Περιλήψεις Ομιλιών 16ου Συνεδρίου ΕΨΕ
Συντάχθηκε από Nikos Asprokoutelakis στις . Καταχωρήθηκε στο Uncategorised
'From I and You to Us and Them' : Distinguishing Sadism from Evil' - Donald Moss (Σάββατο 25/11/2023)
I treat evil as the enactment of a wish for absolute, limitless, destructive power—organized around the logic of extermination. Unless we are its direct perpetrators or its direct victims, evil comes to us in the form of representations—words, images, books, stories, reports. I will focus on the demands made upon us when we experience these representations—what they ask of us, what we feel compelled to do, how we process them. I will focus on my work with the son of Holocaust survivors and on my visit to the Institute for Peace and Justice—a memorial to the lynching of approximately 4500 Black people in the United States.
'Με τα πόδια πάνω και το κεφάλι κάτω' : η διαστροφική μεταβίβαση ως έκφραση του Κακού στην ψυχαναλυτική κλινική - Ανδρέας Γκορίνης (Σάββατο 25/11/2023)
‘ Χτύπα, χτύπα…΄Όποιος στέκει εµπρός σου, χτύπα τον, κι ας µη σε πείραξε. Κι αν τύχει και σε πείραξε, χτύπα τον διπλά!...’
‘ Ήταν έτσι ώρες, όπως αυτή τώρα, που οι ανθρώποι τού φαίνονταν υπάρξεις πέρα ως πέρα ξένες, πιο µακρινές κι από τα ζώα. Ένα είδος φυτά, που δεν αναγράφονταν ακόµα σε καµιά βοτανική και που η ζωή τους για το Μανουήλ δεν είχε περισσότερο ενδιαφέρον από το στάχυ που το κόβεις, το βάζεις µηχανικά στο στόµα σου και το µασουλάς πασατέµπο’
Στα παραπάνω αποσπάσµατα από το µυθιστόρηµα του Θράσου Καστανάκη « Ο Χατζηµανουήλ» µπορούµε να εντοπίσουµε κάποια από τα χαρακτηριστικά της έννοιας του Κακού : την αδιαµεσολάβητη καταστροφικότητα, την έλλειψη έγνοιας, ενσυναίσθησης, και ενοχής. Το θύµα στερείται της ανθρώπινης ιδιότητας, µετατρέπεται σε πράγµα και έτσι αντιµετωπίζεται. Το Κακό δεν είναι απλά το αντίθετο του Καλού. Μάλλον, επιχειρεί να διαψεύσει την ύπαρξη του Καλού!
Το Κακό είναι ίδιον της ανθρώπινης κατάστασης, είναι οικουµενικό και διαχρονικό, αφορά το άτοµο και τους κοινωνικούς θεσµούς. Προκαλεί αποστροφή αλλά και µια ανεξήγητη αµηχανία ή ακόµη, συχνά, και έλξη!
Η µελέτη της έννοιας του Κακού δεν αποτελεί αποκλειστικό προνόµιο της Ψυχαναλυτικής θεωρίας. Οι ψυχαναλυτές µελετούν το Κακό προκειµένου να φωτίσουν τα µυστήρια της εντυπωσιακής ανθεκτικότητας στη θεραπεία ορισµένων ψυχικών διαταραχών , αλλά και να αποδώσουν νόηµα σε εκφάνσεις του Κακού που αφορούν την κοινωνία. Κορυφαίο παράδειγµα αποτελεί η περίπτωση του Ολοκαυτώµατος.
Ο Φρόιντ δεν ασχολήθηκε παρά µόνο έµµεσα µε την έννοια του Κακού και κυρίως µέσα από την αµφιλεγόµενη έννοια της Ενόρµησης Θανάτου: µιας µυστηριώδους, δαιµονικής δύναµης η οποία στοχεύει στην αυτοκαταστροφή και στην επαναφορά του έµβιου όντος στην αρχική ανόργανη κατάσταση. Ένα µέρος αυτής της δύναµης δεσµεύεται από τη λίµπιντο, ενώ ένα άλλο µέρος στρέφεται προς τον εξωτερικό κόσµο µε τη µορφή της ενόρµησης καταστροφής ή κατακυρίευσης που αποσκοπεί στην καταστροφή του αντικειµένου. (Freud, 1920). Αν για το Φρόιντ η δράση της ενόρµησης θανάτου στο εσωτερικό του ψυχισµού είναι σιωπηλή , για την Klein είναι θορυβώδης και δρα τόσο εσωτερικά όσο και εξωτερικά. Συνεπώς , µια πιθανή απάντηση για την αναγκαιότητα του Κακού είναι η προστασία του υποκειµένου από την εσωτερική αποσύνθεση µέσω της προβολής των απειλητικών ψυχικών περιεχοµένων προς τα έξω. Ο ‘ εχθρός’ βρίσκεται έξω και αποτελεί στόχο επίθεσης µε σκοπό την καταστροφή και την εκδίκηση για όσα δεινά επιφύλαξε στο υποκείµενο. Στο µηχανισµό αυτό µπορούµε να εντοπίσουµε την αιτία φαινοµένων όπως η εκχώρηση ανυπόφορων τµηµάτων του εαυτού στο αντικείµενο µέσω µαζικών προβλητικών ταυτίσεων, αλλά και να ερµηνεύσουµε φαινόµενα όπως η ρατσισµός και η κάθε είδους προκατάληψη.
Για τον A.Green ( Green,1988) , η παραπάνω εξήγηση είναι εύλογη αλλά όχι πλήρης. Ο Green προτείνει µια τροποποιηµένη ανάγνωση της τελευταίας ενορµητικής θεωρίας του Φρόιντ: η Ενόρµηση Ζωής είναι συµβατή µε τη διαρκή εναλλαγή συνδέσεων και αποσυνδέσεων, ενώ η Ενόρµηση Θανάτου
-ισοδύναµη, πλέον, µε το Κακό- είναι συµβατή µε µια ολοκληρωτική αποσύνδεση και συνεπώς µε την πλήρη καταστροφή κάθε νοήµατος. Εδώ, η σκέψη του Green συναντά την κοινοτοπία του Κακού, έννοια που εισήγαγε η Hannah Arendt (Άρεντ, 1995). Αυτή η πλήρης αποσύνδεση της σκέψης και της πράξης από το νόηµά τους και η µετατροπή του υποκειµένου σε µαριονέτα δεν αφορά µόνο τους δήµιους αλλά και τα θύµατα. Ο Green ισχυρίζεται ότι οι επιζώντες του Ολοκαυτώµατος δεν µπόρεσαν να καταλάβουν τι ακριβώς τους συνέβη και αυτό τους καθιστά ευάλωτους στη διάπραξη του Κακού και συνεπώς στη διαιώνισή του.
Τόσο η έννοια του Κακού όσο και αυτή της Διαστροφής αφορούν την ανθρώπινη κατάσταση και είναι οικουµενικές και διαχρονικές. Ωστόσο οι έννοιες αυτές δεν ταυτίζονται. Η χρήση του φετίχ µπορεί να οδηγήσει στη διέγερση και στην ολοκλήρωση της σεξουαλικής πράξης, αλλά µπορεί να οδηγήσει και σε µια σεξουαλική πρακτική όπου το αντικείµενο της ικανοποίησης έχει αντικατασταθεί από ένα άψυχο πράγµα.
Ο Φρόιντ στα ‘ Τρία Δοκίµια για τη Σεξουαλικότητα’(Freud,1905) , µίλησε για την πολύµορφη, αυτοερωτική, διαστροφική, παιδική σεξουαλικότητα , η καθήλωση στην οποία αποτελεί την αιτία των διαστροφών στον ενήλικο. Η σύνδεση της διαστροφής µε το άγχος του ευνουχισµού δεν θα εγκαταλείψει ποτέ τη σκέψη του (Freud 1919,1927,1939). Ωστόσο, σε µεταγενέστερα κείµενά του θα συνδέσει τις διαστροφές και ιδιαίτερα το φετιχισµό µε την προσπάθεια διάψευσης του ευνουχισµού, όπως και κάθε επώδυνης συναισθηµατικής πραγµατικότητας , µέσω της χρήσης αρχαϊκών µηχανισµών άµυνας όπως η διχοτόµηση και η διάψευση (Freud, 1927,1938).
Σήµερα, η έννοια της σεξουαλικής διαστροφής τείνει να χάσει τον παθολογικό χαρακτήρα της. Η οµοφυλοφιλία δεν θεωρείται διαστροφή, ενώ άλλες ‘διαστροφικές’ συµπεριφορές µεταξύ συναινούντων ενηλίκων που περιλαµβάνουν υιοθέτηση συµπληρωµατικών ρόλων π.χ. σαδοµαζοχιστικές πρακτικές, θεωρούνται αποδεκτές.
Οι σύγχρονες θεωρίες της διαστροφής επεκτείνονται για να συµπεριλάβουν σχέσεις και συµπεριφορές µε διαστροφική ποιότητα χωρίς αυτές να συνοδεύονται , απαραίτητα, από έκδηλη σεξουαλική διαστροφική συµπεριφορά.(Stein,2005).Στην ουσία η έµφαση δεν δίνεται πλέον στη διαστροφική σεξουαλική συµπεριφορά, αλλά στον διαστροφικό τρόπο σχετίζεσθαι µε το αντικείµενο.
Η διαστροφή συναντά την έννοια του Κακού εκεί που το διαστροφικό υποκείµενο επιδίδεται σε µια προσπάθεια κυριάρχησης και καταστροφής του αντικειµένου, η ετερότητα του οποίου απειλεί το πρώτο. Με όχηµα τη σεξουαλικότητα, το αντικείµενο µετατρέπεται σε πράγµα.( Stoller, 1975)
H ενεργοποίηση του διαστροφικού σχετίζεσθαι γίνεται κατά τη διάρκεια της ανάλυσης µέσω της εγκατάστασης της διαστροφικής µεταβίβασης (Εtchegoyen 1978, Meltzer,1968). O αναλυόµενος-η προσπαθεί να δηµιουργήσει µια ατέρµονη ανάλυση και ενώ η ζωή του- της έξω από την ανάλυση δείχνει να βελτιώνεται, εντός της ανάλυσης προσπαθεί να καταστρέψει τη διαδικασία χλευάζοντας την ανάλυση και δηµιουργώντας ένα κλίµα αντιδραστικότητας και εξέγερσης κατά του αναλυτή. Η συνολική εικόνα της µεταβίβασης χαρακτηρίζεται από τη διέγερση και την πρόκληση που θυµίζουν µια κυριολεκτική σεξουαλική σκηνή( σεξουαλικοποίηση της µεταβίβασης). Ο αναλυτής αισθάνεται διαρκώς υπό πίεση, σε σύγχυση, ή ωθείται σε διαδραµατίσεις όπως λ.χ. να ανταποδώσει την επίθεση µε άκαιρες, διανοητικοποιηµένες ή επικριτικές ερµηνείες. Εναλλακτικά, παραµένει παθητικός θεατής του διαστροφικού σεναρίου του ασθενούς. Ο Ogden (Ogden,1997) γράφει ότι η ανάλυση της διαστροφικής µεταβίβασης περνά αναπόφευκτα από την εγκατάσταση µιας διαστροφικής αντιµεταβίβασης. Ο αναλυτής συµµετέχει σε µια ασυνείδητη διαστροφική συµφωνία (perverse pact) σιωπής και συνενοχής (Stein, 2005) µε τον ασθενή, η αναγνώριση και η ερµηνεία της οποίας µπορεί να συµβάλλει στην επιτυχή έκβαση της ανάλυσης.
Σκοπός της παρουσίασης του κλινικού υλικού είναι η ανάδειξη των ψυχικών κινήσεων αναλυτή-αναλυόµενης, εντός του πλαισίου της µεταβίβασης- αντιµεταβίβασης, που χρωµατίζονται έντονα από τη διαστροφική ποιότητα.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Chasseguet-Smirgel, J. (1984) Creativity and Perversion, Free Association Books.
- Etchegoyen, R.H. (1978) Some thoughts on Transference Perversion. Int.J. Psychoanal., (59): 45-53
- Freud, S. (1905) Three Essays on the Theory of Sexuality, S.E.7 Freud, S. (1915) Instincts and their vicissitudes, S.E.14
- Freud,S. (1920) Beyond the Pleasure Principle, S.E.18 Freud, S. (1927) Fetishism. S.E. 27
- Freud,S. (1938) Splitting of the Ego in the Process of Defence, S.E.23 Meltzer, D. (1973) Sexual States of the Mind, Scotland: Clunie Press
- Ogden, T. (1996) The Perverse Subject of Analysis, J.Amer.Psychoanal.Ass. ( 44), 1121-1146
- Άρεντ Χάνα(1995). Ο Άιχµαν στην Ιερουσαλήµ. Η Κοινοτοπία του Κακού, Θυµέλη, Αθήνα.
- Γκρίν Αντρέ (1990) Ιδιωτική Τρέλα , Ψυχανάλυση των Οριακών Περιπτώσεων, εκδ. Καστανιώτης, Αθήνα.
- Καστανάκης Θράσος(1956) Ο Χατζαµανουήλ, εκδ. Εστία, Αθήνα.
Το κακό στους ψυχιατρικούς θεσμούς: Ο τρόμος απέναντι στο αλλόκοτο της ψύχωσης και η παθολογική αποσύνδεση των θεσμικών δεσμών - Στέλιος Στυλιανίδης (Σάββατο 25/11/2023)
Περιπλανώµενος στους σκοτεινούς διαδρόµους ενός ψυχιατρικού νοσοκοµείου της Γαλλίας ως νεαρός ειδικευόµενος ψυχίατρος, συναντούσα ξανά ασθενείς που µε παρατηρούσαν, όταν τους χαιρετούσα, σαν να µε αντίκριζαν για πρώτη φορά, µε ένα ανοίκειο και απειλητικό βλέµµα, το οποίο βίωνα ως τρόµο και ως ακατέργαστη επιθετικότητα.
«Θέλω να µου αλλάξετε δωµάτιο, ο διπλανός µου µου έκλεψε κάτι από το στήθος µου». Ή µια άλλη φράση, που τη θυµάµαι εδώ και χρόνια: «Συγγνώµη, δεν είµαι καλά, κοιτάξτε µε προσοχή και πείτε µου αν το κεφάλι µου είναι κοµµένο».
Οι «τρελοί» σε έναν λιµνάζοντα ιδρυµατικό χώρο, σε µια επαναληπτική ιδρυµατική ρουτίνα, άλλοι λογορροϊκοί, άλλοι σιωπηλοί, παραληρηµατικοί, χειρονοµώντας αδέξια και ακατάληπτα, ή µένοντας παγωµένοι, ακίνητοι, όπως σε µια θέση κηρώδους ευκαµψίας, όπως περιέγραφαν οι παλιοί κλινικοί των ασύλων. Σε ένα τέτοιο ασυλικό περιβάλλον, έπρεπε να πάω στο γραφείο της νοσηλευτικής υπηρεσίας, να πιω εκεί έναν καφέ µε έναν συνάδελφο, να µοιραστώ ένα-δυο αστεία µε τη θεραπευτική οµάδα, για να αισθανθώ ότι ξαναβρίσκω τον εαυτό µου.
Στη Λέρο οι φύλακες-νοσηλευτές δεν άγγιζαν τους ασθενείς, για να µη µεταδοθεί µέσω της σωµατικής επαφής –ως µολυσµατική νόσος– η σχιζοφρένεια. Γι’ αυτόν τον λόγο τούς έπλεναν µε µάνικες από απόσταση 5 µέτρων και τους πετούσαν το ηµερήσιο γεύµα στο κρύο τσιµέντο, όπως ταΐζουν µια αγέλη σκυλιών.
Ο Freud στο άρθρο του 1924 «The loss of reality in neurosis and psychosis » είχε πολύ εύστοχα επισηµάνει ότι η νεύρωση δεν απαρνείται την πραγµατικότητα, απλώς την αγνοεί, ενώ η ψύχωση την απαρνείται και προσπαθεί να την καταργήσει. Ωστόσο, υπογραµµίζει εµφατικά και στις δύο περιπτώσεις ότι µπορεί να υπάρχει σύγχυση µεταξύ νευρωτικής και ψυχωτικής λειτουργίας, στον βαθµό που η απάρνηση της πραγµατικότητας στη νεύρωση µπορεί να έχει µια σοβαρή συνέπεια στη µερική αλλοίωση αυτής της πραγµατικότητας. Μέσα από αυτή την οπτική το ανοίκειο και τροµακτικό που προκαλεί η επαφή µε τα ψυχωτικά φαινόµενα, ιδιαίτερα µε τους σχιζοφρενικούς ασθενείς, µπορούν να αποσταθεροποιήσουν ψυχικά τη νευρωτική λειτουργία των θεραπευτών, η οποία µπορεί να οδηγήσει σε ασυνείδητη υιοθέτηση και επανάληψη ψυχωτικών µηχανισµών που καλούνται να θεραπεύσουν ή ακόµη και στην επιθυµία θανάτου των ασθενών, µέσα από ακατέργαστες αντιµεταβιβαστικές αντιδράσεις.
Η παρουσίαση αυτή µέσα από τη βιωµατική αναφορά εµπειρίας µου σε ψυχιατρικούς θεσµούς στην Ελλάδα και στην Ιταλία (Παιδοψυχιατρικό Νοσοκοµείο Αττικής, Ιστορική εµπειρία της Τεργέστης).
Θα προσπαθήσουµε να τεκµηριώσουµε µέσα από εµπειρικό υλικό τις ακόλουθες υποθέσεις εργασίας:
Πρώτον, ο ψυχιατρικός θεσµός µπορεί να λειτουργήσει ακριβώς µε τον ίδιο τρόπο παθολογίας την οποία έχει κληθεί να θεραπεύσει (Bleger, 1966).
Δεύτερον, η ψύχωση προκαλεί ένα βίωµα τρόµου (unheimlich) το οποίο υπερβαίνει την απλή διάσταση του ανησυχητικά ανοίκειου ή του µυστηριώδους (uncanny) (Freud, 1919) και παραπέµπει στην απειλή καταστροφής του ίδιου του υποκειµένου-θεραπευτή και στην παθολογική αποσύνδεση δεσµών µέσα στον ψυχιατρικό θεσµό.
Η έννοια του κακού, όπως αυτή εκφράζεται µέσα από τα ακατανόητα ψυχωτικά φαινόµενα, µπορεί να οδηγήσει σε µια ενόρµηση θανάτου, τόσο σε ατοµικό όσο και σε οµαδικό επίπεδο (Freud, 1920), η οποία αρχικά στοχεύει στην καταστροφή του ίδιου του υποκειµένου και αργότερα εκτρέπεται προς τα έξω.
Ο F. Pasche (1965) επαναπροσεγγίζει το φροϋδικό κείµενο (Έρωτας που ενώνει, Θάνατος που χωρίζει), υποστηρίζοντας τον δοµικά διπλό χαρακτήρα της ενόρµησης, η οποία αναπτύσσεται µέσα από ένα κεντροµόλο ρεύµα, τον ναρκισσισµό, και ένα φυγόκεντρο, τον αντι-ναρκισσισµό. Η παθολογία του ψυχιατρικού θεσµού και οι κινήσεις καταστροφικότητας εντός του συνίστανται βασικά σε ένα «πλεόνασµα» των δύο ρευµάτων, το οποίο αντιτίθεται στη σύνδεσή τους.
Κάθε συνάντηση µεταξύ δύο υποκειµένων προϋποθέτει τη δυνατότητα ώσµωσης, της διαπραγµάτευσης µεταξύ της διαφορετικότητας και της ταυτότητας του κάθε υποκειµένου µέσα από τη δηµιουργία ενός δεσµού. Ένα µωρό δεν υπάρχει, έλεγε ο Winnicott, εκτός του περιβάλλοντός του. Αυτό που δίνει µορφή στην ταυτότητά του είναι ο τρόπος που το µωρό γίνεται αντικείµενο ψυχικής επένδυσης, οµιλίας, αγκαλιάς, βλέµµατος. Έτσι σταδιακά συγκροτείται το Εγώ, κάτι που στον ψυχωτικό ασθενή µοιάζει να είναι µια διαρκής, εργώδης, βασανιστική προσπάθεια απαρτίωσης του µέσα και του έξω, µε σύγχυση ορίων και κατασκευή µιας νεο-πραγµατικότητας µέσω του παραληρήµατος, των ψευδαισθήσεων και άλλων ψυχωτικών συµπτωµάτων.
Η ανάγκη για τη δική µας ψυχική επιβίωση µας οδηγεί να χρησιµοποιούµε, στο ιδρυµατικό πλαίσιο, τον ένοπλο λόγο των φαρµάκων (Kapsambelis, 1994, 2006, 2009, 2010), των µηχανικών καθηλώσεων και της αποµόνωσης των ασθενών ως µέτρα για να περιέξουµε, σε επίπεδο ψυχιατρικού θεσµού, το κρυµµένο, το ερεβώδες, το τροµακτικό µυστικό που κρύβει η ψύχωση.
O René Kaës (1988) υπογράµµισε µε έµφαση την οδύνη που βιώνουν οι επαγγελµατίες ψυχικής υγείας, όταν αυτή συνδέεται µε ένα πρόβληµα στην ίδρυση του ψυχιατρικού θεσµού, οφειλόµενο είτε στην υπερβολική παρουσία είτε στο έλλειµµα παρουσίας των ρυθµίσεων µεταξύ της οργάνωσης και του θεσµού απέναντι στην πρωταρχική εντολή φροντίδας.
Στην ουσία, αυτή η δυσφορία του πολιτισµού, που τόσο εύστοχα περιέγραψε ο Freud το 1930, θα µπορούσαµε να υποστηρίξουµε ότι αναπαράγει «την εργασία του θανάτου µέσα στους θεσµούς και µέσα στους κοινωνικούς σχηµατισµούς» (Enriquez, 1988).
Οι τρόποι οργάνωσης, οι ιδρυτικές αξίες και οι µύθοι (Fustier, 1987), τα θεσµικά ενσωµατωµένα στοιχεία λειτουργίας (Gaillard & Pinel, 2011), αποτελούν ορισµένες όψεις των συνιστωσών και σχηµατισµών ενός θεσµού, τις οποίες εσωτερικεύουν ασυνείδητα οι επαγγελµατίες ψυχικής υγείας.
Μέσα από αυτή την οπτική, ο θεσµός µπορεί να γίνει αντιληπτός ως αντικείµενο της ψυχικής ύλης των µελών του, µε αποτέλεσµα τη διαρκή ενεργοποίηση ναρκισσιστικών και ταυτισιακών διακυβευµάτων και ευθραστοποίηση των δεσµών. Συνεπώς διατηρεί στενούς δεσµούς µε τον πρωτογενή ναρκισσισµό (Green, 2001), καθώς και µε το εσωτερικό πλαίσιο κάθε µέλους του (Bleger, 1966).
Όπως εύστοχα σηµειώνει ο Pinel (Kaës R., 2012, Drieu D. & Pinel J.P., 2016), «η προσέγγιση του θεσµού κινητοποιεί την επιθυµία να πούµε τα πάντα, να µη χάσουµε τίποτε, και ταυτόχρονα το αδύνατο βίωµα της κατανόησής του».
Δίκην επιλόγου
Οι ψυχαναλυτές οι οποίοι εργάζονται εντός των ψυχιατρικών θεσµών (Racamier, 1970) οφείλουν να επεξεργαστούν τις νέες προκλήσεις της άσκησης της ψυχιατρικής φροντίδας απαλλαγµένοι από αυτό που ο Ferenczi (1932) ονόµασε ως «επαγγελµατική υποκρισία», όταν µιλούσε για την υποκρισία των παιδαγωγών και των γονέων σε σχέση µε τις ανάγκες του παιδιού.
Η σταδιακή απανθρωποποίηση των κοινωνικών δεσµών στη µετανεωτερικότητα, το έλλειµα των µεγάλων αφηγήσεων ως ψυχικών εγγυητών (Kaës, 2012) και η συνεπαγόµενη απόµειξη των ενορµήσεων ζωής και θανάτου δεν αφήνουν ανέγγιχτη τη θεραπευτική εργασία ούτε στις κοινοτικές ψυχιατρικές υπηρεσίες. Η τεχνοκρατική προσέγγιση της διαχείρισης του ακατανόητου της ψύχωσης µέσα από την επιβολή θεραπευτικών πρωτοκόλλων και τη συσκότιση της βιογραφίας και του υποκειµενικού βιώµατος του άλλου καταλήγει σε µια οµογενοποίηση της φροντίδας των ψυχωτικών ασθενών µέσα από την επιβολή ενός εργαλειακού, διαγνωστικού βιοϊατρικού λόγου. Ίσως αυτό να συµπυκνώνει το απόλυτο κακό στη σύγχρονη λειτουργία των ψυχιατρικών θεσµών.
Βιβλιογραφία
- Bell, D. (2022) Psychoalanytic Reflections on the Conditions of Possibility of Human Destructiveness. International Journal of Psychoanalysis 103:674-691 Bleger, J. (1966) «Psychanalyse du cadre psychanalytique», in Kaës R., Missenard A., Kaspi R. et al., Crise, Rupture et dépassement, Dunod, 1979, 257-275
- Drieu, D. & Pinel, J.P. (2016). Violence et Institutions, Paris: Dunod.
- Enriquez, J. M. (1988). L’enveloppe de mémoire et ses trous. In Didier Anzieu et al. (Eds.), Les enveloppes psychiques. Paris: Dunod.
- Ferenczi, S. (1932). Psychanalyse 4. Oeuvres Completes Tomes IV: 1927-1933, Ch. IX Confusion de langue entre les adultes et l’enfant, Payot, Paris (1982)
- Freud, S. (1919). The Uncanny. S.E., 17:217-52
- Freud, S. (1920). Beyond the pleasure principle. S.E., 18:1-64
- Freud, S. (1924). The loss of reality in neurosis and psychosis. S.E., 19:181-18
- Freud, S. (1930). Civilization and its discontents, S.E., 21:57-146
- Fustier P. (1987). «L’infrastructure imaginaire des institutions. À propos de l’enfance inadaptée», in R. Kaës et al., L’institution et les institutions. Études psychanalytiques, Dunod, 1987, 131-156[1]. Dans: Didier Drieu éd., 46 commentaires de textes en clinique institutionnelle (pp. 119-125). Paris: Dunod.
- Gaillard, G. & Pinel, J.P. (2011). L’analyse de la pratique en institution: un soutien à la professionnalité dans un contexte d’emprise gestionnaire. Nouvelle revue de psychosociologie, 11, 85-103.
- Green, A. (2001) Life narcissism, death narcissism, Free Association Books Kaës, R. (1988). L’institution et les institutions Études psychanalytiques. Paris: Dunod.
- Kaës, R. (2012). Le Malêtre. Paris: Dunod.
- Kaës, R. (2012). Souffrance et psychopathologie des liens institutionnels, Ch. 2 La déliaison pathologique des liens institutionnels dans les institutions de soins et de rééducation Paris: Dunod.
- Kapsambelis, V. (1994) Les médicaments du narcissisme: Métapsychologie des neuroleptiques. Collection Les Empêcheurs de penser en rond.
- Kapsambelis, V. (2006) Le «delirer» en tant qu’activité psychique. Psychanalyse et Psychose 6: 153-168
- Kapsambelis, V. (2009) La séduction de réalité et le traitement des schizophrènes. Psychanalyse et Psychose 9: 31-52
- Kapsambelis, V. (2010) L’absorptivité. Revue francaise de psychanalyse LXXIV (1): 199-215
- Pasche F. (1965). L’anti-narcissisme. Revue Francaise de Psychanalyse, No29 (5-6), p. 508-18
- Racamier, P.C. (1970). Le psychanalyste sans divan. La psychanalyse et les institutions de soins psychiatriques. Paris: editions Payot, 1970
Το κακό ως µία εκδοχή του πεπρωµένου των ενορµήσεων - Ιωάννης Βαρτζόπουλος (Κυριακή 26/11/2023)
Το κακό είναι µία έννοια της ηθικής, της θρησκείας, της φιλοσοφίας. Δεν είναι µία πρωτογενής έννοια της ψυχανάλυσης όπως είναι το ασυνείδητο, η παιδική σεξουαλικότητα, οι ενορµήσεις. Ο Freud χρησιµοποιούσε αυτήν τη λέξη περιστασιακά. Η έννοια του «κακού αντικειµένου» προσέφερε στην έννοια του κακού µία εµφανή αντιπροσώπευση στην ψυχανάλυση (Klein, 1935, 1940). Όπως και µε άλλες έννοιες οι οποίες δεν είναι πρωτογενείς στην ψυχανάλυση, η ανάδειξη της θέσης τους και του περιεχοµένου τους συµβάλλει στην εξέλιξη τόσο της ψυχανάλυσης όσο και των άλλων επιστηµών που χρησιµοποιούν αυτήν την έννοια.
Το κακό εµφανίζεται σε διάφορες εκδοχές στην ψυχανάλυση. Στις απαρχές της ζωής το άγχος αφανισµού του πρώιµου Εγώ οδηγεί στην προβολή των αποδιοργανωτικών στοιχείων του Εγώ σ΄ ένα αντικείµενο -στο κακό αντικείµενο- ώστε να διαφυλαχθεί η δυνατότητα επιβίωσής του αλλά και το ενδεχόµενο µελλοντικής επανενδοβολής των προβεβληµένων τµηµάτων του σε τροποποιηµένη µορφή (reverie) ώστε να αποφευχθεί ο µόνιµος ακρωτηριασµός του. (Jones, 1927, Klein, 1946, Bion, 1958, Segal. 1972).
Στην οιδιπόδεια εκδοχή το καλό και το κακό είναι ποιότητες του διαφοροποιηµένου Υπέρ-Εγώ που δίνει στο σύστηµα αντίληψης-συνείδησης τη δυνατότητα να κινείται εντός της αρχής της πραγµατικότητας (Freud, 1923, 1924).
Ο µαζοχισµός επίσης στις διάφορες εκδοχές του µας δείχνει τον τρόπο που το κακό συµβάλλει µεταξύ των άλλων στην αποσαφήνιση των ορίων του Εγώ, στη δυνατότητα του ως διαστροφή να προφυλάσσει από την επικράτηση ψυχωτικών αγχών και ως ένα τρόπο µόνιµης παρουσίας στην ενδοψυχική πραγµατικότητα ως ηθικό µαζοχισµό. (Freud 1924, Atwood et al. 1989).
Στην πολυµέρεια και πολυσηµία της έννοιας του κακού η ψυχανάλυση έχει τη δυνατότητα να προσφέρει τη δική της οπτική µελετώντας το κακό όπως αυτό εγγράφεται στην ενδοψυχική και εξωτερική πραγµατικότητα. Η ψυχανάλυση αναζητά το κακό στη διαδροµή των ενορµήσεων από τη σωµατική τους βάση, όπως αυτή προσδιορίζεται από τις φρουδικές θεωρίες των ενορµήσεων έως το αντικείµενό τους. Αυτή είναι µία οπτική του κακού στην οποία η ψυχανάλυση διατηρεί ένα ισχυρό πλεονέκτηµα έναντι των άλλων προσεγγίσεων του κακού.
Η ενόρµηση γεννάται στην ερωτογόνο ζώνη, απευθύνεται σ´ ένα αντικείµενο προς εξυπηρέτηση ενός σκοπού. Έχει ιδιαίτερη σηµασία σε ποιο σηµείο αυτής της ενορµητικής πορείας δηµιουργούνται συνθήκες που δέχονται τον χαρακτηρισµό του κακού. Οι ενορµητικές θεωρίες του Freud φωτίζουν το κακό από την ιδιαίτερη οπτική τους. Οι ενορµήσεις της αυτοσυντήρησης έναντι των σεξουαλικών ενορµήσεων στην πρώτη θεωρία του Freud µε σαφήνεια δείχνουν το κακό να εµφανίζεται στην αναζήτηση του πεπρωµένου των ενορµήσεων. Δεν ανήκει στην πηγή, οπότε θα εµφανίζεται στο αντικείµενο ή στον σκοπό. Το κακό δεν µπορεί να είναι στην πηγή της ενόρµησης της αυτοσυντήρησης ούτε στην πηγή των σεξουαλικών ενορµήσεων. Η στροφή της ενόρµησης επί εαυτού αναφέρεται στο αντικείµενο και στο σκοπό, όχι στην πηγή της ενόρµησης (Freud, 1911).
Η εξέλιξή τους στην αντίθεση ναρκισσιστικών έναντι αντικειµενότροπων επενδύνσεων επέτρεψε το Εγώ που επενδύεται από την ναρκισσιστική λιβιδώ να µοιράζεται ιδιότητες της αντικειµενοτρόπου λιβιδούς, γεγονός που επιτρέπει ιδιότητες του αντικειµένου και των επενδύσεών του να γίνονται ιδιότητες και επενδύσεις του Εγώ. Έτσι το κακό εισέρχεται στο Εγώ, και όχι µόνο µέσω των ταυτίσεων (Freud, 1914). Η τελευταία θεωρία των ενορµήσεων έχει την ενόρµηση του θανάτου, την επιστροφή των πραγµάτων στην ανόργανη βάση τους που έχει ερµηνευθεί και ως µία ενδογενής καταστροφικότητα, µία τάση αποσύνδεσης των εγκαταστηµένων συνδέσεων. Παρά τις δυσκολίες να προσδιοριστεί η ερωτογόνος ζώνη αυτής της ενόρµησης, µας φέρνει πιο κοντά στην αίσθηση ότι το κακό υπάρχει στις απαρχές της ψυχικής ζωής και έχει µία παρουσία στις βασικές ενορµητικές κινήσεις (Freud 1920).
Παρότι το κακό δεν πρέπει να ταυτίζεται µε τη δυσαρέσκεια, η αρχή της ευχαρίστησης- δυσαρέσκειας όπως διαντιδρά µε την αρχή της πραγµατικότητας είναι ο άξονας, το vertex, για την απόδοση του χαρακτηρισµού του κακού σ´ ένα αντικείµενο ή σε µία επένδυση.
Η θέση του κακού στην αναζήτηση του πεπρωµένου των ενορµήσεων και οι µεταµορφώσεις του κακού στην αναζήτηση αυτού του πεπρωµένου ανιχνεύονται στην ανάλυση ενός ασθενούς ο οποίος προσήλθε µε την πεποίθηση ότι είχε µία σαφή αντίληψη του κακού στην ζωή του και ότι το κακό αυτό ήταν προσωποποιηµένο ευθύς εξ αρχής. Όλη η ζωή του ήταν µία ασίγαστη προσπάθεια να απεκδυθεί αυτό το κακό και να ζήσει τη ζωή του µε δικούς του όρους. Ο πατέρας του είχε αισθανθεί από την παιδική ηλικία του αναλυόµενου µία οµοφυλοφιλική τάση και µετήλθε κάθε µέσου ώστε να τον ωθήσει σε µία ετερόφυλη κατεύθυνση. Η ενδοψυχική εγγραφή του µητρικού αντικειµένου ήταν συνεργατική του πατρικού και δεν προσέφερε µία άλλη οδό ταυτίσεων και λιβιδινικής εξέλιξης. Η εξιδανίκευση ήταν η βασική οδός εγκατάστασης οµο- και ετεροφυλικών λιβιδινικών σχέσεων. Η αστάθεια της εξιδανίκευσης οδήγησε τόσο στην µεταβίβαση όσο και στη ζωή του στην επιλογή σαδιστικών σχέσεων αντικειµένου ώστε να περιορίσει το κακό αντικείµενο και µαζοχιστικών σχέσεων αντικειµένου ώστε να διαφυλάξει τα όρια του Εγώ του. Ο φόβος καταστροφής του καλού αντικειµένου τόσο στην µεταβίβαση όσο και στη ζωή του του επέτρεψαν να ανακαλύψει ποιότητες του καλού µέσα στο κακό αντικείµενο και να εγκαταστήσει σχέσεις αντικειµένου που δεν κυριαρχούνταν από τον φόβο της αποδιοργάνωσης και την προβολή.
Το κακό στην περίπτωση αυτή είχε αρχικά τον χαρακτήρα του κακού διεισδυτικού αντικειµένου που σφετερίζεται το σώµα και τις ερωτογόνες ζώνες και στη συνέχεια έγινε µία προσπάθεια σύνθλιψής του µέσω της εξιδανίκευσης του αντίθετου. Σαδιστικές και µαζοχιστικές επιλογές αντικειµένου υιοθετήθηκαν για να στηρίξουν αυτήν την άµυνα έως ότου οι φόβοι ολικής καταστροφής του αντικειµένου οδήγησαν στη διάσωση του λιβιδινικού χαρακτήρα των σχέσεων αντικειµένου.
Η γενεαλογία του κακού στην περίπτωση αυτή περιλαµβάνει την παρουσία του ως ένα κακό διεισδυτικό αντικείµενο, ως σαδιστική επένδυση τιµωρίας του κακού αντικειµένου και µαζοχιστική επένδυση δοκιµασίας της αντοχής του καλού έως ότου ο φόβος απώλειας του καλού οδήγησε στην αναγνώρισή του µέσα στο κακό και την επικράτηση της συνθετικής έναντι της αποσυνθετικής λειτουργίας.
Βιβλιογραφία
- Atwood, G. E., Stolorow, R. D. & Trop, J. L. (1989) Impasses in Psychoanalytic Therapy—A Royal Road. Contemporary Psychoanalysis 25:554-573
- Bion Wilfred (1958). “On Arrogance”. Int. J. Psycho-Anal., 39:144-146
- Jones Ernst (1927). “The early development of female sexuality”. Int. J. Psycho-Anal. 8:459-472
- Freud Sigmund (1911). Formulations on the Two Principles of Mental Functioning. SE 12:213-226
- Freud, Sigmund (1914) On Narcissism: An Introduction. SE 14:67-102
- Freud, Sigmund (1920) Beyond the Pleasure Principle. The Standard Edition of the Complete Psychological Works of Sigmund Freud 18:1-64
- Freud Sigmund (1923) : The Ego and the Id. SE 19:1-66.
- Freud, Sigmund (1924) : Letter from Sigmund Freud to Sándor Ferenczi, March 26, 1924. The Correspondence of Sigmund Freud and Sándor Ferenczi, Volume 3, 1920-1933 27:135-138
- Freud Sigmund (1924) The Economic Problem of Masochism. SE 19:155-170
- Klein, Melanie. (1935) A Contribution to the Psychogenesis of Manic- Depressive States. Inter. J. Psycho-Anal 16:145-174
- Klein, Melanie. (1940) Mourning and its Relation to Manic-Depressive States. Inter. J. Psycho-Anal. 21:125-153Klein Melanie (1946). “Notes on Some Schizoid Mechanisms”. Int. J. Psycho-Anal. 27:99-110.
- Segal Hana (1972): “A delusional system as a defence against the reemergence of a catastrophic situation”. Int. J. Psycho-Anal. 53:393-403.
Ψυχαναλυτική θεώρηση του “κακού” μέσω του συλλογικού τραύματος της “γενοκτονίας” - Αθανάσιος Αλεξανδρίδης (Κυριακή 26/11/2023)
Με την παρουσίαση της πορείας και εκτενών αποσπασµάτων της ψυχαναλυτικής ψυχοθεραπείας µιας γυναίκας εβραϊκής καταγωγής γεννηµένης είκοσι χρόνια µετά την γενοκτονία, η οποία έπασχε από ψυχογενή στειρότητα , θα επιχειρηθεί να αναδειχθούν ψυχαναλυτικές θεωρήσεις του «κακού» όπως αυτό εγγράφεται διαχρονικά και διαγενεαλογικά στο συλλογικό και στο ατοµικό επίπεδο. Θα υποστηριχθεί ότι η «γενοκτονία» αποτελεί το σύγχρονο µοντέλο του «ριζικού κακού» που ενώ φαινοµενικά τοποθετείται στο κοινωνικό επίπεδο, ουσιαστικά ανάγεται στο αρχαϊκό του ατοµικού ψυχισµού και της πρωτόγονης ορδής και κατά συνέπεια έχει βαθιές ρίζες, αντίθετα µε το ότι έχει υποστηρίξει η φιλόσοφος Hannah Arendt.
Όσον αφορά τη θεραπεία των ανθρώπων που ως άτοµα, οικογένειες, φυλετικές, πολιτικές ή θρησκευτικές οµάδες υπέστησαν τη δράση του «κακού» θα παρουσιαστούν κάποια κοµβικά σηµεία όπως:
- η δηµιουργία αµυντικής αµνησίας σχετικά µε το «κακό» µε παράλληλη απόκρυψη της ταυτότητας,
- η ανάδυση του τραύµατος µέσω των οδών εκφόρτισης όπως αυτή του σώµατος ή της συµπεριφοράς,
- η προσδοκία (expectation) που µπορεί να φθάνει µέχρι την ψευδαίσθηση (illusion) του θεραπευόµενου ότι ο θεραπευτής µοιράζεται ταυτόσηµες µε αυτόν απόψεις περί του «κακού» µε αποτέλεσµα η µεταβίβαση - µε µαζική χρήση προβλητικών ταυτίσεων και σχάσεων - να τείνει στη δηµιουργία ενός «όµοιου»,
- η αναγκαιότητα της µετεξέλιξης του θεραπευτή από τη θέση του «όµοιου» σε αυτή του «διαφορετικού όµοιου», του «ξένου» και εν τέλει του «συνανθρώπου» ώστε µέσω των συνεχών µείξεων και αποµείξεων των ενορµήσεων να δηµιουργηθεί επαρκές δίκτυο µεταβολισµού και αποχρώσεων του «κακού»,
- η δυσκολία ο θεραπευτής να παραµένει «κενός» των ηθικών, πολιτικών, ιδεολογικών και θρησκευτικών απόψεών του κατά την ψυχαναλυτική «ακρόαση» ενώ συνεχώς αυτές θα ενεργοποιούνται κατά την εµφάνιση του «κακού».
Το ερώτηµα του «κακού» ετέθη σε όλες του τις µορφές: α) η προέλευσή του ως θεϊκή, µεταφυσική ή κοινωνική β) ο φορέας του, η αιτία του, ο σκοπός του γ) η σχέση του µε τη θυσία και την ενοχή, την ιδεολογία και την ταυτότητα, δ) τον ναρκισσισµό Θανάτου, την από-υποκειµενοποίηση και την αλλοτρίωση ε) το άκαµπτο «Ιδεώδες» ως υπηρέτης του Κακού Θανάτου.
Ενδεικτική βιβλιογραφία
- Τα λεγόµενα «κοινωνιολογικά» κείµενα του Φρόυντ
- Arendt Hannah, The human condition, University of Chicago Press, Chicago, 1958
- Arendt Hannah, Scholem Gershom, Δύο επιστολές για τη ρηχότητα του κακού, Άγρα, Αθήνα, 2017
- Didi-Huberman Georges, Pour quoi obéir ? Bayard, Paris, 2022
- Green A., Narcissisme de vie, Narcissisme de mort, Minuit, Paris, 1982
- Green A., Pourquoi les pulsions de destruction ou de mort ? Panama, Paris, 2007
- Λίποβατς Θάνος, Η απατηλή σαγήνη και η διαβρωτική βία του κακού, Πόλις, Αθήνα, 2012
- Ricoeur Paul, Le mal, Labor et fides, Genève, 2004
- Zaltzman Nathalie, De la guérison psychanalytique, PUF, Paris, 1998
- Penser/rêver, No 7, printemps 2005, Editions de l’Olivier, «Retour sur la question juive»
- Penser/rêver, No 21, printemps 2012, Editions de l’Olivier, «Le genre totalitaire »