Εργαστήρια 16ου Συνεδρίου της ΕΨΕ
Σάββατο 25 Νοεµβρίου
11.45 έως 13.15 (Τρία παράλληλα εργαστήρια)
Ωφελέειν ή μη βλάπτειν. Σκέψεις γύρω από την πρόκληση κακού στην ψυχανάλυση
Παρουσιάζουν: Κλεώπας Ιάκωβος, Μπόμπος Φώτης, Πάνιτς Ντένυ
Συντονισμός: Στέλλα Παρασκευά
Να ωφελεί ή τουλάχιστον να µην βλάπτει, αποτελεί ένα νήµα που οδηγεί και επίσης συνυφαίνει τον σκοπό όπως και τη µέθοδο κάθε µορφής θεραπείας. Αυτή η προτροπή του Ιπποκρατικού όρκου αφορά επίσης την ψυχανάλυση. Βέβαια, το γεγονός ότι τίθεται ως µια θεµελιώδης αρχή, δεν εκφράζει µόνον µια ηθική δέσµευση, αλλά επίσης µια εγγενή αλήθεια της προσπάθειας διερεύνησης και πράξης κάθε θεραπευτικής προσέγγισης. Δηλαδή, ότι η θεραπευτική πράξη, οι ενδείξεις ή οι αντενδείξεις µιας µεθόδου, καθώς και το θεραπευτικό αποτέλεσµα διαµορφώνονται µέσα από µια δυναµική και, σε µεγάλο βαθµό, µη γραµµική διεργασία, της οποίας το αποτέλεσµα δεν µπορεί να προβλεφθεί µε ακρίβεια ούτε από τις αρχικές ούτε από τις µετέπειτα συνθήκες (τη διάγνωση, την επιλογή των θεραπευτικών παρεµβάσεων, την εξέλιξη του βιώµατος της θεραπευτικής πράξης).
Η, ίσως, αυτονόητη ηθική δέσµευση του ωφελείν δεν µπορεί να έχει ως δεδοµένο παρά τη διαρκή και µεταβατική διαθεσιµότητα αµφισβήτησης και εκ νέου νοηµατοδότησής της. Άλλωστε τα ερευνητικά δεδοµένα γύρω από τη φυσιολογική ή την ψυχοπαθολογική γενετική έως την εγκεφαλική δραστηριότητα, δεν επιτρέπουν πλέον τη διατήρηση ενός γραµµικού σχήµατος αιτίου και θεραπευτικού στόχου (για παράδειγµα η υπόθεση έλλειψης σεροτονίνης ή η κατά DSM διάγνωση και των αντίστοιχων ερωτηµατολογίων στην κατάθλιψη).
Το προηγούµενο 15ο Συνέδριο της ΕΨΕ και το ερώτηµα το οποίο έθεσε - εάν πρωτίστως ή εντέλει θεραπεύει η ψυχανάλυση - πρότεινε ένα άνοιγµα ή µια διαρκή επερώτηση της δέσµευσης και της διαθεσιµότητας των αναλυτών να ωφελούν ή τουλάχιστον να µην βλάπτουν. Πιο συγκεκριµένα των τρόπων και των µηχανισµών σύµφωνα µε τους οποίους ωφελεί ή αντίθετα µπορεί να βλάπτει, η ψυχανάλυση γενικότερα ή πιο ειδικά µια συγκεκριµένη ψυχαναλυτική πράξη σε µια δεδοµένη συνθήκη. Η ψυχαναλυτική βιβλιογραφία περιλαµβάνει πολλές αναφορές που συνδέονται µε αυτά τα ερωτήµατα, συχνά µέσα από την παρουσίαση κλινικών περιπτώσεων ή τη συζήτηση γύρω από θέµατα δεοντολογίας, αλλά κυρίως γύρω από το ερώτηµα της ηθικής της ψυχαναλυτικής πράξης.
Ο Scarfone (2017), εµπνεόµενος από τον Levinas αναφέρεται στην ηθική ως µια εσωτερική στάση και διεργασία ενός υποκειµένου σε σχέση µε το αντικείµενο, εποµένως άµεσα συνδεδεµένη µε την αντιµεταβίβαση και µε την αναγνώριση της ετερότητας, ως αυτό το οποίο «επιτρέπει (ή εµποδίζει) τα βασικά ψυχαναλυτικά γεγονότα να τεθούν στο φως της ηµέρας». Και υπό αυτή την έννοια έχει ένα πραγµατιστικό αντίκτυπο. Ιστορικά ένας πρώτος χρόνος παρόµοιων ηθικών ερωτηµάτων και µετέπειτα ρεύµα αναθεώρησης της ψυχαναλυτικής θεωρίας και κλινικής µεθόδου, είναι το έργο (και αρχικά το µεταβιβαστικό βίωµα προς τον Freud) του S. Ferenzci. Ο Ferenzci (1929) δείχνει ότι το παιδί υποφέρει από την ενόρµηση θανάτου όταν δεν είναι επιθυµητό.
Θα µπορούσαµε να πούµε ότι ένας βασικός λόγος έκφρασης του κακού ως απόρροια της ψυχαναλυτικής πράξης είναι το βίωµα του ανεπιθύµητου παιδιού και αντίστοιχα στη µεταβιβαστική σχέση ενός ασθενούς ή ενός ανεπιθύµητου µέρους του; Ποια είναι, πώς µπορούν να κατανοηθούν και πώς µπορούµε να εργασθούµε γύρω από τα ερωτήµατα των ορίων και της δυναµικής µεταξύ του επιθυµητού ως ευµενούς ή δυσµενούς στοιχείου µιας αναλυτικής εργασίας, µεταξύ επιθυµητού και ανεπιθύµητου; Άραγε η διάκριση µεταξύ µιας ευµενούς και µιας δυσµενούς αναλυτικής πράξης αναλογεί στο ερώτηµα, ή την τοποθέτηση, το οποίο συχνά τίθεται σε ψυχαναλυτικές συζητήσεις, ότι «αυτό (µία µορφή προσέγγισης, ερµηνείας κ.ο.κ.) δεν είναι ψυχανάλυση»; Θα µπορούσαµε επίσης να σκεφθούµε την περίπτωση µιας άγονης και ουσιαστικά άψυχης ωφέλειας. Έρευνες γύρω από την ψυχοδυναµική ψυχοθεραπείας έχουν δείξει (Zilcha-Mano and Barber, 2014) ότι µια συνεπής και τακτή εφαρµογή µίας τεχνικής ή θεωρητικής προσέγγισης, την οποία πρεσβεύει ο/η θεραπευτής/τρια δεν έχει τα, ίσως, αναµενόµενα θεραπευτικά αποτελέσµατα. Ο Scarfone (2017) σχολιάζει επίσης την (απολύτως ρεαλιστική και ενδεχοµένως συχνή) περίπτωση εκπαιδευόµενων αναλυτών, οι οποίοι έχουν δύο διαφορετικής θεωρητικής και κλινικής κατεύθυνσης επόπτες, ως έναν εν δυνάµει παράγοντα κακού. Και ο Freud, πιθανώς αµυνόµενος αντιµεταβιβαστικά στην αλήθεια του ψυχικού πόνου του Ferenzci, σχολίαζε το furor sanandi, το πάθος και την σχεδόν τρέλα να θεραπεύσεις. Στους αντίποδες, ή ίσως σε σχέση µε µια τέτοια “ψυχαναλυτική θεραπευτική µανία”, έχει διατυπωθεί η σκέψη ότι ορισµένες φορές, στην πορεία της ζωής και της ιδιωτικής αναζήτησης λύσεων στα εσωτερικά αδιέξοδα, ένας άνθρωπος µπορεί ασυνείδητα να επιλέγει να βιώσει το «κακό», µια αποδιοργάνωση - ψυχική ή σωµατική - µέσα σε µια αναλυτική εργασία και σχέση. Μια τέτοια παρατήρηση είναι (ή πότε είναι) άραγε µια αντιµεταβιβαστική διάψευση, µια αρνητική δράση ή παρενέργεια της αναλυτικής εργασίας, ή µακροπρόθεσµα µέρος µιας ευµενούς πορείας αναδιοργάνωσης;
Η αλήθεια επίσης είναι ότι οι προκλήσεις και οι εκφράσεις του κακού στην ψυχαναλυτική κλινική πράξη είναι δυνητικά πολλές και πολύµορφες, και µπορεί να πηγάζουν από καταστάσεις της εσωτερικής ή της εξωτερικής πραγµατικότητας, όπως επίσης από τον ενδιάµεσο χώρο, καιρό και βίωµα της µεταβιβαστικής συνθήκης. Δηλαδή καταστάσεις τις οποίες σχεδόν αναπόδραστα καλούµαστε να αντικρίσουµε, κυρίως χωρίς να έχουµε την συναίσθηση ή να αναγνωρίζουµε τη βαρύτητα της ύπαρξης τους: το βίωµα ψυχικού ή σωµατικού πόνου ή συνθηκών τραύµατος, τις προϊούσες είτε σωµατικές είτε ψυχικές αποδιοργανώσεις, την επιβολή µιας βλαπτικής εξωτερικής πραγµατικότητας, την καταστροφικότητα του εαυτού ή του άλλου. Αυτές οι «καταστάσεις κακού» και της αντίστοιχης θα λέγαµε «αντιµεταβιβαστικής κακουχίας» άλλοτε είναι πολύ παρούσες ψυχικά και σωµατικά, άλλοτε είναι λανθάνουσες, κρυµµένες κάτω από µία επαρκή νευρωτική λειτουργία και άλλοτε κάτω από απουσίες και περιοχές χωρίς ψυχική µορφή (Winnicott, 2005).
Το προτεινόµενο εργαστήριο, µέσα και από κλινικά παραδείγµατα, θα επιχειρήσει να συζητήσει αυτά τα ερωτήµατα και τις µορφές παρουσίας ή πρόκλησης κακού στην αναλυτική εργασία, τις οποίες καλείται συχνά να εµπεριέξει και να µετασχηµατίσει η µεταβιβαστική σχέση.
Βιβλιογραφία
- Ferenczi S. ( 1929). The unwelcome child and his death instinct. In Final contributions to the problems and methods of psychoanalysis (Vol. 3,). London: Karnac Books (1994): 102-107.
- Fried Ε. Flake J.K. and Robinaugh, D. (2022) Revisiting the theoretical and methodological foundations of depression measurement. Nature Reviews Psychology. doi: 10.1038s44159-022-00050-2.
- Zilcha-Mano, S. and Barber, J. (2014) Learning from Well-Trained and Experienced Dynamic Psychotherapists: Research on the Efficacy of Dynamic Psychotherapy and Its Mechanisms of Change. Contemp. Psychoanal., (50)(1-2): 58-88
- Scarfone, D. (2017) On “That Is Not Psychoanalysis”: Ethics as the Main Tool for Psychoanalytic Knowledge and Discussion. Psychoanalytic Dialogiues, (27) (4): 392-400
Από το ίδιο τραπέζι συζήτησης του θέµατος της ηθικής, προτείνεται επίσης το κείµενο της,
Puget, J. (2017) Discussion of Dominique Scarfone’s Paper, “On ‘That Is Not Psychoanalysis’: Ethics as the Main Tool for Psychoanalytic Knowledge and Discussion”: Terminable and Interminable Discussion. Psychoanalytic Dialogues 27: 401-405.
Winnicott, D. (2005) Playing and Reality. Routledge
17.45 έως 19.15 (Τρία παράλληλα εργαστήρια)
Η προσέγγιση του κακού μέσω της Ανθρωπολογίας, του μυθιστορήματος και της τραγωδίας
Παρουσιάζουν: Μανωλόπουλος Σωτήρης, Ζερβός Κώστας, Πέτρου Μιχάλης
Συντονισµός: Μαρία Χατζηανδρέου
Η προσέγγιση του κακού που προτείνουµε σε αυτό το εργαστήριο είναι έµµεση αλλά τριπλή: µέσω της Ανθρωπολογίας, του µυθιστορήµατος και της τραγωδίας.
Ανθρωπολογία: Τι κοινό έχουν ο σωµατικός πόνος, η ψυχική νόσος, η ηθική δυσφορία, οι κακόβουλες πράξεις, οι φυσικές καταστροφές, τα τεχνικά λάθη ή τα κατασκευαστικά ελαττώµατα; Αυτές οι πραγµατικότητες προσδιορίζουν την ίδια έννοια του κακού, ή ακόµα και µια πραγµατικότητα που θα ήταν το κατεξοχήν κακό, αν όχι το κακό αυτοπροσώπως, όπως υποδηλώνουν τόσοι πολλοί µύθοι και θρησκευτικές αντιλήψεις ανά τον κόσµο;
Το πεδίο του κακού – πιο συγκεκριµένα η επέκταση της έννοιας του κακού – είναι τεράστιο· η έννοια και κυρίως η φύση του – αν υπάρχουν – παραµένουν απροσδιόριστες. Πράγµατι, τον 20ο αιώνα, µετά τη σκέψη της Arendt αναφορικά µε την κοινοτυπία του κακού, η σύγχρονη φιλοσοφία δεν έχει να επιδείξει κάποια πρόοδο. Εξ’ άλλου και για τις παλαιότερες προσεγγίσεις, η έννοια του κακού υπήρξε ανέκαθεν το όριο της φιλοσοφικής σκέψης και µάλιστα της µεταφυσικής.
Για την Ψυχανάλυση το κακό αποδίδεται στο αντικείµενο, που ως εξωτερικό και ξένο είναι δυσάρεστο και µισητό (Freud, 1913, 1915). Η ανάδειξη της ενόρµησης του θανάτου ως αντιδιαστολή της ενόρµησης της ζωής, είναι η τελευταία λέξη της ψυχαναλυτικής σκέψης σχετικά µε την ενδογενή καταγωγή του κακού (Freud, 1920), πριν την εκτροπή του στο αντικείµενο (Klein, 1946);
Αφού αναφερθούν οι βασικοί σταθµοί της πορείας της ανθρωπολογίας του δυτικού πολιτισµού, όπως την αντιµετωπίζει η Φιλοσοφία, θα δοθούν ορισµένα παραδείγµατα που αντλούνται από την κοινωνική και πολιτιστική Ανθρωπολογία. Το κακό το συναντούµε πάντα σε σχέση µε το καλό. Όσο κι αν γνωρίζουν διάφορες πολιτισµικές µορφές και κοινωνικές εντάξεις (ζεύγους, µανιχαϊστικής αντίθεσης, αντινοµίας, αρµονίας κλπ.), το καλό και το κακό µοιάζει να είναι µια σταθερά σε όλους τους πολιτισµούς και µάλιστα σε σχέση µε τα µετά τα φυσικά.
Μυθιστόρηµα: Αποδίδεται στον Αντόρνο η φράση «µετά το Άουσβιτς, δεν µπορεί να υπάρξει ποίηση». Αυτή η φράση που έχει κινητοποιήσει πολλές ερµηνείες, διχογνωµίες και διαµάχες, θέτει για τους ψυχαναλυτές το ερώτηµα: “πόσο µπορεί να στηριχθεί κανείς στις µετουσιωτικές δυνάµεις προκειµένου να αντιµετωπιστεί το κακό;” ή «πόσο µπορεί κανείς να ελπίζει ότι η καλλιέργεια του ανθρώπινου ψυχισµού θα οδηγήσει, έστω κάποτε, σε έναν λιγότερο καταστροφικό πολιτισµό;”
Ο Φρόυντ δεν ήταν ιδιαίτερα αισιόδοξος σε σχέση µε αυτό το ερώτηµα. Θεωρούσε αντίθετα ότι ο µύλος της ανθρώπινης σκέψης πάντοτε θα υπολείπεται σε σχέση µε το έργο που καλείται να φέρει εις πέρας. Η κλαϊνική παράδοση, παρότι ως γνωστόν τονίζει ιδιαίτερα, τον καθοριστικό ρόλο της ανθρώπινης επιθετικότητας, βλέπει στην αισθητική εµπειρία µια θεµελιακή ανάγκη επανόρθωσης. Ο δε Μπίον θεωρεί ότι οι κινήσεις µετασχηµατισµού, έχουν τον χαρακτήρα εµπειριών αισθητικής τάξης. Μέσα επίσης στην Μπιονική παράδοση εντάσσεται και ο διαχωρισµός της αισθητικής εµπειρίας η οποία υπακούει στην αρχή της ευχαρίστησης από την αισθητική εµπειρία η οποία υπακούει στην λογική του υψηλού (sublime).
Με αυτές τις σκέψεις κατά νου, µελετάται το βιβλίο του Καταλανού συγγραφέα Jaume Cabre, «Confiteor». Σε αυτό το µυθιστόρηµα περιγράφεται η καταστροφική δίνη που περιβάλλει το σύµβολο µιας υψηλής τάξης αισθητικής εµπειρίας, ενός βιολιού Amati, µέσα σε χρονικό διάστηµα εκατονταετιών. Το βιολί υπάρχει κρυµµένο, στον πυρήνα της πλοκής, σε εποχές που ξεκινούν από την περίοδο της θρησκευτικής αντιµεταρρύθµισης και µέσα από την περίοδο του Φράνκο και του Ναζισµού, φτάνουν µέχρι τις µέρες µας. Σε όλη την έκταση του αφήγησης, µαζί µε τις προσπάθειες των ηρώων να συγκαλύψουν την σχεδόν ανοµολόγητη καταστροφικότητα, υπάρχει διάχυτη και καταφανής η παρουσία της διαστροφής.
Τραγωδία: Η αρχαία τραγωδία σκηνοθετεί την ύβριν και την συντριβή της. Η τραγική ποίηση έβαλε στην σκέψη µας το αδιανόητο: την µητροκτονία, τις ερινύες, την πατροκτονία, την αιµοµιξία, τον Οιδίποδα, την Μήδεια, την απίστευτη σκληρότητα του µητρικού υπερεγώ, την αυτοκαταστροφή, την ύβριν της παντοδυναµίας.
Μέσα στο πυρήνα της αρχαίας τραγωδίας είναι η αλαζονεία, η καταστροφή. Από αυτό ο τραγικός ποιητής φτιάχνει κάτι όµορφο µε ακρίβεια και συνοχή (Σίγκαλ). Η αλαζονεία της παντοδυναµίας βασίζεται σε επιθέσεις εναντίον των δεσµών σκέψης. Υφαίνεται µε ανέφικτούς δεσµούς που οδηγούν σε αδιέξοδα που διατηρούνται µε αµυντικές διαδικασίες ψυχωτικής τάξεως: διχοτοµήσεις, διαψεύσεις, πρωτόγονες προβλητικές ταυτίσεις. Μια τραγική πλοκή αφηγείται τον µετασχηµατισµό αυτών των ανέφικτων δεσµών σε παράδοξα της πολιτικής. Κρατά µέσα στον χρόνο της διαδικασίας των µετασχηµατισµών της σκέψης, τις διαδικασίες του είναι και του γίγνεσθαι του υποκειµένου που σκέφτεται, εµπιστεύεται και χαίρεται να σκέφτεται µε τους άλλους (Αϊζενστάϊν).
Πριν συµβεί οτιδήποτε άλλο στην ανάπτυξη, ο άνθρωπος χρειάζεται να φτάσει στην “τραγική θέση”. Περνά µέσα από το θεµελιώδες δράµα όπου υποφέρει την απώλεια της παντοδυναµίας και αναδύεται από την πρωταρχική ενότητα ως σκεπτόµενο υποκείµενο.
Στην πολιτική, µόνο η παντοδυναµία είναι ανέφικτη, γιατί στο πλαίσιο ενός δηµοκρατικού θεσµού η πολιτική µετασχηµατίζει τα αδιέξοδα (ανέφικτοι δεσµοί νοήµατος) σε µεταβατικούς χώρους παραδόξων. Ο θεσµός οφείλει να διέπεται από την αίσθηση του τραγικού. Ορισµένοι θεσµοί είναι θεµελιωµένοι πάνω στο µίσος των ιδρυτών τους. Οι επίγονοι συνεχίζουν την διχόνοια. Ο Ησίοδος έγραψε το ποίηµά του “Εργα και Ηµέραι” µε αφορµή την έριδα µε τον αδελφό του για τη πατρική κληρονοµιά. Η Έρις (διχόνοια) έχει δύο όψεις καλή και κακή. Η καλή πλευρά της έριδας είναι η εργασία του αρνητικού που κάνει χώρο για την σκέψη. Η κακή; “Και η στυγερή η Έριδα γέννησε τον οδυνηρό τον Πόνο, τη Λήθη το Λιµό και τα γεµάτα δάκρυα Άλγη, τις Μάχες, τους Πολέµους, τους Φόνους, τις Αντροφονίες, τις Φιλονικίες, τα Ψεύδη, τα Λόγια, τις Αντιλογίες, την Ανοµία και την Άτη… τον Όρκο…” (Μτφ. Στ. Γκιργκένης). Η Λήθη είναι η καταστροφή των δεσµών της σκέψης, πηγή του κακού.
Βιβλιογραφικές αναφορές
- Aisenstein-Averof, M. (2019). Desir-Douleur-Pensée, ελλην. µτφ. Σ. Λεωνίδη, πρόλ.και επιµ. Π. Αλούπης, Aθήνα: Άγρα.
- Arendt. H. (1963 [1994]). Eichmann in Jerusalem: A Report on the Banality of Evil. New York: Penguin Books
- Bion, W. R. (1965). Transformations. London: William Heimann Freud (1933). Why war? SE 22, 195-216
- Freud, S. (1913). Totem and Taboo: Some Points of Agreement between the Mental Lives of Savages and Neurotics. S. E., 13, vii-162
- Freud, S. (1915). Instincts and their Vicissitudes. S.E., 14, 109-140 Freud, S. (1920). Beyond the Pleasure Principle. S. E., 28, 1-64.
- Klein, M. (1946). Notes on some schizoid mechanisms. The International Journal of Psychoanalysis, 27, 99–110
- Manolopoulos, S. (2022). Psychoanalysis and Euripides’ Suppliant Women. A Tragic Reading of Politics. London and New York: Routledge/Focus
- Meltzer, D. (1988). The Apprehension of Beauty. London: The Clunie Press Neiman, S. (2002). Evil: an Alternative History of Philosophy. Princeton: Princeton University Press
- Pontalis, J-B. (2002). (sous la dir. de). Le Mal. Paris : Gallimard
- Segal, H. (1991). Dream Phantasy and Art. London: Routledge.
- Singer, M.G. (2004). The Concept of Evil. Philosophy, 79, 185–214.
- Williams, M.H. (2010). The Aesthetic Development. London: Karnak
- Zaltzman, N. (2007). L’Esprit du mal. Paris : Éditions de l’Olivier
Φαλλικός Ναρκισσισμός, Ναρκισσιστική Οργή και Καταστροφικότητα στις Ερωτικές Σχέσεις
Παρουσιάζουν: Μαλιδέλης Δηµήτρης, Τελειώνη Λένα.
Συντονισμός: Α. Αλεξανδρίδης
Το αντικείµενο της ψυχανάλυσης είναι το σύνολο της προσωπικότητας ή του χαρακτήρα και όχι µόνο η συµπτωµατολογία.
Υπάρχουν πολλές ψυχαναλυτικές οπτικές και ταξινοµήσεις της προσωπικότητας καθώς και του χαρακτήρα. Ο Freud συνδέει τον χαρακτήρα µε τα εξελικτικά θέµατα που σχετίζονται µε την ανάπτυξη της σεξουαλικότητας: το στοµατικό, το πρωκτικό και το φαλλικό στάδιο.
Θα πρέπει να διαχωριστεί ο φαλλικός ερωτισµός από τον γενετήσιο ο οποίος εγκαθίσταται µόνο µε την έναρξη της εφηβείας. Οι σκοποί του φαλλικού ερωτισµού δεν ταυτίζονται µε εκείνους του γενετήσιου. Υπάρχουν φαλλικές εκδηλώσεις διείσδυσης που δεν αποσκοπούν στον οργασµό. Η σύνδεση φαλλικού ερωτισµού, οργασµού και γενετήσιας σεξουαλικότητας αναδύεται µόνο µετά την εφηβεία. Το άγχος ευνουχισµού υπάρχει ανεξάρτητα από τα εξωτερικά ερεθίσµατα και έχει όχι µόνο ένα φυσιολογικό χαρακτήρα αλλά και ένα χαρακτήρα ωρίµανσης. Κατά την γνώµη µας, υπάρχει ένα στάδιο φαλλικό αλλά προγενετήσιο το οποίο διαφοροποιείται από ένα στάδιο φαλλικό οιδιποδειακό. Οι δυο αυτές εκδοχές της φαλλικής συνθήκης είναι εξελικτικές κινήσεις και γενετικά αναπαριστούν δύο πλευρές της ίδιας θεµατικής. Η µια είναι ναρκισσιστικής φύσης, η άλλη λιβιδινικής φύσης και βρίσκονται σε συνεχή διαλεκτική σχέση µεταξύ τους.
Αντίστοιχα, αναπτύσσεται µια διαφορετική µορφή άγχους: Το άγχος ευνουχισµού ναρκισσιστικού χαρακτήρα όπου το πέος εκλαµβάνεται από το άτοµο ως σηµείο δύναµης και ολοκλήρωσης και το άγχος ευνουχισµού γενετικού, οιδιπόδειου χαρακτήρα, που διαπερνάται από το αντικείµενο και αξιολογεί το πέος ως όργανο που προκαλεί αµοιβαία ευχαρίστηση.
Στην συνέχεια ο Freud συνέδεσε την προσωπικότητα και την δοµή της: µε το αυτό, το εγώ και το υπέρ-εγώ (τη δοµική θεωρία του ψυχικού οργάνου). Στην αρχική ψυχαναλυτική ταξινόµηση της παθολογίας του χαρακτήρα αναφερόµαστε στον υστερικό, καταναγκαστικό και στον ναρκισσιστικό χαρακτήρα ο οποίος βασίζεται περισσότερο στον εαυτό και την επιθετικότητα.
Η ψυχαναλυτική κατανόηση της έννοιας του χαρακτήρα εµπλουτίζεται από την εργασία του O. Kernberg και H. Kohut για τον Ναρκισσισµό. Ο Kernberg ξεκινώντας από τις εργασίες της M. Klein και της M. Mahler εστιάζει στην βάση της προσωπικότητας, στην διαχείριση της βασικής επιθετικότητας και τον αποχωρισµό από την µητρική φιγούρα, τα οποία συνιστούν εξελικτικά επιτεύγµατα που καθορίζουν και τις τρεις ψυχικές οργανώσεις: νευρωτική, οριακή και ψυχωτική οργάνωση προσωπικότητας. Ο Kohut επικεντρώνεται στις λεπτές αποχρώσεις των σχέσεων που συνδέουν το παιδί στα αρχικά στάδια της ζωής του µε την µητέρα και στην αναγκαιότητα µιας σταθερής και αρµονικής ψυχοσυναλλαγής, η οποία θα ευνοήσει την ανάπτυξη της ψυχικής ασφάλειας. Η ναρκισσιστική οργή είναι ένας όρος του H. Kohut (1972) ο οποίος αναφέρεται στην αντίδραση σε ένα ναρκισσιστικό τραύµα που απειλεί την αυτοεκτίµηση. Ο Freud κάνει αρκετές φορές αναφορά στο ναρκισσιστικό τραύµα (1914,1920,1923,1925).
Ο W. Reich (1933), ο O. Fenichel 1941 όπως και ο Ο. Kernberg 1984 τονίζουν την αναγκαιότητα να διευρυνθούν τα δοµικά χαρακτηριστικά στις βαριές παθολογίες χαρακτήρα. Ο Reich περιγράφει τον ναρκισσιστικό - φαλλικό χαρακτήρα, ο οποίος είναι σε αντίθεση µε την ψυχική διάσταση που έχει οργανωθεί στην γενετήσια φάση. Ο ναρκισσιστικός φαλλικός χαρακτήρας έχει καθηλωθεί στην περίοδο που η απειλή του ευνουχισµού έχει αντιµετωπιστεί µε την φαλλική επιδειξιοµανία ως άµυνα στην κατάρρευση και την παλινδρόµηση.
Ο O. Kernberg (1984) στηριζόµενος στους O. Fenichel και W. Reich προτείνει την «ανάλυση του χαρακτήρα» (ανάλυση σε βάθος της αρνητικής µεταβίβασης, των πρώιµων µηχανισµών άµυνας και των ασυνείδητων στοιχείων της συνεδρίας στο hic et nunc πριν από την σύνδεση τους µε το παρελθόν). Το εν λόγω µοντέλο θα χρησιµοποιηθεί στην διερεύνηση της παθολογίας των ερωτικών σχέσεων και της επιθετικότητας, η οποία αναδύεται ως αποτέλεσµα της αποτυχίας στις σχέσεις αγάπης.
Η υπόθεση εργασίας του εργαστηρίου αφορά στην προβληµατική του φαλλικού ναρκισσισµού, ο οποίος σε συνδυασµό µε την ναρκισσιστική οργή δηµιουργεί ένα πλαίσιο ψυχοπαθολογίας, το οποίο εµποδίζει τις ερωτικές σχέσεις να έχουν µια ικανοποιητική λιβιδινική επένδυση οπότε και παλινδροµούν σε επιθετικά σχήµατα. Παρατίθεται κλινικό υλικό σχετικό µε συγκεκριµένες παθολογίες χαρακτήρα.
Βιβλιογραφία
- Γιαννουλάκη Χ. (2020), Heinz Kohut Ναρκισσισµός & Ψυχανάλυση. Ινδικτός. Bergeret J. Et Al ( 1988), Psicologia patologica. Masson.
- Fenichel O. (1941), Problems of Psychoanalytic Technique. The Psychoanalytic Quarterly- New York.
- Freud S. (1914), On narcissism an introduction. Standard edition 14.
- Freud S. (1914), Dalla storia di una nevrosi infantile (caso clinico dell'uomo dei lupi). Tr. it. In Opere, vol. 7. Borlinghieri, Torino 1978.
- Freud S. (1920), Al di là del principio di piacere. Tr. it. In Opere, vol. 9. Borlinghieri, Torino 1978.
- Kernberg O. (1984), Severe Personality Disorders. Yale University Press.
- Kernberg O. (1975), Bordeline conditions and pathological narcissism. Jason Aronson, Ελληνική µετάφραση (2001), Οριακές καταστάσεις και παθολογικός Ναρκισσισµός. Εκδόσεις Καστανιώτη.
- Kernberg O. (2004), Aggressivity, Narcissism, and the Self Destructiveness in the Psychotherapeutic Relationship. Jason Aronson.
- Kohut H. (1971), Narcisismo e analisi del Sé. Tr. it. Borlinghieri, Torino 1975.
- Kohut, H. (1972), Thoughts on Narcissism and Narcissistic Rage. Psychoanalytic Study of the Child, 27, 360-400.
- Μαλιδέλης Δ. (2017), Η έννοια και η Συµβολή της Μοναξιάς στην Ψυχαναλυτική Θεωρία. Οιδίπους 17:187-198.
- Malidelis Dimitris (2021), Il concetto psicoanalitico della traslazione (77-88) In Dall’ Io a Noi / A. Voltolin cura Mimesis Edizioni Milano Italia
- Reich W. (1933), Analisi del carattere. Tr. it. Sugarco, Milano 1973.
«Ουδείς εκών κακός»
Παρουσιάζουν: Άντιτς Γιασµίνα, Καλλιντέρη Ιωάννα, Λαζαρίδου Μαρία, Λύτρα Γιάννα, Μοσκώφ Αµίνα, Σταυρογιαννόπουλος Μάριος1
Συντονισµός: Ελίζα Νικολοπούλου
Υπάρχει στην ψυχανάλυση η έννοια του κακού; Είναι ψυχαναλυτική έννοια; Πώς µπορούµε να την ορίσουµε εάν επιθυµούµε να τη χρησιµοποιούµε;
Η ψυχανάλυση αναφέρεται σε καλά και κακά αντικείµενα, στην επιθετικότητα του βρέφους, στον φθόνο, στην καταστροφικότητα, στην κατάρρευση, στο µίσος, στη διαστροφή, στον µαζοχισµό και στον σαδισµό, µεταξύ άλλων. Το κακό θα µπορούσε, επίσης, να συνδέεται µε την ενόρµηση θανάτου του Freud ή την έννοια του -Κ του Bion σαν πρωταρχικό µίσος προς τη ζωή και την πραγµατικότητα.
Η Klein σε ένα κείµενο της γραµµένο το 1926, λίγο πριν την µετακίνηση της στο Λονδίνο, κάνει µια αναφορά στην αρχή του κακού, «evil principle», και αναφέρει για την ανάλυση ενός εξάχρονου µικρού κοριτσιού:
«Στις ζωγραφιές, η αρχή του κακού, όπως για παράδειγµα αναπαρίσταται από τη µάγισσα, συχνά […] παίρνει χαρακτηριστικά από την καλή πριγκίπισσα, η οποία µε τη σειρά της παίρνει χαρακτηριστικά από την κακή µάγισσα, έτσι ώστε οι δύο αντίθετες φιγούρες καταλήγουνε να µοιάζουν µεταξύ τους. Αναφέροµαι κυρίως στην αναπαράσταση κατά την οποία, κατά τη διάρκεια δυνατών κεραυνών, η άσχηµη φιγούρα στρέφεται επανειληµµένα στην όµορφη και η όµορφη στην άσχηµη. Με αυτό τον τρόπο εκφράζεται, ξανά, η µη επιτυχηµένη προσπάθεια να συνενώσει τα δύο αυτά µέρη της προσωπικότητας της. Η σχάση αυτή προέκυψε από την αναγκαιότητα να εκδιώξει, να αποβάλει αυτή την αρχή του κακού που ήταν µέσα της».
Θα µπορούσαµε να µιλήσουµε για την ύπαρξη, µαζί µε την αρχή της ευχαρίστησης και την αρχή της πραγµατικότητας, και της αρχής του κακού;
Ο Green (1998) θεωρεί ότι η µεγάλη διαφορά µεταξύ ενός κακού, «bad», από ένα κακό, «evil», ενός ανθρώπου εστιάζει στη βαθιά διαστροφή και στη σύγχυση στην ικανότητα να αγαπά. Θεωρεί ότι ο o άνθρωπος που σκοπεύει να κάνει κακό (evil) έχει αποσύρει την αγάπη του για το πρωταρχικό αντικείµενο και την έχει παραδώσει σε ένα αντικείµενο, ο µόνος σκοπός του οποίου είναι η καταστροφή του πρωταρχικού. Αυτός ο άνθρωπος σύµφωνα µε τον Green αγαπά το κακό (evil) (σ. 386).
Είναι το κακό µια αµυντική κίνηση απέναντι σε συναισθήµατα ανηµπόριας, αβεβαιότητας, ασάφειας; Αποτελεί µια προσπάθεια να υπερνικήσει κανείς αυτά τα συναισθήµατα τοποθετώντας τον τρόµο στο θύµα, προσπαθώντας µέσα από αυτήν την προβολή να κρατήσει ένα αίσθηµα ζωντάνιας και δύναµης;
Ποια είναι η θέση που έχει το κακό στην ψυχαναλυτική πρακτική; Χρειαζόµαστε το κακό ως έννοια; Σκεφτόµαστε ότι χρειαζόµαστε µια θεωρία για το κακό;
Ο Green (1998) τονίζει ότι δεν µπορούµε να περιµένουµε ότι κάποιος που «αγαπά το κακό» θα ξεκινήσει µια ανάλυση για να θεραπευτεί από αυτήν την αγάπη. Γράφει ότι «θα µπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι από τη στιγµή που ένα άτοµο δέχεται την αναλυτική συνθήκη και το πλαίσιό της, τους κανόνες της και τις προσδοκίες της για εξέταση του εαυτού, αυτό το άτοµο δεν θεωρείται κατάλληλο για τη µελέτη και την κατανόηση του κακού» (σ.395).
Για τους ανθρώπους αυτούς, που είναι διατεθειµένοι να µπουν στην αναλυτική συνθήκη, η ψυχανάλυση θα είναι κατάλληλη ώστε να τους προσφέρει µια δυνατότητα µελέτης και κατανόησης του «κακού» µέσα τους. Πολλοί αντιλαµβάνονται το περιεχόµενο του µυαλού τους ως κακό ή ντροπιαστικό και επιθυµούν µέσα από την ανάλυση να απαλλαγούν από αυτό. Κάποιοι βρίσκονται εγκλωβισµένοι σε επαναλήψεις ρόλων θύµατος ή θύτη και επιθυµούν να ξεφύγουν από αυτό.
Βασιζόµενοι σε αποσπάσµατα από κλινική δουλειά θα προσπαθήσουµε να περιηγηθούµε στις «γκρίζες ζώνες» του κακού προς τον εαυτό ή προς τον άλλον, το οποίο κάποιες φορές µπορεί να γίνεται και καλό ή/και σωτήριο για τον ψυχισµό. Ένα φάσµα όπου το κακό βρίσκεται, από τη µία, ως απαραίτητη, ίσως και σωτήρια αµυντική κίνηση του ψυχισµού και, από την άλλη, ως ένας αµετακίνητος πυρήνας χαρακτήρα γύρω από τον οποίο δοµείται και νοηµατοδοτείται η ίδια η ύπαρξη. Θα συζητηθεί πώς αυτά αναδεικνύονται και τυγχάνουν επεξεργασίας µέσα στην µεταβίβαση – αντιµεταβίβαση.
1Mέλη της Ομάδας Εργασίας «Ενήλικη σεξουαλικότητα», με υπεύθυνο τον κ. Χρήστο Ιωαννίδη
Ενδεικτική Βιβλιογραφία
- Alford C. F. (1999) A Psychoanalytic Study of Evil. American Imago, 56: 27-52.
- Berggren G. (2016) Can this be evil? Evilness seen as intention or drive. Scandinavian Psychoanalytic Review, 39: 106-113.
- Carr W. (1997) Some reflections on sin and evil in a psychoanalytic perspective1. Free Associations, 7: 49-63.
- Davies J. M. (2004) Whose Bad Objects Are We Anyway?: Repetition and Our Elusive Love Affair with Evil. Psychoanalytic Dialogues, 14: 711-732
- Frank C. (2015) On the Reception of the Concept of the Death Drive in Germany: Expressing and Resisting an ‘Evil Principle’?. International Journal of Psychoanalysis, 96: 425-444.
- Green A. ( 1988) Pourquoi le mal? In La folie privée. Psychanalyse des cas limites. Paris: Gallimard.
- Hering C. (1997) Beyond Understanding? Some Thoughts on the Meaning and Function of the Notion of ‘Evil’. British Journal of Psychotherapy, 14: 209-220.
- Klein M. ( 1932). The psycho-analysis of children. In The Writings of Melanie Klein II. London: Hogarth.
- (1975 [1930]). The Importance of Symbol-Formation in the Development of the Ego. In The Writings of Melanie Klein. Volume 1. Edited by R. E. Money- Kyrle. New York: Free Press, 219-232.
Κυριακή 26/11/23
13.00 έως 14.30 (Τρία παράλληλα εργαστήρια)
Από το κακό ως ψυχική ασθένεια στο κακό ως ηθικό κακό
Παρουσιάζουν: Μητροσύλης Σπύρος, Καβαλλιέρος Δηµήτρης, Μπαζαρίδης Κώστας, Νικολοπούλου Ελίζα
Συντονισµός: Ιωάννα Παναγιωτοπούλου
Η έννοια του κακού είναι πολυσήµαντη. Δεν αποτελεί αυστηρά µεταψυχολογική έννοια αλλά διατρέχει την ψυχαναλυτική θεωρία από τον Freud µέχρι τη σύγχρονη ψυχαναλυτική σκέψη, τόσο σε συλλογικό όσο και σε ατοµικό επίπεδο. Επικεντρώνοντας ωστόσο στο κακό, η σκέψη θα κυµανθεί µεταξύ δύο πόλων: από το κακό ως ασθένεια ως το κακό ως ηθικό κακό. Η σχέση µεταξύ των δύο αυτών εννοιών αποκτά όλο της το νόηµα ίσως µόνο στην ψυχανάλυση, επειδή η ψυχική ασθένεια, το κακό που έχει βρει την ψυχή στις πλέον αγιάτρευτες µορφές του, µπορεί να ερµηνευτεί ως ασθένεια του κακού (Green, 2009). Ας µην ξεχνάµε πως η υστερία πριν την ψυχανάλυση ήταν «διαβολική» ασθένεια: στο µεσαίωνα οι ασθενείς που έπασχαν από αυτή οδηγούντο στην πυρά για να εκδιωχθεί ο διάβολος από µέσα τους.
Η ψυχανάλυση έδειξε πως αυτή η µορφή του κακού, η οποία εκφράστηκε µε την ασθένεια της υστερίας, είχε σχέση µε τη σεξουαλικότητα. Η ψυχή των υστερικών ήταν «άρρωστη από το σεξ». Η ψυχαναλυτική εµπειρία ήδη του Freud και των µεταγενέστερων στο ατοµικό επίπεδο και η επίπτωση ιστορικών γεγονότων στο συλλογικό επίπεδο, όπως το Ολοκαύτωµα, οδήγησαν την ψυχανάλυση να προσεγγίσει και να διερευνήσει και άλλες µορφές του κακού που δεν έχουν να κάνουν (µόνο) µε το σεξ, αλλά µε µια πιο ριζικά ενορµητική καταστροφικότητα θανατερής τάξεως.
Θα παρουσιαστούν αρχικά οι αντιλήψεις του Freud για το κακό, οι οποίες θα αποτελέσουν τη βάση στις υπόλοιπες θεµατικές και θα οδηγήσουν στη διερεύνηση της έννοιας της ενόρµησης του θανάτου και στη συζήτηση της «νοµιµότητας» συγγενών εννοιών, όπως η ενόρµηση κατίσχυσης. Η βασική φρoϊδική τοποθέτηση συνίσταται στο: «Ό,τι είναι κακό, ό,τι είναι ξένο στο εγώ και ό,τι βρίσκεται απέξω του, είναι αρχικά ταυτόσηµο» (Freud, 1915)· γεγονός που σηµαίνει ότι ο αρχαϊκός ψυχισµός εξαγνίζεται από το κακό εξεµώντας το και ότι πρώτα υπάρχει η κρίση κατηγορήµατος και µετά η κρίση ύπαρξης. Αυτές οι έννοιες, πριν µας οδηγήσουν στην αµιγή καταστροφικότητα, στην απόµειξη των ενορµήσεων, στο απόλυτο κακό (Zaltzman, 2007) στο ακραίο (ριζικό;) και κοινότυπο (Arendt,[2007] 2017) ή στο ρηχό κακό (Kristeva, 2012), ), στην απουσία νοήµατος του κακού (Green, 2009) και στην απροσπέλαστη βία (Balier, 1998), παραπέµπουν στο µίσος που κυριαρχεί σε κάποιες ψυχοπαθολογικές οργανώσεις, το οποίο αποτελεί µια πιο «καθηµερινή» πύλη προσέγγισης του κακού στο πλαίσιο της αναλυτικής εργασίας.
Έτσι δια µέσου της εµπειρίας των ναρκισσιστικών και οριακών ασθενών µε κλινικές βινιέτες θα διερευνήσουµε την ανάδυση του µίσους, όχι µόνο ως µετασχηµατισµό της λιβιδινικής αγάπης αλλά το borderline ναρκισσιστικό µίσος του εγώ που στοχεύει, όπως λέει ο André (2015), στην εξόντωση και στη σφαγή και όχι στον οιδιπόδειο «φόνο». Επίσης θα διερευνήσουµε τη σχέση του κακού µε το αποδιοργανωτικό αρνητικό, ο πυρήνας του οποίου µπορεί να οριστεί ως εσωτερίκευση του αρνητικού (Green, 2010) ή ακόµα την έννοια της απανθρωποίησης (Fédida, 2007), το αντίθετο δηλαδή του εξανθρωπισµού. Σε αυτή τη διερεύνηση θα χρησιµοποιήσουµε «κλινικά» παραδείγµατα από τη λογοτεχνία, την Ελληνική τραγωδία και τον Μάκβεθ του Σαίξπηρ. Ιδιαίτερα στην Σοφόκλεια εκδοχή του κακού, όπως αποτυπώνεται στον «Οιδίποδα Τύραννο», το κρυµµένο µυστικό της αιµοµιξίας, του αδιαφοροποίητου των γενεών, του τρόµου του ξένου και της πατροκτονίας γεννούν και θρέφουν το κακό. Όµως η βία που αποζητά απελευθέρωση και µοιάζει να µην έχει καµιά εξήγηση, καµιά µορφή και αποζητά µόνον την εξόντωση, φυλακίζεται στις αυστηρές δοµές του λόγου του Τειρεσία και του Κρέοντα, παίρνει σταδιακά µορφή και νόηµα, γεννά την ενοχή και έτσι δίνεται το «αντίδοτο στο κακό» (Kristeva).
Αν θεωρήσουµε πως, σε τελευταία ανάλυση, όλες αυτές οι µορφές του κακού αποτελούν εκφάνσεις της ενόρµησης του θανάτου, τότε µια διευκρίνηση για την έννοια και τη χρήση της στην κλινική είναι αναγκαία. Θα αποπειραθούµε να την κάνουµε, λαµβάνοντας ωστόσο υπόψη ότι για τον Freud (1930), τρία χρόνια πριν την εµφάνιση του ναζισµού, στο Δυσφορία στον πολιτισµό, η ενόρµηση του θανάτου αποτελούσε έννοια όλο και πιο αδιαµφισβήτητη ιδιαίτερα στο κοινωνικοπολιτισµικό πεδίο.
Υπάρχει µια «θεραπευτική» αντιµετώπιση του κακού;
Στο κλινικό πεδίο, οι µορφές του κακού µε την έννοια της ασθένειας είναι ταυτόχρονα τα εµπόδια στις θεραπευτικές µας προσπάθειες. Το ένα είναι η ενόρµηση καταστροφής συνδεδεµένη, προσαρτηµένη στο υπερεγώ που εκφράζεται µε πιο εξηµερωµένες µορφές, όπως λόγου χάρη η ενοχή, ενώ το άλλο είναι η ελεύθερη, διάχυτη ενόρµηση η οποία θεωρείται υπεύθυνη για το πλέον επιζήµιο γάντζωµα στην ασθένεια. Συνεπώς, η θεραπευτική δράση µας θα είχε ως στόχο να «εξηµερώσει» κατά το δυνατόν την καταστροφικότητα, να µετατρέψει δηλαδή την ασύνδετη καταστροφικότητα σε συνδεδεµένη, συντεταγµένη.
Γενικότερα, όπως διαφαίνεται από όλες τις παραπάνω ψυχαναλυτικές έννοιες, θα θεωρούσαµε ότι η ψυχανάλυση είναι, ίσως, το µόνο πεδίο γνώσης το οποίο είναι προετοιµασµένο, υποψιασµένο για τη βία, τις δολοφονικές ορµές, τη ναρκισσιστική περιχαράκωση και κατίσχυση, κατακυρίευση του εγώ µε ανελέητη χρήση των αντικειµένων, την καταστροφικότητα και εν γένει το κακό µέσα στον ανθρώπινο ψυχισµό. Ο Τόµας Μαν (L.Kahn, 2018) πίστευε ότι ανάµεσα στα ά- λογα θεµέλια του είναι µας και της ορθολογικής διαχείρισης αυτού του ενορµητικού δυναµισµού, η ψυχανάλυση είναι σε θέση να αντιταχθεί στη γονυκλισία µπροστά στις δαιµονικές δυνάµεις του ψυχισµού, επειδή ο ουµανισµός της στηριζόταν σε «ακριβή γνώση» και ψυχρή νηφαλιότητα.
Βιβλιογραφία
- André J. (2015). Deux visages de la haine. Στο (Coll.) (2015). Winnicott, notre comtemporain. Ed. Campagne première.
- Arendt H. & Scholem G. ([2007]2017). Δύο επιστολές για τη ρηχότητα του κακού, Μτφ. Π. Τσιαµούρας, Εκδόσεις Άγρα.
- Balier Cl. (1998). Ψυχανάλυση της βίας. Ψυχαναλυτική µελέτη των βίαιων συµπεριφορών, Εκδ.Νεφέλη
- Bion Wilfred R. (1962) Learning from Experience, Maresfield Library
- Danckwardt Joachim F.(2011) The negative in dreams, στο On Freud's "Negation" edited by Mary Kay O'Neil and Salman Akhtar, Karnac Books
- Denis, P. (2016) The Drive Revisited: Mastery and Satisfaction. International Journal of Psychoanalysis, 97:759-784
- Dews Peter (2007) The Idea of Evil, Wiley-Blackwell
- Δηµόπουλος Β. (2016). Οι ψυχικές άµυνες και τα παράδοξά τους : Δοµικές και αµυντικές εργασίες του ψυχισµού. Εκδ. Αρµός.
- Fédida P. (2007). Humain/Déshumain, L’oubli, l’effacement des traces, l’éradication subjective, la disparition, Petite bibliothèque de psychanalyse, PUF : 11-139.
- Freud S. (1911). Formulations on the Two Principles of Mental Functioning. The Standard Edition of the Complete Psychological Works of Sigmund Freud, Volume XII
- Freud S. (1915). Instincts and their Vicissitudes. The Standard Edition of the Complete Psychological Works of Sigmund Freud, Volume XIV
- Freud S. (1925). Negation. The Standard Edition of the Complete Psychological Works of Sigmund Freud, Volume XIX
- Freud S. (1930). Civilisation and its Discontents. The Standard Edition of the Complete Psychological Works of Sigmund Freud, Volume XXI
- Green A. (2005) Negation, στο Freud: A Modern Reader edited by R. J. Perelberg ,Whur 2005.
- Green A. (2009) Η ιδιωτική τρέλα : Ψυχανάλυση των οριακών περιπτώσεων. Μτφ. Θάλεια Λογαρίδη· επιµέλεια Κλαίρη Συνοδινού, Σπύρος Μητροσύλης. Εκδόσεις Καστανιώτη.
- Green A. (2010) Illusions et désillusions du travail psychanalytique, Paris, Odile Jacob 2010, 288 p.
- Hyppolite J. A Spoken Commentary on Freud's "Verneinung", Appendix I, στο Lacan Jacques. Ecrits: the first complete edition in English / translated by Bruce Fink, W.W.Norton 2005
- Kahn L. (2018) Ce que le nazisme a fait a la psychanalyse Petite bibliotheque de psychanalyse Paris PUF
- Kristeva J. (2012). Le mal, le pourquoi et la psychanalyse: limites et pouvoir http://www.kristeva.fr/le_mal_le_pourquoi.html
- Laplanche J.- Pontalis B. (1995) Λεξιλόγιο της ψυχανάλυσης / µετάφραση Πάνου Αλούπη, Β. Καψαµπέλης, Α. Σκούληκα, κ.ά. - 1η έκδ. - Αθήνα : Κέδρος
- Rawls J. (1973) A Theory of Justice (Oxford: Oxford University Press)
- Shakespeare W., Macbeth, µτφρ. Χειµωνάς Γ., εκδ. Κέδρος
- Shakespeare W., Macbeth, µτφρ. Δηµητριάδης Δ., εκδ. Σαιξπηρικόν.
- Zaltzmann N. (2007). L’esprit du Mal. Ed. de l‘ Olivier
- Winnicott D.W., (1947/9). Hate in the Counter-transference. In The Collected Works of D.W.W., Vol. 3
Το μωρό δολοφόνος είχε κάποτε δολοφονηθεί: οι διαδρομές της καταστροφικότητας αναζητώντας διέξοδο στο σώμα και την ταυτότητα
Παρουσιάζουν: Νάρνου Μερόπη, Τσαγκάδα Αριάδνη, Χριστοπούλου Άννα
Συντονισµός: Κλεώπας Ιάκωβος
Θα παρουσιαστεί και θα συζητηθεί η περίπτωση ενός εφήβου που µάς φέρνει αντιµέτωπους µε εκδηλώσεις του Κακού στην κλινική πράξη. Το Κακό στο παρόν εργαστήριο ορίζεται µε την έννοια της ενόρµησης καταστροφής, της ενόρµησης θανάτου που στρέφεται προς τον εξωτερικό κόσµο και περιλαµβάνει και την αυτοκαταστροφή (Freud, 1923,1932). Εµφανίζεται στην φαντασίωση, µε την έννοια του διώκτη που θέλει το κακό µου, αλλά και µε την έννοια του κακού µέσα µου, του µίσους και της επιθυµίας να βλάψω το αντικείµενο, φαινόµενα που έχουν περιγραφεί διεξοδικά από την Melanie Klein. Εκδηλώνεται στη συµπεριφορά, µε την κακοποίηση του εαυτού και του άλλου, µε την καταστροφικότητα που εµπλέκει το σώµα, είτε ως αποδέκτη είτε ως σηµείο εκκίνησης (σαδισµός-µαζοχισµός). Στη µεταβίβαση-αντιµεταβίβαση, βιώνεται µε το µίσος για ένα αντικείµενο που καταδιώκει και φέρνει στο προσκήνιο πρώιµα άγχη.
Με αφετηρία την ανάλυση αυτών των κλινικών καταστάσεων, προτείνονται και συζητούνται διάφορες θεωρητικές προσεγγίσεις. Η εφηβεία αποτελεί µία κρίσιµη και καθοριστική περίοδο της σωµατοψυχικής ανάπτυξης και συγκρότησης, συνδυάζοντας πολύµορφες παλινδροµικές και εξελικτικές κινήσεις. Οι ενορµητικές απαιτήσεις θέτουν σε δοκιµασία και µερικές φορές αποδιοργανώνουν τις λειτουργίες του εγώ. Η ύπαρξη πρωτύτερων, πρώιµων ή περιεφηβικών τραυµατογόνων εµπειριών, συνθέτουν ένα έδαφος συνθηκών στις οποίες βιώνονται - και αναβιώνονται - οι µεταβολές του σώµατος, η σχέση µε τα αντικείµενα, οι λιβιδινικές ώσεις όπως επίσης οι εκφράσεις της καταστροφικότητας. Αυτές οι ενδοϋποκειµενικές, ψυχικές και σωµατικές καθώς και διϋποκειµενικές καταστάσεις θα διαµορφώσουν την µεταβιβαστική σχέση και την θεραπευτική εργασία.
Η θεραπεία του Άγγελου ξεκίνησε στην ηλικία των 11 ετών και διήρκεσε περίπου πέντε χρόνια. Οι γονείς αναζήτησαν θεραπεία, τροµαγµένοι µετά από µία βίαιη σωµατική επίθεση εναντίον ενός παιδιού στο σχολείο. Η προηγούµενη θεραπεία είχε διακοπεί πριν από περίπου έναν χρόνο, όταν ο ειδικός που τον παρακολουθούσε είχε προτείνει φαρµακευτική αγωγή. Και στο παρελθόν, εµφάνιζε βίαιες συµπεριφορές προς τους συνοµηλίκους και αυτοτραυµατισµούς.
Υπήρχε δυσκολία σε όλες τις σχέσεις, εκδήλωνε σαδιστικές τάσεις προς τους γονείς αλλά και φόβο εγκατάλειψης. Στο ιστορικό υπήρχαν πρώιµες αποστερήσεις, καθώς ήταν ένα εγκαταλελειµµένο βρέφος που υιοθετήθηκε σε πολύ µικρή ηλικία. Αλλά και µεταγενέστερες µαταιώσεις, από την παρουσία µίας µητέρας σαγηνευτικής και ελεγκτικής και ενός παθητικού και απαξιωµένου πατέρα. Πέρασε την παιδική ηλικία µε τρόπο µοναχικό, χωρίς εµπιστοσύνη στους άλλους και µε παρανοειδή-διωκτικά άγχη και φοβίες. Δεδοµένων των ναρκισσιστικών ελλειµµάτων, η αναπαραστατική λειτουργία δεν ήταν πάντοτε επαρκής και η καταστροφικότητα έβρισκε διέξοδο στη συµπεριφορά, µε επιθέσεις µε πράξεις στο ίδιο το σώµα (µπήγει το µολύβι κάτω απ΄τα νύχια, αυτοτραυµατίζεται) και µε τις βίαιες πράξεις προς τους άλλους.
Στη διάρκεια της θεραπείας, αναδείχτηκε η υποκείµενη φαντασιωσική δραστηριότητα που φανερώνει µία απόπειρα επίλυσης των ασυνείδητων συγκρούσεων µε την αποφυγή του πένθους και της ετερότητας και την επακόλουθη σύγχυση στην ταυτότητα.
Το φαντασιακό υλικό που ξετυλίγει ο Άγγελος είναι πλούσιο και µέσω αυτού επιχειρεί να δώσει λύσεις στο αίνιγµα της ύπαρξής του, διαπραγµατεύεται κοµβικές φαντασιώσεις: το “οικογενειακό µυθιστόρηµα” (Freud, 1909) και την “πρωταρχική σκηνή” (Freud, 1918).
Μέσα από αφηγήσεις, ιστορίες και εικόνες, ο Άγγελος επινοούσε µία πρωταρχική σκηνή µε παρόντα τα στοιχεία της παιδικής παντοδυναµίας (Mc Dougall, 1970, 1972), κατάργηση των διαφορών, σύγχυση γενεών και φύλων και καταστροφή της σεξουαλικής πραγµατικότητας και αλήθειας (Chasseguet-Smirgel,1983).
Οι φαντασιώσεις του Άγγελου είναι γεµάτες µυθικά τέρατα. Πρόκειται για φιγούρες ανθρώπων που από τη µέση και κάτω είναι ζώα (αστακός φίδι), µε αµφίβολη την παρουσία γεννητικών οργάνων, που όµως συνουσιάζονται και γεννούν είτε ένα άφυλο υβριδικό ζωώδες µωρό ή µία δολοφονική γοργόνα χωρίς γεννητικά όργανα. Παράλληλα φαντασιώνεται πως θα ήταν να είναι ο ίδιος έγκυος. Αυτό που γεννιέται όµως, µέσα από το πρωκτικό σύµπαν και την ερωτικοποίηση του µίσους (Stoller, 1975), είναι είτε ένα µωρό δολοφόνος, ένας φορέας επιθετικών ενορµήσεων µε στόχο την απάρνηση της ζωής και του θανάτου ή ένα µωρό χωρίς φύλο. Η σύγχυση που επικρατεί φανερώνει την προ-οιδιπόδεια ψυχική λειτουργία, την επικράτηση πρώιµων αγχών και των ανάλογων αµυντικών µηχανισµών.
Όντας ο ίδιος γεννήτορας και άφυλο µωρό, ο Άγγελος φαίνεται να προσπαθεί να διατηρήσει την παιδική παντοδυναµία. Υπό το κράτος ενός πρωτογενούς αρνητικού ναρκισσισµού και ενός τυραννικού µεγαλοµανιακού Ιδεώδους Εγώ, και προκειµένου να αποφύγει τον ευνουχισµό, αφού δεν µπορεί να είναι και άντρας και γυναίκα, δεν θα είναι τίποτα.
Μέσα σε αυτό το καταστροφικό φαντασιωτικό σύµπαν διαγράφεται η προσπάθεια του Άγγελου µε συνεχείς διχοτοµήσεις και διαψεύσεις να προφυλαχθεί από πρώιµα άγχη θανάτου και αφανισµού, τα οποία εκδηλώνονταν µε σαδιστικές φαντασιώσεις και βίαιες πράξεις, ως απόπειρες ταύτισης µε τον επιτιθέµενο, η οποία προκαλεί ευχαρίστηση αλλά και τρόµο. Με αυτόν τον τρόπο, προσπαθεί να ελέγξει την απώλεια, αναζητώντας την ένωση µε το πρωταρχικό αντικείµενο και παράλληλα, την εξαφάνιση αυτού.
Μπροστά στο “σταυροδρόµι όλων των πιθανοτήτων” (Cahn, 1991) -στο οποίο βρίσκεται κάθε έφηβος- και δεδοµένων των ναρκισσιστικών ελλειµµάτων που περιγράψαµε, ο Άγγελος βρίσκεται σε ταυτισιακό αδιέξοδο και αναζητά λύσεις µέσα από τη σεξουαλικότητα και το σώµα. Η αναζήτηση της σεξουαλικής ευχαρίστησης µέσα από τη βία έρχεται να καλύψει ένα ίσως αιφνίδιο κενό στο αίσθηµα ταυτότητας στην αρχή της εφηβείας (12 ετών), κάτω από τις απαιτήσεις µιας γενετήσιας σεξουαλικής ζωής (Freud, 1905). Εκείνο που καθιστά τραυµατική την πρόκληση της απόλαυσης µέσω της βίας, δεν είναι µόνο η παρουσία της βίας καθαυτής, αλλά το γεγονός ότι αυτή η απόλαυση είναι πρόωρη και ξεπερνά τις δυνατότητες ένταξης της στο Εγώ (Green, 1990).
Η παραπάνω προβληµατική διαφαίνεται και στη µεταβίβαση, µε την επιθυµία για ναρκισσιστική συγχώνευση µε την αναλύτρια και ακολούθως, την απειλή να αφανιστεί απ' αυτήν. Εκδηλώνεται η διαστροφική µεταβίβαση (Etchegoyen, 2005), η οποία, µεταξύ άλλων, έχει ως στόχο να καταστρέψει τόσο την αναλύτρια, ως διαφορετική οντότητα µε φύλο και αυτόνοµη σκέψη όσο και την θεραπεία, ως µια δηµιουργική διαδικασία που µπορεί να οδηγήσει σε µια πραγµατική εγγύτητα µε ένα ολικό αντικείµενο (Mann, 1997). Ο Winnicott (1974) περιγράφει πως η αρχική εµπειρία αρχέγονης αγωνίας δε µπορεί να ενταχθεί στον παρελθόντα χρόνο, ο µόνος τρόπος για να “θυµηθεί” ο ασθενής είναι να βιώσει αυτό το πράγµα του παρελθόντος στο παρόν, δηλαδή στη µεταβίβαση, και να γίνει εµπειρία του ασθενούς για πρώτη φορά. Στη θεραπεία του Άγγελου, εµφανίζονται ιστορίες- όνειρα- οράµατα, τα οποία αποδίδουν στην αναλύτρια δολοφονικές και σαδιστικές επιθυµίες. Η ικανότητα της αναλύτριας να διαχειριστεί την αντιµεταβίβαση δοκιµάζεται σηµαντικά (Kernberg, 2004), έρχεται αντιµέτωπη µε σφοδρά συναισθήµατα, όπως το άγχος αφανισµού (Glasser, 1986) και το δολοφονικό µίσος (Stoller, 1975) και παλεύει τόσο για την δική της ψυχική επιβίωση όσο και για τη διατήρηση της θεραπείας. Το µίσος στην αντιµεταβίβαση πρέπει να γίνει ανεκτό προκειµένου να προχωρήσει η ψυχική επεξεργασία (Winnicott, 1949).
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Cahn, R. (1991). Du sujet. Revue Française Psychanalytique, 55 : 1353-1490.
- Chasseguet-Smirgel, J. (1983) Perversion and the universal law. International Review of Psycho- Analysis, 1983, 10, 293-301
- Chasseguet-Smirgel, J (1988). Creativity and Perversion. London: Free Association Books
- Mc Dougall, J. (1970, 1972) “Πρωταρχική σκηνή και “διεστραµµένο” σενάριο στο “Η 'άλλη' σεξουαλικότητα. Επτά ψυχαναλυτικά δοκίµια για τις σεξουαλικές διαστροφές” Αθήνα, Νεφέλη, 1994.
- Etchegoyen, H. R (2005) The Fundamentals of Psychoanalytic Technique. London: Karnac Books
- Freud, S., (1905). Three essays on the Theory of Sexuality, S.E., VII.
- Freud, S. (1909). Το Οικογενειακό Μυθιστόρηµα των Νευρωτικών. Opportuna, Πάτρα, 2014.
- Freud, S. (1918). An Infantile Neurosis, S.E., XVII.
- Freud, S. (1920). Beyond the Pleasure Principle. S.E., XVIII. Freud, S. (1923). The Ego and the Id. S.E., XIX.
- Freud, S. (1932). New Introductory Lectures on Psychoanalysis. S.E., XXII. Glasser, M. (1986) Identification and its vicissitudes as observed in perversions. International Journal of Psychoanalysis, 67, 9-16
- Green, A. (1990). Η ιδιωτική τρέλα. Ψυχανάλυση των οριακών περιπτώσεων. Καστανιώτης, Αθήνα: 1998.
- Kernberg, O. F. (2004) Aggressivity, Narcissism & Self-destructivenesss in psychotherapeutic relationship: New Developments in the Psychopathology & Psychotherapy of severe personality Disorders . London: Yale University Press
- Klein, M. (1929). Personification in the Play of children. International Journal of Psychoanalysis, 19:193-214.
- Klein, M., (1934). A contribution to the psychogenesis of manic-depressive states. In: Love, Quilt and Reparation and Other Works-1921-1945. New York: The Free Press, 1984.
- Klein, M., (1940). Mourning and its relation to manic-depressive states. In: Love, Quilt and Reparation and Other Works-1921-1945. New York: The Free Press, 1984.
- Mann, D. (1997) Psychotherapy, an erotic relationship. London: Routledge Stoller, R. J. (1975) Perversion; the erotic form of hatred. London : Karnac Winnicott, D. W. (1974). Φόβος κατάρρευσης, Αθήνα, Άγρα, 2005.
- Winnicott, D. W. (1949). Hate in the counter-transference. The International Journal of Psychoanalysis, 30, 69–74.
Το Κακό στην Κόλαση του Δάντη
Παρουσιάζουν: Βαλτάς Απόστολος, Ξενάκη Λήδα
Συντονισµός: Χρυσή Γιαννουλάκη
Το θέµα του καλού και του κακού είναι διάχυτο στη λογοτεχνία. Η σύγκρουση καλού κακού βρίσκεται στον πυρήνα κάθε κλασικής ιστορίας. Η Θεία Κωµωδία, γραµµένη τις δύο πρώτες δεκαετίες του 14ου αιώνα, είναι ένα από τα µεγαλειωδέστερα ποιητικά επιτεύγµατα του ανθρώπου. Από τα τρία µέρη της, Κόλαση, Καθαρτήριο, Παράδεισος, η Κόλαση διαβάζεται περισσότερο. Το κακό εγείρει περσσότερη ποίηση στους ανθρώπους απ’ ό,τι η ευτυχία. Ο Dante Alighieri αξίζει σίγουρα να συγκαταλέγεται ως ένα από τα πιο ισχυρά θεολογικά µυαλά της ιστορίας του Χριστιανισµού. Δηλαδή, ένας από τους πιο ισχυρούς περιγραφείς του τι έχει σκεφτεί η χριστιανική παράδοση για το κακό, την καλοσύνη και την ευλογία, στον Παράδεισό του. Ωστόσο, το όραµα του Δάντη για την Κόλαση στην Κόλαση έχει κάνει πιθανώς περισσότερα για να διαµορφώσει τη δυτική φαντασία για την Κόλαση, τους δαίµονες, τον Διάβολο και την τιµωρία από οποιοδήποτε άλλο έργο.
Ο Δάντης έχει οδηγό στην Κόλαση τον Βιργίλιο που, σαν εθνικός, δεν µπορεί να µπει στον Παράδεισο. Την Κόλαση του Δάντη έχουν επισκεφθεί ο Αινείας και ο Παύλος, ακόµη και ο Χριστός. Τώρα ταξιδεύουν εκεί ο Δάντης και ο Βιργίλιος. Η Κόλαση έχει τοπία και τα τοπία της κατοικούνται από καταχθόνια πνεύµατα, συµβάντα, γεγονότα· ακόµη και µεταµορφώσεις συντελούνται µπροστά στα ίδια µας τα µάτια. Στα φαντασµατικά τους σώµατα οι ψυχές των καταδικασµένων στις αιώνιες κατοικίες τους έχουν φαινοµενική εµφάνιση, ελευθερία λόγου και χειρονοµιών, ακόµη και ελευθερία να µετακινούνται µέσα σε όρια, και έτσι, µέσα στην αµεταβλησία τους, µια περιορισµένη ελευθερία µεταβολής. Έχουµε αφήσει πίσω µας τη γήινη σφαίρα· βρισκόµαστε σε έναν αιώνιο τόπο και όµως συναντούµε εκεί συγκεκριµένες µορφές και συγκεκριµένα συµβάντα. Αυτά διαφέρουν από ό,τι εµφανίζεται και συµβαίνει πάνω στη γη και όµως προφανώς συνδέονται µε τη γη µε µια αναγκαστική και αυστηρά καθορισµένη σχέση.
Η Κόλαση χωρίζεται σε εννέα κύκλους και κάθε κύκλος προορίζεται για ένα συγκεκριµένο είδος αµαρτίας. Όσο πιο βαθιά βρίσκεται ένας αµαρτωλός στην Κόλαση, τόσο µεγαλύτερη είναι η σοβαρότητα της αµαρτίας του. Στον πρώτο κύκλο, για παράδειγµα, ο Δάντης, συναντά τις ψυχές των αβάπτιστων και ενάρετων παγανιστών. Αυτές οι ψυχές δεν διέπραξαν καµία αµαρτία αλλά δεν βαφτίστηκαν και ως εκ τούτου δεν µπόρεσαν να εισέλθουν στον Παράδεισο. Αν και δεν τιµωρούνται, εξακολουθούν να στερούνται την αιώνια ευτυχία που έρχεται µε την παρουσία του Θεού.
Καθώς ο Δάντης κατεβαίνει πιο πέρα, συναντά πιο ειδεχθή αµαρτήµατα, όπως η αίρεση, η βία, η απάτη και η προδοσία. Στον ένατο και τελευταίο κύκλο της Κόλασης, ο Δάντης συναντά τον Σατανά, ο οποίος απεικονίζεται ως ένα τρικέφαλο τέρας. Ο Σατανάς είναι περιορισµένος στον πάγο, µε κάθε ένα από τα τρία πρόσωπά του να µασάει έναν προδότη, τον Ιούδα τον Ισκαριώτη, τον Βρούτο και τον Κάσσιο, τους προδότες του Ιουλίου Καίσαρα.
Οι τιµωρίες που επιβάλλονται στους αµαρτωλούς είναι βάναυσες και φρικιαστικές, αντανακλώντας την πεποίθηση του Dante ότι η αµαρτία είναι µια εκδήλωση του κακού. Ο Δάντης απεικονίζει το κακό όχι µόνο µε τη µορφή αµαρτιών, αλλά και µε τον τρόπο που οι άνθρωποι δικαιολογούν τις πράξεις τους. Για παράδειγµα, οι αιρετικοί στον έκτο κύκλο αρνούνται να δεχτούν τις διδασκαλίες της εκκλησίας και αντ' αυτού εκλογικεύουν τις πεποιθήσεις τους, οδηγώντας τους στην αιώνια καταδίκη.
Εν κατακλείδι, η Κόλαση του Δάντη παρουσιάζει µια ζωντανή εικόνα της φύσης του κακού και των συνεπειών του. Ο Δάντης απεικονίζει το κακό µε διάφορες µορφές, που κυµαίνονται από αµαρτίες πάθους έως αµαρτίες κακίας. Δείχνει επίσης πώς οι άνθρωποι εκλογικεύουν τις αµαρτίες τους, οδηγώντας τους περισσότερο στο σκοτάδι. Μέσα από τις περιγραφές του για τις τιµωρίες που επιβάλλονται στους αµαρτωλούς, ο Δάντης υπογραµµίζει τη σοβαρότητα του κακού και τη σηµασία της ενάρετης ζωής.
Η Κόλαση του Δάντη αγγίζει πολλά σηµαντικά φιλοσοφικά θέµατα, όπως η φύση της αµαρτίας, η σχέση µεταξύ δικαιοσύνης και ελέους, η ανθρώπινη κατάσταση και το νόηµα της ζωής. Ένα από τα κεντρικά θέµατα της Κόλασης του Δάντη είναι η φύση της αµαρτίας. Ο Δάντης χωρίζει την αµαρτία σε δύο µεγάλες κατηγορίες: τις αµαρτίες της σάρκας και τις αµαρτίες του πνεύµατος. Οι αµαρτίες της σάρκας περιλαµβάνουν τη λαγνεία, τη λαιµαργία και την απληστία, ενώ οι αµαρτίες του πνεύµατος περιλαµβάνουν την υπερηφάνεια, τον φθόνο και την οργή. Η κατηγοριοποίηση της αµαρτίας από τον Δάντη αντανακλά τη µεσαιωνική χριστιανική άποψη ότι η αµαρτία είναι αποµάκρυνση από το θέληµα του Θεού και παραβίαση του φυσικού νόµου.
Ένα άλλο σηµαντικό θέµα στην Κόλαση του Δάντη είναι η σχέση µεταξύ δικαιοσύνης και ελέους. Ο Δάντης απεικονίζει τον Θεό ως έναν δίκαιο και ελεήµoνα κριτή που τιµωρεί τους αµαρτωλούς αλλά τους προσφέρει και τη δυνατότητα της λύτρωσης. Το όραµα του Δάντη για τη δικαιοσύνη δεν βασίζεται µόνο στην εκδίκηση αλλά και στην αποκατάσταση της τάξης και της αρµονίας. Η ιδέα του Δάντη για το έλεος, από την άλλη, δεν είναι συναισθηµατισµός ή αδυναµία, αλλά εκδήλωση θεϊκής αγάπης και συµπόνιας.
Στην Κόλαση, το ταξίδι του Δάντη ως ένα ταξίδι αυτοανακάλυψης και εξερεύνησης της ψυχής µπορεί να θεωρηθεί ως αναπαράσταση του ταξιδιού της ψυχής από το id στο υπερεγώ. Όπως γράφει ο David Black ο Δάντης µόνος και παραστρατηµένος απο µια στιγµή προσωπικής κρίσης οδηγείται στο σωστό µονοπάτι για να καταλήξει στο υπέροχο όραµα της αγάπης που κινεί το σύµπαν. Το ταξίδι ξεκινά στα πιο σκοτεινά βάθη του id, όπου βρίσκονται οι πιο βασικές και πρωτόγονες επιθυµίες. Καθώς ο Δάντης κινείται στους κύκλους της Κόλασης, συναντά όλο και πιο περίπλοκες και εκλεπτυσµένες µορφές αµαρτίας, που αντιπροσωπεύουν το ταξίδι προς το υπερεγώ. Κατά τον Chessick ο θεραπευτικός σκοπός της Κόλασης είναι να επιτρέψει στον προβληµατισµένο Δάντη να γνωρίσει τις πρωτόγονες σεξουαλικές και επιθετικές δυνάµεις του id. Στο βάθος της Κόλασης, ο Δάντης συναντά τον ίδιο τον Σατανά, ο οποίος µπορεί να θεωρηθεί ως αναπαράσταση της απόλυτης εκδήλωσης του id. Ο Σατανάς είναι παγιδευµένος σε µια παγωµένη λίµνη, ανίκανος να κινηθεί ή να ενεργήσει, αντιπροσωπεύοντας την παράλυση που µπορεί να προκύψει από τον έλεγχο των αρχέγονων επιθυµιών. Η Κόλαση µπορεί επίσης να θεωρηθεί ως µια προειδοποιητική ιστορία σχετικά µε τους κινδύνους του υπερβολικού ελέγχου είτε από το id είτε από το υπερεγώ. Το ταξίδι µέσα από την Κόλαση αντιπροσωπεύει τη σηµασία της εύρεσης µιας ισορροπίας µεταξύ των αρχέγονων επιθυµιών µας και των ηθικών µας προτύπων, έτσι ώστε να µπορούµε να ζήσουµε µια γεµάτη και ουσιαστική ζωή.
Θέµατα του εργαστηρίου
Η Ηθική του Δάντη όπως λειτουργεί στην ιστορία της Φραντζέσκας του Ρίµινι.
Ο χρόνος της Κόλασης και η ιστορία του Guido.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Η Θεία Κωµωδία Κόλαση Dante Alighieri Εκδόσεις Τυποθήτω
- Δάντης Θεία Κωµωδία Κόλαση Εκδόσεις Πατάκη
- Dante’s “ Two Suns”. Reflections on the psychological sources of the Divine Comedy. David Black. International Journal of Psychoanalysis (2017)
- Dante’s Divine Comedy Chessick, R. D. Journal of the American academy of psychoanalysis. (2001)
16.00 έως 17.30 (Τρία παράλληλα εργαστήρια)
«Γεννημένοι Δολοφόνοι»: Η συνάντηση με το τραύμα, τον κακοήθη ναρκισσισμό και τη σαγήνη του κακού στην ψυχανάλυση
Παρουσιαζουν: Λαµνίδης Νίκος, Μουστάρδα Δανάνη, Πετεινάκη Μαργαρίτα, Φωκά Μαριλού, Χατζηδηµήτρη Μάγδα
Συντονισµός: Ανδρέας Γκορίνης
Με αφορµή την ταινία Natural Born Killers (Oliver Stone, 1994), το εργαστήριο θα επιχειρήσει να αναδείξει την εκδήλωση του κακού µέσα από το τραύµα, τον κακοήθη ναρκισσισµό, τη σαγήνη, αλλά και τον τρόπο µε τον οποίο αυτό εµφανίζεται στο πλαίσιο της µεταβίβασης- αντιµεταβίβασης στη θεραπεία.
Η ταινία αφηγείται την ιστορία του Μίκυ και της Μάλορυ, οι οποίοι έχοντας κακοποιηθεί στην παιδική τους ηλικία, «ερωτεύονται» παράφορα και εξελίσσονται σε κατά συρροή δολοφόνους, σπέρνοντάς χάος στο διάβα τους, µπροστά στα µάτια της αµερικανικής κοινωνίας η οποία – µέσω των ΜΜΕ – παρακολουθεί ακόρεστα, σαγηνεύεται και τους «αποθεώνει». Μία «ευκαιρία» επεξεργασίας του τραύµατος που φαινόταν ότι θα έβαζε έναν φραγµό στη δολοφονική τους µανία, χάνεται ανεπιστρεπτί, όταν δολοφονούν και τον Σαµάνο-θεραπευτή που βρίσκεται τυχαία στον δρόµο τους. Φραγµό στις πράξεις τους αδυνατεί να βάλει και ο Νόµος, αφού και οι εκπρόσωποι του είναι «διεφθαρµένοι». Η απονοµή της δικαιοσύνης δεν έρχεται ούτε στο τέλος της ταινίας διότι το ζευγάρι καταφέρνει να γλιτώνει, συνεχίζει τη ζωή του ατιµώρητο, φέρνει στον κόσµο δικά του παιδιά, σε µία τραγική ειρωνεία ενός «happy end». Έτσι ο καταγγελτικός και αντισυστηµικός τόνος του Stone έρχεται να ταυτίσει το «κακό» µε την καπιταλιστική κοινωνία του θεάµατος και της κατανάλωσης.
Η σύνδεση του κακού µε το τραύµα και η ενόρµηση του Θανάτου
Το τραύµα, που απασχολεί την ψυχανάλυση από καταβολής, µπορεί να αποτελέσει µία δίοδο κατανόησης του κακού. Στην ταινία, οι δύο πρωταγωνιστές έχουν υποστεί σοβαρούς τραυµατισµούς κατά την παιδική τους ηλικία. Φαίνεται όµως πως για τους ίδιους το παρελθόν έχει ασυνείδητα σβηστεί και «υπάρχει» µόνον ένα «παρόν», εκφορτιστικό και εγκληµατικό, που δοκιµάζει να επαναλάβει κάτι από το αρχικό τραύµα. Αλλά, ταυτόχρονα, δεν έχει διατηρηθεί καµία δυνατότητα ψυχικής επεξεργασίας ή αναφοράς στο παρελθόν. Η µόνη συγκεκριµενισµένη (concrete) µαρτυρία του παρελθόντος φαίνεται να είναι η σχέση τους, η οποία ξεκινάει όταν οι δύο µαζί δολοφονούν τους γονείς της Μάλορυ. Έτσι θεωρούν ασυνείδητα ότι δολοφονούν το φρικιαστικό παρελθόν και αρχίζουν τη «νέα» τους ζωή. Όταν ο ψυχισµός κατακλύζεται από αφόρητες διεγέρσεις κινητοποιούνται αρχαϊκοί µηχανισµοί άµυνας που οδηγούν σε ακύρωση ακόµη και της ίδιας ψυχικής πραγµατικότητας.
Οι αφόρητες διεγέρσεις φτύνονται ως εκφορτίσεις και παίρνουν τη µορφή µιας αδέσµευτης επιθετικότητας, την οποία θα επιχειρήσουµε να δούµε µέσα από το πρίσµα της απόµειξης των ενορµήσεων καθώς οδηγεί στην καταστροφή όχι µόνο των εξωτερικών αντικειµένων, αλλά της ψυχικής ζωής και των εσωτερικών αντικειµένων (Diatkine, 1984). Η αποσυνδεδεµένη ενόρµηση του θανάτου είναι µια αντι-ενόρµηση, κάτι που διαφοροποιεί και την ελεύθερη επιθετικότητα από την επιθετικότητα που συνδέεται µε λιβιδινική επένδυση, όπως ο σαδισµός.
Θα αναρωτηθούµε για τη θέση του ονείρου και του τραυµατικού ονείρου στις κλινικές καταστάσεις όπου η αφόρητη διέγερση είναι σε πρώτο πλάνο. Επαναλαµβανόµενα όνειρα, εφιάλτες που φέρουν ανυπόφορη ένταση, µαρτυρούν αποµειγµένη ενόρµηση θανάτου, αλλά έχουν ενδεχοµένως και εποικοδοµητική αξία ως προσπάθειες ενεργοποίησης του άγχους (Balier, 2002). Η ποσότητα της διέγερσης είναι κρίσιµος παράγοντας, όπως και στις περιπτώσεις που συναντάµε την άλλη όψη του νοµίσµατος, τους αυτοτραυµατισµούς και, κυρίως, την αυτοκτονία, όπως έδειξε πρώτος ο Freud (1923).
Για τους πρωταγωνιστές, η βία ως αντιστροφή της παθητικότητας σε απελπισµένη ενεργητικότητα, φαίνεται να είναι η µόνη διέξοδος όταν κυριαρχεί η διχοτόµηση και ο αποκλεισµός του τραυµατικού, µια λύση εκκένωσης των ψυχοδιανοητικών λειτουργιών τους. Θα µπορούσαµε λοιπόν να µιλήσουµε και για καταναγκασµό της επανάληψης χωρίς την «προστατευτική» λειτουργία του µαζοχισµού αφού ο µαζοχισµός δεσµεύοντας την επιθετικότητα µπορεί να βρίσκεται στην υπηρεσία της ζωής (Benno Rosenberg, 1991).
Το κακό από την οπτική του κακοήθους ναρκισσισµού και της ψυχοπαθητικότητας
Αν και το τραύµα, όπως προαναφέρθηκε, παρουσιάζεται σαν αρχή του κακού, τόσο από τον τίτλο όσο και από τη συνεχή διάψευσή του κατά τη διάρκεια της ταινίας, ο θεατής τίθεται συνεχώς σε µια θέση να προσπαθεί να απαντήσει ποια είναι η πηγή του κακού και αν κανείς γεννιέται ή γίνεται δολοφόνος.
Από έρευνες υιοθεσίας και διδύµων αδερφών (Schulsinger, 1977; Mednick, Gabrielli & Hutchings, 1984) προκύπτει ότι υπάρχει κάποιος γενετικός παράγοντας ο οποίος συσχετίζεται µε την ψυχοπαθητικότητα. Έρευνες στη νευροχηµεία (Wolman, 1986; Melloy, 1988) έχουν δείξει την πιθανότητα µιας βιολογικής επιθετικής προδιάθεσης στις ψυχοπαθητικές προσωπικότητες. Στην ιστορία ψυχοπαθητικών εγκληµατιών, συναντούµε πολύ συχνά την απουσία ενός σταθερού, στοργικού και ασφαλούς οικογενειακού περιβάλλοντος. Έρευνες (Hickey 1991) έχουν αποδείξει ακόµα ότι οι κατά συρροή δολοφόνοι ως παιδιά βίωσαν έντονα την απόρριψη, την ταπείνωση και τον υποβιβασµό όπως και οι πρωταγωνιστές της ταινίας. Σε µια προσπάθεια να αµυνθούν απέναντι σε αισθήµατα αναξιότητας και ντροπής, η βασική άµυνα των ψυχοπαθητικών αυτών προσωπικοτήτων είναι ο παντοδύναµος έλεγχος. Επιπρόσθετα, αυτό που παρατηρείται ως απουσία συνείδησης αποκαλύπτει την υπανάπτυξη του υπερεγώ, την παρουσία αρχαϊκών υπερεγωτικών προαγγέλων (precursors) του τύπου του ιδεώδους-εγώ, αλλά και σοβαρές διαταραχές στην ανάπτυξη ώριµων και λειτουργικών τύπων προσκόλλησης (attachments) µε τους άλλους.
Κατά τους Libert (1985) και Turco (1992), η ναρκισσιστική παθολογία στις προσωπικότητες των κατά συρροή δολοφόνων αποτελεί έναν εγγενή (intrinsic) παράγοντα στη δηµιουργία του κινήτρου να σκοτώσουν. Το επίπεδο της επιθετικότητας τους παραπέµπει στον κατά Kernberg (1992) κακοήθη ναρκισσισµό (malignant narcissism), µία ακραία µορφή της ναρκισσιστικής διαταραχής της προσωπικότητας και µία ενδιάµεση µορφή διαταραχής χαρακτήρα ανάµεσα στη ναρκισσιστική και στην ψυχοπαθητική διαταραχή. Υπάρχει αποτυχία ικανοποιητικής εσωτερίκευσης (καλών) αντικειµένων που βιώθηκαν ως σκληρά, απάνθρωπα, επιθετικά και καταπιεστικά. Και αφού η σχέση µε τα αντικείµενα έχει αποτύχει, το µόνο αντικείµενο που επενδύεται είναι ένας ιδιαίτερα πρωτόγονος παθολογικά ναρκισσιστικός εαυτός και το αυτεξούσιο του.
Οι πρωταγωνιστές της ταινίας, όπως και παρόµοιοι ασθενείς, καθηλώνονται σε ένα αίσθηµα νηπιακού µεγαλείου, που αναπόφευκτα φέρνει περιφρόνηση, παρανοειδή ετοιµότητα στις διαπροσωπικές σχέσεις και µία σύντονη προς το εγώ σαδιστική συµπεριφορά η οποία στρέφεται ενάντια στους άλλους (ή, εν τέλει, και στον εαυτό) µε έναν θριαµβευτικά καταστροφικό τρόπο (Pollock, 1978). Φαίνεται να υπάρχει ένας κακοήθης µετασχηµατισµός στις αντικειµενότροπες σχέσεις που οδηγεί σε µία ταύτιση µε το (θεωρούµενο από το εσωτερικό νήπιο ως) παντοδύναµο και απάνθρωπο αντικείµενο και µία αλλαγή στην ταυτότητα του ίδιου υποκειµένου (Melloy, 1988). Στο ξεκίνηµά της ταινίας, το ζευγάρι παίρνει θριαµβευτική εκδίκηση όταν δολοφονεί τους γονείς της Μάλορυ, χωρίς ίχνος συνείδησης, σε µία απόλυτη κυριαρχία επί του (θεωρούµενου ως κακού) αντικειµένου και ταυτόχρονα ταυτιζόµενο µαζί του. Η αποτυχία του κακού γονέα είναι τόσο αφόρητη ώστε να προκύπτει ένας µετασχηµατισµός του σε «µεγαλειώδες κακό».
Οι φόνοι φαίνεται να έχουν επίσης ένα στοιχείο ψυχο-οικονοµικής αποκατάστασης αφού τα επιθετικά και καταστροφικά στοιχεία εκκενώνονται και έτσι επέρχεται για λίγο µία ψυχική ισορροπία µέσω της πρόσκαιρης µείωσης της δυσάρεστα βιωµένης έντασης και της προσωρινής αποκατάστασης της αυτοεκτίµησης (Turco, 2001).
Η σαγήνη του κακού
Ακόµα ένα σηµαντικό θέµα που αναδεικνύεται στην ταινία είναι η σαγήνη του κακού αφού η προβολή του δολοφονικού ζεύγους µέσα από τα ΜΜΕ φαίνεται να τους µετατρέπει σε είδωλα προς ταύτιση. Χαρακτηριστική είναι η στιγµή όπου ένας έφηβος δηλώνει «δεν είµαι δολοφόνος, αλλά εάν ήµουν θα ήθελα να είµαι σαν αυτούς τους δύο». Διαχρονικά τα ΜΜΕ παρουσιάζουν τους ψυχοπαθείς δολοφόνους υπό φως µυστηριώδες, µουσική που τραβά την προσοχή, δραµατικές εκφράσεις, σαν ιστορίες από τηλεοπτικές σειρές εγκληµάτων, πολλές εκ των οποίων είναι µάλιστα ιδιαίτερα δηµοφιλείς.
Θα διερευνήσουµε ερωτήµατα όπως: Τί είναι αυτό που κάνει τους ανθρώπους να γοητεύονται από τη βία; Ποιες είναι οι σαγηνευτικές πλευρές της ψυχοπαθητικής προσωπικότητας; Πώς αξιοποιούνται τέτοιου είδους ενδοψυχικές τάσεις από τα µέσα µαζικής ενηµέρωσης και αντίστροφα, πώς ενισχύουν οι εικόνες των ΜΜΕ τις τάσεις αυτές;
Ο Freud (1914) ήταν για µία ακόµη φορά ο πρώτος που επισήµανε τη ναρκισσιστική σαγήνη που ασκούν τα αιλουροειδή, οι γυναίκες και οι εγκληµατίες.
Τα στοιχεία δείχνουν πως τα νέα περί εγκληµάτων στα ΜΜΕ, έχουν µεγάλη ακροαµατικότητα, συγκεκριµένα πολύ µεγαλύτερη από αυτή που σχετίζεται µε άλλου είδους εγκλήµατα, όπως για παράδειγµα τα οικονοµικά, έστω και αν τα τελευταία είναι πολύ περισσότερα σε ποσοστό αναλογίας (Katz, 1987, Dimitrieva 2017). Ο Altman (2008), στο πλαίσιο µιας µελέτης σχετικά µε το τι οδηγεί τους εργαζόµενους σε φυλακές στην άσκηση βίας, λέει πως «κανείς δεν έχει ανοσία απέναντι σε συναισθηµατικές δυναµικές που οδηγούν στην άσκηση της βίας» και εξηγεί την άσκηση βίας ως µια απελπισµένη προσπάθεια να διατηρηθεί µια αίσθηση παντοδυναµίας και ελέγχου, απέναντι στο συναίσθηµα του φόβου και της ταπείνωσης. Η βία αποτελεί συχνά την έκφραση της επιθυµίας να αποκατασταθεί το αίσθηµα ελέγχου µετά από µια ταπεινωτική ήττα που έχει υποστεί το υποκείµενο χάνοντας τον έλεγχο. Η στιγµή, το momentum του σαδισµού, δίνει ίσως την αίσθηση της απόλυτης δύναµης και εξουσίας πάνω στο αντικείµενο ή στην κοινωνία. Ειδικά όταν µέσα στο momentum το υποκείµενο ζει αυτή την εξουσία χωρίς άµεση θεϊκή τιµωρία, (Ricoeur, 2006). Η ταύτιση µε αυτή τη στιγµή απόλυτης δύναµης και εξουσίας είναι ίσως ένας από τους παράγοντες που κάνουν το βίαιο να φαντάζει ελκυστικό και σαγηνευτικό. Επιπρόσθετα, αυτό που φαίνεται να αυξάνει τη σαγήνη είναι η απουσία ενοχών στις ψυχοπαθητικές προσωπικότητες. Καθώς στην πλειοψηφία τους οι νευρωσικοί υποφέρουν από ασυνείδητες ενοχές, θα µπορούσαµε να υποθέσουµε ότι φιγούρες απαλλαγµένες από αυτές σαγηνεύουν καθώς εκπροσωπούν την ανόθευτη ενορµητική τάση απαλλαγµένη από τους υπερεγωτικούς περιορισµούς. Το τελευταίο υποστήριξε και ο Freud στην µελέτη του για τον Dostoyevsky (1928).
Το κακό στο πλαίσιο της µεταβίβασης-αντιµεταβίβασης
Έχοντας αναδείξει ως πηγές του κακού το τραύµα και τον κακοήθη ναρκισσισµό αλλά και τη σαγήνη που ασκεί το κακό υποκειµενικά και κοινωνικά, τίθεται το ερώτηµα για τον τρόπο µε τον οποίο βιώνεται η µεταβίβαση-αντιµεταβίβαση στην ψυχαναλυτική διαδικασία όταν ένας ασθενής µε παρόµοια ψυχοπαθολογία προσέρχεται για θεραπεία. Η ταινία µας δίνει µια ωµή απάντηση.
Όταν οι πρωταγωνιστές βρίσκονται τυχαία στην καλύβα ενός Σαµάνου θεραπευτή είναι η µοναδική στιγµή στην ταινία όπου έρχονται σε επαφή µε ένα υποθετικό «καλό» αντικείµενο που τους υποδέχεται εγκάρδια παρότι αναγνωρίζει ότι «έχουν τον δαίµονα». Ο αφελής Σαµάνος επιχειρεί να τους θεραπεύσει µέσα από µια τελετή εξαγνισµού και τελικά το πληρώνει µε τη ζωή του. Υπό την επήρεια ναρκωτικών, ο Μίκυ έχει έντονα οράµατα από την κακοποιητική παιδική ηλικία του και µέσα στη καταιγιστική σύγχυση και τον τρόµο που αναβιώνει, ξανά- σκοτώνει τους γονείς του στο πρόσωπο του Σαµάνου. Με αφετηρία τη συγκεκριµένη σκηνή και τον θάνατο του Σαµάνου-αποτυχηµένου-αναλυτή, θα επιχειρήσουµε να αναδείξουµε πως αυτές οι δυναµικές µπορούν να διαµορφώσουν την αναλυτική σχέση και να καθορίσουν το αναλυτικό αποτέλεσµα.
Σύµφωνα µε τη βιβλιογραφία (Welldon, 2011; Jimenez, 2004) η αντιµεταβίβαση είναι πρωταρχικής σηµασίας στη θεραπεία αυτών των ασθενών, αφού ο αναλυτής βρίσκεται στο επίκεντρο µιας διαστροφικής µεταβίβασης (Etchegoyen, 2005), κατά την οποία ο ασθενής µπορεί να τον παρασύρει σε µια «διαστροφική συµµαχία» (Welldon, op cit:47), µία ψευδαίσθηση θεραπευτικής συµµαχίας.
Στο πλαίσιο της διαστροφικής µεταβίβασης, ο στόχος του αναλυόµενου είναι ο απόλυτα σαδιστικός έλεγχος του αναλυτή και οι συνηθέστεροι τρόποι που εκδηλώνεται αυτό είναι είτε µέσω της σαγήνης (Chasseguet-Smirgel, 1988), είτε µέσω της σεξουαλικοποίησης, που µετατρέπει την επιθετικότητα και την πρόθεση να καταστραφεί το αντικείµενο σε σαδισµό και έλεγχο (Glasser, 1986) προωθώντας µια σαδοµαζοχιστική σχέση, σχετιζόµενος µε τον αναλυτή σαν να είναι µερικό αντικείµενο (Bach, 1994), και επιτιθέµενος σαδιστικά στην ικανότητα του αναλυτή να σκεφτεί, εξολοθρεύοντας τις στοχαστικές (reflective), εν-νοητικές (mentalizing) και δηµιουργικές του ικανότητες (Mann, 1997).
Η νοητική παράλυση φαίνεται να είναι η πιο σφοδρή αντιµεταβιβαστική αντίδραση αφού συνδέεται µε ένα αντιµεταβιβαστικό άγχος αφανισµού (Ruszczynski, 1997). H ικανότητα του αναλυτή για ψυχική επεξεργασία υποσκάπτεται και κατ’ επέκταση η δυνατότητα του για εµπερίεξη της επιθετικότητας και της δηµιουργικότητας. Προσπαθώντας να επιβιώσει ψυχικά, ο αναλυτής µπορεί αντιµεταβιβαστικά να καταφύγει σε διχοτοµήσεις (Ross, 2003), σε διανοητικοποιήσεις και διαστροφική χρήση των ερµηνειών (Ceccarelli, 2005) ή και συναισθηµατική αποσύνδεση, η οποία εξυπηρετεί στο να µετατραπεί ο αναλυτής σε συνεργό (Kernberg, 2004).
Εµπλεγµένοι σε µια ισχυρή διαστροφική µεταβίβαση-αντιµεταβίβαση, αναλυτής και αναλυόµενος παλεύουν για την ψυχική τους επιβίωση. Αν ο αναλυτής δεν καταφέρει να εµπεριέξει την κατά κύριο λόγο ασυνείδητη αντιµεταβίβασή του και κατά συνέπεια να διαχειριστεί την επιθετικότητα που εξαπολύεται προς το πρόσωπο του, «σκοτώνεται» ως αναλυτής και η ανάλυση καταρρέει, επιβεβαιώνοντας την παντοδυναµία του ασθενή.
Η αποτυχία των πρωταρχικών αντικειµένων του ασθενή µπορεί να γίνει τόσο αφόρητη έτσι ώστε το ενδεχόµενο να πενθήσει να καταρρίπτεται ξανά και ξανά.
Βιβλιογραφία
- Altman, N., (2008). “The psychodynamics of Torture”, Psychoanal. Dial., (18x5), 658-670)
- Bach, S (1994). The Language of Perversion and the Language of love. London Jason Aronson Inc.
- Balier C. (2002). Psychanalyse de comportements violents, P.U.F., Paris Ceccarelli, P (2005). Perversion on the other side of the couch. International Forum of Psychoanalysis, 14, 176-182
- Chasseguet-Smirgel, J (1988). Creativity and Perversion. London: Free Association Books
- Diatkine, R. (1984). Aggression et violence, Revue Francaise de psychanalyse, 4, 937—946.
- Etchegoyen, H. R (2005). The Fundamentals of Psychoanalytic Technique. London: Karnac Books
- Freud., S. (1914). “On Narcissisism: An Introduction” SE 14: 92-102 Freud, S. (1920). “Beyond the Pleasure Principle.” SE 18: 7–64 Freud, S. (1923). The Ego and the Id.
- Freud, S. (1924). “The Economic Problem of Masochism.” SE 19: 155–170 Freud, S. (1928). Dostoyevsky and Parricide. S.E. 21.
- Freud, S. (1940b). “Splitting of the Ego in the Process of Defence.” SE 23: 271– 278
- Glasser, M. (1986). Identification and its vicissitudes as observed in perversions. International Journal of Psychoanalysis, 67, 9-16
- Hickey, E. (1991). Serial Murderers and Their Victims, Brooks/ Cole, Brooks, CA. Jimenez, J. P (2004). A psychoanalytical phenomenology of perversions International Journal of Psychoanalysis, 85, 65-82
- Katz, J. (1987). “What makes crime news:?”, Media, culture and Society Kernberg, O. F. (1984). Aggression in Personality Disorders and Perversions, Yale University Press, New Haven, CT.
- Kernberg, O. F. (1992). Severe Personality Disorders, Yale University Press, New Haven, CT.
- Kernberg, O. F. (2004). Aggressivity, Narcissism & Self-destructiveness in psychotherapeutic relationship: New Developments in the Psychopathology & Psychotherapy of severe personality Disorders . London: Yale University Press
- Levine (2020). The compulsion to repeat. The International Journal of Psychoanalysis, 101(6), 1162-1171.
- Mann, D (1997). Psychotherapy, an erotic relationship London: Routledge Mednick, S. A., Gabrielli, W., & Hutchings, B. (1984), Genetic influences in criminal convictions: Evidence from an adoption cohort. Science, 22, 891-894 Meloy, J. R (1988). The Psychopathic Mind: Origins, Dynamics and Treatment, Jason Aronson, London.
- Pollock, G. H (1978), Process and affect, Int. J. Psycho-Anal. 59, 255-276 Ricoeur, P. (2006), Το κακό. Μια προσέγγιση για τη φιλοσοφία και τη θεολογία Ross, F (2003). Understanding Perversion in Clinical Practice; Structure and Strategy in the Psyche, London: Karnac
- Rosenberg, B. (1991). Masochisme mortifère, masochisme gardien de la vie. Monograph of the Revue française de psychanalyse. Paris: Presses Universitaires de France.
- Schulsinger, F. (1977). Psychopathy: Heredity and Environment. New York: Gardener
- Turco, R. (2001) Child Murder- Psychosynamics J. Am. Acad. Dyn. Psychiatr. 29, 331-338
- Welldon, E (2011). Playing with Dynamite. A Personal approach to the Psychoanalytic Understanding of Perversion, violence and criminality. London: Karnac
- Wolman, B. B (1986). The sociopathic Personality. New York: Brunel/ Mazel
Βία εναντίον των γυναικών. Η θέση των γυναικών
Παρουσιάζουν: Γιαννουλάκη Χρυσή, Μπακαλού Κωνσταντίνα, Σκουρτέλη Μαρίνα, Σχίζα Μαρία
Την τελευταία εικοσαετία παρατηρείται υπάρχει µια έντονη κινητοποίηση διαφορετικών οργανώσεων, ακτιβιστών, επιστηµόνων και διανοούµενων µε στόχο την κοινωνική ευαισθητοποίηση κατά της βίας ενάντια στις γυναίκες. Για παράδειγµα, η ιδιαιτέρως πλούσια αρθρογραφία στα ΜΜΕ ή το κίνηµα MeToo συνοδεύουν τον µεγάλο αριθµό ερευνών που πραγµατοποιούνται αφενός συνεχίζοντας τις παραδοσιακές µελέτες υπέρ της γυναικείας χειραφέτησης και αφετέρου εξαιτίας του µεγάλου ενδιαφέροντος που υπαγορεύει ο ακτιβισµός για τον περιορισµό της εν λόγω βίας. Εµπλουτίζονται έτσι µε νέους ερευνητικούς στόχους πεδία όπως η ανθρωπολογία, η κοινωνιολογία, η νοµική επιστήµη, η ψυχιατρική και η ψυχανάλυση {Gammeltoft, T. M, 2016; Petrucelli, J. (2018); Katz, W. (2015); Kolod, S. (2018); Snider, N. (2018); Jacquot, M. Thevenot, A. Chevalerias, M. P., Metz, C. (2018); Laufer, L. Ayouch, T. (2018); Stein, A. (2014)}
Ένα ζήτηµα, αινιγµατικής φύσης από πολλές απόψεις, τίθεται συχνά στο επίκεντρο της παραπάνω έρευνας: η ανοχή και η µη επαρκής αναγνώριση της βίας από τη γυναίκα-θύµα, και ιδιαίτερα στην περίπτωση της βίας από τον ερωτικό σύντροφο. Η γυναίκα-θύµα συµµερίζεται τη συχνά συναντώµενη θέση πολλών συµπολιτών της, της αστυνοµίας, αλλά παλαιότερα και της δικαιοσύνης, ότι η συµπεριφορά του ερωτικού εταίρου - συµπεριφορά υποτίµησης, κοινωνικού υποβιβασµού και αποµόνωσης, γλωσσικών ύβρεων, προσβολών και ευτελισµού, αφαίρεσης κάθε δικαιώµατος προστατευτικής αντίρρησης, ακόµη και άσκησης σωµατικής βίας - αποτελεί ένα µεµονωµένο περιστατικό που προκύπτει ως αποτέλεσµα υπέρµετρης αγάπης και αφοσίωσης. Είναι µια πρόσθετη συνέπεια της παραπάνω άποψης η χρήση του όρου "έγκληµα πάθους" που υπαινίσσεται ότι πρόκειται για κάτι το ιδιωτικό, που αφορά στις σχέσεις του ζευγαριού και που δικαιολογεί τρόπον τινά τη βία ως ερωτική έξαρση, αποκλείοντας έτσι την ευρύτερη διερεύνηση πολλαπλών αιτίων από τα οποία εξαρτάται η κοινωνική, πολιτισµική και ενδοοικογενειακή διαχρονικότητα της βίας ενάντια στις γυναίκες και, κυρίως, η διαιωνιζόµενη ανδρική “υπεροχή”. Αποδεικνύεται ωστόσο από τις έρευνες ότι ο κύκλος βίας κάθε άλλο παρά αποτελείται από µεµονωµένα περιστατικά οπότε συχνά η λέξη πάθος αλλά και η λέξη αγάπη µπορεί να συσκοτίζουν και να παρεµποδίζουν την ανάδειξη συντηρητικών αγκυλώσεων, προλήψεων και προκαταλήψεων υπέρ της παρεµπόδισης της γυναικείας χειραφέτησης και καταπίεσης της σεξουαλικότητας των γυναικών (Cooke, 2022).
Με απλά λόγια, το ερώτηµα διατυπώνεται ως εξής: γιατί οι γυναίκες συνάπτουν σχέσεις που εξαρχής είναι βίαιες µε πολλούς και διάφορους τρόπους και επιλέγουν να παραµένουν σιωπηλές για χρόνια; Για την απάντησή του, το Εργαστήριο µας θα ασχοληθεί αρχικά µε την έννοια του µαζοχισµού και της παθητικότητας- συνεπάγονται άραγε (πέραν της σεξουαλικής τους, οντογονικής σηµασίας που ενδεχοµένως εξυπηρετεί µεταξύ άλλων τη µητρότητα) την υποταγή της γυναίκας στο πλαίσιο της ετεροφυλοφιλικής σχέσης;
Όµως, η ιδιαιτερότητα της ψυχανάλυσης έγκειται στην θεµελιακή θεωρητική και κλινική της αποδοχή της διφυίας της ψυχοσεξουαλικής ανάπτυξης του άντρα και της γυναίκας - η ψυχανάλυση αναγνωρίζει στο καταρχήν αµφίφυλο ανθρώπινο ον έναν κοινό παρανοµαστή της ενορµητικής διπολικότητας. Μήπως, όπως υποστηρίζει η φροϋδική θεώρηση του ανθρώπου, ο µαζοχισµός (πρωτογενής και δευτερογενής) συνιστά µια αδήριτη προϋπόθεση της ανθρώπινης υπόστασης που παραπέµπει στον πρωτογενή ναρκισσισµό και στην αινιγµατική διάσταση της ενόρµησης του θανάτου;
Η φροϋδική θέση για το στάδιο του ναρκισσισµού υποστηρίζει ότι συναντούµε όλοι οδυνηρές δυσκολίες στο να αποχωριστούµε την ψευδαίσθηση της παντοδυναµίας και της ναρκισσιστικής αυτάρκειας που η πραγµατικότητα δεν µας επιτρέπει να διατηρήσουµε. Η θέση του Freud (1914) τονίζει τη δυσκολία της παραίτησης ακόµη και από ένα ελάχιστο ίχνος ναρκισσιστικής ισχύος προς χάριν των ρεαλιστικών αξιών. Εξίσου δύσκολη µε την αναγνώριση του γεγονότος ότι εµείς οι ίδιοι είµαστε πεπερασµένοι, είναι η αποδοχή της παροδικότητας των αντικειµενοτρόπων επενδύσεων, που µας υπόσχονταν την επούλωση του αρχαϊκού, ναρκισσιστικού τραύµατος. Πόσοι δολοφόνοι ή κακοποιητικοί σύντροφοι δεν επαναλαµβάνουν ότι τους ήταν αδύνατον να αποδεχθούν την απόφαση της συντρόφου τους να τους εγκαταλείψει γιατί προφανώς η συγχωνευτική σχέση που διατηρεί το κακό αντικείµενο υπόσχεται µέσω του αφανισµού όλων των αναγκών του υποκειµένου τη διαστροφική επαναφορά της θανατηφόρου ηρεµίας (Kohut, 1966· Γιαννουλάκη, 2020).
Αλλά µήπως η ενόρµηση του θανάτου πέραν της επαναφοράς της θανατηφόρου ηρεµίας της ανόργανης ύλης (Freud, 1920) στοχεύει στην επαναφορά στο βασίλειο του κακού, εκτός του πολιτισµού, στη ζούγκλα των άναρχων και εκτός του λόγου απολαύσεων; Η αναφορά στον Σατανά υπάρχει στην αλληλογραφία του Freud µε τον Fliess, την περίοδο που υποστήριζε ότι στη ρίζα των περιπτώσεων υστερίας βρισκόταν ένας διαστροφικός πατέρας που είχε επιβάλει σεξουαλικές πράξεις στο παιδί όταν το παιδί δεν ήταν σε θέση να κατανοήσει τι συµβαίνει. «Είµαι έτοιµος να πιστέψω ότι θα έπρεπε να θεωρούµε τις διαστροφές των οποίων το αρνητικό είναι η υστερία ως τα ίχνη µιας πρωτόγονης σεξουαλικής λατρείας που υπήρξε µάλιστα για την ανατολή µια θρησκεία (Moloch, Astarte)… Ονειρεύοµαι µια θρησκεία του διαβόλου, ακραία πρωτόγονη της οποίας οι τελετές λαµβάνουν χώρα µυστικά και κατανοώ τώρα την αυστηρή θεραπευτική που επέβαλαν οι ιερείς στις µάγισσες» (γράµµα της 24-1-1897) (Masson, 1985).
Η γυναίκα, για τον Freud, που κακοποιείται σεξουαλικά από έναν σατανικό, διαστροφικό πατέρα αποτελεί µια θέση (φαντασίωση) που κατατρύχει τον Freud από την αρχή του έργου του - δες τη θεωρία της αποπλάνησης - περνάει στην θεωρία του για την ψύχωση - δες τον Schreber - και στην αλληλογραφία του µε τον Fliess “ανιχνεύεται” και ως µια δική του (του Freud) οµοφυλόφιλη επιθυµία να είναι η γυναίκα του Σατανά -πατέρα του, επιθυµία που αναγνωρίζεται και αµέσως απωθείται (Freud, 1911; Masson, 1985; Gatheret, 1988).
Το επιπλέον ερώτηµα που θέτουµε είναι εάν το αγόρι θέλει να γίνει γυναίκα για να υποστεί παθητικά τη σεξουαλική ένωση µε τον πατέρα ή θέλει να είναι γυναίκα σε µια επιθυµία συγχώνευσης, µη διαφοροποίησης από την γυναίκα-µητέρα, επιθυµία τροµακτική για το γεγονός ότι η πραγµατοποίηση της σηµαίνει αυτόχρηµα τον φόνο του υποκειµένου, τη διάλυσή του µέσα στην αρχέγονη µονάδα του µητρικού σώµατος. Μια επιθυµία που σηµαίνει ότι ο ένας µόνο θα επιζήσει, φονική λοιπόν εξαρχής.
Σύµφωνα µε τον εθνοψυχαναλυτή Georges Devereux, οι µύθοι αναδεικνύουν το ότι το ανθρώπινο είδος δεν µπόρεσε να αποδεχτεί ποτέ απολύτως τη σεξουαλικότητά του και τη δυαδικότητα των φύλων που αυτή προϋποθέτει (Devereux, 1982). Το ιδεατό στερεότυπο που επικρατεί είναι, γράφει ο Devereux, το στερεότυπο του ενήλικου, δυνατού και υπερπροικισµένου άντρα, που οδηγεί στην αντίληψη της γυναίκας ως ενός ευνουχισµένου άντρα και του παιδιού ως ενός µικρού άντρα. Ενώ ήδη διαφαίνεται η δυνατότητα η τεχνολογία και η συνεργασία της µε την ιατρική να µπορούν να συνεισφέρουν σε αλλαγές του φύλου, ο Devereux περιέργως προβλέπει ότι η βιοτεχνολογία θα οδηγήσει στη δηµιουργία µιας ανθρωπότητας που θα αποτελείται αποκλειστικά, όχι από άντρες όπως θα το περιµέναµε µετά την προηγούµενη θέση του, αλλά από γυναίκες- ανθρωπότητα που επιπλέον θα καταρρακωθεί ως αποτέλεσµα της οµογενοποίησης του είδους (σελ. 16). Γιατί, άραγε, επιλέγει αυτή τον δρόµο η φαντασίωσή του για το µέλλον της ανθρωπότητας; Μήπως εκεί µπορούµε να δούµε µια δική του, ασυνείδητη, επιθυµία να “είναι” γυναίκα, που τον θέλγει και τον τροµάζει ταυτόχρονα µε την ένταση της έλξης που του προκαλεί;
Η περιγραφή της γυναικείας παντοδυναµίας και των φόβων που προκαλεί η σεξουαλικότητά της διεκδικεί ήδη στο έργο του Freud µια σειρά διαφοροποιήσεων και αναπάντητων αποριών (Σφίγγα, vagina dentate κοκ). Αναρωτιόµαστε πως έφθασε να υποχωρήσει η γυναικεία παντοδυναµία εντός του ιστορικού γίγνεσθαι - κυρίως, σε αυτό το εργαστήριο δεν θα απαιτηθεί µε οιονδήποτε τρόπο να απαντήσουµε στα παραπάνω ερωτήµατα αλλά να σκεφθούµε. Η άµεση απάντηση διατρέχει πάντα τον κίνδυνο ευθυγράµµισης µε τις τρέχουσες απόψεις και εγκατάλειψης του ψυχαναλυτικού ριζοσπαστισµού.
Σε αυτό το εργαστήριο θα επιχειρήσουµε να σκεφτούµε πάνω στα παραπάνω ερωτήµατα εκκινώντας από τη λογοτεχνία και φθάνοντας σε ψυχαναλυτικό, κλινικό υλικό. Επιλέγουµε τον Άνθρωπο Χωρίς ιδιότητες (Muzil, 1930), το κορυφαίο µυθιστόρηµα του 20ου αιώνα, όπου ένα κεντρικό πρόσωπο, ο δολοφόνος έφευγε από τον τόπο εργασίας του όταν άρχιζε να νιώθει ότι γίνεται στόχος αρνητικών σχολίων των άλλων εργατών οπότε και λάµβανε χώρα η κατάρρευση της ναρκισσιστικής του ισορροπίας. Σε µια τέτοια ευαίσθητη στιγµή, η επιθυµία προσκόλλησης σε αυτόν µιας νεαρής πόρνης υπήρξε η αφορµή του φόνου της. Η ψυχοσύνθεση του δολοφόνου απασχολεί τον συγγραφέα σε όλο το έργο του, η ψυχοσύνθεση της δολοφονηµένης όχι. Σε αυτό το εργαστήριο θα επιχειρήσουµε να µιλήσουµε από την πλευρά της γυναίκας αυτής. Τι ήταν αυτό που γίνεται η αφορµή του φόνου; Τι κάνει τη νεαρή γυναίκα να µην αντιλαµβάνεται τον κίνδυνο που την πλησιάζει; 2
Στο εργαστήριο, θα θέσουµε επίσης το ερώτηµα της δικής µας αντιµεταβίβασης. Έχει παρατηρηθεί ότι στην ψυχοδυναµική προσέγγιση γυναικών, θυµάτων βίας, αποτελεί ένα συχνό φαινόµενο ο θεραπευτής (θεραπεύτρια) να νιώθει έκπληξη, θυµό και αίσθηµα προδοσίας όταν η γυναίκα αποφασίζει να επιστρέψει στο βίαιο σύζυγο, παραιτούµενη από το όποιο όφελος και βοήθεια επιχειρεί να της προσφέρει. Πως µπορεί να γίνει κατανοητή αυτή η αντιµεταβιβαστική αντίδραση; Μήπως αποζητούµε την αποκήρυξη του κακού, όπως οι ιερείς στους οποίους αναφέρεται ο Freud, εξαιτίας της ανυπόφορης και πυρηνικής ύπαρξης του κακού εντός του ψυχισµού όλων µας;
Θα συνεχίσουµε µε κλινικό υλικό.
2Η συγγραφέας Jacqueline Rose, επιχειρεί κάτι παρόµοιο αναφερόµενη, για παράδειγµα, σε έργα συγγραφέων από περιοχές του κόσµου, όπου η βία ενάντια στις γυναίκες κυριαρχεί, - όπως τη Νότια Αφρική-, και υπογραµµίζει πως σε κάθε περίπτωση αποτελεί κεντρικό ζήτηµα των βιβλίων η ανάγκη αναγνώρισης βαθύτερων επιθυµιών εντός του κάθε ήρωα που υπήρξε θύµα βίας (Rose, 2021).
Βιβλιογραφία
- Cooke, J. (2022). Call this violence what it is. Opinion. Guest essay. 28/12/2022. New York Times.
- Γιαννουλάκη, Χ. (2020). Heinz Kohut. Ναρκισσισµός και Ψυχανάλυση. Αθήνα, εκδ. Ίνδικτος.
- Devereux, G. (1982). Γυναίκα και Μύθος. Στην ελληνική γλώσσα. (2005).Μτφ. Φιλιππακοπούλου Μαρία. Αθήνα: Εκδ. Σχολή Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου.
- De Vincenzo, M. and Troisi, G. (2018). Jusqu' a ce que la mort nous separe. Silence and alienation dans lew violences conjugales. Topique: La psychanalyse aujourd' hui, 143(2), 111-124.
- Freud, S. (1911). The Case of Schreber. S.E. 12: 3-85.
- Freud, S. (1914). On Narcissim. An introduction. S.E. 14: 67-102. Freud, S. (1920). Beyond the pleasure principle. S.E. 18: 1-64.
- Gammeltoft, T. M. (2016). Silence as a response to everyday violence: Understanding domination and distress through thw lens of fantasy. Ethos, 44(4), 427-447.
- Gatheret, F. (1988). Habemus papam! Suivi de quelques fragmants caviardes de Freud a Fliess. In Le Mal. Nouvelle Revue de psychanalyse. No 38.
- Jacquot, M., Thevenot, A., Chevalerias, M.P., and Metz, C. (2018). Violences conjugales: l' enigme du lien aux racines de l' infantile. Topique: La psychanalyse aujourd' hui, 143(2), 99-110.
- Katz, W. (2015). Review of Cupid's knife: Women's anger and agency in violent relationships. The International Journal of Psychoanalysis, 96(60 , 1695-1698.
- Kohut, H. (1966). Μορφές και Μεταµορφώσεις του Ναρκισσισµού. Journal of the American Psychoanalytic Association 14, 243-272.
- Kolod, S. (2018). You say seduction and I say coercion: The gray areas of consent. Contemporaray Psychoanalysis, 54(4), 651-664.
- Laufer, L. and Ayouch, T. (2018). Violences conjugales, famille, vulnerabilite (Domestic abuse, family, vulnerability). A psychoanalytical approach. Topique: La psychanalyse aujourd' hui, 143(2), 151-167.
- Masson, J. (1985). The complete letters of Sigmund Freud to Wilhelm Fliess. Cambridge, Mass./London, Belknap Press of Harvard University Press.
- Muzil, R. (1930). Ο άνθρωπος χωρίς ιδιότητες. Στην ελληνική γλώσσα. (2004). Μτφ: Σιετή Τούλα. Αθήνα: Εκδ. Οδυσσέας.
- Petrucelli, J. (2018). Introduction: can we live and work securely in our bodies? It is time to talk. Contemporaray Psychoanalysis, 54(4), 621-633.
- Rose, J. (2021). On Violence and on violence against women. London: Faber and Faber.
- Snider, N. (2018). "Why didn't she walk away?" Silence, complicity, and the subtle force of toxic feminity. Contemporary Psychoanalysis, 54(4), 763-777.
- Stein, A. (2014). Cupid's knife: Women's anger and agency in violent relationships. Part of: Psychonalysis in an new key book. New York and London: Routledge.
Η φροϋδική αντίληψη για το κακό και οι συνέπειες στη σύγχρονη φιλοσοφία
Παρουσιάζουν: Παναγιώτης Σ. Παπαδόπουλος, Τζαβάρος Νίκος, Μπιτσιώρης Βαγγέλης
Συντονισµός: Ιωάννης Βαρτζόπουλος
Από τα πρώιµα έργα του Freud υπάρχουν ψήγµατα µίας θεωρίας για το κακό, ένδειξη της πρόθεσης του ιδρυτή της ψυχανάλυσης η θεωρία του να µην αποτελέσει µόνο µία ριζοσπαστική κλινική πρόταση ή µόνο µία σύλληψη για την ψυχική ζωή του ανθρώπου, αλλά κι ένας στοχασµός πάνω σε θέµατα που άπτονται της ηθικής όπως για παράδειγµα στα ζητήµατα περί του καλού και του κακού.
Στις Τρεις µελέτες (1905), o Freud παρατηρεί ότι η κατά κανόνα πολύµορφη διαστροφική σεξουαλικότητα της παιδικής ηλικίας µεταµορφώνεται µέσω ενός αντιδραστικού σχηµατισµού (Reaktionbildung), µίας άµυνας που γίνεται η αιτία «που προκαλεί τις περισσότερες αρετές µας». Υπάρχει σε αυτό το κείµενο η αισιόδοξη εκτίµηση ότι η νίκη του πολιτισµού θα είναι απόλυτη, όσον αφορά την παιδική επιθετικότητα. Το παράδειγµα που δίνεται προέρχεται από τη λογοτεχνία: Στο µυθιστόρηµα του Zola Η χαρά της ζωής (Zola, 1884) περιγράφονται η άπλετη δοτικότητα και τρυφερότητα µίας νέας γυναίκας, ως αποτέλεσµα αντιδραστικού σχηµατισµού της επιθετικότητάς της, όταν αυτή η τρυφερότητα δινόταν σε άλλους.
Μέσω του αντιδραστικού σχηµατισµού πραγµατοποιείται κάτι ριζικό που είναι η αλλαγή της προσωπικότητας. Η αντιεπένδυση έχει µία µονιµότητα. Το χαρακτηριστικό της είναι η διατήρηση του αντιθέτου της στο ασυνείδητο ή, στην περίπτωσή µας, στην επιθετική ενόρµηση. Ο αντιδραστικός σχηµατισµός προσδιορίζεται από τον µόνιµο χαρακτήρα του, που συγκαλύπτει την αντίθεση προς την ενόρµηση για την οποία δηµιουργήθηκε.
Στον Πόλεµο και Θάνατο (1915), διατυπώνεται η βεβαιότητα ότι οι άνθρωποι που γεννιούνται σήµερα έχουν «µια ορισµένη προδιάθεση» να µεταβάλλουν τις εγωιστικές τους τάσεις σε κοινωνικές. «Η εµπειρία µάς δείχνει ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον γεγονός: η ύπαρξη, κατά την παιδική ηλικία, έντονα κακών τάσεων, τις περισσότερες φορές αποτελεί προϋπόθεση ενός προσανατολισµού προς το καλό, όταν το άτοµο φθάσει στην περίοδο της εφηβικής ηλικίας» (Freud, 1915).Τα παιδιά που παλαιότερα χαρακτηρίζονταν από ακραίες εγωιστικές τάσεις µπορούν να καταστούν «οι πιο υπάκουοι πολίτες, ικανοί για µεγάλες θυσίες. Η πλειοψηφία των ιεραποστόλων, των φιλάνθρωπων και των ζωόφιλων, κατά την παιδική τους ηλικία, είχαν επιδείξει σαδιστικές τάσεις και είχαν διακριθεί για την αγριότητα προς τα ζώα». Ο αντιδραστικός σχηµατισµός, στον πρώιµο Freud, µεταµορφώνει την πρωτόγονη φύση σε καλοπροαίρετο υποκείµενο.
Η αντίληψη για την καλότητα της ανθρώπινης φύσεως αλλάζει άρδην στο ύστερο έργο του. «Γιατί χρειαστήκαµε τόσο χρόνο µέχρι να αποφασίσουµε να αποδεχτούµε την ύπαρξη της επιθετικής ενόρµησης»; Το ερώτηµα που ο Freud θέτει στον εαυτό του είναι κατά βάση αυτοκριτικό. Αναρωτιέται τι ήταν αυτό που τον εµπόδισε να προχωρήσει πιο πέρα, να δει κάτι για το οποίο όλα τα σηµάδια που συναντούσε καθηµερινά τον οδηγούσαν στην ύπαρξή του. «Ο άνθρωπος τείνει να ικανοποιήσει την ανάγκη της επιθετικότητάς του σε βάρος του πλησίον του, να εκµεταλλεύεται την εργασία του χωρίς προσχήµατα, να τον χρησιµοποιεί σεξουαλικά χωρίς τη συγκατάθεσή του, να ιδιοποιείται τα αγαθά του, να τον ταπεινώνει, να του επιβάλλει πόνο, να τον υποβάλλει σε µαρτύρια, να τον σκοτώνει» (Freud, 1930). Μία θεώρηση της επιθετικότητας τη συναντούµε στα κείµενα της µεταψυχολογίας. Εφεξής αναγορεύεται σε ένα σηµαντικό ζήτηµα. Υιοθετείται η χοµπσιανή προσέγγιση δηµιουργώντας µία τοµή από την πρώτη θεωρία των ενορµήσεων. Στο εναρκτήριο ερώτηµα δίνει την απάντησή του: «Δεν θα συναντούσαµε αντίδραση εάν αποδίδαµε µία επιθετική ενόρµηση στα ζώα. Αλλά το να την αποδεχτούµε στην ανθρώπινη φύση µοιάζει µε ιεροσυλία… Όχι, πρέπει η ανθρώπινη ύπαρξη να είναι, εξορισµού, καλή ή τουλάχιστον να είναι εκ φύσεως καλή». Εάν παρουσιάζεται περιστασιακά βίαιη ή σκληρή, είναι εξαιτίας των περιστασιακών αλλαγών της συναισθηµατικής ζωής που προκαλούνται πολύ συχνά, πιθανά µοναδικά, από τους ακατάλληλους τρόπους της κοινωνικής οργάνωσης... Μία προκατάληψη εµπόδιζε µέχρι τώρα να αναφερθούµε σε αυτήν την ενόρµηση. Προκατάληψη θεολογικής ή κοινωνικής φύσεως. Η πεποίθηση για την καλοσύνη της ανθρώπινης φύσης δεν παύει να είναι µία «ευτελής ψευδαίσθηση». Το µόνο που προσφέρει είναι έναν εξωραϊσµό και µία ανακούφιση στη ζωή των ανθρώπων. Δεν αρέσει να µας υπενθυµίζουν την αναµφισβήτητη ύπαρξη ενός κακού που φαίνεται να έρχεται σε αντίθεση µε την κυρίαρχη καλοσύνη του Θεού.
Στο Γιατί ο πόλεµος; (1933), ο Freud περιγράφει µε σαφήνεια το δυϊσµό των ενορµητικών δυνάµεων. Από τη µία, η ενόρµηση του Έρωτα –µε την πλατωνική έννοια του Συµποσίου– και από την άλλη, οι ενορµήσεις της επιθετικότητας και της καταστροφής. Προειδοποιεί τον συνοµιλητή του ότι µπροστά σε αυτόν τον διαχωρισµό «δεν θα προχωρήσω πολύ γρήγορα στην αξιολόγηση του καλού και του κακού» (Freud, 1933). Σαν να υπάρχει κάποιος δισταγµός, ακόµα περισσότερο, µία άρνηση να αξιολογήσει τις σφετεριστικές δυνάµεις της καταστροφικότητας.
Με ποιο τρόπο θα προσεγγιστούν αυτές οι δυνάµεις; Πίσω από το δισταγµό του Freud, λανθάνει η αντίληψη περί της διαρκούς µείξεως και αποµείξεως των ενορµήσεων. Οι µεν προχωρούν µαζί µε τις δε. Οι δυνάµεις αυτές µπορεί να είναι ανταγωνιστικές, παρά ταύτα συνεργάζονται. Η µία χρειάζεται την άλλη, σαν η κίνηση του Λόγου να προχωρά πάντα µαζί µε αυτό που του είναι βαθύτατα ξένο, το άλλο του Λόγου που µπορεί να ονοµαστεί επιθετικότητα ή βία. Σε αυτήν την επιφύλαξη υπονοείται και κάτι άλλο: η αντίληψη µιας πανουργίας του Λόγου. Όχι µόνο το καλό και το κακό πορεύονται µαζί, αλλά είναι οι γκρίζες δυνάµεις που θα οδηγήσουν στις δυνάµεις του Λόγου. Στην απάντηση που δίνει στον Einstein, ο Freud σηµειώνει ότι ο πόλεµος δεν θα ήταν ένα ανάρµοστο µέσο για την εγκαθίδρυση της αιώνιας ειρήνης (Freud, 1933). Με παρόµοιο τρόπο στον Πολιτισµό πηγή δυστυχίας (1930) αναρωτιέται µε ρητορικό τρόπο: Επιθυµεί ο άνθρωπος την ευτυχία; Η απάντηση που δίνεται είναι, χωρίς περιστροφές, αρνητική, θυµίζοντας τον εγελιανισµό που τον διακατέχει. «Είµαστε έτσι φτιαγµένοι ώστε µόνο η αντίθεση είναι ικανή να µας προσπορίσει µια έντονη ικανοποίηση» (Freud, 1915).
Υπάρχει µία διστακτικότητα µπροστά στην κάθετη διάκριση των δυνάµεων. Αρχικά, όµως, υπάρχει ένα µείζον ζήτηµα στον προσδιορισµό τους: δεν γίνεται να διακριθούν. Θα ήταν εύκολα τα πράγµατα εάν µπορούσαµε να τις διακρίνουµε, να τις διαχωρίσουµε και τελικά να τις ελέγξουµε. Όµως όχι. Οι δυνάµεις δεν είναι καθαρές και διακριτές. Στη φροϋδική µυθολογία, σε αναλογία µε τον Nietzsche, ο Χριστός και ο Αντίχριστος συµπορεύονται. Οι αναλογίες των ενορµήσεων που τίθενται ως ένας προγραµµατικός στόχος υποδηλώνει ακριβώς το γεγονός, ότι δεν υφίστανται διακριτές δυνάµεις. Κι ο Nietzsche θα αναφερθεί σε αντίστοιχες δυνάµεις που δεν είναι διακριτές, ακόµα κι αν οι ανώτερες παραµένουν κρυµµένες ή ασυνείδητες. Στη Βούληση για δύναµη θα τονίσει την απελευθέρωση από το φόβο του Λόγου ως το χαρακτηριστικό του αιώνα του. «Τολµάµε να είµαστε παράλογοι, παιδιά, λυρικοί, µε µια λέξη είµαστε µουσικοί» (Nietzsche, 1968). Ο διάβολος ανακαλύπτει ότι η ανεκτικότητα του Θεού βρίσκεται στη δική του εύνοια.
Οι δυνάµεις δεν διακρίνονται, αυτό είναι το µάθηµα του 19ου αιώνα. «Δεν διακρίνουµε πλέον αυτό που είναι υψηλό από αυτό που είναι τροµερό. Συνδέουµε τα καλά πράγµατα, µέσα στην περιπλεξιµότητά τους, µε τα κακά. Έχουµε υπερβεί τις παράλογες επιθυµίες µας του παρελθόντος (που ήθελαν την αύξηση του καλού χωρίς την αύξηση του κακού). Έχουµε δώσει το δικαίωµα σε όλες αυτές να µας κλητεύουν» (Nietzsche, 1968).
Στο Περατή και µη περατή ανάλυση (1937), ο Freud µας υπενθυµίζει ότι «µόνο η συνεργεία ή η αντενέργεια αµφοτέρων των πρωταρχικών ενορµήσεων, του έρωτα και της ενόρµησης του θανάτου, εξηγεί τον πλούτο των φαινοµένων της ζωής, ουδέποτε από µόνη της η µία εξ αυτών». Οι δυνάµεις αυτές µπορεί να είναι ανταγωνιστικές, αλλά συνεργάζονται, η µία χρειάζεται την άλλη. Στον Πολιτισµό πηγή δυστυχίας (1930) υπερασπίζεται µία ιδέα του ανταγωνισµού: «Αλλά θα ήταν άδικο να αποδώσουµε στον πολιτισµό την πρόθεση να καταργήσει από την ανθρώπινη δραστηριότητα τη διαµάχη (Streit) και τον ανταγωνισµό (Wettkampf). Είναι ο ανταγωνισµός (Gegnerschaft) εχθρότητα (Feindschaft); Όχι αναγκαία. Απλά πρόκειται για το δόλο της πρώτης να δηµιουργεί αφορµές που να δικαιολογούν τη δεύτερη» (Freud,1930).
Όπως θα επισηµάνει ο Derrida στο Carte postale: (Derrida, 1980) η ενόρµηση του θανάτου, προφανώς αποτελεί το άλλο του Λόγου, αλλά τοποθετείται στο πλαίσιο µίας συνεργασίας, εναλλαγής ή άλλες φορές σύγκρουσης. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει, χρησιµοποιώντας ένα νεολογισµό, οι δύο ενορµήσεις
«είναι δορυφόροι του η-ζωή-ο θάνατος, του µυστικού συµβολαίου που συνδέει τη µία µε τον άλλο». Καλεί τον αναγνώστη, όπως άλλωστε κάνει κι ο Freud, να αποκηρύξει τις αυταπάτες του. Η ενόρµηση του θανάτου ή συνώνυµά της όπως η ενόρµηση επίθεσης, µίσους ή ωµότητας δεν πρόκειται να ξεριζωθούν. Ο «Freud φρονεί, όπως ο Nietzsche στη Γενεαλογία της ηθικής, ότι η ωµότητα στερείται αντιθέτου, ότι είναι συνδεδεµένη µε την ουσία της ζωής και µε τη βούληση για δύναµη» (Derrida, 2008). H θέση του Derrida για την ενόρµηση του θανάτου είναι ότι στερείται αντιθέτου, δεν µπορεί να είναι αναγώγιµη, γεγονός που σηµαίνει ότι το αντίθετό της χρειάζεται να συµβιβαστεί µόνο µε αυτήν την ωµότητα. «Θέλω να πω το εξής: υπάρχουν µόνο διαφορές ωµότητας, διαφορές τροπικότητας, ποιότητας, έντασης, δραστικότητας µέσα στην ίδια την ωµότητα» (Derrida, 2008).
Eαν υπάρχουν µόνο διαφορές έντασης, τότε τι µπορεί να προταθεί; Ο φιλόσοφος µας προτείνει, διευρύνοντας την οπτική του Freud, έναν πλάγιο στοχασµό, µία πλαγιοκατεύθυνση που να κινητοποιεί την ανταγωνιστική δύναµη του Έρωτα, τον έρωτα και την αγάπη για τη ζωή εναντίον της ενόρµησης του θανάτου. Βέβαια, ο φιλόσοφος ή ο ψυχαναλυτής ούτε αξιολογούν, ούτε απαξιώνουν ή στιγµατίζουν την ενόρµηση του θανάτου από την πλευρά της ηθικής. Δεν υπάρχει ζωή χωρίς συνεργεία ή ανταγωνισµό µεταξύ του ενορµητικού ζεύγους. Όµως ένας πλάγιος στοχασµός έρχεται να ισορροπήσει, για κάποιο χρόνο, τις δυνάµεις αυτές, µειώνοντας κάπως την επικράτηση των σφετεριστικών δυνάµεων της καταστροφής.
Η φροϋδική αντίληψη για το κακό ενέχει έναν υπερβολικό χαρακτήρα: Η κίνηση του Λόγου να προχωρά πάντα µαζί µε αυτό που του είναι βαθύτατα αλλότριο. Τότε τα πράγµατα λειτουργούν απορητικά. Εάν το καλό και το κακό προχωρούν µαζί, τι είναι πλέον κανονιστικό; Μετά την ψυχανάλυση, πώς µπορούµε να µιλήσουµε για το καλό και το κακό; Μετά τον Freud µε ποιο τρόπο θα συγκροτηθεί ό,τι η φιλοσοφία ονοµάζει ηθική; Η σύγχρονη φιλοσοφική σκέψη ως ευαίσθητος δείκτης που καταγράφει τις αλλαγές του πνεύµατος στέκεται στην καινοφανή φροϋδική άποψη. Από τη σχολή της Φρανκφούρτης µέχρι τον Derrida γίνεται προφανές ένα σκανδαλώδες γεγονός: η συνεργεία των δυνάµεων θέτει υπό αµφισβήτηση τον επιστηµολογικό δυισµό που αποτέλεσε, κατά κύριο λόγο, το θεµέλιο της ηθικής και της αντίστοιχης πραγµατολογίας.
Παναγιώτης Σ. Παπαδόπουλος
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Cabestan, P. (2007). « Spectres de Freud : Derrida et la psychanalyse », Revue de métaphysique et de morale 2007/1 (n° 53), σελίδες. 61-71.
- Derrida, J. (1980). La Carte postale. De Socrate a Freud et au-dela. Aubier- Flammarion,1980.
- Derrida, J. (2000). Ψυχικές καταστάσεις της ψυχανάλυσης. Μετάφραση: Βαγγέλης Μπιτσώρης. Εκδόσεις Πατάκη, 2008.
- Derrida, J. (2020). Life Death. Edited by Pascale-Anne Brault and Peggy Kamuf. Translated by Pascale-Anne Brault and Michael Naas. University of Chicago Press.
- Freud, S. (1905). Three essays on the theory of sexuality. The Standard Edition of the Complete Psychological Works of Sigmund Freud,7.
- Freud, S. (1915). Thoughts For The Times On War And Death. The Standard Edition of the Complete Psychological Works of Sigmund Freud 14.
- Freud, S. (1930). Civilization and its Discontents. The Standard Edition of the Complete Psychological Works of Sigmund Freud 21.
- Freud, S. (1933). Why War?. The Standard Edition of the Complete Psychological Works of Sigmund Freud 22.
- Freud, S. (1937). Analysis Terminable and Interminable. The Standard Edition of the Complete Psychological Works of Sigmund Freud 23:209-254.
- (2004). La pulsion de mort entre psychanalyse et philosophie, συλλογικό. Sous la direction de Michel Plon et Henri Rey-Flaud.
- Nietzsche, F. (1901). The Will to Power with Facsimilies of the Original Manuscript. Μετάφραση: Walter Kaufmann & R. J. Hollingdale. Vintage Books, 1968.
- Παπαδόπουλος, Π. (2019). Εξαγγελίες κυριαρχίας στον Φρόιντ, εκδόσεις Principia
- Zola, E. (1884). La joie de vivre. G. Charpentier & Cie,, Paris 1884.