεις που απευθύνονται στο Εγώ και το αντικείμενο εξυπηρετεί τόσο την αυτοσυντήρηση όσο και την σεξουαλικότητα. Επίσης ο Έρως όσο και ο Θάνατος - ή η λιβιδώ και η καταστροφικότητα- είναι τρόποι έκφρασης της αυτοσυντήρησης, της σεξουαλικότητας και του ναρκισσισμού. Ο Έρως δηλαδή ανήκει ως τρόπος έκφρασης και στην αυτοσυντήρηση και στη σεξουαλικότητα και στον ναρκισσισμό, το ίδιο και ο θάνατος.
Βέβαια και σε αυτήν την προσέγγιση ο χαρακτήρας του ζεύγους των ενορμήσεων, της σύγκρουσής τους, της μίξης και της απόμιξής τους, παραμένουν η βασική οδός θεωρητικής και κλινικής αξιοποίησής τους.
Μία περαιτέρω και εντυπωσιακή εξέλιξη ήταν η μεταφορά της σύγκρουσης, της μίξης και της απόμιξης των ενορμήσεων όχι πλέον μόνο μεταξύ των ζευγών των ενορμήσεων αλλά και εντός της ίδιας της ενόρμησης. Ο Bion εισάγοντας τα ζεύγη +L, -L, +H, -H και +K, -K πλέον μας προτείνει τρεις κατευθύνσεις για τις ενορμητικές κινήσεις και όχι δύο, όχι ένα ζεύγος αλλά, επίσης, μία ένταση, μία σύγκρουση, μία αντιθετική κίνηση εντός της ίδιας της ενόρμησης (Bion, 1962 σελ. 49-51, 1965, σελ. 67-73) .
Ο +Έρως που αναπτύσσεται χωρίς την ποδηγέτηση του -Έρωτα, ο -Έρως που αναπτύσσεται χωρίς την προώθηση και συνθετική δύναμη του + Έρωτα είναι οι απόλυτες μορφές της λιβιδινικής και απολιβιδινικής επένδυνσης που δεν υπάρχουν στην καθαρή μορφή τους όχι μόνο διότι υπάρχει ο θάνατος ως η άλλη πλευρά του ζεύγους των ενορμήσεων αλλά διότι μέσα στην ανάπτυξη του +Έρως υπάρχει και η ανάπτυξη του -Έρως. Φαίνεται ότι η ανάπτυξη του έρωτα στη θετική εκδοχή του συμβαδίζει με την ανάπτυξη μίας εσωτερικής, ενδογενούς αρνητικής εκδοχής του.
Με αφορμή την αναζήτηση της σχέσης αυτών των εννοιών με την κλινική εφαρμογή τους θα εκφραστούν και σκέψεις για τη σχέση της ψυχαναλυτικής θεωρίας και των κλινικών της εφαρμογών.
Βιβλιογραφία
Bion W. (1963) Elements of Psychoanalysis, In Seven Servants 1977, Jason Aronson, New York. pp 49-51
Bion W (1965) Transformations, In Seven Servants 1977, Jason Aronson, New York. pp 67-73
Freud S (1905) Three Essays on the Theory of Sexuality SE 7: 123-246
Freud S. (1910) The Psycho-Analytic View of Psychogenic Disturbance of Vision SE 11:209-218
Freud S. (1911) Formulations on the two principle of mental functioning SE 12:213-226
Freud S. (1914) On Narcissism SE 14:67-102
Freud S. (1915) Insticts and their viccisitudes SE 14:109-140
Freud, S. (1920) Beyond the Pleasure Principle. SE: 18:1-64
Freud S (1937) Analysis terminable and Interminable. SE 23, 209-254
Freud S (1938) An outline of psychoanalysis SE 23:139-208