In memoriam
Στη στήλη αυτή θυμόμαστε δασκάλους, συνεργάτες, συναδέλφους ,φίλους που δεν βρίσκονται στη ζωή. Τούς ξαναβρίσκουμε στις αναμνήσεις μας και στη μελέτη του έργου που άφησαν πίσω τους, μια παρακαταθήκη συνέχειας και αφοσίωσης στην ψυχανάλυση
ΑΘΗΝΑ ΑΛΕΞΑΝΔΡΗ
Βιογραφικό Σημείωμα
Η Αθηνά Αλεξανδρή γεννήθηκε στην Αθήνα. Πήρε το πτυχίο Ιατρικής από το Πανεπιστήμιο Αθηνών. Ειδικεύτηκε στην Παιδιατρική στο Νοσοκομείο Παίδων Αθηνών "Η Αγία Σοφία". Ειδικεύτηκε στην Ψυχιατρική και Παιδοψυχιατρική στο Πανεπιστήμιο McGill, στο Μοντρεάλ του Καναδά. Έγινε ψυχαναλύτρια στο Καναδικό Ινστιτούτο Ψυχανάλυσης. Υπήρξε μέλος της Ψυχαναλυτικής Εταιρείας του Καναδά και της Διεθνούς Ψυχαναλυτικής Εταιρείας. Δίδαξε στα εκεί πανεπιστήμια και στην ψυχαναλυτική εταιρεία πριν επιστρέψει στην πατρίδα της, Στην Αθήνα, η συνεργασία της με την Ψυχιατρική κλινική του πανεπιστημίου Αθηνών, στο Αιγινήτειο νοσοκομείο, άνοιξε σε πολλούς νέους τον δρόμο της ψυχανάλυσης και της ψυχαναλυτικής ψυχοθεραπείας. Η συμβολή της στην προώθηση των ψυχαναλυτικών ιδεών στην χώρα μας ήταν εξαιρετικά πολύτιμη. Το συγγραφικό της έργο, για την αντιμεταβίβαση, την ενοχή και την μοίρα στην ανθρώπινη σχέση, βοηθά πολλούς συναδέλφους μας στην σκέψη τους.Eξέδωσε πληθώρα ψυχαναλυτικών μονογραφιών στα ελληνικά και προλόγισε την ελληνική έκδοση του βιβλίου του T.Ogden «Προβλητική Ταύτιση κα Ψυχοθεραπευτική Τεχνική» ( εκδόσεις Νόογραμμα Εκδοτική, Αθήνα,2004). To 1992 εξέδωσε έναν συλλογικό τόμο για την αντιμεταβίβαση ( Alexandri, A, Vaslamatzis, G. Countertransference : Theory, Technique, Teaching, Karnacbooks, London) Η συνεισφορά της στους θεσμούς ήταν θεμελιώδης. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Ελληνικής Ψυχαναλυτικής Εταιρείας και της Ελληνικής Εταιρείας Ψυχαναλυτικής Ψυχοθεραπείας, Πέθανε το καλοκαίρι του 2019.
ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΗ
Την Πέμπτη 29 Αυγούστου 2019, στις 11 το πρωί, από το νεκροταφείο Ζωγράφου, η ψυχαναλυτική κοινότητα αποχαιρέτησε με θλίψη την Αθηνά Αλεξανδρή.
Με μεγάλη λύπη μάθαμε για τον θάνατο της σημαντικής ελληνίδας ψυχαναλύτριας, ιδρυτικού μέλους της Ελληνικής Ψυχαναλυτικής Εταιρείας και της Εταιρείας Ψυχανάλυσης και Ψυχαναλυτικής Ψυχοθεραπείας. Η Αθηνά Αλεξανδρή συνέβαλε με ουσιαστικό τρόπο στην εκπαίδευση στην Ψυχαναλυτική Ψυχοθεραπεία και στην Ψυχανάλυση στην χώρα μας. Πολλοί από μας υπήρξαν αναλυόμενοι, εκπαιδευόμενοι, συνεργάτες και φίλοι της. Όσοι ενεπλάκησαν στις επιστημονικές συνεργασίες και διαμάχες μαζί της θυμούνται το πάθος και την έντιμη αυστηρότητά της. Προσωπικά την θυμάμαι με συγκίνηση για τον ευεργετικό ρόλο της στην αρχή της πορείας μου. Με παρότρυνε και με βοήθησε να ετοιμάσω την εργασία μου, την οποία παρουσίασα για να γίνω μέλος της ΕΨΕ. Είχα ήδη ακούσει για αυτήν από τον Καναδά όπου και οι δύο εκπαιδευτήκαμε με διαφορά ορισμένων ετών. Οι συνάδελφοί της εκεί μου μιλούσαν για την Αθηνά με μεγάλη εκτίμηση και αγάπη. Η τρυφερή της τραχύτητα, η ευρωστία, η αμεσότητα και η ευθύτητα του χαρακτήρα της, την καθιστούσαν συναρπαστικό άνθρωπο.
Η Αθηνά Αλεξανδρή γεννήθηκε στην Αθήνα. Πήρε το πτυχίο Ιατρικής από το Πανεπιστήμιο Αθηνών. Ειδικεύτηκε στην Παιδιατρική στο Νοσοκομείο Παίδων Αθηνών "Η Αγία Σοφία". Ειδικεύτηκε στην Ψυχιατρική και Παιδοψυχιατρική στο Πανεπιστήμιο McGill, στο Μοντρεάλ του Καναδά. Έγινε ψυχαναλύτρια στο Καναδικό Ινστιτούτο Ψυχανάλυσης. Υπήρξε μέλος της Ψυχαναλυτικής Εταιρείας του Καναδά και της Διεθνούς Ψυχαναλυτικής Εταιρείας. Δίδαξε στα εκεί πανεπιστήμια και στην ψυχαναλυτική εταιρεία πριν επιστρέψει στην πατρίδα της, Στην Αθήνα, η συνεργασία της με την Ψυχιατρική κλινική του πανεπιστημίου Αθηνών, στο Αιγηνήτειο, άνοιξε σε πολλούς νέους τον δρόμο της ψυχανάλυσης και της ψυχαναλυτικής ψυχοθεραπείας. Η συμβολή της στην προώθηση των ψυχαναλυτικών ιδεών στην χώρα μας ήταν εξαιρετικά πολύτιμη. Το συγγραφικό της έργο (για την αντιμεταβίβαση, την ενοχή και την μοίρα στην ανθρώπινη σχέση) βοηθά πολλούς συναδέλφους μας στην σκέψη τους. Η συνεισφορά της στους θεσμούς ήταν θεμελιώδης. Πρωτοστάτησε στις κρίσιμες στιγμές της σύγχρονης εξέλιξης της ψυχανάλυσης στην χώρα μας. Αδιάκοπα προσπαθούσε να ανοίγεται στα βαθειά και να είναι σε επαφή με τις ασυνείδητες διαδικασίες. Την κρατάμε κι εμείς στην μνήμη μας με ευγνωμοσύνη για την παρουσία της στα πρώτα βήματα της Εταιρείας μας.
Σωτήρης Μανωλόπουλος,
Πρόεδρος της Ελληνικής Ψυχαναλυτικής Εταιρείας
Μνήμη Αθηνάς Αλεξανδρή
Η Αθηνά Αλεξανδρή ήταν Ελληνίδα ψυχαναλύτρια. Έκανε τις σπουδές της ,στην Ιατρική και στην Παιδιατρική, στην Ελλάδα, και ειδικεύτηκε στην Ψυχιατρική στο Πανεπιστήμιο McGill του Καναδά όπου και εκπαιδεύτηκε στην ψυχανάλυση. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος της ΕΨΕ και της ΕΕΨΨ.
Είχε ιδιαίτερα μεγάλο κλινικό, διδακτικό και εποπτικό έργο ως ψυχαναλύτρια, τόσο σε ψυχαναλυτικούς θεσμούς, όσο και σε πολλές πανεπιστημιακές δομές, νοσοκομειακές και εξωνοσοκομειακές.
Η κλινική σκέψη και πράξη της χαρακτηριζόταν από μεγάλη καθαρότητα, σαφήνεια και διαίσθηση. Είχε την ικανότητα να κινείται , με αφετηρία τα φροϋδικά κείμενα, σε όλες τις ψυχαναλυτικές θεωρίες και τις αντίστοιχες τεχνικές, από την Κλαϊνική θεώρηση, ως τη σκέψη του Kohut, του Fairbairn,του Ogden κ.α. Είχε μια μεγάλη γνώση των εξελίξεων στη σύγχρονη ψυχανάλυση και για αυτό διέθετε μια απαράμιλλη ικανότητα στη βαθιά κατανόηση του αποκαλούμενου «δύσκολου ασθενούς» -οριακοί , ναρκισσιστικοί ασθενείς- στο πλαίσιο της κλινικής και εποπτικής εργασίας. Ασχολήθηκε ερευνητικά με τα φαινόμενα της αντιμεταβίβασης και συνέγραψε, μεταξύ άλλων, μια εργασία με θέμα την αντιμεταβίβαση (εκδ.Karnac, 1992)
Ιανουάριος 2021
Δημήτρης Μαλιδέλης
Κλινικός Ψυχολόγος – Ψυχαναλυτής
Μέλος ΕΨΕ/ΙΡΑ
* H φωτογραφία της Αθηνάς Αλεξανδρή προέρχεται από την ιστοσελίδα της Ελληνικής Εταιρείας Ψυχανάλυσης και Ψυχαναλυτικής Ψυχοθεραπείας
ΘΑΛΕΙΑ ΒΕΡΓΟΠΟΥΛΟΥ
Βιογραφικό Σημείωμα
Η Θάλεια Βεργοπούλου γεννήθηκε στο Κάϊρο όπου και περάτωσε τις εγκύκλιες σπουδές της. Σπούδασε Ψυχολογία στη Γενεύη και στο Παρίσι. Εκπαιδεύτηκε στην ψυχανάλυση της ομάδας , στο Λονδίνο. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα εργάστηκε ως διευθύντρια του Ψυχολογικού Εργαστηρίου του Δημόσιου Ψυχιατρείου και ως ψυχολόγος στη Σχολή Μωραϊτη. Ταυτόχρονα εργάστηκε ιδιωτικά με παιδιά, εφήβους και ενηλίκους. Το 1964 μετέβη για μετεκπαίδευση στις ΗΠΑ. Κατά τη διάρκεια της επτάχρονης δικτατορίας ανέπτυξε αντιστασιακή δράση εξαιτίας της οποίας συνελήφθη και φυλακίστηκε. Κατάφερε να φύγει από την Ελλάδα ζητώντας πολιτικό άσυλο στην Ελβετία. Εκεί εργάστηκε στο « Κέντρο Επιστημολογικής Γενετικής» ως συνεργάτιδα του J.Piaget. Ταυτόχρονα άρχισε την ψυχαναλυτική εκπαίδευσή της και εξελέγη μέλος και αργότερα διδάσκουσα αναλύτρια της Ελβετικής Ψυχαναλυτικής Εταιρείας. Επέστρεψε οριστικά στην Ελλάδα το 1996 και εξελέγη διδάσκουσα αναλύτρια της Ελληνικής Ψυχαναλυτικής Εταιρείας. Συμμετείχε ενεργά στις εκπαιδευτικές δραστηριότητες της ΕΨΕ της οποίας διετέλεσε αντιπρόεδρος από το 2002 ως το 2005. Η Θάλεια Βεργοπούλου είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη δυναμική της ομάδας , το έργο του W.Bion και τη μελέτη των οριακών οργανώσεων. Ανέπτυξε σημαντικό συγγραφικό έργο εκδίδοντας τέσσερα βιβλία ψυχαναλυτικού ενδιαφέροντας και πλήθος άλλων ψυχαναλυτικών εργασιών.
Πέθανε στην Αθήνα στις 3/2/2007.
Η Ελληνική Ψυχαναλυτική Εταιρεία τίμησε τη μνήμη της με την οργάνωση επιστημονικής ημερίδας το Φεβρουάριο του 2008 (βλ. ΔΕΛΤΙΟ ΕΨΕ τ.29)
Θάλεια Βεργοπούλου, ψυχαναλύτρια με διόφθαλμο ικανότητα
Η Θάλεια Βεργοπούλου στο πλαίσιο της ψυχανάλυσης θεωρούσε ότι η συμπεριφορά του ασθενούς είναι η έκφραση πολλών επιπέδων συναλλαγής που λειτουργούν ταυτόχρονα στην ψυχή του. Για τις ομάδες είχε λοιπόν αναπτύξει έναν διόφθαλμο τρόπο θέασης των πραγμάτων (binocular view), τόσο του ψυχικού όσο και του εξωτερικού κόσμου. Εμπνεόταν από τον W.R.Bion αλλά και τον S.H. Foulkes, που έδωσαν πολλά για την τεχνική της ομαδικής ψυχοθεραπείας. Η ενοποίηση των δύο αυτών μοντέλων - ομάδων ανήκει στην Θάλεια Βεργοπούλου και στις θεωρητικές αναφορές που χρησιμοποίησε στις ομάδες ευαισθητοποίησης. Ασκούσε την ψυχανάλυση στη Γενεύη ενώ παράλληλα είχε Ομάδες Εκπαίδευσης ή Ευαισθητοποίησης στις Ψυχιατρικές Μονάδες της Γενεύης και στο Πανεπιστήμιο της Γενεύης (1975-1995). Όταν ήρθε στην Ελλάδα ως διδάσκουσα αναλύτρια της ΕΨΕ, γεγονός για το οποίο ήταν ιδιαίτερα περήφανη όπως μας έλεγε, συνέχισε την ευαισθητοποίηση στις ομάδες στο Κέντρο Ψυχικής Υγιεινής και αλλού.
Ήμουν τότε στην πρώτη μου ανάλυση και αποφάσισα να συμμετάσχω στις ομάδες της και η εμπειρία αυτή κράτησε αρκετά χρόνια. Χωρίς να το γνωρίζω, ζούσα ένα παράλληλο άνοιγμα στον ψυχικό χώρο και στο ασυνείδητο, εφόσον από το σημείο προοπτικής στον χώρο των ομάδων (vertex, Bion 1962), είχα την δυνατότητα να διευρύνω την επαγγελματική μου όραση. Πρακτικά, στα σεμινάρια εντασσόμαστε σε μία ομάδα, ζούσαμε την εμπειρία ως μέλη εντός της και στο τέλος συναντούσαμε όλες τις άλλες ομάδες, σε μία μεγάλη ομάδα. Η ομάδα εργασίας μας επέτρεψε να επωφεληθούμε από τις ερμηνείες της Θάλειας Βεργοπούλου, συνειδητοποιώντας τα συναισθήματά ή τις ασυνείδητες φαντασιώσεις, που συνδέονται με τις βασικές πρωταρχικές τάσεις μας. Για παράδειγμα, τα ασυνείδητα επώδυνα ομαδικά συναισθήματα εξάρτησης και η ασυνείδητη πεποίθηση ότι ένα ισχυρό και σοφό εξωτερικό αντικείμενο θα εκπληρώσει όλες τις ανάγκες της ομάδας. Για την αποφυγή της ματαίωσης με μαγικούς τρόπους, ζούσαμε καταστάσεις που αφορούσαν την ασυνείδητη πίστη της ομάδας ότι υπάρχει κάποιος εξωτερικός η εσωτερικός εχθρός στον οποίο πρέπει να επιτεθούν ή να τον αποφύγουν, ή την βασική υπόθεση του ζευγαρώματος που αναφέρεται στην ασυνείδητη ελπίδα ότι στην θέση του τωρινού αρχηγού, ο οποίος έχει αποεπενδυθεί, θα τοποθετηθεί ένα σεξουαλικό ζευγάρι της ομάδας του οποίου το ακόμη αγέννητο παιδί θα γίνει στο μέλλον αρχηγός και σωτήρας της ομάδας. Πρόκειται για παθολογικές άμυνες εναντίον της διόφθαλμης όρασης και στην ουσία είναι η ψυχική οδύνη των μελών που προκαλεί ο φόβος μην τυχόν και αποκαλυφθεί η τρέλα τους.
Για να δώσω ένα μικρό παράδειγμα του τρόπου εργασίας της Θάλειας Βεργοπούλου, θα αναφέρω μία μέρα που πήγα στην μεσαία ομάδα έχοντας δει ένα όνειρο. Όταν το είπα στα μέλη, αυτά αντέδρασαν με αδιαφορία και συνέχισαν σε άλλες θεματικές. Η Θάλεια Βεργοπούλου παρενέβην λέγοντας ότι εκείνη την ενδιαφέρει να ακούσει το όνειρο και μπορεί να αφορά όλη την ομάδα. Και πράγματι, η επεξεργασία του ονείρου προχώρησε την εργασία όλης της ομάδας.
Πιστεύω ότι η εμπειρία των ομάδων θα λειτουργήσει ως συμπλήρωμα και εμπλουτισμό της ψυχανάλυσης και ότι πρέπει να εκπαιδευτούν όλο και περισσότερα άτομα σε αυτόν τον τομέα γιατί με την δυναμική των ομάδων και την χρήση της διόφθαλμης όρασης, η ψυχανάλυση θα αποκτήσει μια εντελώς νέα και πρωτότυπη προσέγγιση και συγχρόνως θα αναπτύξει τον διάλογο με τις άλλες επιστήμες. Στο πλαίσιο της ΕΨΕ, θα ανοίξει δρόμους πέρα από τους «οικείους» για το τι είναι ψυχανάλυση, θέμα για το οποίο μας ευαισθητοποίησε η Θάλεια Βεργοπούλου.
Βιβλία της Θάλειας Βεργοπούλου:
- Ο φθόνος δείκτης της επιθυμίας. Καστανιώτης 1995.
- Μεταλλαγές. Από το θεωρητικό στοχασμό στην ψυχαναλυτική διαδικασία. Καστανιώτης 2000.
- Μεταβίβαση, Αντιμεταβίβαση. Χατζηνικολής 2001
- Χαμένα όνειρα, κρυφές επιθυμίες της ψυχής. Καστανιώτης 2006.
Πέτρος Κεφάλας
Δεκέμβριος 2020
HAROLD P. BLUM
Το Δ.Σ. της ΕΨΕ ανακοινώνει με λύπη την απώλεια του Harold P. Blum, διακεκριμένου Αμερικανού ψυχαναλυτή ο οποίος είχε διατελέσει επίτιμο μέλος της Εταιρείας μας.
Γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη το 1929. Σπούδασε Ιατρική στη Βοστώνη και εκπαιδεύτηκε στην ψυχανάλυση στο Ψυχαναλυτικό Ινστιτούτο της Νέας Υόρκης.
Ήταν διδάσκων αναλυτής στην Αμερικανική Ψυχαναλυτική Ένωση, διευθυντής των Αρχείων Freud και διευθυντής έκδοσης στο Journal of American Psychoanalytic Association. Διετέλεσε αντιπρόεδρος της ΙΡΑ.
Δημοσίευσε πάνω από διακόσια επιστημονικά άρθρα και ήταν συγγραφέας δέκα βιβλίων ψυχαναλυτικού ενδιαφέροντος.
Το 1990 τιμήθηκε με το Sigourney Award για την προσφορά του στην ανάπτυξη της ψυχαναλυτικής θεωρίας και τεχνικής.
Είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ψυχαναλυτική κατανόηση της λογοτεχνίας και των οπτικών τεχνών. Επί σειρά ετών οργάνωνε συνέδρια με θέμα τη σχέση ψυχανάλυσης και λογοτεχνίας στη Φλωρεντία.
Ο Αντιπρόεδρος του Δ.Σ της ΕΨΕ Ο γεν.γραμματέας του Δ.Σ της ΕΨΕ
Ιάκωβος Κλεώπας Δημήτρης Μαλιδέλης
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΖΑΒΙΤΖΙΑΝΟΣ
Βιογραφικό Σημείωμα (1909-1995)
Ο Γεώργιος Ζαβιτζιάνος ανήκει στον πρώτο πυρήνα των Ελλήνων ψυχαναλυτών μαζί με τους Ανδρέα Εμπειρίκο και Δημήτριο Κουρέτα. Γεννήθηκε στην Κέρκυρα το 1909. Σπούδασε Ιατρική στη Γαλλία όπου και ήρθε σε επαφή για πρώτη φορά με την ψυχανάλυση. Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα ειδικεύτηκε στην νευρολογία και ψυχιατρική και αργότερα εργάστηκε ως επιμελητής στη νευρολογική κλινική του νοσοκομείου Ευαγγελισμός , στην Αθήνα. Ταυτόχρονα υπήρξε επιστημονικός υπεύθυνος διαφόρων δομών ψυχικής υγείας για παιδιά και εφήβους. Το 1946, μαζί με τους Α. Εμπειρίκο και Δ.Κουρέτα, συγκρότησε μια ψυχαναλυτική ομάδα μελέτης θεωρητικού και κλινικού υλικού. Η ομάδα αυτή λειτούργησε, υπό την εποπτεία της Μαρίας Βοναπάρτη και πέτυχε τη θεσμική αναγνώρισή της από τη Διεθνή Ψυχαναλυτική Ένωση ( μέσω της Ψυχαναλυτικής Εταιρείας των Παρισίων) το 1950. Ο Ζαβιτζιάνος , απογοητευμένος από το αρνητικό για την ψυχανάλυση κλίμα που επικρατούσε στην Ελλάδα, αναχώρησε για την Αμερική το 1951. Πρωτοστάτησε στην ίδρυση της Καναδικής Ψυχαναλυτικής Εταιρείας, της οποίας υπήρξε διδάσκων αναλυτής. Διετέλεσε καθηγητής Ψυχιατρικής σε πανεπιστήμια των ΗΠΑ και υπήρξε μέλος της Ψυχαναλυτικής Εταιρείας του New Jersey και του Ψυχαναλυτικού Ινστιτούτου της Νέας Υόρκης. Πέθανε το 1995, αφήνοντας πίσω του πλούσιο συγγραφικό έργο με ιδιαίτερη έμφαση τις σεξουαλικές διαστροφές και την ψυχαναλυτική τεχνική. Η Ελληνική Ψυχαναλυτική Εταιρεία τον τίμησε με τον τίτλο του επιτίμου μέλους της.
ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟΝ ΓΙΩΡΓΟ ΖΑΒΙΤΖΙΑΝΟ
Μια φορά, στις αρχές της δεκαετίας του 80, στην Οττάβα του Καναδά. είπα στον Γιώργο Ζαβιτζιάνο - επόπτη μου για την Τρίτη μου αναλυτική περίπτωση - κάτι που με ανησυχούσε. Ένα μέλος της Εταιρείας είχε έναν καταργητικό λόγο εναντίον μιας επιλογής της εκπαιδευτικής επιτροπής της εταιρείας. Μου είπε κάτι που με καθησύχασε, διότι αφορούσε το ξύπνημα αυτού που φοβόμουν να εκφράσω, της δικής μου επιθετικότητας εναντίον των δασκάλων μου. Μου είπε απλά: θα ήθελε αυτός να είχε επιλέξει. Είχε μια απίστευτη οικονομία ο λόγος του. Με μια παρέμβαση στον ενδιάμεσο χώρο της εμπειρίας, μέσα στην μεταβίβαση, μπορούσε να συνδέσει την ψυχική με την θεσμική πραγματικότητα και την αναλυτική εργασία μου. Του είπα για την ιδέα του Winnicott ότι όταν το υποκείμενο απαρτιώνεται ως μονάδα τότε φοβάται ότι θα δεχθεί επίθεση από έξω και τότε επιτίθεται αμυντικά και χρειάζεται κάποιος να τον βοηθήσει να παίξει στον ενδιάμεσο χώρο για να απαλύνει την παράνοια. Του άρεσε το ότι μελετούσα Winnicott. Με ρωτούσε κάθε τόσο τι διαβάζεις αυτόν τον καιρό.
Μια άλλη φορά εκνευρίστηκε μαζί μου διότι έκανα μια συσχέτιση κάποιου θέματος με το πρόσωπό μου. Πίστευε ότι η μεταβίβαση αφορά μεν τις σχέσεις μας στην καθημερινή, αλλά οι ψυχαναλυτές κινδυνεύουν από μια επαγγελματική νόσο: να θεωρούν ότι όλα αναφέρονται σε αυτούς και να δίνουν ερμηνείες εκτός αναλυτικού πλαισίου. Η νόσος αυτή είναι μια σύγχυση ανάμεσα στην επιστημονική και στην ψυχαναλυτική μέθοδο. Όταν παρουσιάζει κάποιος μια επιστημονική θέση, περιμένει και δικαιούται ένα επιστημονικό αντεπιχείρημα. Δεν περιμένει μια ερμηνεία. Περιμένει μια αξιόπιστη απόκριση που θα ανοίξει την σκέψη του, θα στείλει την ασυνείδητη φαντασίωσή του εκεί που ανήκει, στην (αυτό) ανάλυσή του. Συναντηθήκαμε αληθινά πολλές φορές με τον Ζαβιτζιάνο.
Του άρεσε όταν στο συνέδριο της IPA στην Μαδρίτη του είπα ότι ο Ελ Γκρέκο γνώριζε την αξία του και εκτιμούσε την δουλειά του και παραπονιόταν διαρκώς ότι δεν τον πληρώνουν όσο αξίζει. Κατάλαβα πως μπορούσε να ακουσθεί αυτό που έλεγα ενώ το έλεγα. Συχνά παραπονιόταν ότι αυτός που ήταν ένας από τους πατέρες της Καναδικής εταιρείας δεν εύρισκε την αναμενόμενη ευγνωμοσύνη και αναγνώριση από τους νεώτερους. Μια χροιά παράπονου ήταν χαρακτηριστικό του. Δεν ήταν καταγγελτικός ο λόγος του. Ήταν ήπιος, ανοικτός, κοσμοπολίτης, καλλιεργημένος, και δυνατός άνθρωπος. Του άρεσε να παίζει. Είχε χιούμορ.
Ένας συνεκπαιδευόμενος μου είχε πει ότι ο Ζαβιτζιάνος ήταν ο αναλυτής του αναλυτή του αναλυτή μου, του Joshua Levy. Δεν ρώτησα τον αναλυτή μου αν ήταν αλήθεια αυτό. Αλλά ένα βάρος από τους γεννήτορες αναγνώριζα ότι είχα την τάση να αναλαμβάνω. Δεν το σκεφτόμουν συνειδητά αλλά κάπου υπήρχε στην άκρη του μυαλού μου η ιδέα ότι ανταλλάσσω με τον Ζαβιτζιάνο την χειραψία, που αυτός είχε με την Μαρία Βοναπάρτη και η πριγκίπισσα με τον Φρόυντ. Αργότερα έμαθα για την καταγωγή του από την γνωστή οικογένεια Ζαβιτζιάνου της Κέρκυρας, με προσφορά στα κοινά.
Ήταν υπερήφανος που καταγόταν από την Κέρκυρα, το νησί του Ιονίου που είχε ζήσει την Αναγέννηση σε αντίθεση με την Ηπειρωτική Ελλάδα. Είχε την αμφιθυμία που έχουν οι ξενιτεμένοι Έλληνες για την Ελλάδα, αλλά διατηρούσε τις φιλίες του και αυθεντικά ενδιαφερόταν για τις πολιτικές εξελίξεις καθώς και για τα του ελληνικού ψυχαναλυτικού κινήματος. Ένα ανέκδοτο που του άρεσε ήταν ότι οι Έλληνες είναι ανέκαθεν ανοικτοί ταξιδιώτες που δέχονται επιρροές από ανατολή, δύση, κλπ. Αυτό που δεν αντέχει ένας Έλληνας τι είναι; Είναι ένας άλλος Έλληνας! Διαρκώς άλλαζε τόπους. Χαιρόταν που ελευθερωνόταν από δεσμούς και αναζητούσε νέα υποκατάστατα αντικείμενα; Την δεκαετία του 80 επαναπατρίσθηκε στον Καναδά, προερχόμενος από τις Ηνωμένες Πολιτείες, και ανέλαβε ενεργό ρόλο στην εκπαίδευση στην Καναδική Ψυχαναλυτική Εταιρεία (κλάδος Οττάβας). Μετά την φυγή του από την Αθήνα μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο είχε εγκατασταθεί στον Καναδά και από τότε είχε πολλές φορές μετακομίσει μεταξύ Καναδά και ΗΠΑ.
Πάντα ήταν μαζί με την Σύλβια, την γυναίκα του, με την οποία δεν έκρυβε ότι απολάμβανε μια καλή ζωή. Μαζί με τις γυναίκες μας βγαίναμε έξω σε ένα καλό εστιατόριο. Μιλούσε για την εποχή πριν φύγει από την Ελλάδα, για τις βραδιές στην Αθήνα που ο Εμπειρίκος τούς διάβαζε κείμενά του. Αισθανόταν ευχαρίστηση που τα θυμόταν μαζί μου. Ήταν ευχαριστημένος που ακολούθησε ένα δρόμο δικής του ανάπτυξης.
Δεν ξέρω αν πίστευε ότι ήταν αναγκαίο από την φύση της να μην επιζήσει εκείνη η πρώτη ψυχαναλυτική ομάδα (Εμπειρίκος, Κουρέτας, Ζαβιτζιάνος). Νομίζω ότι θεωρούσε ότι θα μπορούσε να είχε μια καλή έκβαση εκείνο το πρώτο εγχείρημα. Ήταν θέμα συντηρητικής νοοτροπίας της Ελληνικής κοινωνίας. Ήταν και θέμα τύχης.
Στη Εταιρεία δίδασκε το σεμινάριο των διαστροφών. Στην εποπτεία επίσης αναφερόταν στην εργασία του με την Λίλιαν, την νεαρά αναλυόμενή του που τον έκανε γνωστό στην διεθνή βιβλιογραφία. Μου ζητούσε να έχω σημειώσεις από τις συνεδρίες, έμενε σιωπηλός, με άκουγε για μεγάλα διαστήματα, και επενέβαινε με ένα καίριο τρόπο που βοηθούσε την δουλειά μου και την ανάλυσή μου ουσιαστικά. Έμαθα μαζί του τι σημαίνει τακτ στην αναλυτική στάση. Και επίσης τι είναι η μεταβίβαση. Πως να αντέχω να μην επεμβαίνω και να αφήνω τον αναλυόμενο να φτάνει μόνος του στην δική του ερμηνεία των ασυνείδητων φαντασιώσεών του, που έδιναν νόημα στις μεταβιβάσεις και στις αντιστάσεις. Και πως με έναν λοξό τρόπο να ερμηνεύω απλά για να ευνοήσω την διαδικασία των ελεύθερων συνειρμών να εντάξει στην ψυχική ζωή τα αναφομοίωτα βιώματα που έφερνε η μεταβιβαστική επανάληψη. Με έμαθε ότι ο αναλυτής επίσης έχει μεταβιβαστικές αντιστάσεις και φόβο για το τυχαίο, το ανόητο, το άμορφο και το χαοτικό που μας εκπλήσσει.
Δίδασκε ότι ο αναλυτής δεν πρέπει να φοβάται να τον εξιδανικεύει ο αναλυόμενος. Ανέμενε μια αρχική φάση ναρκισσιστικής παλινδρόμησης – ήπιας θετικής μεταβίβασης - όπου ο αναλυόμενος θέσει τον εαυτόν του στο κέντρο της προσοχής του. Διάβαζα Grunberger, και Leo Stone, που του άρεσαν. Διάβαζα και Bloss που δεν του άρεσε. Έπαιρνε πρωτοβουλίες με μια καλά απαρτιωμένη φαλλικότητα που ζήλευα. Και περίμενε και από μένα να ξέρω με ποιους θα πάω και ποιους θα αφήσω, τι με συνέφερε, τι ήταν καλό για μένα και ποιος ήταν ο κατάλληλος τρόπος για να το κατακτήσω.
Είχε απορρίψει δύο περιπτώσεις, με δύσκαμπτες και εύθραυστες χαρακτηριολογικές οργανώσεις, που τώρα δεν θα τις θεωρούσαμε ακατάλληλες ως περιπτώσεις για έναν εκπαιδευόμενο ψυχαναλυτή, πριν συμφωνήσει στην περίπτωση, μια νέα γυναίκα με νευρωσική οργάνωση, την οποία ανέλαβα σε ανάλυση. Γιόρταζε όταν έκανα καλή δουλειά, δεν δυσκολευόταν να κάνει ευμενή σχόλια, και γινόταν αυστηρός, όταν άφηνα διάφορα χαρακτηριστικά μου να εμποδίζουν την εκτύλιξη της ψυχαναλυτικής διαδικασίας της ασθενούς μου. Με βοηθούσε να κατανοήσω τις μεταβιβαστικές αντιστάσεις μου. Όταν σε μια περίοδο παλινδρόμησα και μπλόκαρα, έκανε κάτι απλό. Μου ζήτησε να σταματήσω να φέρνω συνεδρίες μου και άρχισε να μου διαβάζει δικές του συνεδρίες. Σταματούσε σε ειδικές στιγμές ζητώντας μου να κάνω εγώ την ερμηνεία. Αυτή η προσωρινή παράμετρος με βοήθησε. Δεν ήταν γονεϊκός. Δεν ήταν διδακτικός Ήταν τρυφερός και φιλικός με τα εφηβικά στοιχεία μου με τα οποία πάλευα, π.χ., την απαλλαγή από παλιούς δεσμούς, την περιέργεια για κάτι νέο, την ελευθερία της σκέψης και την επιθυμία της αλλαγής. Δεν ήταν καθόλου ευχαριστημένος όταν αποφάσισα μετά την εκπαίδευση να επιστρέψω στην Αθήνα. Εξεπλάγη. Πράγματι τότε άρχιζα να εμβαθύνω και να χρησιμοποιώ αυτόν και άλλους δασκάλους και κυρίως τους ασθενείς μου. Επέμενε ότι χρειαζόταν να μείνω για 5 χρόνια ακόμα. Έπρεπε όμως να φύγω. Ήταν θέμα τύχης και ανάγκης.
Σωτήρης Μανωλόπουλος, Κηφισιά, Ιανουάριος 2020
ΦΡΟΣΩ ΚΑΡΑΠΑΝΟΥ
(1909-2002)
Βιογραφικό Σημείωμα
Η Φρόσω Καραπάνου γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου το 1909. Σε ηλικία 19 ετών μετοίκησε στην Αθήνα όπου και εργάστηκε στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος. Είχε έντονο ενδιαφέρον για την ψυχανάλυση και έκανε την πρώτη ανάλυσή της ( 1943-1947) με τον Ανδρέα Εμπειρίκο. Από το 1948 ως το 1952 σπούδασε ψυχολογία στη Γενεύη και στο Παρίσι όπου έκανε μια δεύτερη ανάλυση με το Rene Laforgue. Ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την ψυχοπαθολογία του παιδιού και μετά την επιστροφή της στην Αθήνα ίδρυσε το πρώτο ψυχαναλυτικά προσανατολισμένο νηπιαγωγείο στην Ελλάδα. Συνεργάστηκε με τον S. Lebovici και τον Α.Green. Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας επέστρεψε στο Παρίσι όπου άρχισε την εκπόνηση της διδακτορικής διατριβής της με επιβλέποντα τον G.Devereux. Tαυτόχρονα έγινε δεκτή για εκπαίδευση στην Ψυχαναλυτική Εταιρεία των Παρισίων και άρχισε μια νέα ανάλυση με τη Dr. Braunschweig. Η εκπαίδευση αυτή δεν ολοκληρώθηκε καθώς το 1973 επέστρεψε οριστικά στην Αθήνα. Το ενδιαφέρον της για την ψυχανάλυση παρέμεινε αμείωτο και το 1983 εξελέγη πρόσεδρο μέλος της Ελληνικής Ψυχαναλυτικής Εταιρείας. Η τελευταία προσφορά της στην ΕΨΕ ήταν η παραχώρηση του σπιτιού της, στην οδό Μονής Πετράκη, με σκοπό να στεγαστούν εκεί τα γραφεία της εταιρείας. Πέθανε στις 22/2/2002 αφήνοντας πίσω της αξιόλογο συγγραφικό έργο.
ΜΝΗΜΗ ΦΡΟΣΩΣ ΚΑΡΑΠΑΝΟΥ *
Η Φρόσω Καραπάνου γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια το 1909. Φοίτησε σε σχολή καλογραιών. Το 1928, μετά από την οικονομική καταστροφή του πατέρα της, ήρθε στην Αθήνα όπου εργάστηκε στην Εθνική Τράπεζα. Αργότερα παντρεύτηκε έναν από τους διευθυντές της, τον Δημήτρη Πρωτέκδικο, με τον οποίο χώρισε το 1945. Κατά τη διάρκεια της κατοχής έκανε ψυχανάλυση με τον Ανδρέα Εμπειρίκο.
Το 1948-1952 σπούδασε ψυχολογία στη Γενεύη με τον Πιαζέ. Μετά την επιστροφή της στην Αθήνα, ίδρυσε το πρώτο πρότυπο νηπιαγωγείο, «Τα Σπουργιτάκια». Εργάστηκε στο Κέντρο Ψυχικής Υγιεινής αλλά και ιδιωτικά. Βρέθηκε δυο φορές στο Παρίσι, το 1945 μέχρι, πιθανόν, το 1948 και το 1969. Στο Παρίσι έκανε δεύτερη ανάλυση με τον Rene Laforgue, και τότε συνδέθηκε με βαθιά φιλία με την Francoise Dolto.
Η Ψυχαναλυτική Εταιρεία ξεκίνησε για εμάς ,την πρώτη σειρά των εκπαιδευομένων ψυχαναλυτών, τον Ιούνιο του 1983, και είχαμε τις πρώτες μας συνεντεύξεις στο ξενοδοχείο St.George του Λυκαβηττού. Τότε ήταν που παρουσιάστηκε η Φρόσω Καραπάνου και έγινε πρόσεδρο μέλος. Ήταν σχεδόν πάντα παρούσα στις συγκεντρώσεις μας, και με το ζωηρό και ευέλικτο μυαλό της συμμετείχες στις συζητήσεις, μας παρέπεμπε στη βιβλιογραφία και ήταν πάντα πρόθυμη να βρει τις πηγές, να δώσει ό,τι βιβλίο ή περιοδικό είχε για να ενημερωθούμε ή να ψάξει γενικότερα τη βιβλιογραφία από τα ψυχαναλυτικά περιοδικά που είχε, και που τώρα βρίσκονται στη βιβλιοθήκη της Εταιρείας.
Έως το τέλος της ζωής της η Φρόσω Καραπάνου έκανε παρέα με τους εκπαιδευόμενους της Εταιρείας. Μας ήξερε όλους, παρακολουθούσε την πορεία του καθενός μας στην εκπαίδευσή του, ρωτούσε με ενδιαφέρον και ενημερωνόταν για τα προβλήματά μας, αλλά και για τα ευχάριστα. Ήθελε πάντα να ξέρει τι έγινε στο τάδε ή στο δείνα συνέδριο και ρωτούσε αυτόν που είχε πάει, να της πει. Ήταν άνθρωπος ευχάριστος, πολύ ευγενικός, δεν ήθελε να θίξει κανέναν, είχε πάντα ενδιαφέρον για τον συνομιλητή της.
Όταν άρχισε να μεγαλώνει πολύ, με την αγωνία που η ηλικία προκαλεί, άρχισε να σκέφτεται τη διαθήκη της και αποφάσισε αυτό το σπίτι, το σπίτι της, να το αφήσει στην Ψυχαναλυτική Εταιρεία, ιδιαίτερα στους εκπαιδευόμενους, στο «μέλλον», όπως έλεγε, «στα παιδιά». Τότε, στα γενέθλιά της, έκανε ένα πάρτυ. Μας κάλεσε, τους τότε εκπαιδευομένους, να μας πει ότι αφήνει το σπίτι της στην Εταιρεία, ότι εκείνη θα φύγει και επιθυμεί να υπάρχει μια στέγη για την ψυχανάλυση στην Ελλάδα, να υπάρχουν θεμέλια, επιτέλους να στεριώσει. Ήξερε τις δυσκολίες που συνάντησε η ψυχανάλυση ώσπου να εγκατασταθεί στην Ελλάδα και μέσα από την προσωπική της πορεία.
Η Φρόσω ήταν άνθρωπος που χαιρόταν και ήθελε να υπάρχει χαρά στο σπίτι της, χαρά πνευματική, συζητήσεις ,ανταλλαγές, αλλά και χαρά γύρω από ένα τραπέζι με καλό κρασί και καλό μεζέ.
Οι εκπαιδευόμενοι της πρώτης σειράς αλλά και μερικοί άλλοι που ήταν κοντά της αποφάσισαν σ’ αυτή τη τη γιορτή να φτιάξουν μόνοι τους τους μεζέδες , σαν μια σπονδή στη μνήμη της, σαν μια ευχή για το σπίτι: « Σ’ αυτό το σπίτι που είμαστε πέτρα να μην ραγίσει και ο αφέντης του σπιτιού χίλια χρόνια να ζήσει».
ΕΥΗ ΖΑΧΑΡΑΚΟΠΟΥΛΟΥ
*Το κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο τεύχος 11 του Δελτίου της ΕΨΕ. Αναδημοσιεύεται με τη σύμφωνη γνώμη της κας Ε.Ζαχαρακοπούλου.
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΩΣΤΟΥΛΑΣ
Βιογραφικό Σημείωμα
Ο Γεώργιος Κωστούλας ήταν ψυχίατρος, διδάσκων ψυχαναλυτής της Ελληνικής Ψυχαναλυτικής Εταιρίας, καθώς και της Ελβετικής Ψυχαναλυτικής Εταιρίας και μέλος της Διεθνούς Ψυχαναλυτικής Ενώσεως (IPA). Έγινε αντεπιστέλλον μέλος της ΕΨΕ στις 6/7/1993 και τακτικό μέλος της ΕΨΕ στις 19/10/2001. Πριν ακόμα εγκατασταθεί στην χώρα μας συμμετείχε στις προσπάθειες της ίδρυσης ψυχαναλυτικών θεσμών στην Ελλάδα. Μετά την ίδρυση της Ελληνικής Ψυχαναλυτικής Εταιρείας ερχόταν τακτικά στη χώρας μας όπου συντόνιζε ένα σημαντικό κλινικό και θεωρητικό σεμινάριο για τις πρώιμες σχέσεις αντικειμένου, στα πλαίσια των εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων της ΕΨΕ. Πολλά μέλη και εκπαιδευόμενοι θυμούνται με ευγνωμοσύνη την συνάντηση μαζί του. Ήταν Ιδρυτικό μέλος και διδάσκων της Εταιρείας Ψυχαναλυτικής Ψυχοθεραπείας Ομάδας Ρωμανικής Ελβετίας (ARPAG) και της Ελληνικής Εταιρείας Ψυχαναλυτικής Ψυχοθεραπείας Ομάδας (ΕΕΨΨΟ).
Γιώργος Κωστούλας- Μερικές Αναμνήσεις
Γνώρισα τον Γιώργο Κωστούλα για πρώτη φορά όταν ήμουν ακόμα εκπαιδευόμενος σε ένα σεμινάριο του Πέτρου Χαρτοκόλλη που γινόταν στο σπίτι του στην Παιανία. Πρέπει να ήταν στις αρχές του ’90 αν θυμάμαι καλά. Ήταν τότε που ο Γιώργος Κωστούλας ζούσε και εργαζόταν ακόμα στη Γενεύη και επιθυμούσε να έρθει σε επαφή με την Ελληνική Ψυχαναλυτική Εταιρεία με τη σκέψη να μετοικήσει μελλοντικά στην Ελλάδα. Στο σεμινάριο είχε έρθει ως απλώς παρατηρητής και θυμάμαι ότι δεν μιλούσε πολύ. Όταν μίλαγε όμως (ήταν το σεμινάριο της τεχνικής με παρουσίαση κλινικού υλικού) μου είχε κάνει εντύπωση ο λόγος και η σκέψη του. Δεν καταλάβαινα πολλά ακόμα εκείνη την εποχή ως νέος εκπαιδευόμενος, αλλά τα όσα έλεγε απηχούσαν μέσα μου, σαν να είχε πιάσει κάτι ουσιαστικό από το κλινικό υλικό υπό συζήτηση.
Τα χρόνια πέρασαν και ο Γ. Κωστούλας εγκαταστάθηκε στη Ελλάδα το 2002, ως μέλος και διδάσκων αναλυτής της Ελληνικής Ψυχαναλυτικής Εταιρείας. Στα χρόνια που ακλούθησαν δεν είχαμε ιδιαίτερες επαφές, ούτε έτυχε να συνεργαστούμε πάνω σε κάποιο θέμα, μέχρι που έγινα τακτικό μέλος πλέον της ΕΨΕ και αργότερα διδάσκων. Τότε οι επαφές και οι συζητήσεις μας έγιναν κάπως ποιο συχνές. Η αρχική μου εντύπωση όμως από το σεμινάριο του Πέτρου Χαρτοκόλλη πρέπει να πω ότι ενισχύθηκε. Ο Γιώργος Κωστούλας είχε αυτό που θα λέγαμε, πραγματική ψυχαναλυτική σκέψη. Ήταν όπως τον περιέγραψε ο Κλύμης Ναυρίδης, συνεργάτης του επί σειρά ετών στην ομαδική ψυχοθεραπεία «ψυχαναλυτής μέχρι το μεδούλι».
Μπορεί να μη συμφωνούσες πάντα μαζί του όμως, ο συλλογισμός του ήταν πάντα ουσιαστικός και ο λόγος του άμεσος, κάτι που δεν συναντάμε συχνά.
Δεν γνωρίζω πολλά για τις επιρροές που διαμόρφωσαν τη ψυχαναλυτική σκέψη του Γιώργου Κωστούλα. Ξέρω όμως ότι είχε συνεργαστεί με πολλούς γνωστούς αναλυτές από το Παρίσι και τη Γενεύη. Επίσης, ότι είχε επηρεαστεί και από τη Κλαϊνική σχολή του Λονδίνου συμμετέχοντας επί σειρά ετών στο σεμινάριο της Hanna Segal η οποία ερχόταν τακτικά στη Γενεύη. Έτσι, η σκέψη του ήταν αποτέλεσμα θα έλεγα μιας γόνιμης διασταύρωσης αυτών των δυο σημαντικών ψυχαναλυτικών ρευμάτων.
Τον Γ.Κ. ως άνθρωπο, τον γνώρισα κυρίως μέσα από τις συναντήσεις μας στα πλαίσια της Εταιρείας και κατά καιρούς για έναν καφέ όπου ‘τα λέγαμε’, κάτι που γινόταν λίγο ποιο συχνά προς τα τελευταία του χρόνια. Στις συγκεντρώσεις της ΕΨΕ δεν μιλούσε συχνά, αλλά είχε πάντα το θάρρος της γνώμης του, ακόμα και όταν αυτό πήγαινε ‘ενάντια στο ρεύμα’.
Στην τελευταία περίοδο της ζωής του ο ΓΚ άλλαξε και πάλι τόπο κατοικίας και εργασίας, αυτή τη φορά πηγαίνοντας στην αγαπημένη του Μυτιλήνη. Εκεί μέσω της δουλειάς του, μέσω των εποπτειών και των ομάδων ευαισθητοποίησης στη ψυχαναλυτική σκέψη που οργάνωνε στη ψυχιατρική κλινική του τοπικού νοσοκομείου, μπόρεσε να αγγίξει πολλούς ανθρώπους της ψυχικής υγείας και του υγειονομικού στο ψυχαναλυτικό τρόπο σκέψης και κατανόησης του ανθρώπινου ψυχισμού. Νομίζω ότι η προσφορά του αυτή ήταν πολύ μεγάλη, και με όσους έχω μιλήσει τον θυμούνται με ιδιαίτερη εκτίμηση και συμπάθεια για την προσφορά του αυτή.
Ο Γιώργος Κωστούλας ήταν ένας βαθυστόχαστος σύνθετος άνθρωπος, πιστός στις αρχές του και στη ψυχανάλυση, ακόμα και όταν αυτό τον ξεχώριζε και τον απομόνωνε κάπως από τη ‘λογική’ της ομάδας. Νομίζω όμως ότι ήταν και βαθειά ανθρώπινος, άκουγε, ακόμα και όταν δεν συμφωνούσες μαζί του. Πάντως, πρώην αναλυόμενοι, εποπτευόμενοι αλλά και όσοι τους είχε αγγίξει ως άνθρωπος και ψυχαναλυτής, τον θυμούνται με ευγνωμοσύνη για όσα τους είχε προσφέρει. Και εγώ με τη σειρά μου, χαίρομαι που είχα την ευκαιρία να συναντηθώ με τον άνθρωπο και ψυχαναλυτή Γιώργο Κωστούλα, και για τα όσα μου έδωσε η γνωριμία και η φιλία μας όλα αυτά τα χρόνια.
Δημήτρης Τζάκσον
ΟΛΓΑ ΠΑΝΟΠΟΥΛΟΥ-ΜΑΡΑΤΟΥ
Τα μέλη και οι εκπαιδευόμενοι της Ελληνικής Ψυχαναλυτικής Εταιρείας αποχαιρέτησαν στις 25 Ιανουαρίου 2024 μια μεγάλη κυρία της Ελληνικής Ψυχανάλυσης, την Όλγα Πανοπούλου Μαράτου, πού έφυγε από τη ζωή μετά από σύντομη ασθένεια.
Η Όλγα Πανοπούλου- Μαράτου γεννήθηκε στην Αθήνα. Μετά το τέλος των εγκύκλιων σπουδών της πήγε στη Γενεύη όπου σπούδασε κλινική ψυχολογία και ειδική αγωγή δίπλα στον Jean Piaget. Στη συνέχεια εργάστηκε επί δεκαετία ως κλινική ψυχολόγος και ερευνήτρια στο Παιδοψυχιατρικό Τμήμα του St Mary’s Hospital στο Λονδίνο. Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1974 όπου εργάστηκε στο Κέντρο Βρεφών «Μητέρα», στο Τμήμα Ψυχολογικής Ιατρικής του Νοσοκομείου Παίδων « Αγία Σοφία», ενώ διετέλεσε για πολλά χρόνια επιστημονική υπεύθυνη στη θεραπευτική μονάδα « Περιβολάκι».
Το 1981 εξελέγη αναπληρώτρια καθηγήτρια στη σχολή Φιλοσοφικών και Κοινωνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κρήτης και στη συνέχεια εξελέγη μέλος ΔΕΠ στο τμήμα Εκπαίδευσης και Αγωγής στην Προσχολική Ηλικία του Πανεπιστημίου Αθηνών. Διετέλεσε καθηγήτρια Κλινικής Ψυχολογίας στο ίδιο τμήμα.
Η Όλγα Πανοπούλου- Μαράτου άρχισε την ψυχαναλυτική εκπαίδευσή της στην ΕΨΕ έχοντας ως αναλύτρια την Αθηνά Αλεξανδρή. Εξελέγη διδάσκουσα αναλύτρια της ΕΨΕ και της Διεθνούς Ψυχαναλυτικής Ένωσης, ενώ διετέλεσε διευθύντρια εκπαίδευσης, συντονίστρια του προγράμματος εκπαίδευσης στην ψυχανάλυση παιδιών και εφήβων και συντονίστρια στο τμήμα εκδόσεων της ΕΨΕ. Υπό την καθοδήγησή της εκδόθηκαν περισσότερες από δέκα μονογραφίες.
Η Όλγα Πανοπούλου- Μαράτου διετέλεσε μέλος της Ελληνικής Εταιρείας Ψυχαναλυτικής Ψυχοθεραπείας Παιδιού και Εφήβου , πρόεδρος του Συλλόγου Ελλήνων Ψυχολόγων και υπεύθυνη σύνταξης του περιοδικού ‘ Ψυχολογικά Θέματα’.
Άφησε πίσω της μια κόρη, ένα γιό και δύο εγγονούς.
Τα μέλη και οι εκπαιδευόμενοι της ΕΨΕ θα τη θυμούνται για την ακεραιότητα του χαρακτήρα της, την προσήλωσή της στην ψυχαναλυτική θεωρία και κλινική και το ιδιαίτερο ενδιαφέρον της για τους ψυχαναλυτικούς θεσμούς.
* Πληροφορίες για το βιογραφικό σημείωμα της Όλγας Πανοπούλου-Μαράτου αντλήθηκαν από την ιστοσελίδα του Συλλόγου Ελλήνων Ψυχολόγων.
ΣΤΑΥΡΟΣ ΜΕΝΤΖΟΣ
(1930-2015)
Βιογραφικό Σημείωμα
Ο Σταύρος Μέντζος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1930. Σπούδασε Ιατρική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και στη συνέχεια ειδικεύτηκε στην Νευρολογία-Ψυχιατρική στην Πανεπιστημιακή κλινική του Αμβούργου. Αναγορεύτηκε σε διδάκτορα της Ιατρικής σχολής του Αμβούργου το 1960. Στην ίδια πόλη ολοκλήρωσε την ψυχαναλυτική του εκπαίδευση και στη συνέχεια μετέβη στη Φρανκφούρτη, στο Πανεπιστήμιο της οποίας εξελέγη καθηγητής και διευθυντής του νεοσυσταθέντος τμήματος Ψυχοθεραπείας και Ψυχοσωματικής. Ταυτόχρονα απέκτησε τον τίτλο του διδάσκοντος αναλυτή της Γερμανικής Ψυχαναλυτικής Εταιρείας. Ο Σταύρος Μέντζος είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη μελέτη της θεωρίας και της εφαρμογής ψυχαναλυτικών τεχνικών στη θεραπεία των ψυχώσεων. Πέθανε στις 16/5/2015 στη Γερμανία, αφήνοντας πίσω του πλούσιο συγγραφικό έργο που κάλυπτε ευρύ φάσμα θεμάτων της Ψυχιατρικής και της Ψυχανάλυσης. Η ΕΨΕ τον τίμησε με τον τίτλο του επίτιμου μέλους της.
ΜΝΗΜΗ ΣΤΑΥΡΟΥ ΜΕΝΤΖΟΥ
Γνώρισα τον Σταύρο Μέντζο τον Νοέμβριο του 1990. Έδωσα σ’ αυτόν μια από τις συνεντεύξεις για την επιλογή μου ως εκπαιδευόμενη στο study group της Ελληνικής Ψυχαναλυτικής Εταιρείας. Η στάση του στη συνέντευξη και η προσωπικότητά του, ήπια, σκεπτόμενη, αλλά ζεστή, μου είχαν αφήσει μια ανάμνηση τρυφερότητας και αποδοχής.
Αργότερα μέσα στα χρόνια γνώρισα τον Νίκο Τζαβάρα και άκουσα απ’ αυτόν να μιλάει με ενθουσιασμό και θαυμασμό για τη προσωπικότητα του Σταύρου Μέντζου και τη δουλειά του πάνω στην ψυχαναλυτική κατανόηση και θεραπεία των ψυχωτικών ασθενών.
Είχα δύο λόγους να μελετήσω τις σκέψεις του. Ήξερα καλά γερμανικά και εργαζόμουνα , ήδη από πολλά χρόνια, με ψυχωτικούς ασθενείς. Στα κείμενά του βρήκα τα εφόδια εκείνα που με βοήθησαν να προσεγγίσω και να λειτουργήσω θεραπευτικά με ανθρώπους που χαρακτηρίζουμε ως βαριά διαταραγμένους ασθενείς.
Ο Σταύρος Μέντζος (1930 – 2015) γεννήθηκε το 1930 στην Αθήνα, όπου και σπούδασε ιατρική. Μετά την εκπλήρωση των στρατιωτικών του υποχρεώσεων, έφυγε για τη Γερμανία και εξειδικεύτηκε στην ψυχιατρική. Το 1969 έγινε ψυχαναλυτής. Υπήρξε διδάσκων ψυχαναλυτής της Γερμανικής Ψυχαναλυτικής Εταιρείας (DPV) και καθηγητής στο τμήμα «Ψυχοσωματικής και Ψυχοθεραπείας» στο Πανεπιστήμιο της Φρανκφούρτης (1971- 1995). Άρχισε να ερευνά την ψυχαναλυτικά προσανατολισμένη ψυχοθεραπεία σε σχιζοφρενικές και συναισθηματικές ψυχώσεις από τα τέλη της δεκαετίας του ’70. Στις αρχές του ’90 άρχισε να ασχολείται με τις ψυχοκοινωνικές όψεις του πολέμου και τη ψυχοδυναμική των θεσμών. Μετά τη συνταξιοδότησή του, το 1995, ασχολήθηκε κυρίως με εποπτείες ομάδων και θεσμών που εργάζονται με ψυχωτικούς ασθενείς και το 1996 μαζί με τους συνεργάτες του ίδρυσε το « Πρόγραμμα Ψύχωση της Φρανκφούρτης»(« Frankfurter Psychose Projekt») και εξέδιδε το περιοδικό «Φόρουμ της Ψυχαναλυτικής Θεραπείας των Ψυχώσεων» (« Forum der Psychoanalytischen Psychosentherapie»). Μέχρι τον αιφνίδιο θανατό του στις 16 Μαίου 2015 συνέχιζε τις ψυχοκοινωνικές του μελέτες και έδινε συχνά διαλέξεις στον γερμανόφωνο χώρο. Είχε δώσει και στην Αθήνα τρείς διαλέξεις στην αρχή της δεκαετίας του 2000.
Το χαρακτηριστικό του Μέντζου είναι ο πραγματισμός (Pragmatismus). Ήθελε να γίνεται κατανοητός και να είναι αποτελεσματικός.
Κατάφερε να αναπτύξει μια θεωρία για τις ψυχώσεις που να στηρίζεται και να επαληθεύεται στη κλινική πράξη και να φέρνει χειροπιαστά θεραπευτικά αποτελέσματα.
Δεν εγκλωβίζεται σε θεωρείες. Χρησιμοποιεί τις θεωρίες ως εργαλεία στην εργασία του, η οποία θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως η αναζήτηση της εσωτερικής σύνδεσης μεταξύ έρευνας και θεραπείας.
Μαζί με την ομάδα των στενών συνεργατών του κατάφερε μέσα στις τελευταίες δεκαετίες (συστηματικά από το 1984) να αναπτύξει τη θεωρία ότι « ... οι ψυχικές διαταραχές δεν είναι σε καμία περίπτωση μόνο διαταραχές. Δεν είναι μόνο απώλειες ή δυσλειτουργικότητες. Δεν είναι μόνο δυσάρεστες διαδικασίες που επηρεάζουν τη ζωή και την ευημερία του ανθρώπου και τον οδηγούν στην απόγνωση και στην απελπισία ή στον αποπροσανατολισμό και την αποσύνθεση. Είναι ταυτόχρονα και πρότυπα συμπεριφοράς και εμπειρίας με μια δική τους δυναμική και κατά κάποιον τρόπο, ακόμα και με μια δική τους λειτουργία.
Δεν είναι μόνο καταστάσεις που τις υποφέρει κανείς παθητικά. Είναι αντιδράσεις, στρατηγικές και μηχανισμοί που κινητοποιούνται ενεργητικά, αν και τις περισσότερες φορές ασυνείδητα, με τέτοιο τρόπο που να μπορεί να μιλήσει κανείς παράδοξα για μια λειτουργία μέσα στη δυσλειτουργικότητα»
Ευτύχησα να μαθητεύσω κοντά του για τέσσερα χρόνια από το 2011 μέχρι το θάνατό του το 2015. Η υγεία του ήταν σοβαρά επιβαρυμένη και δεν μπορούσε να ταξιδέψει μακριά από τον τόπο που κατοικούσε. Είχαμε μια συνεδρία κάθε εβδομάδα συστηματικά και τον επισκεφτόμουνα στη Φρανκφούρτη κάθε δύο μήνες περίπου.
Θέλω να παραθέσω τα λόγια με τα οποία ο ίδιος κλείνει τον πρόλογο του βιβλίου του « Εγχειρίδιο της Ψυχοδυναμικής. Η Λειτουργία της Δυσλειτουργικότητας των ψυχικών Διαταραχών» («Lehrbuch der Psychodynamik. Die Funktion der Dysfunktionalität psychischer Störungen ») γιατί, κατά τη γνώμη μου, σκιαγραφούν με τον καλύτερο τρόπο τον άνθρωπο που εγώ γνώρισα, τον επιστήμονα, τον ψυχαναλυτή, τον θεραπευτή, τον δάσκαλο.
«Στο τέλος θα ήθελα να ευχαριστήσω ιδιαίτερα τη γυναίκα μου Ro, η οποία συνεισέφερε στην σύνταξη αυτού του βιβλίου με τις συνεχείς κριτικές παρατηρήσεις της που αφορούσαν τη πραγματικότητα της ζωής, αλλά και με τη μόνιμη υπενθύμηση, η προσέγγιση στα θέματα του βιβλίου να μην είναι μονο ψυχρά επιστημονική, αλλά να έχει και μια ανθρώπινη διάσταση. Ζητούσε να αποφευχθεί κάθε άκαμπτη εγκεφαλικότητα με την ελπίδα η παρουσίαση των θεμάτων να αγγίζουν τη ζωή, γιατί στο κάτω κάτω αυτό είναι ένα βιβλίο που αφορά το πεπρωμένο των ανθρώπων».
Εύη Πάσχου
15/11/2020
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ (ΑΥΡΑ) ΜΠΕΡΑΤΗ
Βιογραφικό σημείωμα
Η Σταυρούλα( Αύρα) Μπεράτη γεννήθηκε στον Πειραιά. Σπούδασε ιατρική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών όπου είχε την πρώτη επαφή της με την ψυχανάλυση μέσα από τη ματιά του τότε καθηγητή Νευρολογίας και Ψυχιατρικής, Δημήτρη Κουρέτα. Στη συνέχεια μετέβη στις ΗΠΑ όπου ειδικεύτηκε στην Ψυχιατρική και στην Παιδοψυχιατρική και ταυτόχρονα άρχισε την ψυχαναλυτική εκπαίδευσή της στο New York Psychoanalytic Institute. Διετέλεσε Επίκουρη Καθηγήτρια στο Albert Einstein College of Medicine όπου και συνεργάστηκε με τους Fred Pine και Paulina Kernberg. Στα μέσα της δεκαετίας του ’70 αποφάσισε να γυρίσει στην Ελλάδα. Ο σύζυγός της Νίκος Μπεράτης εξελέγη καθηγητής Παιδιατρικής στο νεοσύστατο τμήμα Ιατρικής του Πανεπιστημίου Πατρών. Στο ίδιο τμήμα εξελέγη καθηγητής Ψυχιατρικής ο Πέτρος Χαρτοκόλλης ο οποίος , επίσης, επέστρεψε από τις ΗΠΑ. Η Αύρα Μπεράτη εξελέγη, αρχικά, επίκουρη καθηγήτρια Ψυχιατρικής-Παιδοψυχιατρικής στο ίδιο τμήμα. Με τον Πέτρο Χαρτοκόλλη, την Άννα Ποταμιάνου, τον Παναγιώτη Σακελλαρόπουλο και την Αθηνά Αλεξανδρή, αποτέλεσαν τον πρώτο ψυχαναλυτικό πυρήνα γύρω από τον οποίο ιδρύθηκε η Ελληνική Ψυχαναλυτική Εταιρεία. Εξέλέγη διδάσκουσα αναλύτρια της Ελληνικής Ψυχαναλυτικής Εταιρείας και ανέβηκε στην ανώτατη βαθμίδα της πανεπιστημιακής ιεραρχίας στο τμήμα Ιατρικής του Πανεπιστημίου Πατρών του οποίου διετέλεσε καθηγήτρια Ψυχιατρικής – Παιδοψυχιατρικής και Ψυχανάλυσης και διευθύντρια της Ψυχιατρικής κλινικής ως το 2009. Ταυτόχρονα με τα διδακτικά και εποπτικά καθήκοντα, διετέλεσε Πρόεδρος της ΕΨΕ και συντονίστρια του προγράμματος εκπαίδευσης ψυχαναλυτών παιδιών και εφήβων της ΕΨΕ. Είχε αξιόλογη κλινική και ερευνητική εργασία και άρθρα της δημοσιεύτηκαν σε έγκυρες ψυχιατρικές και ψυχαναλυτικές επιθεωρήσεις και βιβλία. Πέθανε το Μάρτιο του 2023 αφήνοντας πίσω της το σύζυγό της Νίκο, τα παιδιά της Ίωνα και Δάφνη και τα δυο εγγόνια της για τα οποία, πάντα, μιλούσε με αγάπη και τρυφερότητα. Όλοι οι μαθητές της, οι συνάδελφοί της στην ΕΨΕ θα τη θυμόμαστε για την ευγένειά της, το κλινικό ήθος της, την ευρύτητα του πνεύματός της , την ικανότητά της να διατηρεί μια ψύχραιμη ματιά στα πράγματα ακόμη και στις πιο δύσκολες στιγμές και την αφοσίωσή της και το ενδιαφέρον της για την ΕΨΕ που παρέμεινε σταθερό ως τις τελευταίες στιγμές της ζωής της.
ΑΝΔΡΕΑΣ ΓΚΟΡΙΝΗΣ
Γιορτάζοντας την ζωή της Αύρας Μπεράτη
Για να αποχαιρετήσουμε την Αύρα Μπεράτη μαζευόμαστε τώρα νοερά εδώ, σε αυτό το αφιέρωμα στην μνήμη της, και γιορτάζουμε την ζωή της. Την πρωτοσυνάντησα στην Νέα Υόρκη, με τον Νίκο, τον άνδρα της, στο σπίτι του παιδιάτρου Στέφανου Μανταγού, τον καιρό που ετοιμάζονταν με τον Πέτρο Χαρτοκόλλη να μετοικίσουν στην Πάτρα για να ιδρύσουν το νέο Πανεπιστήμιο.
Θα θυμηθώ τώρα ορισμένα σημεία όπου πραγματικά συναντήθηκα με την Αύρα στην κοινή μας πορεία στην Ελληνική Ψυχαναλυτική Εταιρεία. Σε κάθε συνάντησή μας η λέξη «αξία» χρειαζόταν για να περιγράψει την εμπειρία. Η Αύρα ήταν ψυχαναλύτρια. Και αυτό ήταν επαρκές.
Η Αύρα χαιρόταν την επιστροφή στην πατρίδα. Αγαπούσε την ζωή ως μια άμεση και ζωτική εμπειρία του είναι. Την ανησυχούσε όμως η κρίση των αξιών, στην ελληνική κοινωνία και στην Εταιρεία μας. Ήταν μια «σταθερή αξία» έλεγαν οι εκπαιδευόμενοι. Ήταν δασκάλα. Δεν είχε καθόλου τον αμυντικό διδακτισμό αυτών που λένε με ύφος «θα σου πω εγώ πώς έχουν τα πράγματα» αντί να αφήσουν τον εκπαιδευόμενο να το ανακαλύψει μόνος του. Δεν καταλάβαινε πως είναι δυνατόν νέα χαρισματικά παιδιά να εισέρχονται στο Πανεπιστήμιο ή/και στην εκπαίδευση στην Ψυχαναλυτική Εταιρεία και στην πορεία να καταστρέφεται ο αυθορμητισμός, η αυθεντικότητα και η δημιουργικότητά τους από το σύστημά μας.
Η Αύρα πίστευε ότι η συμπάθεια– η ικανότητα να αναγνωρίζουμε τις ομοιότητες με τον άλλον εαυτόν μας, παρά τις διαφορές μας - παίζει ουσιαστικό ρόλο στην κρίση μας. Πίστευε συμφωνώντας με τον Winnicott, ότι η μητέρα, η αναλύτρια, η δασκάλα, δεν είναι μόνο αντικείμενο που ικανοποιεί-στερεί τις ενορμήσεις, είναι επίσης ένα περιβάλλον που παρέχει τις βασικές προϋποθέσεις ώστε η ικανοποίηση να έχει αξία, σημασία, και νόημα. Η ψυχανάλυση δεν κάνει για όλους και δυνητικά είναι επικίνδυνη, διότι εξ αιτίας της παλινδρόμησης και των ερμηνειών και των αναπόφευκτων λαθών του ψυχαναλυτή αναμοχλεύονται πρώιμες αποτυχίες της μητρικής φροντίδας με αποτέλεσμα της αναβίωση μιας σωματικής ή ψυχικής κατάρρευσης.
Η ικανοποίηση μιας ενόρμησης είναι άνευ αξίας εάν το παιδί δεν μπορεί να την βιώσει μέσα – να την απαρτιώσει, να την εντάξει - στο εγώ του. Αντίθετα μπορεί να παρα-βιάζει την λειτουργία του εγώ μια τέτοια ικανοποίηση. Η μητέρα δίπλα στο βρέφος, είναι η μητέρα περιβάλλον, το βοηθητικό εγώ που ενισχύει το εγώ του για να παίξει, και να καταστήσει την ενόρμηση πράξη κίνησης προς το αντικείμενο, προσωπική.
Η Αύρα συμφωνούσε με τον Freud, ότι η ηθική του βρέφους, θεμελιώνεται από την πρώτη χειρονομία του την οποία η μητέρα ερμηνεύει ως ένδειξη του αληθούς εαυτού που αναδύεται αυτόνομος και αξιώνει να αναγνωρισθεί.
Η ειδική απόκριση της μητέρας δίνει νόημα και αξία επικοινωνίας στην χειρονομία του. Σε αυτήν την επικοινωνία θεμελιώνεται η ηθική, το ήθος, ο τρόπος που το σώμα γίνεται το ενδιαίτημα όπου ενοικεί η ψυχή, ο τρόπος που το βρέφος συνδέει την ψυχή με το σώμα, ενώ οι επενδύσεις του έλκουν την επιθυμία του να γνωρίσει, διστάζει, πλησιάζει, παίρνει, ιδιοποιείται, βρίσκει και δημιουργεί σταδιακά το αντικείμενο, ένα κομμάτι του κόσμου κάθε φορά.
Η Αύρα ήταν ήπιος, προσηνής, στοχαστικός άνθρωπος. Δεν άντεχε τον λαϊκισμό και την επιδειξιμανία. Αναγνώριζε ότι συχνά ανακύπτουν συγκρούσεις και προβλήματα μεταξύ νεότερων και παλιότερων συναδέλφων, ιδιαίτερα μεταξύ κρινόμενων και κριτών. Ουδέποτε θεώρησε ότι το να είναι κανείς ναρκισσιτικά γοητευτικός είναι η λύση. Επίσης όμως ποτέ δεν θεώρησε ότι το να γίνεται κανείς αυστηρός είναι η λύση. Προσπαθούσε να καταλάβει και να πράξει αμερόληπτα, αντικειμενικά. Δεν άντεχε τον ναρκισσιστικό χαρακτήρα που όσο σαγηνεύεσαι μαζί του σε εξυψώνει και όταν διαφφωνείς μαζί του σε θεωρεί βλάκα.
Πίστευε ότι η κρίση μας μας είναι υποκειμενική. Βασίζεται σε γεγονότα που δημιουργούμε από κοινού με τους άλλους. Τα γεγονότα, όπως δεν είναι ‘πράγματα’ μέσα στον φυσικό χώρο. Δεν μπορούμε με κανέναν τρόπο να ορίσουμε την θέση από την οποία βλέπουμε τα γεγονότα ώστε να μας δώσουν την αντικειμενική πραγματικότητα. Τα γεγονότα καθορίζονται από το ασυνείδητο που δεν είναι πουθενά να το εντοπίσουμε αντικειμενικά.
Είμαστε όλοι εν δυνάμει ικανοί να διαφθαρούμε από κολακείες και δωροδοκίες. Είναι πιο εύκολο από την νόμιμη αυταπάτη να πάμε στο παραλήρημα της παντοδυναμίας, παρά να αντέξουμε την οδύνη της λύσης της αυταπάτης και την εισαγωγή της αρχής της πραγματικότητας. Επίσης μάς είναι εύκολο να ακούμε απλές ξεκάθαρες εντολές και να τις εκτελούμε σαν συνταγές ευτυχίας, παρά να σκεφτόμαστε.
«Σωτήρη μου, πώς βλέπεις τα πράγματα», με ρωτούσε στο τηλέφωνο. Πάντα αγρυπνούσε.
Σε ένα ακόμα σημείο συνάντησα την Αύρα! Ήταν ένας πρακτικός άνθρωπος. Το ερώτημα που έθετε ήταν αν πιστεύουμε ότι έχουμε δικαίωμα να ζούμε καλά. Αν το πιστεύουμε αυτό οφείλουμε, σαν μια μητέρα, να φροντίζουμε με τρυφερότητα και να υπερασπιζόμαστε μαχητικά τον κόσμο μας. Η εργασία του πένθους συνεπάγεται για τον καθένα μας να αποζημιωθεί με ένα υποκατάστατο του απωλεσθέντος αντικειμένου αγάπης. Όχι να το αντικαταστήσουμε αλλά να το υποκαταστήσουμε συμβολικά. Για μένα το υποκατάστατο είναι η χαρά που παίρνω διαβάζοντας τα κείμενα των σεμιναρίων για την ψυχανάλυση των παιδιών που ξεκινήσαμε μαζί με την Αύρα.
Σωτήρης Μανωλόπουλος
Κηφισιά , 12 Ιουνίου, 2023
Η Αύρα Μπεράτη ήταν προσηνής και γενναιόδωρη. Με την ευγένεια και το ήθος που την ξεχώριζαν, μοιραζόταν απλόχερα τη γνώση και την εμπειρία της. Καθηγήτρια Ψυχιατρικής, και Διδάσκουσα Ψυχαναναλύτρια της ΕΨΕ και της Διεθνούς Ψυχαναλυτικής Ένωσης, τη χαρακτήριζε ένας εγκρατής ενθουσιασμός, μέσω του οποίου επικοινωνούσε την ουσιαστικά κατακτημένη τεχνική της ψυχανάλυσης, την οποία μετέδιδε με λεπτομέρεια και σαφήνεια.
Η πολυδιάστατη και βαθιά εσωτερικευμένη αυτή τεχνική, της επέτρεπε να γνωρίζει και να πιστεύει στην αποτελεσματικότητα αλλά και τους περιορισμούς της ψυχανάλυσης. Είχε ξεκάθαρη άποψη για τις διαδικασίες που πρέπει κανείς να ακολουθήσει για να εκπαιδευτεί στην ψυχανάλυση, αυστηρά και μόνο μέσα στο πλαίσιο της θεσμικά αναγνωρισμένης εκπαίδευσης. Πίστευε πως μόνο μέσα από μια τέτοια πορεία θα μπορούσε να διαμορφώσει ο εν δυνάμει ψυχαναλυτής την αναλυτική του ταυτότητα και τη δυνατότητα να λειτουργεί συνθετικά ως θεραπευτής και άρα ως αντικείμενο ταύτισης με στόχο την εξέλιξη και το όφελος του αναλυόμενου. Η εφαρμογή των κανόνων που διέπουν το πλαίσιο της εκπαίδευσης και της θεραπείας, αποτελούν βασικά στοιχεία στη σκέψη της Αύρας Μπεράτη. Με τον γνώριμο ήπιο τρόπο της, απαιτούσε τη διατήρηση της καθαρότητας της σκέψης, όσον αφορά τη μέθοδο, τις παρεμβάσεις στη θεραπεία και την ευρύτερη αξιολόγηση και κατανόηση της πορείας μιας ανάλυσης.
Η Αύρα Μπεράτη αγαπούσε τη ζωή και είχε μία ανοιχτή ματιά απέναντι στα πράγματα. Συνδύαζε τη στιβαρότητα της προσωπικότητας της με μία ζωηρή, νεανική διάθεση, χαρακτηριστική της ψυχικής της ευελιξίας. Πλαισίωνε και ενίσχυε τους μαθητές της ενθαρρύνοντας την εξέλιξη και τη δημιουργικότητα τους, αλλά και την ανάπτυξη της δικής τους θέσης και φωνής μέσα στην ψυχανάλυση. Τους φρόντισε ακούραστα μέχρι το τέλος της ζωής της. Ευχόμαστε να πορευόμαστε με τη σκέψη της μέσα μας.
Μαριλού Φωκά & Μάγδα Χατζηδημήτρη
ΝΙΚΟΣ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ
(1927-2016)
Βιογραφικό Σημείωμα
Ο Νίκος Νικολαϊδης γεννήθηκε στην Θεσσαλονίκη στις 22/7/1927. Σπούδασε Ιατρική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και ειδικεύτηκε στη Νευρολογία-Ψυχιατρική στο Αιγινήτειο Νοσοκομείο. Εργάστηκε ως επιμελητής στη Νευρολογική κλινική του νοσοκομείου Ευαγγελισμός και αναγορεύτηκε διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Αθηνών. Συνέχισε τις σπουδές του στην Ψυχιατρική στο Παρίσι (1960-1964). Εργάστηκε στο Κέντρο Ψυχικής Υγιεινής από το 1964 ως το 1967 οπότε και εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Γενεύη της Ελβετίας. Εκεί ολοκλήρωσε την ψυχαναλυτική εκπαίδευσή του. Διετέλεσε διδάσκων αναλυτής της Ελβετικής Ψυχαναλυτικής Εταιρείας και πρόεδρος του Γαλλόφωνου τμήματός της. Επιπλέον εξελέγη καθηγητής Ψυχιατρικής και Ψυχανάλυσης στο Πανεπιστήμιο της Γενεύης. Συνδέθηκε με την Ψυχοσωματική Σχολή των Παρισίων και ίδρυσε την Ψυχοσωματική Εταιρεία της Γενεύης, συμβάλλοντας στην ευαισθητοποίηση και εκπαίδευση πολλών επαγγελματιών ψυχικής υγείας στην Ψυχοσωματική. Βοήθησε στην εκπαίδευση νέων ψυχαναλυτών της νεοσύστατης Ελληνικής Ψυχαναλυτικής Εταιρείας, αναλαμβάνοντας την οργάνωση σεμιναρίων και τη διεξαγωγή εποπτειών. Πέθανε στις 8/7/2016 στη Γενεύη , αφήνοντας πίσω του σημαντικό συγγραφικό έργο. Η ΕΨΕ τον τίμησε με τον τίτλο του επίτιμου μέλους της.
ΜΝΗΜΗ ΝΙΚΟΥ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗ *
Ο συνάδελφος και φίλος Νίκος Νικολαΐδης, ψυχίατρος, ψυχαναλυτής και ψυχοσωματιστής, δεν είναι πλέον μαζί μας. Άφησε πριν λίγους μήνες αυτόν τον κόσμο τον τόσο μάταιο, τον τόσο ηδονικό, τον τόσο επώδυνο, τον τόσο παράλογο, στη Γενεύη, τον τόπο που διάλεξε σαν δεύτερη πατρίδα του. Προηγήθηκε πριν τέσσερα χρόνια η απώλεια της συζύγου του Γκρατσίελα, η οποία υπήρξε μια εξαιρετική γυναίκα, πολύτιμος συνταξιδιώτης του Νίκου στην ζωή και στις επιστημονικές του αναζητήσεις. Ίσως η Γκρατσιέλα να αποτέλεσε ένα σημαντικό κίνητρο για την μεταναστασευσή στις όχθες της λίμνης Λεμάν.
Ο Νίκος γιός μιας αστικής οικογένειας, είχε πατέρα γιατρό ήταν αδελφός του λογοτέχνη και ψυχιάτρου Αριστοτέλη Νικολαΐδη και της Κωνσταντίνας Νικολαΐδη. Και τα τρία αδέλφια πήραν μέρος στην εθνική αντίσταση και ταλαιπωρήθηκαν για την δράση τους. Ο Νίκος έκανε τις βασικές σπουδές στην Ιατρική σχολή της Αθήνας και ειδικεύτηκε στην νευρολογία και στην ψυχιατρική στο Αιγηνήτειο Νοσοκομείο, ενώ εργάστηκε ως επιμελητής στον Ευαγγελισμό.
Η δίψα του για εμβάθυνση των γνώσεών του, τον οδήγησε το 1960, για κάποιο διάστημα, στο Παρίσι, κέντρο σημαντικό στην ψυχιατρική και την ψυχανάλυση. Εκεί Παρακολούθησε τις σχετικές επιστημονικές δραστηριότητες στο νοσοκομείο Saint Anne και στο κέντρο Alfred Binnet και επωφελήθηκε της διδασκαλίας των S. Lebovici, R. Diatkine, του ζεύγους Kestemberg και άλλων.
Στην Αθήνα δραστηριοποιήθηκε από το 1964 έως το 1967, στο κέντρο ψυχικής υγιεινής, που διοικούσε η Άννα Ποταμιάνου και εντάχθηκε στο επιστημονικό δυναμικό του "Στουπαθείου" ιδρύματος για παιδιά με νοητική υστέρηση. Την ευθύνη του κέντρου η Α. Ποταμιάνου είχε αναθέσει στον Καλαντζή, παιδαγωγό και ο οποίος είχε διωχθεί λόγω αριστερών του πεποιθήσεων. Ο Καλαντζής, μαζί με το ζεύγος Δρόσου, και τις παιδαγωγούς Σαμανίδου και Ρώτα, τον Νίκο και άλλους επαγγελματίες της ψυχικής υγείας έκαναν σε αυτή τη δομή μια αξιόλογη θεραπευτική εργασία, ειδικά αν σκεφτούμε την επικρατούσα ασυλιακή ψυχιατρική πολιτική στην Ελλάδα. Μέσα από το εκπαιδευτικό πρόγραμμα του κέντρου ψυχικής υγιεινής, που είχε ψυχοδυναμική κατεύθυνση, ήρθε σε επαφή και με σημαντικούς ψυχαναλυτές από το εξωτερικό (ΗΠΑ, Γαλλία,) οι οποίοι είχαν προσκαλούνταν τότε τακτικά για ομιλίες και σεμινάρια. Σε αυτό το πλαίσιο άνθησε το ενδιαφέρον του για την ψυχανάλυση.
Το 1967, μετά το στρατιωτικό πραξικόπημα στη χώρα μας, που συνέβη την ίδια μέρα που πέθανε η μητέρα του, ο Νίκος εγκαθίσταται οριστικά στην Γενεύη. Ίσως ο θάνατος της μητέρας του να ήταν ένας ισχυρός παράγοντας να αφήσει την "μητερα πατρίδα", που στενάζε κάτω από την μπότα της της χούντας. Ίσως ο Νίκος αναζητούσε στην Γενεύη ένα καταφύγιο για να εργαστεί πάνω στις απώλειες, να πραγματοποιήσει την απαιτούμενη διαδικασία του πένθους. Η Γκρατσιέλα εξ άλλου με την απαράμιλλη διαισθητικότητά της και την αγάπη της για την κλασσική Ελλάδα, ήταν ένα αξιόπιστο στήριγμα . Εξ άλλου, εκείνη την περίοδο, η Γενεύη, ήταν μια πόλη ελκυστική για ένα νέο ψυχίατρο, διότι πέραν του γεγονότος ότι αποτελούσε κέντρο με μεγάλη ψυχαναλυτική παράδοση, οι πανεπιστημιακές ψυχιατρικές δομές στο καντόνι της Γενεύης, στις οποίες εντάχθηκε ο Νίκος, διοικούνταν από τον χαρισματικό Julian de Ajuriaguerra, έναν από τους σημαντικότερους ψυχιάτρους της εποχής, ο οποίος πλαισιώνονταν από τους G. Garonne, A. Haynal, R. Tissot και άλλους συνεργάτες, διεθνώς αναγνωρισμένους. Μέσα σε αυτό το γόνιμο επιστημονικά και πολιτιστικά περιβάλλον, ο Νίκος Νικολαΐδης θα εμπλουτίσει την κλινική και θεωρητική του κατάρτιση και θα αναπτύξει τις επιστημονικές του δραστηριότητες στο πλαίσιο: Α) της Ελβετικής ψυχαναλυτικής Εταιρίας, στην οποία εκπαιδεύτηκε και της οποίας διετέλεσε διδάσκων αναλυτής υπήρξε και πρόεδρος του Ψυχαναλυτικού Κέντρου Reymond de Saussure, που συνιστά το γαλλόφωνο τμήμα της, Β) στις πανεπιστημιακές ψυχιατρικές Δομές της Γενεύης, ως υφηγητής, διευθυντής ενός από τα τρία κέντρα Ψυχικής Υγιεινής Ενηλίκων της Γενεύης (Centre Psychosocial) και υπεύθυνος (εντεταλμένος) για την μεταπτυχιακή ομοσπονδιακή εκπαίδευση στην Ψυχιατρική και Ψυχοθεραπεία, Γ) καθηγητής της Ψυχανάλυσης στο τμήμα ψυχολογίας του Πανεπιστημίου της Γενεύης, στην θέση του πρόωρα χαμένου σπουδαίου ψυχαναλυτή M. Gressot, Δ) Επίσης υπήρξε πρωτοπόρος στην ευαισθητοποίηση των επαγγελματιών ψυχικής υγείας στην γαλλόφωνη Ελβετία στην σκέψη του Pierre Marty και της Ψυχοσωματικής Σχολής των Παρισίων. Οργάνωσε ένα σημαντικό συμπόσιο ψυχοσωματικής στην πανεπιστημιακή ψυχιατρική κλινική Bel Air στην Γενεύη, όπου ο Pierre Marty μαζί με σημαντικούς συνεργάτες του, είχαν την ευκαιρία να εκθέσουν εις βάθος τις βασικές κλινικές και θεωρητικές έννοιες που σχετίζονται με το ψυχοσωματικό φαινόμενο. Ο Νίκος Νικολαΐδης ενέπνευσε μια ομάδα νέων ψυχιάτρων, με τους οποίους ίδρυσε την ψυχοσωματική εταιρεία της Γενεύης, της οποίας διετέλεσε πρόεδρος. Η ομάδα παρουσιάζει σήμερα ένα σημαντικό έργο, με πιο γνωστό εκπρόσωπό της τον συνάδελφο και φίλο από τα χρόνια της ειδικότητας J. Press. Ο Νίκος, στενός φίλος του Marty, με τον οποίο συνέγραψε και ένα βιβλίο, υπήρξε επίσης πρόεδρος της Διεθνούς Ψυχοσωματικής Ένωσης - Pierre Marty και συνέβαλε σημαντικά στην επίτευξη των στόχων της.
Είχα την τύχη να επωφεληθώ από τις διδακτικές δραστηριότητες του Νίκου, όταν το 1980, μετά τις σπουδές μου στην Ιατρική σχολή της Αθήνας εγκαταστάθηκα στην Γενεύη. Τον γνώρισα στο πλαίσιο της ειδίκευσής μου στην Ψυχιατρική και Ψυχοθεραπεία στις πανεπιστημιακές ψυχιατρικές δομές, στα εισαγωγικά του σεμινάρια στην ψυχοσωματική, και αργότερα στο πλαίσιο της εκπαιδευσής μου στην Ελβετική Ψυχαναλυτική Εταιρεία. Οι κοινωνικές του δεξιότητες, η αμεσότητά του στην επικοινωνία, η ικανότητά του να κατανοεί τα ερωτηματικά και τις δυσκολίες των νεώτερων συναδέλφων του, η απουσία σαρκασμού μπροστά στις ανεπάρκειές μας, τον καθιστούσαν ιδιαίτερα προσιτό, ενώ η ευρυμάθειά του και η φόρτιση του λόγου του με συναίσθημα καθιστούσαν την διδασκαλία του ελκυστική. Η ευκρίνεια του λόγου του, που προοδευτικά μας μυούσε στο φροϋδικό οικοδόμημα γίνονταν σαγηνευτική, όσο ανακαλύπταμε ότι η κλινική εργασία στην οποία μέρα νύχτα μοχθούσαμε είχε ένα λανθάνον νόημα, που μας καλούσε να το ανακαλύψουμε. Ο Νίκος εμπνεύστηκε καθοριστικά από την φροϋδική θεωρεία, αλλά τον επηρέασαν και μετα-φροϋδικές προσεγγίσεις στην κλινική και θεωρητική του εργασία, όπως αυτές του Lacan και κυρίως του Pierre Marty. Από την λακανική θεωρεία άντλησε στοιχεία για να διαμορφώσει τις απόψεις του πάνω στην γλώσσα και την συμβολοποίηση, όπως βέβαια προηγουμένως είχαν επηρεαστεί και άλλοι ψυχαναλυτές, πχ οι A. Green και G. Rosolato. Οι απόψεις των δυο τελευταίων επηρέασαν και αυτές τον Νίκο, κυρίως στο θέμα της αναπαραστατικότητος και της συμβολικής λειτουργίας. Η φροϋδική ψυχική πραγματικότητα, ακριβώς όπως και ο συμβολισμός επιτρέπουν τον “συμβιβασμό" μεταξύ της εξωτερικής πραγματικότητας και των ενορμητικών απαιτήσεων. Ο Νίκος έλεγε ότι ο συμβολισμός αναπαριστά την πιο όμορφη σύνθεση της ψυχικής ζωής.
Οι δυσκολίες στην συμβολική λειτουργία και οι παθολογικές επιπτώσεις τους, όπως διαπιστώνονται στις μη -νευρωτικές καταστάσεις ήταν εύλογο να διεγείρουν την επιστημονική του περιέργεια. Καθοριστική υπήρξε η γνωριμία του με τον Pierre Marty, με τον οποίο συνδέθηκε με στενή φιλία. Ο P. Marty και το ευρηματικό του έργο αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης για τον Νίκο και τον ώθησαν να εμβαθύνει ιδιαίτερα την έρευνά του πάνω στις τραυματικές καταστάσεις, οι οποίες επηρεάζουν την συμβολική λειτουργία του υποκειμένου και ενδέχεται να το οδηγήσουν στην ψυχωσική, ή την ψυχοσωματική λύση.
Πέραν της γλώσσας, του συμβολισμού και της ψυχοσωματικής, η μυθολογία, ιδιαίτερα η ελληνική, απασχόλησε τον Νίκο. Λόγω της αναλογίας που διέκρινε και περιέγραψε ανάμεσα στην ψυχοσεξουαλική εξέλιξη του ανθρώπου και την αφήγηση της Θεογονίας- Κοσμογονίας του Ησιόδου, δεν σταμάτησε να στοχάζεται πάνω στο νόημα των μύθων.
Στην σχέση μαθητείας και φιλίας, που ανέπτυξα μαζί του, είχα την αίσθηση ότι ο ίδιος είχε δυο αστείρευτες πηγές έμπνευσης: α) την ψυχανάλυση, β) Την Ελλάδα.
Ο Νίκος υπήρξε ένας έλληνας κοσμοπολίτης, παράδοξα πλημμυρισμένος από νόστο για την δική του "Ελλάδα", που είχε συνοδό στις πνευματικές του αναζητήσεις. Από την αρχαία ελληνική γραμματεία, την ελληνική ιστορία, την μυθολογία, την ελληνική γλώσσα, μέχρι τον πλούτο της λαϊκής παράδοσης. Ήταν δε πεπεισμένος ότι οι ελληνες ήξεραν πάντα να τοποθετούνται ιστορικά σωστά, με την εννοια του δικαίου, στις μεγάλες ιστορικές καμπές. Πολλά κοινά ενδιαφέροντα, αλλά και η επιθυμία μου να μαθητεύσω κοντά του στην μελέτη της συναρπαστικής θεματικής της στοματικής κοιλότητας, με ώθησαν να συνεργασθώ με ενθουσιασμό μαζί του στην συγγραφή του βιβλίου "Θεοφαγία: Πρωτογενής και μεταφορική στοματικότητα", που δημοσιεύσαμε το 1988 στο Παρίσι, αλλά και στην μετάφρασή του κειμένου στα ελληνικά, που εκδόθηκε από την "Εστία". Μέσα από αυτήν την συνεργασία είδα το ψυχαναλυτικό ενδιαφέρον του για τους “θησαυρούς" που κρύβει η ελληνική μυθολογία, τους οποίους ενδεχομένως μπορούμε να αξιοποιήσουμε στις κλινικές και θεωρητικές αναζητήσεις μας, σχετικά με την δόμηση και την λειτουργία του ψυχισμού.
Η αγάπη του για την Ελλάδα μεταφράστηκε και πρακτικά με την αξίολογη προσφορά του σε διάφορες δομές της ψυχικής υγείας στην πατρίδα μας. Η πολύχρονη φιλία του με τον Κώστα Στεφανή και την Άννα Ποταμιάνου, πρόσωπα που συνέβαλαν στην ανάπτυξη της ψυχιατρικής και την ψυχαναλυτικής σκέψης στην Ελλάδα, ήταν ο ευνοϊκός παράγοντας για την αξιοποίησή του τόσο στην πανεπιστημιακή ψυχιατρική κλινική στο Αιγινήτειο, όσο και στο Κέντρο Ψυχικής Υγιεινής και στα χρόνια μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας.
Η συμβολή του ήταν πολύτιμη και στην ανάπτυξη της Ελληνικής Ψυχαναλυτικής Εταιρείας. Στην αρχική φάση εξελίξεως της του ανατέθηκαν διδακτικά καθήκοντα (σεμινάρια, εποπτείες). Σε αναγνώριση της αρωγής του ανακηρύχθηκε επίτιμο μέλος της εταιρείας. Αλλά και η Ελληνική Ψυχοσωματική Εταιρεία βρήκε στον Νίκο ένα σταθερό φίλο και συνοδοιπόρο. Δεν ήταν μόνο η ηθική του στήριξη, αλλά και η έμπρακτη βοήθειά του μέσα από τις δομές της Διεθνούς Ψυχοσωματικής Ένωσης για την συγκρότηση της εταιρείας.
Σκέπτομαι ότι για πολλές δεκαετίες μέσα από την κλινική, διδακτική και διοικητική του δραστηριότητα εκατοντάδες νέοι ψυχίατροι, ψυχολόγοι και άλλοι επαγγελματίες της ψυχικής υγείας, ιδιαίτερα ψυχαναλυτές και ψυχοσωματιστές κυρίως στην Ελβετία, αλλά και στην Ελλάδα επωφελήθηκαν ιδιαίτερα.
Όταν έμαθα τον θάνατο του Νίκου μια βαθειά λύπη με κυρίευσε. Σκέφτηκα την μοναξιά του κι ανακάλεσα ένα βροχερό πρωινό στην Γενεύη, που λαχάνιασα τρέχοντας να προλάβω ένα σεμινάριο που έκανε ο Νίκος στο Κέντρο Ψυχικής Υγείας Eaux Vives. Το εξάμηνο σεμινάριο ήταν αφιερωμένο στην εργασία του πένθους, με αφετηρία το δοκίμιο του Φρόυντ : “Πένθος και Μελαγχολία”. Εκείνη την μέρα ο Νίκος, αφού συζήτησε μαζί μας ορισμένες ψυχικές διεργασίες που πρέπει να επιτελέσει το υποκείμενο στο πλαίσιο των διαδικασιών πένθους, αναφέρθηκε και στα συλλογικά τελετουργικά που υιοθετούν οι διάφοροι λαοί, μετά από μια απώλεια. Πέραν των Ελβετών συναδέλφων, το σεμινάριο παρακολουθούσαμε και αρκετοί ξένοι ψυχίατροι. Ο Νίκος μας κάλεσε να αναφέρουμε τις σχετικές παραδόσεις πένθους στις χώρες προέλευσης μας. Όταν μου ζήτησε να αναφερθώ στα τελετουργικά στα σπίτια των πενθούντων στην ελληνική ύπαιθρο, μίλησα για την παράδοση να σιγούν τα ραδιόφωνα και να σκεπάζονται οι καθρέφτες με άσπρο σεντόνι τουλάχιστον για 40 μέρες, αν όχι για ένα χρόνο.
Ίσως χρειάζεται να σιγήσει ο θόρυβος από τον δρόμο, να παύσουν οι άριες των σειρήνων, να χαθεί για λίγο το φως που λάμπει στα μάτια, δηλαδή να λειτουργήσει με λίγα λόγια η αρνητική ψευδαίσθηση προκειμένου να χαθεί για λίγο ο κόσμος που με περιβάλλει και να φωτισθεί αυτό που υπήρξε κάποτε : ο Νίκος και το πάθος του για την ψυχανάλυση.
Σάββας Σαββόπουλος
*το κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στην ιστοσελίδα της Ελληνικής Ψυχοσωματικής Εταιρείας και αναδημοσιεύτεται εδώ με τη σύμφωνη γνώμη του κου Σ. Σαββόπουλου.
ΑΝΝΑ ΠΟΤΑΜΙΑΝΟΥ
Η Άννα Ποταμιάνου, το γένος Πιπινέλη, ψυχαναλύτρια της λεγόμενης δεύτερης γενιάς, γεννήθηκε το 1926 στον Πειραιά και πέθανε στην Αθήνα το Σάββατο 28 Αυγούστου 2021.
Το ενδιαφέρον της για την ψυχανάλυση άρχισε πολύ νωρίς, σχεδόν από τα εφηβικά της χρόνια, μέσα από τα προσωπικά της διαβάσματα.
Στην διάρκεια της γερμανικής κατοχής συμμετείχε στην Εθνική Αντίσταση. Για την αντιστασιακή της δράση, την προσφορά της στον Ερυθρό Σταυρό, και για το σύνολο του έργου της, τιμήθηκε με μετάλλια και διακρίσεις.
Σπούδασε φιλοσοφία και αρχαιολογία στην Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών και Ψυχολογία στη Σορβόννη. Το 1958 υποστήριξε διδακτορική διατριβή στην Φιλοσοφία με θέμα «Τα αίτια της αντικοινωνικής συμπεριφοράς».
Στην Γαλλία της δεκαετίας του 50, γνωρίζει την ψυχαναλυτική ατμόσφαιρα στο πανεπιστήμιο και στους ψυχιατρικούς θεσμούς, και επηρεάζεται από τους S. Lebovici και R. Diatkine με τους οποίους θα συνεργαστεί για πολλά χρόνια στο Κέντρο Ψυχικής Υγιεινής και Ερευνών και αργότερα στις διαδικασίες θεσμικής αναγνώρισης του ελληνικού Study Group από την Διεθνή Ψυχαναλυτική Ένωση.
Ξεκινάει μια πρώτη ανάλυση στην Αθήνα με τον Δημήτρη Κουρέτα που διήρκησε πέντε περίπου χρόνια. Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας πηγαίνει ξανά το Παρίσι όπου κάνει μια δεύτερη ανάλυση με την Catherine Parat και παράλληλα ξεκινάει την ψυχαναλυτική της εκπαίδευση.
Εκπαιδεύτηκε στην ψυχανάλυση στην Ψυχαναλυτική Εταιρεία των Παρισίων [SPP] της οποίας έγινε μέλος το 1974, στην ψυχοσωματική στο Ινστιτούτο Ψυχοσωματικής των Παρισίων (IPSO- Pierre Marty), και στην ψυχαναλυτική θεραπεία παιδιών στο Κέντρο Εκπαίδευσης Ψυχοθεραπειών των Παρισίων [CFPP].
Στην μακρά καριέρα της ανέλαβε διάφορες υπεύθυνες θέσεις: υπήρξε ιδρυτικό μέλος και πρόεδρος της Ελληνικής Ψυχαναλυτικής Εταιρείας, διετέλεσε μέλος του ΔΣ της της Διεθνούς Ψυχαναλυτικής Ένωσης (2005-2009), Fellow του Διεθνούς Συμβουλίου Ψυχολόγων, διηύθηνε το ΚΨΥ κ.α.
Κυριότερη εκπρόσωπος της λεγόμενης «γαλλικής» ψυχαναλυτικής σχολής στην Ελλάδα, υπήρξε διδάσκουσα ψυχαναλύτρια της Ελληνικής Ψυχαναλυτικής Εταιρείας, και της Γαλλικής Ψυχαναλυτικής Εταιρείας (SPP) από το 1980. Μέλος του Ψυχοσωματικού Ινστιτούτο Παρισίων, πολλά χρόνια αργότερα (2001) θα πρωτοστατήσει μαζί με νεότερους συναδέλφους στην ίδρυση της Ελληνικής Ψυχοσωματικής Εταιρείας IPSO- Pierre Marty.
Η Άννα Ποταμιάνου εργάστηκε ως υπεύθυνη της Υπηρεσίας Επιμελητών του Δικαστηρίου Ανηλίκων Αθηνών, έως το 1954. Επιστρέφοντας το 1955 από την Παρίσι, εμπνευσμένη από τα πρώτα σκιρτήματα της ψυχιατρικής μεταρρύθμισης στη Γαλλία, θα ασχοληθεί ενεργά με την οργάνωση δομών ψυχικής υγείας στη χώρα μας. Το 1956 ιδρύεται το Κέντρο Ψυχικής Υγιεινής και Ερευνών (του οποίου τυπικός ιδρυτής είναι το Εθνικό Ίδρυμα «Βασιλεύς Παύλος»), ένας θεσμός που διευκόλυνε την ανάπτυξη της ψυχανάλυσης στη χώρα μας. Πρωταγωνίστρια, όσον αφορά την ιδέα της ίδρυσης, καθώς και σε ορισμένες μεθοδολογικές και θεωρητικές του επιλογές είναι η ψυχολόγος και μετέπειτα ψυχαναλύτρια Άννα Ποταμιάνου, αντιπρόεδρος του πρώτου διοικητικού συμβουλίου.
Στο ΚΨΥ παρέχονται ποικίλες συμβουλευτικές και μεταγενέστερα ψυχιατρικές υπηρεσίες. Σημαντική είναι η προσφορά του και στην ειδική παιδαγωγική. Το Επιστημονικό προσωπικό αποτελείται κυρίως από ψυχίατρους και ψυχολόγους. Το ΚΨΥ υπήρξε την πρώτη θεσμοθετημένη προσπάθεια ψυχιατρικής μεταρρύθμισης στην Ελλάδα, οργανώνοντας προοδευτικά Έξω-νοσοκομειακούς τομείς ψυχικής υγείας για την πρόληψη και θεραπεία ψυχικών διαταραχών σε παιδιά και ενήλικες. Σε μια Ελλάδα της πολιτικής αστάθειας, του διχασμού και της εσωστρέφειας, με εξόριστους τους πολιτικούς αντίπαλους και τους ψυχικά ασθενείς αποκλεισμένους σε άσυλα και σε κλειστές δομές, η κίνηση αυτή ήταν κάτι παραπάνω από ριζοσπαστική. Πρέπει επίσης να θυμίσουμε ότι εκείνη την σκοτεινή περίοδο η Άννα Ποταμιάνου προσέφερε υπαρξιακή και επαγγελματική διέξοδο σε εκλεκτούς ψυχιάτρους, ψυχολόγους, κοινωνικούς λειτουργούς και παιδαγωγούς οι οποίοι ήταν στιγματισμένοι για τις πολιτικές τους πεποιθήσεις και είχαν αποκλειστεί εργασιακά από τον δημόσιο τομέα.
Στο πλαίσιο του ΚΨΥ πολλοί άνθρωποι με ψυχικές διαταραχές και δυσλειτουργίες επωφελήθηκαν σύγχρονων υπηρεσιών αδιανόητων μέχρι τότε στην Ελλάδα. Ταυτόχρονα πολλοί επαγγελματίες της ψυχικής υγείας εμπνεύστηκαν από την μαθητεία τους κοντά στην Άννα Ποταμιάνου και εκπαιδεύτηκαν στην ψυχοδυναμική θεραπευτική προσέγγιση και στην ψυχανάλυση. Ως το 1967 εκτός από την να Ποταμιάνου, η μόνη ψυχαναλύτρια που υπηρετούσε στο ΚΨΥ ήταν η Φρόσω Καραπάνου, συνεργάτης του Κέντρου από το 1956, οι υπόλοιποι ήταν ψυχαναλυτικά ενήμεροι ψυχολόγοι ή ψυχίατροι. Σ’ αυτό το πνεύμα εντάσσονται και οι τακτικές επισκέψεις ξένων ψυχαναλυτών, της γαλλικής και της αγγλοσαξονικής παράδοσης, με στόχο σεμινάρια και διαλέξεις. Υπήρχε όπως είπαμε σταθερή συνεργασία του Κ.Ψ.Υ. με τους Γάλλους καθηγητές Παιδοψυχιατρικής, ψυχαναλυτές και πρωτεργάτες της Γαλλικής ψυχιατρικής Μεταρρύθμισης, S. Lebovici και R. Diatkine, οι οποίοι εκτός από σεμινάρια, έκαναν και εποπτείες. Προσκλήθηκαν επίσης και παρουσίασαν εργασίες τους για πρώτη φορά στην Ελλάδα επιστήμονες όπως οι M. Mahler, A. Solnit, M.Friend, E. Buxbaum, W. Niederland κ.ά.
Σημαντική δραστηριότητα του Κέντρου ήταν και η εκπαίδευση κλινικών ψυχολόγων, δεδομένου ότι δεν υπήρχε ακόμη στην Ελλάδα Πανεπιστημιακή Σχολή Ψυχολογίας.
Εν ολίγοις, από την δεκαετία του 50, με πρωτοβουλία της Άννας Ποταμιάνου, το ΚΨΥ διαμορφώνεται ως ένας χώρος όπου εφαρμόζεται μια ψυχοδυναμική πρακτική και αναπτύσσεται ψυχαναλυτικός λόγος ο οποίος σημαδεύτηκε από την παρουσία σημαντικών ξένων ψυχαναλυτών σε μια περίοδο που οι άλλοι θεσμοί, πανεπιστημιακοί και ψυχιατρικοί, αντιστέκονταν ακόμα στην ψυχανάλυση.
Το 1968 η Άννα Ποταμιάνου παραιτείται από το ΚΨΥ εξαιτίας της δικτατορίας για να επανέλθει μετά την μεταπολίτευση (από το 1974 ως το 1978 αναλαμβάνει και πάλι την διεύθυνση).
Το 1984 ιδρύεται η Ελληνική Ψυχαναλυτική Εταιρεία, αποτέλεσμα προσπαθειών 35 ετών (1947-1982), από τους ψυχαναλυτές Αθηνά Αλεξανδρή, Σταυρούλα Μπεράτη, Άννα Ποταμιάνου, Παναγιώτη Σακελλαρόπουλο και Πέτρο Χαρτοκόλλη, μέλη της Διεθνούς Ψυχαναλυτικής Ένωσης.
Ήδη από το 1972 η Άννα Ποταμιάνου εργάζεται ιδιωτικά ως ψυχαναλύτρια στην Αθήνα, και για 45 χρόνια αναλύει, εκπαιδεύει πολλούς ψυχαναλυτές, διεξάγει σεμινάρια, δίνει διαλέξεις, μετέχει σε συνέδρια, δημοσιεύει σε ελληνικά και διεθνή περιοδικά, σε συλλογικούς τόμους, γράφει βιβλία, γαλλικά και ελληνικά.
Γαλουχημένη στη γαλλική ψυχανάλυση, διατηρεί ταυτόχρονα μια σταθερή επικοινωνία με τα διεθνή ρεύματα. Έχει στενές προσωπικές σχέσεις με τους σημαντικότερους εκπροσώπους της γαλλικής ψυχανάλυσης όπως είναι ο André Green, ο Pierre Marty, o Michel de M’ Uzan, η Piera Aulagnier, ο Κορνήλιος Καστοριάδης, και άλλοι, τους οποίους προσκαλεί συχνά, συνήθως μέσω της Ελληνικής Ψυχαναλυτικής Εταιρείας, στην Ελλάδα δίνοντας την ευκαιρία στην ψυχαναλυτική κοινότητα να έρθει σε επαφή με τον άμεσο προφορικό λόγο αυτών των προσωπικοτήτων.
Μέχρι το τελευταία χρόνια της ζωής της διατηρούσε σχέσεις και συνεργασίες με νεότερους Έλληνες ψυχαναλυτές, καρπός μίας τέτοιας συνεργασίας είναι και το τελευταίο της βιβλίο «Η ποίησις των ονείρων».
Το κλινικό και θεωρητικό έργο της επικεντρώνεται στις τραυματικές ψυχικές καταστάσεις, στις αλλοτριωτικές ταυτίσεις, στις οριακές καταστάσεις, τις ναρκισσιστικές οργανώσεις και τις ψυχοσωματικές παλινδρομήσεις και αποδιοργανώσεις, στην καταστροφικότητα, και γενικότερα της αρνητικοποιούσες διεργασίες του ψυχισμού. Μελέτησε επίσης την αρχαία τραγωδία, την αισθητική και την τέχνη και τους μύθους πιστή στην φροϋδική παράδοση.
Η αρχική της παραγωγή βιβλίων είναι ψυχοκοινωνικού χαρακτήρα.
Από το 1984 αρχίζει να γράφει ψυχαναλυτικά βιβλία στα γαλλικά για να είναι σε επικοινωνία με την διεθνή ψυχαναλυτική κοινότητα. Κυκλοφορεί 4 βιβλία στα γαλλικά (εδώ καταγράφουμε τις ελληνικές μεταφράσεις τους): «Τα παιδιά της τρέλας», Νεφέλη, 1984, «Ψυχική οικονομία και δυναμική στις οριακές καταστάσεις», Χατζηνικολή, 1993, «Διαδικασίες επανάληψης και προσφορές του Εγώ», Κέδρος, 1999, «Το τραυματικό», Εστία, 2005. Τα βιβλία αυτά που της δίνουν κύρος ιδιαίτερα στον γαλλόφωνο ψυχαναλυτικό χώρο, επεξεργάζονται ζητήματα της καλούμενης «νέας» παθολογίας όπως είναι οι διαταραχές ταυτίσεων και ταυτότητας, το τραύμα και οι παθογόνες επαναλήψεις του, οι οριακές ψυχικές οργανώσεις. Η συγγραφέας, με τη θεωρητική ανάπτυξη των εννοιών αλλά και με τα κλινικά παραδείγματα, δίνει τρόπους ακρόασης και ερμηνείας της ψυχικής οδύνης. Η εμπειρία της με αναλύσεις παιδιών, η ενασχόληση της με την οικογενειακή δυναμική και την ψυχική ανάπτυξη παιδιών με γονείς βίαιους, ψυχωτικούς, ή ψυχικά απρόσιτους, την οδηγεί να ενσωματώσει στις θεωρητικοποιήσεις της την λειτουργία του αντικειμένου, των ελλειμάτων στην συμβολοποίηση στης α-μνημονικές εμπειρίες, την εξέλιξή τους μέσα στην θεραπεία καθώς και τις τεχνικές δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι ψυχαναλυτές.
Ακολουθεί η τρίτη συγγραφική της περίοδος. Από το 2007 γράφει και πάλι στα ελληνικά μια σειρά δοκίμια όπου η ψυχαναλυτική κλινική συναντιέται με την φιλοσοφία, την ανθρωπολογία μελετώντας τις θεματικές του θανάτου, της δημιουργικότητας και της αυτοκαταστροφής μέσω της επιστροφής της ενόρμησης στον εαυτό.
Το 2019 δημοσιεύει τα δύο τελευταία βιβλία της.
«Δονήσεις και δίοδοι – καταμερισμοί και αναθέσεις [Vibrations et passages- partages et delegations]», μια δίγλωσση έκδοση, ελληνική/γαλλική, της Ελληνικής Ψυχοσωματικής Εταιρείας. Με άξονα το σώμα και την ενορμητικότητά του, συζητά τη διαδικασία ψυχικοποίησης και το αρνητικό της, τις σχέσεις σώματος και ψυχισμού, τις διόδους και τους καταμερισμούς που στοιχειοθετούνται μεταξύ τους και τις μεταλλαγές. Τέλος μελετά τις σχέσεις των Ψυχανάλυσης και Ψυχοσωματικής.
«Η ποίησις των ονείρων» όπου εξετάζει τις διαδικασίες οργάνωσης του ονείρου κατά την απρόσκοπτη όπως και τη διαταραγμένη ανέλιξη, φωτίζοντας τις σύγχρονες αντιλήψεις στην ψυχαναλυτική θεωρία και τεχνική.
Συνολικά η Άννα Ποταμιάνου έχει εκδώσει 10 βιβλία και έχει συνεργασθεί στην έκδοση 17 συλλογικών τόμων. Δημοσίευσε επίσης μεγάλο αριθμό άρθρων σε ξένα και ελληνικά περιοδικά. Παραθέτουμε εδώ μια πρώτη, μάλλον ατελή, καταγραφή των δημοσιεύσεων της.
Συλλογικοί τόμοι
Άννα Ποταμιάνου. Εις Η σαγήνη, Νήσος, Αθήνα, 2019
Άννα Ποταμιάνου. Εις Η ερμηνεία στην ψυχανάλυση, Νήσος, Αθήνα, 2019
Άννα Ποταμιάνου, With Reference to the Work and Itinerary of Andre Green Εις A Tribute to André Green, Νήσος, Αθήνα, 2016
Άννα Ποταμιάνου. Εις Πρακτικά τριακοστού δεύτερου Συμποσίου Ποίησης: Ποίηση και όνειρο, Συνεδριακό και Πολιτιστικό Κέντρο Πανεπιστημίου Πατρών, 5-8 Ιουλίου 2012, Μανδραγόρας, Αθήνα, 2013
Άννα Ποταμιάνου. Εις Πρακτικά τριακοστού πρώτου συμποσίου ποίησης: Ποίηση και κρίση, Συνεδριακό και Πολιτιστικό Κέντρο Πανεπιστημίου Πατρών, 30 Ιουνίου -3 Ιουλίου 2011, , Μανδραγόρας, Αθήνα, 2013
Άννα Ποταμιάνου. Εις Η έννοια του αρνητικού στην ψυχανάλυση, Νήσος, Αθήνα, 2011
Άννα Ποταμιάνου. Εις Ψυχαναλυτική σκέψη, Επιστημολογία και Διεπιστημονικότητα, Βήτα Ιατρικές Εκδόσεις, Αθήνα, 2007
Άννα Ποταμιάνου. Εις Ψυχή, λόγος, πόλις, Αφιέρωμα στον Κορνήλιο Καστοριάδη, Ύψιλον, Αθήνα, 2007
Άννα Ποταμιάνου. Εις Μαρία Βοναπάρτη, Πρόσωπο της ιστορίας και της ψυχανάλυσης, Κέδρος, Αθήνα, 2006
Άννα Ποταμιάνου. Εις Χρήστος Ζερβής, Πέντε ψυχαναλυτές μιλούν για τη σχέση ψυχανάλυσης και ψυχαναλυτικής ψυχοθεραπείας, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα, 2003
Anna Potamianou, In Psychanalyse et culture grecque, Paris : Belles Lettres (2002) 2°éd. | p. 243
Άννα Ποταμιάνου: Εισήγηση. Εις Οι χρήσεις της αρχαιότητας από το νέο ελληνισμό, Επιστημονικό συμπόσιο, 14 και 15 Απριλίου 2000,
Σχολή Μωραΐτη. Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, Αθήνα, 2002
Anna Potamianou, in Penser les limites : Ecrits en l'honneur d'André Green Broché – 9 novembre 2002, de Collectif (Auteur), sous la direction de César Botella
Anna Potamianou, Sounds of the Soma, in The Edge of Experience: Borderline and Psychosomatic Patients in Clinical Practice, edited by Grigoris Vaslamatzis and Andreas Rabavilas, Karnac, London, 2001,
Anna Potamianou, in L’invention de la pulsion de mort, Jean Guillaumin et al. Editons Dunod 2000, Paris
Anna Potamianou, Préface, In Cléopâtre Athanassiou-Popesco, Le Concept de lien en psychanalyse, Presses Universitaires de France, 1998
Anna Potamianou, Parricide et inceste : la solution de Sparte In Construire l'histoire Sous la direction de Diane Le Beuf, Roger Perron, Georges Pragier, Presses Universitaires de France, 1998
Άννα Ποταμιάνου, Τεκνοποίηση και γέννηση, Εις Προσεγγίσεις της Γέννησης, συλλογικό, University Studio Press, 1998, Γ. Αμπατζόγλου, Σ. Μανωλόπουλος
Anna Potamianou, In Mythe et psychanalyse, Paris : In Press | 1997 | p. 251
Anna Potamianou, In Psychanalyse en Europe , Allemagne : Fédération Européenne de Psychanalyse | 1997 | p. 130
Άννα Ποταμιάνου, Εις Η ενεργός απουσία του Σ. Φρόυντ, συλλογικό έργο, Εξάντας 1994
Άννα Ποταμιάνου, Το σήμερα και το αύριο της ψυχαναλύσεως: γύρω από την θεματική των οριακών οργανώσεων Εις Ίχνη, Αφιέρωμα: πενήντα χρόνια από τον θάνατο του Φρόυντ-Κείμενα Ελλήνων και Γάλλων Ψυχαναλυτών, συλλογικό έργο, Εκδόσεις Εστία, 1992
Άννα Ποταμιάνου, Δίνες και Ηφαίστεια - και πάλι στην τροχιά των ταυτίσεων, Εις Ψυχαναλυτικά Κείμενα, Ελληνική Ψυχαναλυτική Εταιρεία, Εκδόσεις Νεφέλη, 1990
Anna Potamianou, In La psychanalyse : questions pour demain, Paris : Presses universitaires de France | 1990 | p. 281
Άννα Ποταμιάνου, Ψυχαναλυτικές σκέψεις γύρω από την Προμήθεια του Αισχύλου, Εις Ψυχανάλυση και Ελληνική κουλτούρα, συλλογικό, Εκδόσεις Ράππα, 1985
Άννα Ποταμιάνου, Πόθος για την ελευθερία και ελευθερία του πόθου Εις Ψυχανάλυση και Ελλάδα. Στοιχεία, Θέσεις, Ερωτήματα (Συλλογικό), Ίδρυμα Μωραΐτη, 1984
Anna Potamianou In Délire et fantasme : 19ème séminaire de perfectionnement , Paris : Institut de psychanalyse | 1977 | p. 95
Βιβλία
Άννα Ποταμιάνου, Δονήσεις και δίοδοι – καταμερισμοί και αναθέσεις (δίγλωσση έκδοση ελληνικά – γαλλικά), εκδ. Γαβριηλίδη, 2019.
Άννα Ποταμιάνου Η ποίησις των ονείρων, Ίκαρος, Αθήνα, 2019
Άννα Ποταμιάνου, Λόγος και πράξις στην ψυχανάλυση, Ίκαρος Αθήνα, 2012
Άννα Ποταμιάνου, Επί ξυρού ακμής, Μετά, Αθήνα, 2011
Άννα Ποταμιάνου, Τα εναντίον εαυτού, Μετά, Αθήνα, 2008
Άννα Ποταμιάνου, Μονοπάτια θανάτου, στίξεις και αντιστίξεις Ίκαρος, Αθήνα, 2007
Άννα Ποταμιάνου, Το τραυματικό, Επανάληψη και διεργασία, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα, 2005
Άννα Ποταμιάνου, Διαδικασίες επανάληψης και προσφορές του εγώ Κέδρος, Αθήνα, 1999
Άννα Ποταμιάνου, Ψυχική οικονομία και δυναμική στις οριακές καταστάσεις, Χατζηνικολή, Αθήνα, 1993
Άννα Ποταμιάνου, Τα παιδιά της τρέλας, Η βία στις ταυτίσεις Νεφέλη, Αθήνα, 1988
Άρθρα
Potamianou, A., Personality and group participation in Greece. Mental Health and Research Publications Nr. 24, 1965, 2-24
Potamianou, A., Problems of Mental Health in Greece of Today. Athens 1965
Pipineli-Potamianou, A. (1982) On Ego Defenses. Psychoanalytic Study of the Child 37:421-432
Potamianou, A. (1982) Sur le travail analytique. Revue française de psychanalyse 46:371-375
Potamianou, A. (1983) Toucher — Touche et… mais… de loin. Revue française de psychanalyse 47:403-408
Potamianou, A (1985) On the second drive movement, Bulletin European, Psychoanalytical Federation, vol 25
Potamianou A, (1987) De Vortex et de volcans : toujours sur le parcours des identifications, Topique 39 :49-61
Potamianou, A. (1988) Episkepsis: Pensées autour de la visite d'Anna Freud à Athènes. Rev Int Hist Psychanal 1, 247-254
Potamianou, A. (1990) Somatization and Dream Work. Psychoanalytic Study of the Child 45:273-292
Potamianou A,. (1990) Rêves et somatisation, TOPIQUE 45: 49-62
Potamianou Anna, (1991) D'un reste irréductible, TOPIQUE 47: 57-67
Potamianou, A. (1992) Note sur un avant-coup. Revue française de psychanalyse 56:1101-1104
Potamianou, A. (1993) En exil de langue maternelle. Canadian Journal of Psychoanalysis 1:47-59
Potamianou, A. 1993) Insuffisance des procédés autocalmants, Revue française de psychosomatique,4: 87- 96
Potamianou A (1994 )Réflexions sur les processus désinvestissants, Revue française de psychosomatique, 58 :101-105
Potamianou A (1994) Sur le thème du "tout analyser", Revue française de psychanalyse 58: 983-988)
Potamianou, A. (1999) Le temps de l'interprétation, Revue française de psychosomatique 16 : 49 -58
Potamianou A (1997) De crises et de maladies, Revue française de psychosomatique 12: 7- 22
Potamianou, A. (1998) Les contraintes de l'opératoire, Revue française de psychosomatique 13: 49 -62
Potamianou, A. (1999) Croisements. Revue française de psychanalyse 63:1703-1709
Potamianou A,(1999) Avoir la douleur Revue française de psychosomatique, 15: 51 à 64
Potamianou A (2002) Fixations psychiques, liages somatiques Revue française de psychosomatique, 22 : 151-174 ,
Potamianou, A. (2003) Une trajectoire homosexuelle. Revue française de psychanalyse 67:155-166
Potamianou A (2003) Attaches métapsychologiques de la fatigue, Revue française de psychosomatique, 24 : 45-60
Potamianou, A 2003, Nachdenken über Ethik und psychoanalytische Institutionen. EPF Bulletin 57
Potamianou, A. (2005) Excitante hybris. Revue française de psychanalyse 69:169-186
Potamianou, A (2007), Témoignages et questionnements, Revue française de psychosomatique 32 : 89-105
Potamianou, A. (2008) Épimythion au négatif. Revue française de psychanalyse 72:63-74
Potamianou A, (2008), Frappes et battements d'excitation, Revue française de psychosomatique 33 : 7-29
Potamianou, A , (2010) «Calmer, s’absenter, veiller». Revue française de psychosomatique, 37 : 97-108
Potamianou A, (2011) Une fois de plus... la culpabilité, Revue française de psychosomatique 39 : 77-90
Potamianou A, Λόγος και πράξης στην ψυχανάλυση [Diskurs und Praxis in der Psychoanalyse]. Athen 2012
Potamianou A, (2013) Destins et carillons de la culpabilité, Revue française de psychosomatique 44 :93-109
Potamianou A (2016) Donner forme, figurer, représenter : Quelques réflexions, Revue française de psychosomatique 50 : 207-223
Potamianou, A. (2017) Revisiting the Destiny Compulsion. International Journal of Psychoanalysis 98:55-69
Potamianou A (2017) Pour le temps d'une amitié, Revue française de psychosomatique, 52 :151 -162
Εκ μέρους του ΔΣ της ΕΨΕ
Αριέλλα Ασέρ
Δημήτρης Μαλιδέλης
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΣΑΚΕΛΛΑΡΟΠΟΥΛΟΣ
«Θεμέλιο της ψυχιατρικής ο συναισθηματικός δεσμός θεραπευτή-θεραπευόμενου»1
ΜΝΗΜΗ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΣΑΚΕΛΛΑΡΟΠΟΥΛΟΥ
Ο Τάκης Σακελλαρόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1926 και πέθανε στις 5 Νοεµβρίου 2018, νέος και ακµαίος στην ψυχή και το πνεύµα και αφήνοντας πίσω του ένα τεράστιο έργο στους τοµείς της ψυχιατρικής εκπαίδευσης και της κοινωνικής προσφοράς.
Απόφοιτος της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστηµίου Αθηνών, µετεκπαιδεύτηκε στο Παρίσι όπου εργάστηκε σε Ψυχιατρικά και Παιδοψυχιατρικά Τµήµατα και εκπόνησε την διδακτορική του διατριβή µε θέµα τις «Σχέσεις µητέρας και παιδιού κατά τον πρώτο χρόνο της ζωής».
Πριν να φύγει για το Παρίσι, νεαρός ειδικευόµενος στην Νευρολογία/Ψυχιατρική, ο Τάκης Σακελλαρόπουλος συζητούσε µε τον καθηγητή του - Δηµήτρη Κουρέτα - τις περιπέτειες της πρώτης οµάδας ψυχαναλυτών που επιχείρησαν να εγκαταστήσουν την ψυχανάλυση στην Ελλάδα (Α. Εµπειρίκο, Γ. Ζαβιτζιάνο, Δ. Κουρέτα και Μαρία Βοναπάρτη) αλλά απέτυχαν. Ο Σακελλαρόπουλος θα γράψει αργότερα ένα κείµενο2 για τα πρώτα αυτά µεταπολεµικά χρόνια, στο οποίο καταθέτει και το δικό του όραµα: Νευρολογία, Ψυχιατρική, Ψυχολογία για την κοινωνία, µε το ψυχαναλυτικό πρίσµα, για τους ασθενείς, όχι για την ασθένεια.
Παρόλο που ο ‘δάσκαλός’ του Δ. Κουρέτας δεν τον ενεθάρρυνε να γίνει ψυχαναλυτής γιατί προέβλεπε τις αντιστάσεις και τις συγκρούσεις από το ιατρικό κατεστηµένο, εκείνος προχώρησε, έγινε ψυχαναλυτής και πάλεψε για τις µεταρρυθµίσεις στο χώρο της ψυχικής υγείας.
Ιδρυτικό µέλος της Ελληνικής Εταιρείας Ψυχαναλυτικής Ψυχοθεραπείας (1977) και ιδρυτής του Ινστιτούτου Κοινωνικής Ψυχιατρικής (1978) εργάστηκε ακατάπαυστα ως το τέλος της ζωής του για την από-ασυλοποίηση, την ψυχιατρική µεταρρύθµιση και την κοινωνική αποκατάσταση. Το 1983 συµµετείχε ως ιδρυτικό µέλος (µε τους Άννα Ποταµιάνου, Πέτρο Χαρτοκόλλη, Σταυρούλα Μπεράτη, Αθηνά Αλεξανδρή) στην δηµιουργία της Ελληνικής Ψυχαναλυτικής Εταιρείας. Το 1985 εκλέχτηκε Καθηγητής Ψυχιατρικής στο Δηµοκρίτειο Πανεπιστήµιο.
Το έργο του Σακελλαρόπουλου και των συνεργατών του περιλαµβάνει Κινητές Μονάδες ψυχικής υγείας, Μονάδες ψυχιατρικής περίθαλψης στο σπίτι του ασθενούς, προστατευµένα διαµερίσµατα για ψυχιατρικούς ασθενείς, Οικοτροφεία, στην Αθήνα και στους Νοµούς Φωκίδας, Φθιώτιδας, Έβρου και Ροδόπης. Από τις αρχές του 2000 και αρχικά µε την υποστήριξη του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταµείου λειτουργεί στην Αθήνα Κέντρο Ηµέρας για την ψυχολογική στήριξη ασθενών µε καρκίνο. Με το εκτεταµένο δίκτυο συνεργασίας του Ινστιτούτου Ψυχικής Υγείας Παιδιών και Ενηλίκων πρόσφερε στην Ελληνική κοινωνία υπηρεσίες όλων των βαθµίδων της υγείας: πρωτοβάθµιας, δευτεροβάθµιας και τριτοβάθµιας. Για πολλές δεκαετίες εκπαιδεύτηκαν στις δοµές του Σακελλαρόπουλου εκατοντάδες ψυχίατροι, ψυχολόγοι και άλλοι επαγγελµατίες ψυχικής υγείας και επωφελήθηκαν από την κλινική, διδακτική και διοικητική του δραστηριότητα.
Γνώρισα τον Τάκη Σακελλαρόπουλο το 1977 σε µια οµάδα εργασίας του Υπουργείου Υγείας που επεξεργάστηκε και κατέληξε να αναµορφώσει άρθρα παλαιότερου νόµου για την αναγκαστική νοσηλεία των ψυχικώς πασχόντων. ‘Εκτοτε συνεργαστήκαµε σε πολλά επίπεδα, στις δοµές του, σε συνέδρια µε ποικίλα θέµατα, όπως η παθολογία των παιδιών, η αρχαία µυθολογία, το τραύµα και πάντα υπό το ψυχαναλυτικό πρίσµα που, όπως έλεγε, «… προϋποθέτει πίστη στην ύπαρξη και λειτουργία του ασυνείδητου και στη δυνατότητα επικοινωνίας του ασυνείδητου µε εκείνο του θεραπευόµενου».
Ως µέλη της πρώτης οµάδας εκπαιδευοµένων της Ε.Ψ.Ε., τον γνωρίσαµε ως δάσκαλο στα θεωρητικά σεµινάρια και ως επόπτη. Ήταν υποµονετικός, ευαίσθητος, ένας συνοµιλητής µε σεβασµό για την σκέψη και τη γνώµη µας. Στην Ελληνική Ψυχαναλυτική Εταιρεία συνέχισε τον διάλογο µε τους εκπαιδευόµενους, πολλοί εκ των οποίων είχαν ήδη εκπαιδευτεί στις δοµές του και είχαν διαµορφώσει µαζί του το αίτηµα να γίνουν ψυχαναλυτές. Με τους συναδέλφους του συζητούσε τα θέµατα που τον απασχολούσαν από πάντα, την επιρροή των αρχαίων ελληνικών µύθων στην διαµόρφωση του ασυνειδήτου µας, την δύναµη του τραύµατος και των απωλειών στην συγκρότηση του ψυχισµού µας.
Το 2009 ο Τάκης Σακελλαρόπουλος ανακηρύχθηκε Επίτιµο µέλος της Ελληνικής Ψυχαναλυτικής Εταιρείας. Τον αποχαιρετούµε κρατώντας µια τρυφερή θέση µέσα µας, όπως έκανε και εκείνος για µας.
Όλγα Μαράτου
1Π. Φίτσιου (Επ.) Θεµέλιο της Ψυχιατρικής ο συναισθηµατικός δεσµός θεραπευτή-θεραπευόµενου. Εκδ. Παπαζήση, Αθήνα, 2010 .
2Π. Σακελλαρόπουλος: «Δηµήτριος Κουρέτας, ο δάσκαλος και ο µεταρρυθµιστής. Μια προσωπική εµπειρία».
ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΟΥΚΟΣ
Στις αρχές του Μάρτη χάσαμε τον αγαπημένο συνάδελφο και φίλο Γιάννη Σούκο. Ήταν ένα απροσδόκητο χτύπημα που μάς ανάγκασε όλους να έρθουμε αντιμέτωποι με τις ανυπέρβλητες πραγματικότητες που καθορίζουν την ατομική μας πορεία και την εξέλιξη των συλλογικών προσπαθειών.
Ο Γιάννης ήταν από τους πρώτους που εντάχθηκαν στο πλαίσιο της ΕΨΕ, όταν άρχισε να οργανώνεται το 1983. Είχε ήδη πραγματοποιήσει σημαντικά βήματα ως ψυχίατρος και ψυχοθεραπευτής τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ελβετία και είχε κατακτήσει μια αξιόλογη κοινωνική παρουσία, όταν αποφάσισε να μπει στη δύνη της ψυχαναλυτικής εκπαίδευσης και να συμβάλλει στην εδραίωση των ψυχαναλυτικών θεσμών στην πατρίδα μας, με όλες του τις δυνάμεις.
Θα τον θυμόμαστε για τις γνώσεις του, την κοινωνική του ευαισθησία , την προοδευτική του σκέψη αλλά κυρίως για την αγάπη του για τη ζωή, τη ζεστασιά , την αμεσότητα , την ιδιότυπη τρυφερότητα, την πολύ προσωπική αίσθηση χιούμορ, την εκρηκτικότητά του καμιά φορά. Όμως πάνω από όλα για την εργατικότητα, το ήθος, τη συνέπεια , την προσοχή και τη φροντίδα που χαρακτήριζαν τη δουλειά του. Γνωρίσματα που τον συνόδευαν όχι μόνο στις χαρές, αλλά και στις δυσκολότερες στιγμές του, στις απογοητεύσεις και στις ματαιώσει του.
Ίσως δεν είναι η στιγμή να πούμε περισσότερο, μια και το ήρεμο πένθος είναι ό,τι καλύτερο έχουμε να προσφέρουμε σ' αυτούς που φεύγουν. Αργότερα ίσως να είναι ευκολότερο να αποτιμήσουμε την απουσία του. Σίγουρο είναι όμως ότι η ανάμνησή του θα μας συντροφεύει και θα υπάρχει πάντα μια θέση στη σκέψη και στην καρδιά μας για το Γιάννη.
Συμπαραστεκόμαστε στην οικογένειά του αλλά και στους ασθενείς του που διακόπηκε τόσο απρόσμενα η θεραπευτική τους διεργασία. Η ΕΨΕ αποφάσισε όπως η επιστημονική συνάντηση των μελών της με θέμα " Ψυχαναλυτικές απόψεις για το συναίσθημα " να του αφιερωθεί , ενώ ένα χρηματικό ποσό που θα συγκεντρωθεί από μέλη και εκπαιδευόμενους της ΕΨΕ να κατατεθεί στην UNESCO στη μνήμη του.
ΔΕΛΤΙΟ ΕΨΕ / τ.7 / ΙΟΥΝΙΟΣ 2000
ΚΛΑΙΡΗ ΣΥΝΟΔΙΝΟΥ
(1946-2017)
Βιογραφικό Σημείωμα
Η Κλαίρη Συνοδινού γεννήθηκε στο Βόλο. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών και στη συνέχεια μετέβη στο Παρίσι με υποτροφία της Γαλλικής κυβέρνησης. Εκεί ολοκλήρωσε τις σπουδές της στην Ψυχολογία, στο πανεπιστήμιο Paris VII. Κατά τη διάρκεια της πολύχρονης παραμονής της στη Γαλλία εκπαιδεύτηκε στην Ψυχαναλυτική Εταιρεία των Παρισίων και έγινε μέλος της το 2000. Παράλληλα έγινε μέλος του Ψυχοσωματικού Ινστιτούτου Παρισίων.
Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1993 και δίδαξε ως μέλος ΔΕΠ του Παντείου Πανεπιστημίου, ψυχοπαθολογία και ψυχανάλυση.
Εξελέγη τακτικό μέλος της Ελληνικής Ψυχαναλυτικής Εταιρείας το 2000.
Υπήρξε μέλος της συντακτικής επιτροπής του ψυχαναλυτικού περιοδικού «Εκ των Υστέρων», ενώ συμμετείχε στην ελληνική ομάδα ψυχαναλυτών που μελετούσε το θέμα του ετήσιου συνεδρίου Γαλλόφωνων Ψυχαναλυτών.
Η Γαλλική κυβέρνηση της απένειμε το Παράσημο του Ιππότη του Τάγματος του Ακαδημαϊκού Φοίνικα, διάκριση που απονέμεται σε διεθνείς προσωπικότητες με μεγάλη προσφορά στην επιστήμη και στον άνθρωπο.
Η Κλαίρη Συνοδινού πέθανε στις 13/1/2017 μετά από μακρά ασθένεια. Άφησε πίσω της ένα σημαντικό συγγραφικό έργο το οποίο περιελάμβανε βιβλία και άρθρα ψυχαναλυτικού περιεχομένου.
Η Ελληνική Ψυχαναλυτική Εταιρεία τίμησε τη μνήμη της, διοργανώνοντας επιστημονική ημερίδα το Μάιο του 2018.
Στην µνήµη της Κλαίρης Συνοδινού
Ψυχαναλυτικές διαδροµές
5 Μαίου 2018
Στοά του Βιβλίου
Η Κλαίρη Συνοδινου δεν ήταν µια συνηθισµένη ψυχαναλύτρια, δεν ήταν ένας συνηθισµένος άνθρωπος, αν υπάρχει αυθεντικά αυτό το είδος, του συνηθισµένου ανθρώπου…
Όταν την θυµάµαι φέρνω στο νου µου τους ιδιαίτερους τρόπους της, την κίνησή της, να εµφανίζεται αθόρυβα στον χώρο και να σου κλείνει το µάτι από την άλλη άκρη του δωµατίου. Το ντύσιµό της, ξεχωριστό, την φωνή της. Καθισµένες µε τα χαρτιά σκόρπια πάνω στους καναπέδες να παιδευόµαστε να βρούµε ένα νόηµα ή µια διατύπωση, και στο τέλος να µας πιάνουν ασταµάτητα γέλια από την κούραση και την απελπισία. Ένοιωθα πολύ άνετα να συζητάω µαζί της ότι δηµοσίευα, και να δέχοµαι τα κοφτά πολλές φορές σχόλια της ή την λάµψη στο πρόσωπό της όταν κάτι της άρεσε. Δεν ξεχνάω ακόµα τα αγαπηµένα της αρωµατικά τσάγια. Την ένταση της οργής της. Tην κλινική της διαίσθηση. Την ταραχή της όταν έπαιρνε το λόγο δηµόσια. Και την αγωνία της στο τέλος.
Την θυµάµαι όπως θυµόµαστε πάντα τους ανθρώπους, µέσα από αυτό που τους ξεχωρίζει.
0ταν µιλάς για κάποιον που έχει φύγει από τη ζωή, για κάποιον που πέθανε, µιλάς και για σένα. Και αυτό µπορεί να το αισθάνεσαι ως υβρι ή ως σφετερισµό. Η ενοχή που έχουµε για τον θάνατο του άλλου είναι αναπόφευκτη. Λέει ο Φρόυντ: «ο καλιεργηµένος άνθρωπος δεν θα δώσει (πρόθυµα) µια θέση στο θάνατο του άλλου στις σκέψεις του, χωρίς να φαίνεται στον εαυτό του σκληρός ή κακός».
Μπορεί ακόµα να αισθάνεσαι σαν να µιλάς πίσω από την πλάτη του. Κινδυνεύεις εν’ ολίγοις να συµπεριφερθείς σαν ο φίλος σου πεθαίνοντας να µην ανήκει πια στον εαυτό του, σαν να ανήκει (επιτέλους;) στους άλλους. Από γνωστός άγνωστος, από αγαπηµένος ξένος, γίνεται δικός σου. Δεν είναι αλήθεια αυτό. Ο άνθρωπος παραµένει ένα αίνιγµα για τον άλλον. Και ο ίδιος και το πέρασµά του στη ζωή. Θα µπορούσε να είχε ζήσει αλλιώς, έτσι που η κάθε ζωή επινοείται, έτσι όπως είµαστε όλοι ένας συνδυασµός των συγκυριών, του τυχαίου, και των ψυχικών µας κινήσεων.
Η Κλαίρη είχε πολλούς φίλους, ήταν και δική µου φίλη, τα τελευταία χρόνια πιο στενή. Έκανα έναν πρόχειρο υπολογισµό: την ξέρω ίσως πάνω από 35 χρόνια, µετράω από την πρώτη φορά που θυµάµαι να την είδα, πολύ αργότερα συνδεθήκαµε παραπάνω. Την γνώρισα και δεν την γνώριζα, όπως είπα. Ότι και να πω για εκείνην θα περιλαµβάνει την αναζήτηση ενός κοµµατιού του εαυτού µου που πήρε µαζί της ανεπιστρεπτί…. Αυτό που ο καθένας µας έχει υπάρξει για τον άλλον (τι (ποιός) ήµουν για τον άλλον;). Eπίσης η πραγµατικότητα του θανάτου χτυπάει κατά κράτος το ακανθώδες σηµείο του ναρκισσισµού, την αθανασία του εγώ (προς στιγµή µόνο γιατί µε την πρώτη ευκαιρία ξαναγινόµαστε αθάνατοι). Mια αθανασία που το εγώ δανείζει και στα αντικείµενα της αγάπης του.
Το πένθος προσωπικό για τον καθένα, αφορά και την κοινότητα. Ηµερίδες σαν την σηµερινή που έχουν να κάνουν µε την ενόρµηση ζωής επιτρέπουν να επανέλθει η εσωτερική συνοχή στην κοινότητα των ψυχαναλυτών την οποία διέρρηξε µε έναν τρόπο, η εισβολή της πραγµατικότητας του θανάτου ενός δικού µας.
Σκέφτοµαι την Κλαίρη στην προκυµαία του Βόλου της δεκαετίας του 50, 60, τις φάρσες που έστηνε µαζί µε τα αδέλφια της, τις φιλανθρωπίες της µητερας της, τον πατέρα της µε το αµάξι και τον σωφέρ, το γωνιακό σπίτι µε τα γασεµιά. Στο Βόλο αλλά και στο Παρίσι από την άρχη της δεκαετίας του 70, και στο κέντρο των Αθηνών όπου ζούσε, ακόµα και στα εξωτικά της ταξιδια. Κρατούσε όλες αυτές τις πλευρές, αυτές τις γεωγραφίες, ζωντανές, παρούσες και συνυπάρχουσες, (σχεδόν απένθητες), αλλά και άλλες που είχαν να κάνουν µε άλλα δικά της ενδιαφέροντα, πέραν από αυτά που µοιραζόµασταν. Ήταν µαζί και πρωτοποριακή και συντηρητική, µε την έννοια της διατήρησης των πραγµάτων. Μετάλλαξε για παράδειγµα την φιλανθρωπική δραστηριότητα που έµαθε από την οικογένειά της σε ψυχαναλυτικό έργο, αυτό ήταν ένα τεράστιο άλµα, «άλµα µιας γενιάς» θα έλεγα, αλλά δεν άφησε ποτέ τις αγαθοεργίες, µε συγκεκριµένες πράξεις, µε προσφορά.
Την εχω στο νου µου επίσης σαν ένα συνδυασµό σοβαρότητας, σχεδόν αυστηρότητας, και ακούραστης παιδικότητας. Έχουµε γελάσει πολύ µαζί!
Και µετά σκέφτοµαι τον θάνατο. Ότι οι άνθρωποι περνούν και φεύγουν, ακουµπούν το έδαφος για κάποιες δεκαετίες και µετά εκτοξεύονται, χάνονται στο πουθενά. Μένουν µόνο στην µνήµη αυτών που τους συνάντησαν, ως έργο και ως απουσία.
Ο Georges Brassens σε ένα τραγούδι του µιλάει για την «τρύπα στο νερό» που αφήνει ο καθένας πεθαίνοντας, ίχνος της βουτιάς του µέσα στη ζωή. Κι εκείνοι που θυµούνται αυτόν που πέθανε κρατάνε για πάντα αυτήν την τρύπα ανοικτή. Παράδοξο που µας δίνει όλη την µαταιότητα αλλά και την αξία της ζωής, µια τρύπα στο νερό, δεν είναι λίγο...
Στο τραγούδι του Georges Brassens η φιλία είναι ένα πλοίο που το λένε «οι φίλοι πάνω απ’ όλα». Les Copains d'abord. Ωραία µεταφορά, les copains d’abord, συνηχεί µε το les copains a bord, «οι φίλοι µέσα στο σκάφος». Περιγράφει αυτούς τους φίλους: δεν ήταν τίποτα φίλοι πολυτελείας, ή σαν τους µικρούς Κάστορα και Πολυδεύκη. Ούτε σαν την φιλοσοφική φιλία του Μontaigne και του La Boetie. Δεν ήταν αγγελικές ψυχές. Έκαναν χοντρά αστεία, έριχναν µπουνιές για πλάκα ο ένας στον άλλον. Ούτε κολασµένοι ήταν. Αγαπιώντουσαν όµως, µε ανοιχτά πανιά, σε full speed. Με ανοιχτή καρδιά. Μόλις κάτι πήγαινε στραβά, η φιλία αναλάµβανε υπηρεσία. Όταν κινδύνευαν και έστελναν σήµατα sos οι φίλοι ήταν πάντα εκεί. Στο Ραντεβού των φίλων δεν υπήρχαν στησίµατα. Αν κάποιος έλειπε από το σκάφος, ήταν γιατί είχε πεθάνει. Όµως ποτέ των ποτών η τρύπα που ειχε ανοίξει µέσα στο νερό δεν έκλεινε. 100 χρόνια µετά ο φίλος εξακολουθούσε να λείπει. (Μουσικη) https://youtu.be/L9oEcWFjF3M
Δεν µπορούµε να ξεχάσουµε τους νεκρούς µας και για έναν λόγο παραπάνω, αν τους ξεχάσουµε δεν θα ξέρουµε πια αν εµείς οι ίδιοι είµαστε ακόµα ζωντανοί ή νεκροί…
Η τρύπα, αυτό που µένει όταν κάποιος φεύγει, είναι κάτι άδειο, µια έλλειψη, δεν είναι όµως κάτι κενό. Η έλλειψη που µας άφησε η Κλαίρη είναι γεµάτη εικόνες, από την σταθερή παρουσία της, από λόγια, συναισθήµατα, πιο πολλά απ’ όσα φανταζόµασταν, γι αυτό σήµερα µπορούµε να µιλάµε για εκείνην .
Λίγο πριν πεθάνει µια µέρα, στο νοσοκοµείο, µας είπε: «σήµερα έκανα κάτι πολύ δύσκολο, έγραψα στους ασθενείς µου»… Δεν ξέρω τι ακριβώς τους έγραψε, ξέρω ότι τους έδωσε το όνοµα ενός αναλυτή µε τον οποίο θα µιλούσαν σε παν ενδεχόµενο.
Οι φίλοι µας µαθαίνουν για τη ζωή, ίσως να µας µαθαίνουν και για τον θάνατο, αν είναι αυτό κάτι που µαθαίνεται…
Ο θάνατος του ψυχαναλυτή είναι ένα αδικαιολόγητο χτύπηµα. Διότι δεν µπορεί να υπάρξει ανάλυση χωρίς να έχεις το αίσθηµα της αιωνιότητας µπροστά σου. Ο αναλυόµενος πρέπει να µπορεί να παίξει, µε όλες τις ενορµήσεις ζωής και θανάτου ατιµώρητα. Αυτός που καλείται να ξαναθυµηθεί την ιστορία του µέχρι τα βάθη των παιδικών βιωµάτων πρέπει να αισθάνεται ότι µπορεί να πάει όσο πιο µακριά και για όσο καιρό του χρειάζεται στην εξερεύνηση του ψυχισµού του, µέσα σε ένα ασυνήθιστο πλαίσιο που τοποθετείται κατά κάποιον τρόπο εκτός χρόνου. Με τον θάνατο του αναλυτή του όλα αυτά αναστατώνονται. Χάνει αυτόν που εξασφάλιζε την συνέχεια, την µονιµότητα, της ψυχικής του ζωής. Είχε πάει σε ένα µέρος προστατευµένο όπου τα τραύµατα του µπορούσαν να εισακουσθούν και να ξεπερασθούν, και το µέρος αυτό γίνεται παράγων τραυµατισµού. Βρίσκεται µόνος αντιµέτωπος µε ένα απότοµο κάλεσµα της πραγµατικότητας.
Πως να χαιρετίσεις τον αναλυτή σου που πεθαίνει πριν λυθεί ο µεταβιβαστικός δεσµός; Ο θάνατος από την άλλη σε εµποδίζει να τον αφήσεις. Ο θάνατος εκτός του ότι δεν αντιστοιχεί σε µια ψυχική διαδικασία ρευστοποίησης, λύσης, της µεταβίβασης, όπως θα συµβεί κανονικά στο τέλος µιας ανάλυσης, µπορεί να αναζωπυρώσει την µεταβίβαση, να φτιάξει µια αιώνια µεταβίβαση, αθάνατη.
Μπορεί ο αναλυτής να εισάγει στην µεταβίβαση τον θάνατό του;. Πώς µπορείς να µην αρνείσαι την προοπτική αυτή και ταυτόχρονα να µην την αφήσεις να καταστρέψει την αναλυτική διαδικασία;
Αν είναι ένα ερώτηµα «τι κάνεις σε περίπτωση αρρώστιας». Το άλλο ερώτηµα είναι: «τι κάνεις µετά», όταν ένας αναλυτής πεθάνει.
Μου περιέγραφε µια συνάδελφος στη Γαλλία πώς αντιµετώπισε τους ασθενείς µιας αναλύτριας που πέθανε ξαφνικά. Αυτή η συνάδελφος (µε άλλους δύο νοµίζω) ανέλαβε να επικοινωνήσει µε τους ασθενείς εκείνης που πέθανε, να τους αναγγείλει τον θάνατο και να τους δει όσες φορές χρειαζόταν, υπό έναν όρο: σε καµµία περίπτωση να µην είναι εκείνη η αναλύτρια που θα τους αναλάµβανε (εφόσον είχαν αίτηµα για νέα ανάλυση…) Με ενδιέφερε πολύ αυτή η στάση που µε τόση προσοχή φρόντιζε την µεταβίβασή του ασθενούς στην αναλύτρια που πέθανε. Αρνούµενη η συνάδελφος να αναλάβει εκείνη αυτούς τους ανθρώπους (παρ’ ότι κάποιοι επέµεναν, και δεν ήθελαν να την αφήσουν, και διότι ήταν κάποιος που ήξερε την αναλύτριά τους), τους βοήθησε να την αφήσουν. Αυτοί οι άνθρωποι είχαν αντιµετωπίσει µια απότοµη εγκατάλειψη, κάποιος τους είχε αφήσει, είχαν υπάρξει θύµατα εγκατάλειψης. Λέω επίτηδες «θύµατα», γιατί είναι µια λέξη που χρησιµοποιείται πολύ. Και για να πω ότι εδώ δεν υπάρχει κανένα θύµα, εκτός από τον νεκρό... Και αν υπάρχει θύµα τότε πρέπει να γίνει µια ψυχική εργασία για να αφήσει κάποιος αυτή τη θέση, ή για να δει σε ποια διαδοχή θυµατοποιήσεων εντάσσεται ο θάνατος αυτός.
Η αναλύτρια αυτή µε βοήθησε να καταλάβω πολλά. Η ίδια ήξερε να εγκαταστήσει µια σφήνα ανάµεσα στο µέσα και στο έξω, και να κρατήσει την πόρτα µισάνοιχτη ανάµεσα στον αναλυτή που πέθανε και στο µέλλον.
Αυτή η στάση του ενδιάµεσου, της σφήνας, αναγνωρίζει ότι ο θάνατος δεν διακόπτει την µεταβίβαση, ότι µετά το θάνατο, ο αναλυτής παραµένει ο αναλυτής, ωστόσο η αναλυτική διαδικασία απαιτεί µια σχέση µε έναν πραγµατικό αναλυτή, και ότι αυτά τα δυο πράγµατα µαζί διατηρούν και την αναλυτική και την ανθρώπινη διάσταση.
Η ανάλυση είναι το πλαίσιο αλλά δεν είναι µόνο το πλαίσιο. Όταν ένας θάνατος τινάζει το πλαίσιο στον αέρα η ανάλυση δεν τινάζεται υποχρεωτικά στον αέρα, ειδικά αν ο αναλυόµενος δεν σπεύσει να καλύψει το chock, το πένθος, µια άµεση επανεκκίνηση της ανάλυσης. Χρειάζεται πάντα κάποιος χρόνος, όχι ο ίδιος γα όλους, ώστε να µην οδηγηθεί κανείς στον τάφο µαζί µε τον αναλυτή του, ούτε να εξιδανικεύσει τον απόντα αναλυτή, και να µπορέσει να απευθυνθεί πραγµατικά σε κάποιον άλλον.
Κάποιοι θα πάνε σε αυτόν τον ενδιάµεσο για να µιλήσουν για τον αναλυτή τους, να καταλάβουν τον θάνατό του, την διαδροµή τους µαζί του. Για κάποιους θα είναι ζωτικής σηµασίας να ξαναβρούν άµεσα έναν αναλυτή, για άλλους είναι νωρίς ακόµα. Πολλοί θα ζήσουν την απώλεια εκείνου που ήταν µάρτυρας της ζωής τους ως κάτι τροµερό, σαν έναν ακρωτηριασµό. Αλλοι θα µιλήσουν για µια µοναδική σχέση, διαφορετική από εκείνην µε τους αγαπηµένους τους. Θα θελήσουν να την προσδιορίσουν, να µιλήσουν γι αυτή. Όσο εκείνος που στήριζε αυτή τη σχέση ήταν παρών δεν την σκεφτόντουσαν, αλλά τώρα που δεν υπάρχει πια θέλουν κάτι να καταλάβουν. Άλλοι θα αισθανθούν µόνοι µε κάτι που δεν µπορούν να µεταδώσουν στο περιβάλλον τους. Πώς να µιλήσουν, για κάτι τόσο προσωπικό; Τι θα καταλάβουν όσοι δεν είχαν ποτέ µια αναλυτική εµπειρία;
Έχει να κάνει µε το µικρό κοµµάτι του εαυτού που έφυγε µαζί µε τον αποθανόντα, αλλά και το κοµµάτι του εαυτού τους που ίσως να ήθελαν να του δώσουν (ένα αντικείµενο, ένα γράµµα, µια κουβέντα) για να κάνουν τον χωρισµό πιο ανεκτό, πιο προσιτό. Το στερούνται και αυτό τους φαίνεται ακόµα πιο απάνθρωπο.
Δεν ξέρω αν οι ψυχαναλυτές είναι πιο καλά προετοιµασµένοι από τους άλλους για το θάνατο, δεν είµαι καθόλου σίγουρη, η ψυχανάλυση όµως µας δίνει τα εργαλεία. Διότι ψυχανάλυση είναι και µια µετάδοση, και ότι µεταδίδεται διατηρείται στη ζωή, ως συνέχεια, όπως τα παιδιά µας διαιωνίζουν κάτι από εµάς. Αυτό που µεταδίδεται στην ψυχανάλυση δεν είναι τόσο ένα περιεχόµενο, αλλά µια στάση. Η στάση της εξορίας από το πρωταρχικό αντικείµενο, από τον χαµένο παράδεισο. Από τον αναλυτή του κάποιος παίρνει την δυνατότητα µετάθεσης, και κυρίως το ερώτηµα «που βρίσκοµαι για τον άλλον και που βρίσκεται ο άλλος γα µένα».
Η σχέση των ψυχαναλυτών µε το ενδεχόµενο – δηλαδή την βεβαιότητα που αρνούµαστε –του θανάτου τους είναι ένα µεγάλο κεφάλαιο. Διότι όπως ο καθένας στο ασυνείδητό του, έτσι και ο αναλυτής, αγνοεί ότι είναι θνητός. Υπάρχει ίσως στους αναλυτές σε κάποιο βαθµό διαδεδοµένη η ασυνείδητη ιδέα ότι η ψυχανάλυση δίνει ένα είδος αθανασίας, καµιά φορά αυτή η ιδέα στηρίζεται σε συνειδητό επίπεδο στην εµπειρία των ψυχοσωµατιστών, ότι η ψυχική εργασία προστατεύει από τις σωµατωποιήσεις και σωµατώσεις, δίνοντας ένα είδος ανοσίας, που µας καθιστά άτρωτους. Έτσι η αρρώστια, η τα γηρατειά συνιστούν για τον αναλυτή ένα διπλό ναρκισσιστικό πλήγµα, ως προς την σωµατική του ακεραιότητα και ως προς τις αυταπάτες του για την προστατευτική αξία της ανάλυσης του σε ψυχοσωµατικό επίπεδο.
Ο αναλυτής σε αυτήν την περίπτωση είναι αντιµέτωπος µε δυο προτάγµατα: αφενός να παραµείνει αναλυτής ενώ δεν µπορεί όταν η λειτουργία του είναι πληγωµένη, και αφετέρου να εισάγει ένα «ξένο σώµα» λέει ο Paul Denis – ψυχαναλυτικά ξένο- στο νου του ασθενή του λόγω της απρόβλεπτης διακοπής, είτε ο ασθενής ξέρει τον λόγο της διακοπής είτε όχι. Ο ασθενής από την πλευρά του είναι σε µια συνθήκη διπλού δεσµού γιατί οι φαντασιώσεις του συναντούν µια πραγµατικότητα που τον στερεί από την συνθήκη µέσα στην οποία θα τις επεξεργαζόταν. Δίνοντας τέλος ο αναλυτής πληροφορίες για την κατάσταση του τροποποιεί την αρχή της εγκράτειας. Η ανατροπή των ρόλων και η εγκατάλειψη της ουδετερότητας και της εγκράτειας που µόνο αυτή θα άφηνε τον αναλυόµενο να φανταστεί, ανοίγει τον γλιστερό πάντα δρόµο της αποπλάνησης, της σαγήνης.
Το ζήτηµα λοιπόν δεν είναι αν θα αρνηθούµε την πραγµατικότητα των γεγονότων που έχουν επιπτώσεις στην αναλυτική διαδικασία, και δεν λέω ότι αναλυτής και αναλυόµενοι δεν έχουν την δυνατότητα να αντιληφθούν την πραγµατικότητα. Αλλά ότι το πραγµατικό για κάθε ασθενή είναι αυτό που παρατηρεί, νοιώθει, σκέφτεται, επιθυµεί, φοβάται, φαντάζεται και το επιλύει µε το ψυχικό του όργανο του που έχει και µια σηµαντική ασυνείδητη παράµετρο. Το ίδιο ισχύει και για τον αναλυτή, µε τις δικές του αγωνίες, φαντασιώσεις, παλινδροµήσεις. Ο αναλυτής στο πλησίασµα του θανάτου, της αρχής της πραγµατικότητας, µπορεί να σταµατήσει εγκαίρως. Είναι ένα πένθος κι αυτό του εαυτού του και της ευχαρίστησης που του δίνει η αναλυτική εργασία.
Μπορεί όµως προκειµένου να µην τον φάει ο Χρόνος (ο Χάρος, ο «ευνουχιστής»…), να αρνηθεί την µοίρα του, να ταυτιστεί µε τον χρόνο και να τρέφεται από τα παιδιά του. Να γίνει ένας Κρόνος που τρώει τα παιδιά του, αθάνατος.
Συνοπτικά θα λέγαµε: ο ψυχαναλυτής ζει µια διχοτόµηση, από την µια είναι ο άνθρωπος του άχρονου, άρα και του αθάνατου, και από την άλλη είναι θνητός και φθαρτός. Αν έλθει η στιγµή που η µια πλευρά δεν αναγνωρίζει την άλλη, τότε, ιδεωδώς, η πρωτόγονη ορδή, η οµάδα των ψυχαναλυτών, µας λέει πάλι ο Paul Denis, θα παρέµβει, για να πάψει αυτή η διχοτόµηση που είναι ζηµιογόνος για τους ασθενείς.
Επιστρέφω στην Κλαίρη.
Για να δείτε πόσο ανατρεπτική ήταν ώρες- ώρες η φιλενάδα µας. Ακούστε τι απαντάει, σε µια συνέντευξή της, στις στερεότυπες ερωτήσεις που απευθύνονται συχνά στους «ψυ», για το «πως αντιµετωπίζουµε την κρίση». Πόσο απενοχοποιητική είναι, πόσο ανεκτική και γενναιόδωρη. Μακριά από νουθεσίες και ηρωισµούς.
«Εάν έχει κάποιος τη δύναµη να ενεργοποιηθεί για να αποφύγει και να ξεφύγει από τις αρνητικές ψυχολογικές επιπτώσεις, από την απειλή ή τον δρόµο που η µοίρα τον κάλεσε, θα βρει κάποια λύση. Εάν όµως όχι, ας προσπαθήσει όσο µπορεί να προσαρµοστεί. Το φυσικό περιβάλλον είναι επίσης θεραπεία και βάλσαµο στην ψυχή». Και λίγο παρακάτω: «Το ψυχικό σθένος, αυτή η απαντοχή στις δυσκολίες µπορεί να προκληθεί στη συνάντησή του µε τον συνάνθρωπό του µέσα από την αγάπη, τη φιλία και την συµπαράσταση.»
Αριέλλα Ασέρ
ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΣΧΙΝΑ
(1948-2018)
Η Χριστίνα Σχινά γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε ιατρική και ειδικεύτηκε στην ψυχιατρική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Με το πέρας των σπουδών της ξεκίνησε την ψυχαναλυτική της εκπαίδευσή, όντας από τους πρώτους εκπαιδευομένους της νεοσύστατης Ελληνικής Ψυχαναλυτικής Εταιρείας (τότε Ελληνικό IPA Study Group) της οποίας αργότερα εξελέγη μέλος. Εργάστηκε ιδιωτικά με ενηλίκους για τριάντα χρόνια. Κατά την διάρκεια της ψυχαναλυτικής της εκπαίδευσης και εργασίας ανέπτυξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την γαλλόφωνη ψυχαναλυτική σκέψη, κυρίως το έργο του André Green, την μελέτη της σεξουαλικότητας και των ψυχοσωματικών εκφράσεων, καθώς και για το έργο των Donald Winnicott και Melanie Klein. Πίστευε βαθιά στις θεραπεύτηκες ιδιότητες της αυθεντικής ανθρώπινης επικοινωνίας μέσα από την ψυχανάλυση αλλά και πέραν αυτής, καθώς και στη δημιουργική δυνατότητα του ανθρώπου να προσδίδει νόημα στην ζωή εν μέσω αντίξοων καταστάσεων.
Παρά τα προβλήματα υγείας της, η Χριστίνα Σχινά συνέχισε να εργάζεται με ιδιαίτερη ευαισθησία έως και λίγους μήνες πριν τον θάνατο της. Πέθανε στην Αθήνα στις 5/5/2018 μετά από μακρά ασθένεια.
ΜΑΝΟΣ ΣΩΤΗΡΙΑΔΗΣ
Στην μνήμη του Μάνου Σωτηριάδη
Τα μέλη της Ελληνικής Ψυχαναλυτικής Εταιρείας αποχαιρετούν με βαθειά θλίψη τον Μάνο Σωτηριάδη, που έφυγε από την ζωή σε ηλικία 70 χρονών την Τρίτη 6 Μαρτίου.
Ήταν για πολλούς ακριβός σύντροφος, για λίγους αληθινός φίλος και για όλους ένας προικισμένος συνάδελφος, με αυθεντικό ψυχαναλυτικό ήθος, κουράγιο, υπομονή και αφοσίωση στους ασθενείς του. Ανήκε στην πρώτη ομάδα συναδέλφων που εκπαιδεύτηκαν στην Ελληνική Ψυχαναλυτική Εταιρεία και συνέβαλε ουσιαστικά από πολλές θέσεις στην θεμελίωση και διάδοση της ψυχανάλυσης στην Ελληνική κοινωνία.
Συμμετείχε ενεργά στην επιστημονική και διοικητική ζωή της εταιρείας μας. Δεν μπορούσε, του ήταν αβάσταχτο, να φανταστεί τον εαυτόν του έξω από την συλλογική συμπόρευση. Σε σημείο να μην υπολογίζει το συμφέρον του. Μια επόπτριά του σε ένα σεμινάριο του είπε «βάστα καρδιά μου» χρησιμοποιώντας μια φράση τίτλου ενός βιβλίου για να αναγνωρίσει τον αγώνα του ψυχικού του έργου να αντέξει, να μην καμφθεί. Τον θυμόμαστε να αφιερώνεται στην υπηρεσία της «ουτοπίας» όπως έλεγε, αλλά επίσης διαρκώς να παλεύει, να δρα, και να μιλά. Λέγονταν πολλές ιστορίες για την πορεία του στο χώρο της ανανεωτικής αριστεράς, για τον σημαντικό ρόλο στον αντιδικτατορικό κίνημα, και για την θητεία του ως Γραμματέας του Ρήγα.
Ήταν εξαίρετος ψυχίατρος και είχε συμβάλει στην ανάπτυξη της κοινωνικής ψυχιατρικής και της ψυχικής υγείας των βρεφών στην χώρα μας. Ο Μάνος νοιαζόταν, ήθελε να είναι χρήσιμος ιδιαίτερα σε όσους δεν είχαν στον ήλιο μοίρα. Αλλά είχε την γενναιότητα να αφήνει τους άλλους να αυτονομούνται.
Τον θυμόμαστε ως καλλιεργημένο θεατρόφιλο, τρυφερό και γοητευτικό άνθρωπο, ζεστό και γελαστό καλαμπουρτζή, γλαφυρό αφηγητή, που χόρευε ζεμπέκικο σαν ανάλαφρο πουλί που μόλις πάτησε στη γη. Τώρα με οδύνη αναγνωρίζουμε την απώλειά του. Μένουμε σιωπηλοί κι εμείς στέλνοντάς του μια σκέψη.
Σ. Μανωλόπουλος
ΜΑΝΟΣ ΣΩΤΗΡΙΑΔΗΣ - Ένας πρωτοπόρος οραματιστής της Ψυχανάλυσης στην κοινότητα
Ο Μάνος Σωτηριάδης περιέγραφε γλαφυρά τον εαυτό του ως conquistador Ψυχαναλυτή. Και ήταν . Από το 1981 μέχρι το 2005 ως ενεργό Μέλος και Πρόεδρος (2002- 2007) της Ελληνικής Εταιρείας για την Ψυχική Υγεία των Βρεφών , συνέβαλε ουσιαστικά και καθοριστικά στην θεμελίωση του διαλόγου μεταξύ Ψυχαναλυτών και διεπιστημονικών ομάδων επαγγελματιών που ασχολούνται με εγκύους, νεογνά και τις οικογένειες τους .Αυτό πραγματοποιήθηκε για πολλά χρόνια τόσο μέσω εκπαιδευτικών προγραμμάτων όσο και μέσω κλινικών ομάδων που διηύθυνε σε Μαιευτήρια.
Το χιούμορ, η διακριτικότητα , η γενναιοδωρία , η έγνοια του να μεταφέρει με έναν εύληπτο τρόπο την Ψυχαναλυτική σκέψη και πρακτική στους επαγγελματίες εκτός των τειχών του κλασσικού Ψυχαναλυτικού πλαισίου, παραμένουν μέχρι σήμερα υποδειγματικές ποιότητες για κάθε Ψυχαναλυτή. Είχε ένα πάθος να μεταφέρει στους νέους αλλά και στους παλαιότερους επαγγελματίες τις γνώσεις του, ενώ ταυτοχρόνως σεβόταν απόλυτα, έδινε χώρο και ευνοούσε με τους πλέον δημιουργικούς τρόπους την έκφραση όλων των απόψεων χωρίς διάκριση. Συχνά έλεγε ότι εξέφραζε με τον τρόπο αυτό την Μητρική του λειτουργία. Αυτός ο τρόπος του να ακούει και να συνδέει τα λεγόμενα στις πολλές και ποικίλες αποχρώσεις τους, οδηγούσαν στο ξεδίπλωμα των ψυχικών κινήσεων των μελών της ομάδας , ενώ ταυτοχρόνως απέφευγε άκαιρες, γρήγορες παρεμβάσεις , τόσο στην ομάδα , όσο και στις ατομικές εποπτείες με νέους Ψυχαναλυτές. Με τον τρόπο αυτό δημιουργείτο ένα ασφαλές περίβλημα και ένας χώρος δημιουργίας και μοιράσματος ,συμπληρωματικότητας και όχι υποκατάστασης, για όλους όσους είχαμε την τύχη να συνδημιουργήσουμε μαζί του, κάτι που στην συνέχεια εφαρμόσαμε στην πρακτική μας.
Ήταν καθ’ όλη την διάρκεια της Ψυχαναλυτικής του πορείας , κυριολεκτικά στρατευμένος στην διάδοση της θεωρίας αλλά και στην εφαρμογή κλινικών παρεμβάσεων στην κοινότητα ,σε ένα πληθυσμό που αλλιώς δεν θα μπορούσε να έχει πρόσβαση σε υπηρεσίες Ψυχικής Υγείας όπου η Ψυχαναλυτική σκέψη και κατανόηση βρίσκονται στο κέντρο του σχεδιασμού και της εφαρμογής τους. Πίστευε ότι η πρακτική της Ψυχανάλυσης στην κοινότητα αποτελεί το ζωντανό, διαρκώς ανανεούμενο κομμάτι της Ψυχαναλυτικής πρακτικής και της μετάδοσης της.
Μερόπη Μιχαλέλη
ΠΕΤΡΟΣ ΧΑΡΤΟΚΟΛΛΗΣ
Το Διοικητικό Συµβούλιο της Ελληνικής Ψυχαναλυτικής Εταιρείας µε θλίψη αναγγέλλει το θάνατο του Καθηγητή Πέτρου Χαρτοκόλλη (Τρίτη, 24 Σεπτεµβρίου 2013) ενός από τους ιδρυτές της Εταιρείας, του οποίου η συµβολή υπήρξε καθοριστική για τη δηµιουργία και την ανάπτυξή της. Ο Πέτρος Χαρτοκόλλης ήταν πρόεδρος κατά την περίοδο που η Εταιρεία λειτουργούσε ως Οµάδα Μελέτης (Study Group) και έως ότου έγινε Προσωρινή (Provisional) Εταιρεία. Εξέτισε ακόµα µία θητεία ως πρόεδρος της Συστατικής (Component) πλέον Εταιρείας της Διεθνούς Ψυχαναλυτικής Ένωσης (IPA).
Γεννηµένος στην Ελλάδα, ο Πέτρος Χαρτοκόλλης σπούδασε αρχικά στο Πανεπιστήµιο Αθηνών και αργότερα στις Η.Π.Α. όπου απέκτησε πτυχίο Ψυχολογίας από το Πανεπιστήµιο Clark και µεταπτυχιακό δίπλωµα στην Ψυχολογία από το κρατικό Πανεπιστήµιο του Michigan, από το οποίο επίσης απέκτησε το διδακτορικό του δίπλωµα στην Κλινική Ψυχολογία. Στη συνέχεια σπούδασε Ιατρική στο Πανεπιστήµιο της Λωζάννης, στην Ελβετία. Το 1957 ο Πέτρος Χαρτοκόλλης ξεκίνησε την ειδικότητα της Ψυχιατρικής στο Ιατρικό Κέντρο του Πανεπιστηµίου Kansas, την οποία συνέχισε στο Νοσοκοµείο Veterans Administration και στην Ψυχιατρική Σχολή Menninger στην Topeka, του Kansas, όπου υπηρέτησε ως Υπεύθυνος Τοµέα για πολλά χρόνια. Εκπαιδεύτηκε ως ψυχαναλυτής στο Topeka Institute for Psychoanalysis.
Το 1980 ο Πέτρος Χαρτοκόλλης επέστρεψε στην Ελλάδα ως Καθηγητής Ψυχιατρικής και ήταν ο Διευθυντής που ίδρυσε το Τµήµα Ψυχιατρικής του Πανεπιστηµίου Πατρών. Κατά την περίοδο αυτή, ο Πέτρος Χαρτοκόλλης ίδρυσε, µαζί µε άλλους Έλληνες ψυχαναλυτές, την Ελληνική Ψυχαναλυτική Εταιρεία και ξεκίνησε η ψυχαναλυτική εκπαίδευση στην Ελλάδα.
Ο Πέτρος Χαρτοκόλλης έχει δηµοσιεύσει περισσότερα από εκατό ψυχαναλυτικά και ψυχιατρικά άρθρα, και έχει επίσης συγγράψει ή επιµεληθεί της έκδοσης 15 βιβλίων στα οποία συµπεριλαµβάνονται ένα εγχειρίδιο Ψυχιατρικής και πέντε µυθιστορήµατα. Η εργασία του στην Ελληνική Ψυχαναλυτική Εταιρεία παραµένει πηγή έµπνευσης και πρότυπο καθαρότητας της ψυχαναλυτικής σκέψης για όλα τα µέλη της Εταιρείας, αλλά και για την ευρύτερη κοινότητα της Ψυχικής Υγείας στην Ελλάδα.
Σταυρούλα Μπεράτη Όλγα Μαράτου
Πρόεδρος ΕΨΕ Γενική Γραµµατέας ΕΨΕ
Για τον Πέτρο Χαρτοκόλλη
Συνιστούσε μία παρέκκλιση από το κυρίαρχο ρεύμα των Ελλήνων ψυχαναλυτών, εξαιρετικά ιδιαίτερη και ενδιαφέρουσα, μία ανάσα από το ασφυκτικό κλίμα καθωσπρεπισμού και συντηρητισμού των τεχνοκρατών του ασυνειδήτου. Αυτή η ιδιαιτερότητα ξεκινούσε από τα (θεωρούμενα από τους πολλούς ως) «εξωψυχαναλυτικά» ενδιαφέροντα και τη σχέση του με τη λογοτεχνία, πυρηνική, και όχι παρεμπίπτουσα, για να ξεδιπλωθεί σε αυτό που ήταν η δική του παρουσία συνολικότερα. Μέσα από αυτή διακτινιζόταν διαρκώς η αύρα ενός ανθρώπου καλοήθους, ευχαριστημένου. Διαπότιζε κάθε επαφή μία διαρκής, εκπλήσσουσα οξυδέρκεια ως προς τα ανθρώπινα, Λακωνικότητα, αιχμηρότητα κρίσεως στα όρια του σαρκαστικού, έμμεση αλλά σταθερή ανάδειξη της ψυχικής αλήθειας και γνησιότητας ως δομικής αξίας. Όπως επίσης και μια εντιμότητα κρυστάλλινη, που άφηνε ενεό το δέκτη.
Όλα αυτά είχαν σαν σταθερό υφάδι, έναν πυρηνικό, σπαραχτικό ανθρωπισμό. Είδος πλέον εν ανεπαρκεία. Δίδαξε με την παρουσία του και μόνο το πόσο μεγάλη σημασία έχει το ότι για να είναι κάποιος καλός αναλυτής χρειάζεται να είναι πρωτίστως καλός άνθρωπος. Οδυνηρή η απουσία του μέσα στις στρατιές των διαπρεπόντων στην τεχνική, χαλκού που ηχεί και αλαλαζόντων κυμβάλων, που όλες ταις γλώσσαις των ανθρώπων λαλούν αλλά αγάπη ουκ έχουν. Τα τιμαλφή που μου δοθήκαν, με ευγνωμοσύνη κρατώ.
Χάρης Μωρίκης
100 χρόνια από τη γέννηση του Πέτρου Χαρτοκόλλη
Το 2022 συμπίπτει με την επέτειο των 100 χρόνων από τη γέννηση του Πέτρου Χαρτοκόλλη, ενός κοσμοπολίτη ψυχαναλυτή, ενός αναγεννησιακού ανθρώπου. Ο Χαρτοκόλλης θεράπευσε, κατά τη διάρκεια της ζωής του, με συνέπεια την Ψυχιατρική, την Ψυχανάλυση και τη Λογοτεχνία. Η Ελληνική Ψυχαναλυτική Εταιρεία, της οποίας ο Χαρτοκόλλης ήταν ιδρυτικό μέλος και Πρόεδρος του Δ.Σ. της επί σειρά ετών, τιμά τα 100 χρόνια από τη γέννησή του, με την έκδοση ενός τιμητικού τόμου που θα κυκλοφορήσει εντός του έτους. Προάγγελο αυτής της έκδοσης αποτελεί το αφιέρωμα της Επιτροπής Ιστοσελίδας και Ηλεκτρονικών Εκδόσεων της ΕΨΕ. Στο αφιέρωμα αυτό θα αναρτώνται σταδιακά και καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους σπάνια κείμενα και συνεντεύξεις του Πέτρου Χαρτοκόλλη. Κάποια από αυτά παρουσιάζονται, μεταφρασμένα στα Ελληνικά , για πρώτη φορά.
Το πρώτο κείμενο που παρουσιάζουμε έχει τίτλο « Θεραπεία μέσω του Εξορκισμού στο νησί της Κεφαλλονιάς» σε μετάφραση του Γιώργου Καλομοίρη. Το κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στην επιθεώρηση Journal of the History of Medicine and Allied Sciences , vol.13, no3, 1958. Είναι γνωστό ότι ο Χαρτοκόλλης κάθε άλλο παρά αδιάφορος ήταν σε σχέση με την επιστημονική μελέτη ανορθολογικών εκδηλώσεων και εμπειριών του ανθρώπινου ψυχισμού. Το ενδιαφέρον του για τη μελέτη της μυστικής εμπειρίας αποτυπώνεται τόσο στο κλασσικό, πλέον, βιβλίο του « Χρόνος και Αχρονικότητα , Παραλλαγές της χρονικής εμπειρίας», όσο και στο βιβλίο του « Άγιον Όρος , ένα ταξίδι μέσα από τους θρύλους και την Ιστορία».
Ο Χαρτοκόλλης επισκέφτηκε την Κεφαλλονιά μετά από το φονικό σεισμό του 1953 με σκοπό να μελετήσει τα ψυχολογικά προβλήματα που δημιούργησε στους κατοίκους η φοβερή φυσική καταστροφή. Μετακινούμενος από τα γεωλογικά ρήγματα προς τα ψυχικά ρήγματα, συναντά τις τελετές εξορκισμού φρενοβλαβών στο μοναστήρι του Αγίου Γερασίμου. Ο συγγραφέας καταγράφει ένα εκπληκτικό τελετουργικό κλιμακούμενης έντασης με την απόσταση του δημιουργού ενός ντοκυμανταίρ. Οι εικόνες που παρουσιάζει φέρνουν στο νου σκηνές από το μακρινό παρελθόν που μας υπενθυμίζουν τη βαθιά ριζωμένη ανάγκη του ανθρώπου να αναζητά την ανακούφιση από τον αφόρητο ψυχικό πόνο σε καταφύγια που κυριαρχεί ο ανορθολογισμός.
Το δεύτερο κείμενο που παρουσιάζουμε σήμερα είναι η απομαγνητοφωνημένη συζήτηση ανάμεσα στην ηθοποιό και σκηνοθέτη Μάγια Λυμπεροπούλου και στον Πέτρο Χαρτοκόλλη. Η συζήτηση έγινε στα πλαίσια της ραδιοφωνικής εκπομπής του Βίκτωρα Αρδίττη με τίτλο ‘ Το σκάνδαλο του Θεάτρου’ και μεταδόθηκε από το Γ’ Πρόγραμμα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας ,σε δύο συνέχειες, την 29η και 30η Οκτωβρίου 1984. Το κείμενο της συζήτησης δημοσιεύτηκε στο λογοτεχνικό περιοδικό Χάρτης , τον Ιανουάριο του 2022.
Θέμα της συζήτησης είναι « Οδηγίες προς τους ηθοποιούς», από τον Άμλετ του Σαίξπηρ. Στη δεύτερη πράξη του Σαιξπηρικού δράματος ο Άμλετ καλεί στο παλάτι έναν θίασο και ζητά από τους ηθοποιούς , τους οποίους καθοδηγεί ‘σκηνοθετικά’, να παίξουν ένα απόσπασμα από μια τραγωδία. Στη θεατρική σκηνή, που μοιάζει με όνειρο μέσα σε ένα όνειρο, ένας βασιλιάς δολοφονείται. Ο Άμλετ βάζει τους ηθοποιούς να αναπαραστήσουν τη δολοφονία του βασιλιά -πατέρα του από τον θείο του και σφετεριστή του θρόνου Κλαύδιο. Ο Κλαύδιος συγκλονίζεται παρακολουθώντας τη σκηνή και αυτή η αντίδρασή του επιβεβαιώνει την πράξη του. Με αφορμή το απόσπασμα αυτό από τον ‘Άμλετ’ , ο Π. Χαρτοκόλλης και η Μάγια Λυμπεροπούλου συζητούν για τη σχέση ανάμεσα στον ηθοποιό και το ρόλο που υποδύεται, τη δύναμη του θεάτρου να επηρεάζει τον θεατή και άλλα ζητήματα της θεατρικής πράξης. Ο Χαρτοκόλλης με ισχυρό και γνήσιο ενδιαφέρον για τη δυναμική της καλλιτεχνικής δημιουργίας, ενδιαφέρεται να διερευνήσει τη συναισθηματική απόσταση του ηθοποιού από το ρόλο που ενσαρκώνει, έχοντας κατά νου την ανάλογη απόσταση του αναλυτή από τον αναλυόμενο και την εναισθησία ως εργαλείο απαραίτητο για την κατανόηση του ασθενούς. Τονίζει την ανάγκη του αναλυτή αλλά και του καλού ηθοποιού να μην παρασύρονται από το συναίσθημά τους και να διατηρούν την απόσταση εκείνη που τους επιτρέπει να ‘μπαίνουν’ στο πετσί του αναλυόμενου/ρόλου και ταυτόχρονα να σκέφτονται για ό,τι συμβαίνει στη σχέση τους μαζί του. Θεωρεί, επίσης, ότι ένα σημαντικό θεατρικό έργο είναι αδύνατον να μην ‘ ταράξει’ τον επαρκή θεατή από τη στιγμή που τα νοήματά του έργου συντονίζονται με θεμελιώδεις αγωνίες- έστω και αν αυτές είναι ανεπίγνωστες -του θεατή.
Τα μέλη της Επιτροπής Ιστοσελίδας και Ηλεκτρονικών Εκδόσεων της ΕΨΕ ευχαριστούν θερμά τον κο Δημήτρη Καλοκύρη , διευθυντή του λογοτεχνικού περιοδικού ΧΑΡΤΗΣ, για την άδεια αναδημοσίευσης της συζήτησης, τον κο Βίκτωρα Αρδίττη ,σκηνοθέτη και καθηγητή στο τμήμα Θεάτρου του ΑΠΘ, για την ευγενική διαμεσολάβησή του, και τον κο Σωτήρη Μανωλόπουλο, διδάσκοντα αναλυτή της ΕΨΕ, που μας υπέδειξε την ύπαρξη αυτής της συζήτησης.
Το τρίτο κείμενο του αφιερώματος στα 100 χρόνια από τη γέννηση του Πέτρου Χαρτοκόλλη έχει τίτλο « Το τελευταίο χαμόγελο της μητέρας μου» και είναι γραμμένο από τον ίδιο. Συμπεριλαμβάνεται σε ένα συλλογικό τόμο με τίτλο « Πώς βλέπουν οι ψυχίατροι τα γεράματα» που εξέδωσε ο Αμερικανός ψυχίατρος- ψυχαναλυτής George Pollock to 1994. Διαβάζοντας τις σελίδες αυτές, ο αναγνώστης δεν μπορεί παρά να θαυμάσει τη γενναιότητα και την ειλικρίνεια του συγγραφέα καθώς αντιμετωπίζει κατάματα το γήρας και τον επερχόμενο θάνατο. Η ματιά του είναι ήσυχη, χωρίς αγωνία, θα λέγαμε τρυφερή, καθώς αναλογίζεται το παρελθόν και τις ανεκπλήρωτες επιθυμίες της ζωής του. Με συγκίνηση μας μεταφέρει το πώς στάθηκε απέναντι στο τελευταίο χαμόγελο της μητέρας του, ίσως το πρώτο χαμόγελο που αντίκρυσε ο ίδιος στη ζωή του.
Το κείμενο αυτό παρουσιάζεται για πρώτη φορά στα Ελληνικά. Μεταφράστηκε με ιδιαίτερη φροντίδα από το συνάδελφο Κώστα Ζερβό τον οποίο ευχαριστούμε για την προθυμία του και τη δουλειά του.
Επιμέλεια αφιερώματος
Ανδρέας Γκορίνης
Θεραπεία μέσω του Εξορκισμού στο νησί της Κεφαλλονιάς*
ΠΕΤΡΟΣ ΧΑΡΤΟΚΟΛΛΗΣ
The Menninger School of Psychiatry, Topeka,Kansas
Ενώ μελετούσε τα ψυχολογικά προβλήματα που δημιούργησε ο μεγάλος σεισμός ο οποίος ισοπέδωσε την Κεφαλλονιά το καλοκαίρι του 1953 (1), ο συγγραφέας της παρούσας εργασίας συνάντησε το ενδιαφέρον φαινόμενο του Αγίου ο οποίος πιστεύεται ότι προστατεύει και θεραπεύει τους φρενοβλαβείς.
Το μεγαλύτερο από τα επτά νησιά του Ιονίου πελάγους στη δυτική ακτογραμμή της Ελλάδας, η Κεφαλλονιά είναι γνωστή για το φυσικό της κάλλος και για τους κατοίκους της που είναι λάτρεις της περιπέτειας και δεινοί κάτοχοι της ναυτοσύνης από τον καιρό του Ομήρου. Προσφάτως, ένας καταστροφικός σεισμός αποτέλεσε την αφορμή ώστε να καταστεί το όνομα του νησιού οικείο σε όλη την υφήλιο. Εν τούτοις, αυτό που μόνο λίγοι, μάλλον (2), γνωρίζουν είναι ότι το νησί αποτελεί για μεγάλο χρονικό διάστημα το επίκεντρο ενός ιδιόρρυθμου οδοιπορικού. Μεγάλος αριθμός ψυχικώς ασθενών καταφτάνει στο νησί κάθε χρόνο ελπίζοντας ότι θα θεραπευτεί από τον πολιούχο Άγιο του νησιού, τον Άγιο Γεράσιμο.
Σε μια μικρή πεδιάδα στρωμένη με ελαιόδεντρα και αποκομμένη από τη θάλασσα από ψηλούς βράχους, βρίσκεται η εκκλησία του Αγίου Γερασίμου και μια γυναικεία μονή την οποία ίδρυσε ο ίδιος ο Άγιος προς το τέλος της ζωής του τον 16ο αιώνα. Γύρω από τη μονή και την εκκλησία της συναντά, συνήθως, κανείς, μόνο καλόγριες και ψυχικώς ασθενείς που κατασκηνώνουν εκεί όλο τον χρόνο. Αλλά δυο φορές τον χρόνο, στις 16 Αυγούστου και στις 20 Οκτωβρίου, ο πληθυσμός αυτός διογκώνεται με την άφιξη περισσότερων ψυχικώς ασθενών και των συγγενών που τους συνοδεύουν καθώς και με ευσεβείς προσκυνητές από όλα τα μέρη του νησιού αλλά και από το απέναντι τμήμα της ηπειρωτικής Ελλάδας.
Την ημέρα πριν από τον εορτασμό της μνήμης του Αγίου, μια ασημένια λάρνακα που περιέχει το σκήνωμα του Αγίου μεταφέρεται και τοποθετείται σε ορθία θέση στην κύρια εκκλησία της μονής. Πίσω από ένα τζάμι, μπορεί κανείς να δει το σκουρόχρωμο και οστεώδες πρόσωπο και τα χέρια, ενώ το υπόλοιπο λείψανο καλύπτεται από ποικίλα ασημένια και χρυσά τάματα. Όλο το βράδυ, οι προσκυνητές περνούν μπροστά από την ιερή λάρνακα και φιλούν το τζάμι που βρίσκεται ακριβώς πάνω από τα χέρια του Αγίου. Δίπλα τους, οι ιερείς προσεύχονται χαμηλόφωνα ενώ μια ομάδα ανδρών, από μόνη της, ψάλλει όσο πιο δυνατά μπορεί έτσι ώστε να ακούγεται καλύπτοντας τις φωνές των ασθενών που έχουν τοποθετηθεί σε στρατηγικές θέσεις από τους συγγενείς τους σε όλη την εκκλησία.
Το επόμενο πρωινό, μετά από την πανηγυρική θεία λειτουργία, το πλήθος συγκεντρώνεται στο ευρύχωρο προαύλιο της μονής και προετοιμάζεται για την λιτανεία προς τιμήν του Αγίου. Ακριβώς πριν από την εμφάνιση των ιερέων και της λάρνακας με τον Άγιο, οι ασθενείς οδηγούνται εκεί από όπου θα περάσει η πομπή. Εκεί, ωθούνται στο έδαφος, πολλοί από αυτούς εξαναγκάζονται να παραμείνουν κατάχαμα δια της βίας, άνδρες, γυναίκες και παιδιά, προσπαθώντας με όση δύναμη τους έχει απομείνει να απελευθερωθούν, κλαίγοντας, υβρίζοντας τον Άγιο, κάνοντας άσεμνες χειρονομίες προς την κατεύθυνση της εκκλησίας. Μερικοί από τους ασθενείς είναι τόσο βίαιοι που είναι αλυσοδεμένοι. Ο ένας μετά τον άλλο – μπορεί να είναι 50 έως 80 – όλοι οι ασθενείς εξαναγκάζονται να ξαπλώσουν σε μια ευθεία ο ένας δίπλα στον άλλον.
Στη συνέχεια, στις 12:00 το μεσημέρι, αρχίζουν να σημαίνουν οι καμπάνες της εκκλησίας ∙ κάτω από τον καυτό ήλιο του προχωρημένου καλοκαιριού εμφανίζεται η κεφαλή της πομπής με πολλούς σταυρούς και εξαπτέρυγα, ακολουθούμενη από μια ομάδα ψαλτών που ψάλλουν διάφορα άσματα. Τελευταία έρχεται η ιερή λάρνακα λαμπυρίζοντας κάτω από τον ήλιο. Την κρατούν 4 ιερείς που φορούν χρυσοποίκιλτα άμφια ∙ λίγο πιο πίσω ακολουθεί ο Επίσκοπος κρατώντας τη χρυσή μήτρα και περιβαλλόμενος κι από άλλους ιερείς που είναι έτοιμοι να τον ακολουθήσουν στοιχιζόμενοι πίσω του. Την επίσημη πομπή κλείνουν οι 60 καλόγριες της μονής που φορούν τα μαύρα τους ράσα και κάθε μια από αυτές φέρει έναν μικρό σταυρό στο μέτωπό της. Τώρα, έρχονται οι προσκυνητές κρατώντας κεριά και η πομπή αφήνει πίσω της τον προαύλιο χώρο της μονής. Στο σημείο αυτό ενώνονται με την πομπή διάφορες μουσικές μπάντες από την πρωτεύουσα, το Αργοστόλι.
Με τις μπάντες να παίζουν έναν αργό εμβατηριακό ρυθμό και με τις καμπάνες του μοναστηριού να χτυπούν, η πομπή προχωρά αργά προς τα μπρος, σε έναν χωματόδρομο, και πάνω από τους κρίκους μιας αλυσίδας που σχηματίζεται από τους ψυχικώς ασθενείς που είτε ξαπλώνουν στο έδαφος είτε εξαναγκάζονται από τους συγγενείς τους να μείνουν ξαπλωμένοι. Η ιδέα είναι ότι το πέρασμα του Επισκόπου και των ιερέων που μεταφέρουν την ιερή λάρνακα με το σκήνωμα του Αγίου πάνω από αυτούς τους ασθενείς θα αναγκάσει το κακό πνεύμα, το οποίο θα εκδιωχθεί από τον εξορκισμό και τη δύναμη του Αγίου, να εγκαταλείψει το σώμα του ασθενούς. Από τη στιγμή που η λάρνακα του Αγίου έχει περάσει πάνω από τον ασθενή, οι συγγενείς τον μεταφέρουν γρήγορα στην αρχή της πομπής έτσι ώστε να περάσει από πάνω του όσο πιο πολλές φορές γίνεται το σκήνωμα του Αγίου. Η πομπή καταλήγει σε ένα μέρος που διακρίνεται από ένα τεράστιο σφεντάμι και ένα πηγάδι, η ύπαρξη των οποίων αποδίδεται στον ίδιο τον Άγιο. Όλοι οι ασθενείς έχουν μεταφερθεί σε αυτό το μέρος, εξαντλημένοι από την προσπάθεια να απελευθερωθούν αλλά και από την, μερικές φορές, κτηνώδη συμπεριφορά των συγγενών που τους συνοδεύουν. Και αυτοί είναι αδύναμοι από την μακρά νηστεία που έχουν τηρήσει πριν τους φέρουν για να συμμετέχουν στη λιτανεία.
Τώρα οι μπάντες σταματούν να παίζουν και όλοι περιμένουν να συμβεί ένα θαύμα. Ο Επίσκοπος προσεύχεται για τους ψυχικώς ασθενείς ∙ ψάλλει έναν ειδικό εξορκισμό γραμμένο από τον Χρυσόστομο, έναν από τους Αγίους Πατέρες της Ελληνορθόδοξης εκκλησίας.
Όταν τελειώσουν οι προσευχές και οι εξορκισμοί, οι μπάντες αρχίζουν και πάλι να παίζουν ∙ τα εξαπτέρυγα, οι σταυροί και τα λάβαρα υψώνονται στον ουρανό όπως και η λάρνακα με το σκήνωμα του Αγίου και η πομπή παίρνει τον δρόμο της επιστροφής στη μονή, περνώντας και πάλι πάνω από τους ξαπλωμένους στο έδαφος ψυχικώς ασθενείς όπως και πριν.
Δεν γνωρίζουμε πώς και πότε αναδύθηκε η πίστη στη δύναμη που διαθέτει ο Άγιος Γεράσιμος πάνω στους ψυχικώς ασθενείς. Επιπλέον, δεν υπάρχει τίποτε το ιδιαίτερο στον βίο του Αγίου που να δείχνει ότι τον ενδιέφερε ειδικά το θέμα της ψυχικής ασθένειας. Γεννημένος κοντά στην αρχαία πόλη της Κορίνθου στην ηπειρωτική Ελλάδα, ο Άγιος Γεράσιμος ανήκε σε μια οικογένεια με καταγωγή από τη Βυζαντινή αριστοκρατία. Λέγεται ότι είχε αποκτήσει ευρύτατη παιδεία βασισμένη στους αρχαίους κλασσικούς συγγραφείς αλλά μέσα στο πλαίσιο της Ελληνορθόδοξης εκκλησίας.
Αφού ταξίδεψε για μεγάλο χρονικό διάστημα, έφτασε στο νησί της Κεφαλλονιάς όπου εγκαταβίωσε ως ερημίτης. Αρκετά γρήγορα, αλλά όχι χωρίς κάποιες εντάσεις και ενδοιασμούς εκ μέρους των κατοίκων του νησιού, τους έκανε τέτοια βαθειά εντύπωση που πολλές οικογένειες με επιρροή του εμπιστεύτηκαν τις θυγατέρες τους για να τις διδάξει την Χριστιανική ευσέβεια και σοφία. Τότε ίδρυσε τη γυναικεία μονή και μετέτρεψε τον περιβάλλοντα έρημο τόπο σε μια ιδιαίτερα επιτυχημένη αγροικία. Είτε λόγω της εμπλοκής του με την γεωργία είτε λόγω της εκ μέρους του επιδίωξης κάποιου άλλου καλοπροαίρετου σκοπού, κατασκεύασε μεγάλο αριθμό πηγαδιών – και ούτε μια αναφορά στον βίο του δεν παραλείπει να υπογραμμίζει αυτό το επίτευγμα. Ένα από αυτά τα πηγάδια λειτουργεί ως σήμανση του σημείου στο οποίο λαμβάνει χώρα ο εξορκισμός της ψυχικής ασθένειας κατά την επέτειο του θανάτου του Αγίου.
Δεν φαίνεται να υπάρχει καμία επίσημη αναφορά στην εγκαθίδρυση του τελετουργικού που κορυφώνεται στην επιτέλεση του ψυχοθεραπευτικού εξορκισμού. Αλλά το γεγονός ότι ένα από τα πρώτα θαύματα του Αγίου Γερασίμου λέγεται ότι συνδέεται με ένα από τα πηγάδια του μπορεί να έχει σχέση με την καταγωγή και προέλευση της τελετουργίας.
Σύμφωνα με τον μύθο, λίγο μετά τον θάνατο του Αγίου Γερασίμου, μια γυναίκα που κατελήφθη από ένα δαιμόνιο – ένα κακό πνεύμα – έπεσε μέσα σε ένα από τα πηγάδια του Αγίου. Η έγκαιρη εμφάνιση του Αγίου στα όνειρα μιας εκ των καλογριών είχε ως αποτέλεσμα τη διάσωση της ατυχούς γυναίκας από το πηγάδι και, σύμφωνα με τον μύθο, και από το κακό πνεύμα που την είχε καταλάβει.
Η θαυματουργός διαδρομή του Αγίου Γερασίμου πρέπει να άρχισε λίγο πριν ή αμέσως μετά τον θάνατό του το 1579. Πιστεύεται ότι θεράπευσε ένα ευρύ φάσμα παθήσεων εκτός του ότι έσωσε το νησί και τους κατοίκους του από καταστροφές όπως εχθρική εισβολή, επιδημίες και ξηρασία. Ωστόσο, η πλειονότητα των αναφερομένων θαυμάτων, από τότε έως τώρα, έχουν σχέση με θεραπείες ψυχικώς ασθενών.
Σήμερα, εάν κάποιοι έχουν το δικαίωμα να ζητήσουν την χάρη του Αγίου Γερασίμου, αυτοί είναι οι ψυχικώς ασθενείς που θα συγκέντρωναν και τις περισσότερες πιθανότητες να την λάβουν. Όμως, ακόμη και μεταξύ των ψυχικώς ασθενών, έτσι διατείνεται με ένα στόμα ο απλός κόσμος, είναι οι αποκαλούμενοι «δαιμονισμένοι», γνωστοί ως «οι ασθενείς του Αγίου», που μάλλον θα ευεργετούνταν από τον εξορκισμό και την ψυχοθεραπευτική δύναμη του Αγίου. Όσο για τη διάγνωση αυτών των ασθενών, η επιτυχία του εξορκισμού συνιστά ένα καλό κριτήριο.
Ο «δαιμονισμένος» είναι, κατ΄ ανάγκη, βίαιος. Δύναται να είναι θορυβώδης ή σιωπηλός αλλά είναι πάντα ενεργητικά αρνητικός ∙ σε γενικές γραμμές, δεν έχει αναστολές και προβάλλει αντίσταση στον εξωτερικό έλεγχο. Όλ’ αυτά, σύμφωνα με τις επικρατούσες πεποιθήσεις, δύνανται να αποδοθούν σε έναν δαίμονα, ένα κακό πνεύμα που ενοικεί στο σώμα και καταστρέφει ή, καλύτερα, θέτει υπό την κατοχή του την ψυχή του ατόμου – άνδρα, γυναίκας ή παιδιού. Ο δαίμονας διαθέτει την δική του ταυτότητα, δεν πρόκειται, απλώς, για μια ακόμη όψη του ασθενούς. Έτσι, οι ασθενείς που συζητούν μεταξύ τους αναφέρονται στις παλιές τους ταυτότητες στο τρίτο πρόσωπο. Αυτό αναδεικνύεται στον διάλογο που ακολουθεί μεταξύ δυο γυναικών ασθενών τον οποίο αναφέρει ο Λουκάτος (3).
«Πω, πω! Πού τη βρήκες αυτή τη χοντρή που χώθηκες μέσα της;»
«Αδελφέ, μην τα ρωτάς! Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο καιρό τη γύρευα. Τη βρήκα ένα απόγευμα ακουμπισμένη σε μιαν ελιά κι έδωσα μια και χώθηκα μέσα της, χα, χα, χα»
Σε μια πραγματεία για τον βίο και τα θαύματα του Αγίου Γερασίμου, ένας κληρικός (4) περιγράφει δυο άλλες περιπτώσεις τις οποίες η δύναμη του Αγίου θεράπευσε με τον εξής τρόπο
Επίσης, το φοβερό θαύμα που συνέβη τον Δεκαπενταύγουστο του 1924 σχετικά με την θεραπεία δυο γυναικών, της Άννας Θ. Δανάτου, από το Βαρύ και της Μυριάνθης Κ. Φωκά από τον Τσακαρισιάνο που κατελήφθησαν από πραγματικά κτηνώδεις δαίμονες, προκάλεσε τεράστια εντύπωση και ιερό συναίσθημα σε όλους τους ευσεβείς προσκυνητές. Αυτοί οι δαίμονες, που εκδήλωσαν την παρουσία τους με την βία και την αγριότητα των θηρίων της ερήμου, ονομάζονταν, όπως οι ίδιοι παραδέχτηκαν, ο μεν, της φτωχής Άννας, Τρίκερης και ο άλλος της δυστυχούς Μυριάνθης, Δρακόντιος ∙ και καθύβριζαν, έκλαιγαν, ούρλιαζαν, γελούσαν, δάγκωναν και βογκούσαν, με άλλα λόγια βασάνιζαν σκληρά το σαρκίο των δυο κακόμοιρων πλασμάτων…
Οι ασθενείς καθίστανται ιδιαιτέρως βίαιοι καθώς τους πλησιάζει η πομπή με τους ιερείς που μεταφέρουν το σκήνωμα του Αγίου. Προσπαθούν απεγνωσμένα να απελευθερωθούν, βγάζοντας άγριες κραυγές ή εκστομίζοντας προσβλητικές και απειλητικές λέξεις στους ιερείς και στον Άγιο στον οποίο, συνήθως, δίνουν το όνομα «Καψάλης», δηλαδή «ο καιόμενος». Οι ακόλουθες είναι χαρακτηριστικές εκφράσεις ενός ασθενούς που ήρθε αντιμέτωπος με τη δύναμη του Αγίου: «Καψάλη, μ΄ έκαψες», «Θα την κάνω χίλια κομμάτια την λάρνακα γερο-καλόγερε», «Φύγε, Δεσπότη κατσικομούρη με το κατσικίσιο σου γενάκι», «Φύγε κατσικομούρη παπά!», «Που να σε πάρει ο διάολος».
Η ίδια η αναφορά του ονόματος του Αγίου Γερασίμου αρκεί, συνήθως, για να προκαλέσει μια βίαιη αντίδραση εκ μέρους των ασθενών ∙ και, ως εάν να το έκαναν επίτηδες, οι ιερείς και οι ψάλτες ακολουθούν την πρακτική του να υψώνουν τη φωνή τους με έναν προκλητικό τρόπο κάθε φορά που αναφέρουν το όνομα του Αγίου, τόσο στην εκκλησία όσο και στην λιτάνευση της εικόνας και του σκηνώματος. Αλλά την στιγμή ακριβώς που η ιερή λάρνακα περνάει πάνω από έναν ασθενή, επικρατεί ηρεμία, οι ασθενείς καθίστανται ακίνητοι και αμίλητοι έως ότου περάσει από πάνω τους. Έπειτα, συνήθως ανακτούν την βιαιότητα και την ενεργητικότητά τους.
Η διαδεδομένη αντίληψη είναι ότι κάθε φορά που επιτελείται μια ίαση χαρακτηρίζεται από κάποιο ασυνήθιστο συμβάν, όπως η θραύση ενός υαλοπίνακα στην εκκλησία, το βίαιο τρέμουλο της φλόγας ενός ή όλων των καντηλιών ή το σβήσιμο όλων των καντηλιών ως εάν να τα φύσηξε και να τα έσβησε ένα ξαφνικό ρεύμα αέρα. Μια τέτοια σκανδαλώδης πράξη αποτελεί μια απειλή εκ μέρους του δαίμονα - και μια παραδοχή ότι πλησιάζει η ήττα του – ως εξής: «Καψάλη, θα βγω από τούτον εδώ [τον ασθενή] αλλά θα σου σπάσω όλα τα καντήλια».
Μια πιο σοβαρή ζημία, η οποία αναφέρθηκε στον συγγραφέα από έναν αυτόπτη μάρτυρα ήταν η θραύση ενός μεγάλου κλαδιού του δέντρου του Αγίου. Αυτό συνέβη σε μια στιγμή όταν πολλοί άνθρωποι είχαν σκαρφαλώσει στο δέντρο για να δουν καλύτερα την πομπή που πλησίαζε.
Οι περισσότεροι από τους ασθενείς του Αγίου, δείχνουν να είναι καλά προσανατολισμένοι στον χώρο και, αν και απορρίπτουν την παλιά τους ταυτότητα, διατηρούν ένα έντονο ενδιαφέρον σε ό,τι συμβαίνει γύρω τους. Έχουν σαφή επίγνωση του που βρίσκεται το σκήνωμα του Αγίου αλλά και των εορτασμών μέσα κι έξω από την εκκλησία όπως αποδεικνύεται από πολλά επεισόδια που έχουν καταγραφεί. Μια φορά όταν ένας Επίσκοπος ο οποίος εθεωρείτο ανυπόληπτος, προσήλθε για να συμμετέχει στον εορτασμό του Αγίου, οι ασθενείς διέκοπταν συνεχώς την θεία λειτουργία με τις προσήκουσες κατηγορίες ∙ και όταν στο τέλος της λειτουργίας ο Επίσκοπος ζήτησε την έγκριση του εκκλησιάσματος για να χειροτονήσει κληρικό έναν φημολογούμενα ανάξιο κοσμικό, οι ασθενείς φώναξαν με μια φωνή: «Είναι ανάξιος όπως κι εσύ».
Οι νησιώτες πιστεύουν, επίσης, ότι οι δαιμονισμένοι διαθέτουν προφητικές δυνάμεις. Όταν μια γυναίκα κορόιδεψε έναν ασθενή, αυτός γύρισε προς το μέρος της και, δείχνοντας την κόρη της, προέβλεψε ότι το κορίτσι, πολύ γρήγορα, θα επιζητούσε την χάρη του Αγίου ως ψυχικώς ασθενές το ίδιο. Και, σύμφωνα με το άτομο που διηγούνταν την ιστορία, έναν δάσκαλο, η προφητεία επαληθεύτηκε.
Αλλά είτε ακριβείς είτε όχι, ανάλογες ιστορίες δίνουν μια ιδέα για τη μυστικιστική φύση της σχέσης που υφίσταται ανάμεσα στον πληθυσμό και τον Άγιό τους – μια σχέση που, ίσως, εξηγεί μεγάλο μέρος της θεραπευτικής ικανότητας του Αγίου.
- Η εργασία αυτή με τον πρωτότυπο τίτλο Cure by Exorcism in the Island of Cephalonia, δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο περιοδικό Journal of the History of Medicine and Allied Sciences , 1958, volume 13, number 3. Μεταφράστηκε , για πρώτη φορά στα Ελληνικά, για λογαριασμό της ιστοσελίδας της ΕΨΕ από τον Γιώργο Καλομοίρη.
(1) P. Hartocollis , La psychopathologie du tremblement de terre ,[…], Laussanne, Imprimeries Reunies, S.A. ,1955.
(2) O Δρ. Henri Ellenberger από το Menninger Foundation ο οποίος αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για την προετοιμασία της παρούσας εργασίας, έχει αναφερθεί εν συντομία στην Κεφαλλονιά στο άρθρο του ‘ The ancestry of dynamic psychotherapy’ Bull. Menninger Clinic, 1956,20, no6.
(3) Δημ. Σ.Λουκάτου, Κεφαλονίτικη Λατρεία. Αθήνα 1946
(4) Γερ. Σ. Ποταμιάνου, Βίος και Ακολουθία του Οσίου και Θεοφόρου Πατρός ημών Γερασίμου. Τυπογρ. Α.Ζ. Διαλησμά , Αθήναι , 1925
Ο Πέτρος Χαρτοκόλλης συζητά με τους Βίκτωρα Αρδίττη και τη Μάγια Λυμπεροπούλου
«Ο ηθοποιός και ξέρει πως παίζει και θέλει να ξεχάσει ότι παίζει» - ΧΑΡΤΗΣ 37 {ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2022}
Το τελευταίο χαμόγελο της μητέρας μου
Π. Χαρτοκόλλης
Το τελευταίο χαμόγελο της μητέρας μου
Αναπολώντας τον εαυτό της και τον πατέρα της, η μεγάλη Γαλλίδα συγγραφέας Marguerite Yourcenar (1980) έλεγε:
Από πολύ νωρίς, από την εποχή που ήμουν δεκατριών, σκεφτόμασταν ο ένας τον άλλον σαν ίσους˙ ίσως γιατί η ηλικία δεν είχε σημασία για μένα. Νομίζω ότι δεν μιλάω με διαφορετικό τρόπο σ’ ένα παιδί των έξι απ’ ό,τι σε έναν άνδρα των εξήντα. Και δεν αισθάνομαι καμιά ηλικία. Κατά καιρούς βλέπω ότι δεν είμαι πια τόσο δυνατή όσο όταν ήμουν είκοσι, αλλά αυτή την αδυναμία θα μπορούσε να την έχω από τότε που ήμουνα σαράντα. Θα μπορούσα να έχω ισχιαλγία ή προβλήματα με το κυκλοφορικό ακριβώς όπως έχω τώρα. Εκτός απ’ αυτά, η ηλικία δεν σημαίνει τίποτα. Το αντίθετο μάλιστα. Αισθάνομαι ότι είμαι ακόμη παιδί: οι ηλικίες μου είναι η αιωνιότητα και η παιδική ηλικία.
Θα ήθελα να μπορούσα να μιλάω – και να γράφω – σαν την Yourcenar. Νοιώθω όμως σαν κι αυτήν σε σχέση με την ηλικία - την δική μου ηλικία - αλλά όχι κατ’ ανάγκη σε σχέση με την ηλικία των άλλων. Όπως έλεγε: «Το αντίθετο μάλιστα. Αισθάνομαι ότι είμαι ακόμη παιδί: οι ηλικίες μου είναι η αιωνιότητα και η παιδική ηλικία.» Και η φύση με έχει ευνοήσει σ’ αυτό. Γιατί, όπως λένε όλοι, φαίνομαι πολύ νεότερος από την πραγματική μου ηλικία, εκτός του ότι έχω την ευλογία μιας σταθερά καλής υγείας. Παρά το ότι δεν ήμουν αθλητικός ή πολύ προσεκτικός με την υγεία μου, κι ούτε είχα τις συνήθειες που ευνοούν μια καλή φυσική κατάσταση – αστειευόμενος με τον γιο της μικρότερης αδελφής μου ο οποίος αναρωτιόταν τι είδους άσκηση κάνω και κρατιέμαι σε καλή κατάσταση όταν αυτός είχε αρχίσει ήδη να εμφανίζει μια μικρή κοιλίτσα, του είπα ότι η μόνη μου άσκηση ήταν το πλύσιμο των δοντιών μου κάθε βράδυ – δεν υποφέρω από ισχιαλγία, από προβλήματα του κυκλοφορικού, ούτε καν από ρευματισμούς που πάσχουν οι περισσότεροι άνθρωποι της δικής μου ή και μικρότερης ηλικίας, συμπεριλαμβανομένης της Yourcenar και του αγαπημένου της αυτοκράτορα, του Αδριανού. Αλλά δεν μπορώ να πω ότι η ηλικία δεν σημαίνει τίποτα για μένα, παρότι, σαν την Yourcenar, αισθάνομαι ότι είμαι ακόμη παιδί.
Αντικειμενικά μιλώντας, η ηλικία είναι κάτι σωματικό, βιολογικό στην ουσία, και σωματικό στην εμφάνιση: το μέγεθος μου, η κατάσταση του δέρματος μου, το βάθος της φωνής μου. Αλλά για το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, η ηλικία είναι κυρίως ψυχολογική: είμαι τόσο χρονών όσο αισθάνομαι (Hartocollis, 1983).
Για τους άλλους, ή είμαι γέρος ή είμαι νέος. Εγώ είμαι ένα παιδί, ένας έφηβος, ένας ενήλικας, ένας μεσήλικας ή ένα γερασμένο πρόσωπο – και αυτό δεν μπορώ να το αρνηθώ˙ ή μάλλον δεν αντέχω να το αρνηθώ, εάν θέλω να συμπεριφερθώ με έναν ρεαλιστικό, προσαρμοστικό τρόπο˙ είτε νέος νοιώθω είτε γέρος.
Όταν ήμουν παιδί, η μητέρα μου και ο πατέρας μου ήταν ώριμοι ενήλικες, οι παππούδες μου και οι γιαγιάδες μου ήταν γέροι – και δεν είχα σκεφτεί ποτέ ότι θα μπορούσαν να είναι κάτι άλλο. Τους θυμάμαι ακόμα όπως ήταν τότε, οι γονείς μου ώριμοι ενήλικες, οι παππούδες μου και οι γιαγιάδες μου γέροι άνθρωποι, παρότι γερνούσαν ακόμη περισσότερο καθώς μεγάλωνα. Εγώ όμως ποτέ δεν τους σκέφτηκα πιο γερασμένους. Και δεν τους σκέφτηκα ποτέ σαν παιδιά, παρότι είχα δει φωτογραφίες τους ως παιδιά και είχα ακούσει ιστορίες για την παιδική τους ηλικία. Και όταν θυμάμαι την μητέρα μου σε μεγάλη ηλικία, οπισθοχωρώ μπροστά στην ιδέα και θέλω αμέσως να την ξεχάσω, γιατί δεν θέλω να σκέφτομαι τον εαυτό μου να γερνάει όπως αυτή.
Δεν είναι ακριβώς το ίδιο με τον πατέρα μου. Γιατί πέθανε πολύ πιο πριν και πολύ νεότερος, και μάλιστα πέθανε στην ηλικία στην οποία είμαι εγώ τώρα. Και αυτό θέλω επίσης να το ξεχνάω. Θυμάμαι ότι σκεφτόμουν όταν πέθανε ότι είχε αρκετά χρόνια πίσω του, ότι την είχε ζήσει την ζωή του. Αλλά δεν μπορώ να πω το ίδιο για τον εαυτό μου. Και είμαι στα ίδια σχεδόν χρόνια που ήταν αυτός τότε. Σχεδόν τα ίδια. Σε λίγους μήνες μπορεί να είμαι μεγαλύτερος.
Κάποιοι σπουδαίοι άνθρωποι πέθαναν νέοι, ο Μέγας Αλέξανδρος, ο Μότσαρτ, ο Σέλλεϋ, και ο Μπάυρον˙ και οι περισσότεροι σπουδαίοι άνθρωποι ήταν σπουδαίοι πολύ πριν πεθάνουν: ο Γκαίτε, ο Φρόυντ, ο Αϊνστάιν. Τι σημασία έχει λοιπόν εάν θα είμαι νέος ή γέρος όταν θα πεθάνω; Ξέρω ήδη ότι δεν θα μεγαλώσω ποτέ αρκετά για να γίνω σπουδαίος, ανεξάρτητα από το πόσο χρονών θα είμαι όταν πεθάνω. Έτσι, θα πρέπει να συμβιβαστώ με κάτι λιγότερο, αντί να παραιτηθώ τελείως από την προσπάθεια να γίνω κάποιος, για να ικανοποιήσω τις ναρκισσιστικές μου φιλοδοξίες, για να αποδείξω στον εαυτό μου ότι είμαι δημιουργικός. Το γεγονός ότι κάποιοι άνθρωποι αναγνωρίζουν το όνομα μου, μου έδινε κάποτε ικανοποίηση, αλλά όχι πια.
Όταν ήμουν παιδί, ένας ενήλικας ήταν ένας ψηλός και δυνατός άνθρωπος, κάποιος που ήξερε πολύ περισσότερα απ’ αυτά που ήξερα εγώ, κάποιος που είχε πολύ μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση και εξουσία απ’ ό,τι εγώ. Και ήθελα να είμαι σαν αυτόν – όταν θα μεγάλωνα βέβαια. Παρόμοια, ένας ηλικιωμένος άνδρας ή μια ηλικιωμένη γυναίκα ήταν ακριβώς αυτό, μεγάλος, αλλά καμπουριασμένος και αδύναμος, με γκρίζα μαλλιά και ρυτίδες, με την φωνή του να τρέμει, ο άνδρας να κρατάει ένα στραβό μπαστούνι, η γυναίκα τυλιγμένη μέσα στο μαύρο της μαντήλι και την ρόμπα της. Οι άνθρωποι των διαφορετικών ηλικιών ήταν διαφορετικές κατηγορίες ανθρώπων. Δεν ήταν άνθρωποι σαν και μένα οι οποίοι είχαν απλώς μεγαλώσει. Θεωρούσα την ηλικία τους σαν μια αμετάβλητη κατάσταση. Κι ακόμα έτσι το βλέπω. Τα παιδιά είναι παιδιά, οι νέες γυναίκες είναι ωραία κορίτσια, οι μεγαλύτερες γυναίκες φαίνονται όσο είναι, μερικές φορές φαίνονται νεότερες άλλες φορές μεγαλύτερες απ’ ό,τι είναι στην πραγματικότητα, οι γέροι είναι γέροι˙ και εγώ είμαι αυτό που θυμάμαι ότι ήμουνα πάντα.
Αυτό που αισθάνομαι για την ηλικία μου, ή για το ζήτημα της ηλικίας γενικά, μπορεί να είναι πολύ προσωπικό. Αλλά πιστεύω ότι όλοι αισθάνονται πολύ προσωπικά για την ηλικία τους, όποια και να’ ναι αυτή. Κάποιοι άνθρωποι δεν ένοιωσαν ποτέ παιδιά, κάποιοι άλλοι δεν σταμάτησαν ποτέ να νοιώθουν σαν παιδιά˙ παρότι μπορεί να συμπεριφέρονται σαν ενήλικες, δεν αισθάνονται σαν ενήλικες. Για μένα, πολλοί άνθρωποι που αισθάνονται σαν ενήλικες δεν συμπεριφέρονται ως ενήλικες, ως ώριμοι άνθρωποι, και είμαι σίγουρος ότι δεν ξέρουν πώς είναι να αισθάνεσαι ως ενήλικας. Για τους περισσότερους ανθρώπους το να αισθάνεσαι σαν ενήλικας σημαίνει απλώς το να παίρνεις τον εαυτό σου στα σοβαρά˙ ή το να δουλεύεις σκληρά και να νοιάζεσαι για πράγματα. Απλώς ξεχνούν ότι ως παιδιά εργαζόντουσαν σκληρά ή ότι νοιαζόντουσαν για πράγματα, ότι το παιχνίδι και το νοιάξιμο, ίσως για ασήμαντα πράγματα, ήταν επίσης σοβαρά ζητήματα για αυτούς ως παιδιά. Εγώ δεν το ξεχνάω. Και καθώς οι άνθρωποι μεγαλώνουν μπορεί να παραπονούνται για την ηλικία τους, αλλά μόνο όταν το ακούνε απ’ τους άλλους. Στην πραγματικότητα δεν πιστεύουν ότι είναι μεγάλοι. Βλέπουν τα γερατειά, όπως και τον θάνατο, σαν κάτι που βρίσκεται εκεί έξω, που πλησιάζει ίσως, αλλά που δεν φτάνει ποτέ πολύ κοντά όπως γίνεται με τα παιδιά και τους νέους που φοβούνται τα φαντάσματα ή τους ληστές που θα τους σκοτώσουν, ή τα μοιραία ατυχήματα ή τον θάνατο όταν τον βλέπουν να έρχεται για κάποιον άλλον – και αυτός ο άλλος μπορεί να είναι ένα παιδί, ένας ενήλικας, ή ένας γερασμένος άνθρωπος. Η ηλικία είναι ένα πολύ σχετικό, ασαφές και προσωπικό θέμα. Μπορεί να περιγραφεί αντικειμενικά, να μετρηθεί μέσα από την ημέρα των γενεθλίων και τις επετείους, μέσα από το μέγεθος και την εμφάνιση, μέσα από τα χρόνια που ήμασταν στο σχολείο ή σε κάποια δουλειά, μέσα από τον αριθμό των πεθαμένων ανθρώπων που αφήνουμε πίσω μας, μέσα από τα πραγματικά γεγονότα που γίνονται ιστορία. Η ηλικία είναι μια πραγματικότητα που μας επιβάλλεται από αυτούς που βρίσκονται γύρω μας, από τον τρόπο που μας κοιτάνε ή μας αισθάνονται οι άλλοι άνθρωποι, οι σύγχρονοι μας, είτε πρόκειται για παιδιά, για έφηβους ή ενήλικες, νέους ή γέρους. Ο τρόπος που αισθανόμαστε την ηλικία μας είναι, εν τούτοις, ο τρόπος που το ασυνείδητο μας, μας κάνει να την νοιώθουμε. Και το ασυνείδητο μας, το Εκείνο μας, είναι έξω από τον χρόνο (Freud, 1923).
H Βιρτζίνια Γουλφ (1976) είχε την επώδυνη συνείδηση της διαδικασίας της γήρανσης. Έγραφε:
Κάθε δεκαετία θεωρώ ότι φέρνει έναν από εκείνους τους ιδιωτικούς προσανατολισμούς που ταιριάζουν στη μεγάλη πλειονότητα του κόσμου, πράγμα που τώρα, κατά την γνώμη μου, ισχύει γενικά για όλη την ανθρώπινη ράτσα. Εννοώ ότι η ζωή θα πρέπει να αποβληθεί: θα πρέπει να αντιμετωπιστεί: να απορριφθεί: και στην συνέχεια να γίνει δεκτή με νέους όρους με ένα ρήγμα. Και ούτω καθεξής, και ούτω καθεξής˙ μέχρι που είσαι 40, και το μόνο πρόβλημα είναι πώς να την πιάσεις πιο σφιχτά πάνω σου, τόσο γρήγορα φαίνεται να γλιστράει, και τόσο άπειρα είναι επιθυμητή [σελ. 588].
Σε αντίθεση με την συνάδελφο της συγγραφέα, την Yourcenar, την Βιρτζίνια Γουλφ την πειράζει που γερνάει. Όπως πειράζει κι εμένα. Πλησιάζοντας την μέση ηλικία:
29 Δεκεμβρίου, 1959. «Σήμερα το πρωί σκέφτηκα ότι είμαι κάποιος σημαντικός», μου είπε ο ασθενής μου. «Ποιος σκεφτήκατε ότι είστε;» τον ρώτησα. «Σκέφτηκα ότι ήμουν ο Θεός», απάντησε. «Αλλά τώρα ξέρω ότι δεν είμαι».
Έτσι νοιώθω κι εγώ κάποια πρωινά, ελεύθερος και δημιουργικός, νηφάλια επεκτατικός. Σκέφτομαι τα μεγάλα πράγματα που θα μπορούσα να φέρω εις πέρας, το βιβλίο που ήθελα να γράψω εδώ και τόσο πολλά χρόνια, όλες τις εντυπωσιακές ιδέες που είχα για πράγματα και ανθρώπους. Και σκέφτομαι και την Beata, μια μεγάλη περιπέτεια, ρομαντική και κυνική, ανήθικη και χωρίς συνέπειες, να αμαρτήσω χωρίς αμαρτία – πράγμα που θα μπορούσε να γίνει εάν μπορούσα να την πείσω να νοιώσει ελεύθερα μ’ αυτό, χωρίς φόβο ή ενοχή˙ και βέβαια εάν δεν το μάθαινε ποτέ κανείς. Αλλά δυστυχώς, η Beata είναι σε ανάλυση, ο αναλυτής της θα το μάθει και ο αναλυτής της με ξέρει. Και είμαι κι εγώ σε ανάλυση, σε εκπαιδευτική ανάλυση – σαν να μην είχα αρκετή εκπαίδευση στην ζωή μου. Όταν τα σκέφτομαι αυτά, ξέρω ότι δεν είμαι Θεός.
Πριν είκοσι χρόνια:
2 Ιουνίου, 1968. Ξεκινώντας και πάλι – έχω ίσως χάσει την συνήθεια, αλλά σήμερα το βράδυ ένοιωσα ότι ήθελα να ακουμπήσω τις σκέψεις μου στο χαρτί, να κρατήσω ξανά ένα ημερολόγιο, η ιδέα της εξομολόγησης για χάρη της εξομολόγησης, να μιλήσω χωρίς κοινό, μόνο για τον εαυτό μου, αποφεύγοντας την προσποίηση, την αμηχανία μπροστά σε ένα ακροατήριο, κάτι σαν να βρίσκομαι ξανά σε ανάλυση, χωρίς καν να βρίσκεται κάποιος αναλυτής πίσω μου, μόνο με τον εαυτό μου και για τις επόμενες γενιές – ποιες επόμενες γενιές; Το λέω και ντρέπομαι. Γιατί έχω το αίσθημα ότι δεν τα κατάφερα με την ανάλυση μου. Και καθώς το λέω, είμαι έτοιμος για καυγά˙ όπως έκανα με τον αναλυτή μου – όταν πλήγωνε τον ναρκισσισμό μου, όπως ένα εσωτερικό κοινό, μια εσωτερική μειονότητα που διαμαρτύρεται, που προσπαθεί να προστατέψει τα δικαιώματα μου, να προστατέψει την υπερηφάνεια μου. Στο τέλος κατάφερα έναν συμβιβασμό – έτσι τέλειωσα. Παραδέχθηκα τους περιορισμούς μου, ήταν μια παρέμβαση και μια δικαιολογία αλλά και η αλήθεια, παρότι όχι η δική μου αλήθεια, η αλήθεια στην οποία μπορούσα να πιστέψω. Στην πραγματικότητα δεν τελειώνει κανείς ποτέ˙ δεν φτάνει ποτέ στον στόχο του˙ δεν γίνεται ποτέ τέλειος. Η εργασία της ανάλυσης θα πρέπει να συνεχιστεί και χωρίς την ανάλυση, χωρίς τον αναλυτή, με τον ασθενή να πρέπει να γίνει ο αναλυτής. Θα ήταν πολύ επώδυνο να συνεχίσω. Για να μην αφήσω καμία παρανόηση, να μην φέρω τον αναλυτή μου σε θέση να υποψιαστεί ότι η δουλειά του δεν ήταν αποτελεσματική, έπρεπε να του εξηγήσω ότι ο πόνος δεν ήταν ο πόνος που δημιουργείται από την εργασία της ανάλυσης, ο πόνος της αυτό-αναζήτησης και της αυτό-αντιπαράθεσης˙ έπρεπε να του εξηγήσω ότι ο πόνος ήταν υλικός, ότι τα χρήματα έδειχναν να χάνονται κάθε μήνα, και η πληγωμένη υπερηφάνεια, η ιδέα ότι άλλοι που είχαν ξεκινήσει μαζί μου ή μετά από μένα είχαν ήδη τελειώσει. Και αυτό μιλάει και για την ανεπάρκεια της ανάλυσης μου, όταν ζητήματα σχετικά με τα χρήματα και την υπερηφάνεια εξακολουθούσαν να μου είναι σημαντικά, ήταν σημαντικότερα από την σωτηρία μου, την ανάλυση μου. Αλλά βέβαια, και στους δύο από αυτούς τους παράγοντες, τον οικονομικό και τον ναρκισσιστικό, υπήρχε υπόδηλη η έγνοια για την σύζυγο μου και για τα πολύ αμφιθυμικά μου αισθήματα για τα δικά της πολύ αμφιθυμικά αισθήματα για την ανάλυση μου, ιδιαίτερα όταν είναι θυμωμένη με εμένα και την αξία μου, όπως πάντοτε υποψιάζομαι. Αυτό, a propos, είναι ένα άλλο πράγμα, στο οποίο η ανάλυση δεν με βοήθησε και πολύ: να την αγαπάω ακόμη και όταν θυμώνει. Μπορώ να πω ακριβώς ότι την μισώ σ’ αυτές τις περιπτώσεις, αλλά σίγουρα δεν την αγαπάω όταν είναι θυμωμένη, παρότι έχω μάθει να θυμάμαι ότι γρήγορα της περνάει ο θυμός και γίνεται και πάλι τρυφερή. Αλλά αυτό θα μπορούσα ίσως να το έχω μάθει και χωρίς ανάλυση. Έτσι τελείωσα έντιμα και ειλικρινά, και όχι απλά αξιοπρεπώς.
Και τώρα που ξεκίνησα να γράφω για την ανάλυση μου, θα μπορούσα να γράψω ένα ολόκληρο βιβλίο γι’ αυτήν. Και ίσως θα’ πρεπε. Αλλά για ποιόν; Για τον αναλυτή μου που δεν βρίσκεται πια πίσω μου; Για αυτό το ειδικό κοινό, το οποίο πάντοτε φανταζόμουνα όταν κρατούσα ημερολόγιο, ή για μένα στο μέλλον; Για εμένα του τώρα ίσως. Όπως και να ‘χει, ποτέ (ίσως σπάνια) δεν έκανα χρήση αυτών των ημερολογίων παρά μόνο γι’ αυτόν τον λόγο: για να ακούω τον εαυτό μου να κάνει ελεύθερους συνειρμούς.
Πότε ήταν η τελευταία φορά που έγραψα ημερολόγιο; Ήταν κατά την διάρκεια των χειρότερων υποχονδριακών ημερών μου – μόλις πριν ξεκινήσω την ανάλυση μου εφτά χρόνια πριν (ή ήταν οκτώ); Σταμάτησα γιατί ξεκίνησα την ανάλυση. Ίσως δεν θά ‘πρεπε. Ίσως θα μπορούσα να γράψω ένα ενδιαφέρον βιβλίο γι’ αυτό, όπως έκανε ο Wortis (1954) για την ανάλυση του. Και η δική μου ανάλυση, παρότι κράτησε περισσότερο, ήταν επίσης ένα απόσπασμα ανάλυσης. Και ο αναλυτής μου δεν ήταν ο Φρόυντ.
Δέκα χρόνια πριν:
25 Δεκεμβρίου, 1980. Δεν ξέρω αν έχει νόημα να κρατάω αυτό το ημερολόγιο, ιδιαίτερα όταν γίνεται τόσο επώδυνο, όσο θα ήταν εάν έγραφα πράγματα για τα οποία δεν θα ήθελα να σκέφτομαι. Βοηθάει σε στιγμές άγχους ή όταν βρίσκεται κανείς απέναντι σε συγκρουσιακές εναλλακτικές, αλλά να γράφεις για πράγματα που προκαλούν κατάθλιψη είναι μια άλλη ιστορία. Και όπως είναι πολύ απίθανο να χρησιμοποιήσω ποτέ αυτές τις σημειώσεις για κάποιο λογοτεχνικό γραπτό, δεν έχει κανένα νόημα να αναφέρω απλώς συναισθήματα ή συμβάντα. Ίσως αισθάνομαι ένοχος για την αναπάντεχη αντίδραση στην παρουσία της Beata στο αποχαιρετιστήριο πάρτι εχθές το βράδυ, πράγμα που φαίνεται ηλίθιο σ’ αυτό το σημείο, ηλίθιο και απρεπές, σαν να ήμουν ακόμη έφηβος. Αισθάνομαι ότι μόνο η Ελλάδα μπορεί να λύσει αυτήν την όψιμη κρίση της μέσης ηλικίας, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο.
Είκοσι χρόνια πριν φοβόμουν ότι θα πέθαινα γρήγορα από κάποια μυστηριώδη αρρώστια όπως η λευχαιμία ή το Hodgkin. Τώρα ξανά έχω ξανά αυτό το διάχυτο αίσθημα ότι ο καιρός μου τελειώνει, παρότι αισθάνομαι καλά στην υγεία μου, με την εξαίρεση κάποιου ήπια ενοχλητικού προβλήματος στον προστάτη. Αλλά δεν εμπιστεύομαι την καλή μου τύχη. Και λέω, όπως έλεγα τότε, ας γυρίσουμε στην Ελλάδα, εκεί, στην χώρα της παιδικής μου ηλικίας, τα γηρατειά και ο θάνατος δεν θα με πειράξουν. Είμαι σίγουρος ότι αυτό δεν είναι παρά μια αυταπάτη.
Έξι χρόνια πριν:
15 Φεβρουαρίου 1983. Περιμένοντας το λεωφορείο για την Πάτρα, μια ακόμη απόδραση (αλλά ποτέ περιπέτεια) από την πλήξη της οικογενειακής ύπαρξης – μέχρι να φτάσω στα 67 και την σύνταξη και να πω: μια τελευταία περιπέτεια στην Πάτρα. Το να είναι κανείς 60 είναι από μόνο του καταθλιπτικό. Αλλά αυτό που είναι πραγματικά καταθλιπτικό είναι η αίσθηση της εξασθένισης της δημιουργικότητας – καμία καινούρια εμπειρία στην ζωή μου, αλλά τώρα πιο ρεαλιστικά. Και παρ’ όλ’ αυτά κοιτάζω γύρω μου και εξακολουθούν να με ελκύουν νέες όμορφες γυναίκες που δεν ήταν ποτέ κάτι περισσότερο από ελκυστικές εικόνες για να τις αγγίζω μόνο στα όνειρα μου.
Η σκέψη να γυρίσω στην Αμερική επανέρχεται όλο και ελκυστικότερη, παρότι δεν υπάρχει κάποιο ιδιαίτερο στρες εδώ, οικονομικά, επαγγελματικά ή οτιδήποτε άλλο, απλά να ξεφύγω από την χαμηλής έντασης κατάθλιψη που έχει να κάνει με την γυναίκα μου και την σταθερή της υπενθύμιση για την απέχθεια της για την Ελληνική πραγματικότητα, μια απέχθεια την οποία λίγο πολύ συμμερίζομαι. Αλλά το πραγματικό πρόβλημα είναι αυτό που αντιμετώπιζα ήδη στην Topeka, την επίγνωση ότι μεγαλώνω και ότι λιγοστεύει ο χρόνος που μου μένει να κάνω πράγματα όσο ακόμη αισθάνομαι νέος και να πραγματοποιήσω το όνειρο να ζήσω μια ακόμη ερωτική ιστορία, ή τουλάχιστον να έγραφα ένα βιβλίο γι’ αυτήν. Η ιδέα εξακολουθεί να με στοιχειώνει, ένα όνειρο που έχει επιβιώσει από την παιδική μου ηλικία και την εφηβεία – είναι εκπληκτικό ότι αισθάνομαι το ίδιο όπως τότε από κάθε άποψη, συμπεριλαμβανομένης της συστολής μου, της προσδοκίας ότι το κορίτσι θα πρέπει να πάρει την πρωτοβουλία και τον φόβο της απόρριψης εάν κάνω την πρώτη κίνηση, τώρα για λόγους ηλικίας. Το μυαλό μου πάει στην Πέγκυ, την όμορφη φοιτήτρια της ιατρικής που ενδιαφέρεται για την ψυχιατρική, όταν μου μιλούσε στην συγκέντρωση του τμήματος εκείνο το απόγευμα, και εγώ ένοιωσα αδύναμος μέσα μου, αμήχανος αλλά και τρυφερά αποφασιστικός, μια έντονη επιθυμία να ακουμπήσω το χέρι της, το απαλό, ρόδινο δέρμα του χεριού της. Και το ότι ήξερα ότι είναι σε μια σταθερή σχέση με έναν πολύ όμορφο νέο από την χρονιά της δεν με αποθάρρυνε ιδιαίτερα. Όπως κάποτε με την Beata στην Topeka, η ιδέα ήταν σαφώς ελκυστική. Η Πέγκυ θέλει να την πάρουμε ως ειδικευόμενη όταν ανοίξουμε την κλινική μας. Ίσως αυτό θα είναι ένας τρόπος διαφυγής. Με αρρωσταίνει να βλέπω αναλυτικούς ασθενείς, να διδάσκω, να κάνω εποπτείες περιστατικών και διατριβών, και να μην βρίσκω χρόνο για τον εαυτό μου. Και έχω την ανάγκη να γράψω το μυθιστόρημα μου, εκτός του ότι πρέπει να τελειώσω τα άλλα γραπτά που περιμένουν – το βιβλίο ψυχιατρικής, την διόρθωση των άρθρων για τον αλκοολισμό για μια μονογραφία. Πρέπει να απελευθερώσω τον εαυτό μου από τις αναλήθειες της ζωής μου, κυρίως προκειμένου να κερδίσω χρόνο, ακόμη και εάν δεν μπορώ να έχω αυτό που ονειρευόμουνα ολόκληρη τη ζωή μου. Είναι περίεργο πόσο μικρή επίδραση είχαν επάνω μου τα τελευταία σαράντα χρόνια. Είναι πάντοτε η παιδική μου ηλικία και η εφηβεία μου που έρχονται στο μυαλό μου, ζωντανές σαν να ήταν χθες, σαν η υπόλοιπη ζωή μου να ήταν μια μεταβατική περίοδος για κάτι που ποτέ δεν υλοποιήθηκε, για μια μελλοντική εκπλήρωση η οποία έχει στριμωχτεί τώρα σε μια χούφτα χρόνια, μειούμενης δύναμης και νεανικότητας. Και παρόλα αυτά, είναι εντυπωσιακό πόσο ελεύθερος είμαι από τα οποιαδήποτε συμπτώματα ή τις όποιες έγνοιες για το σώμα μου, όλα αυτά τα πραγματικά ή φανταστικά συμπτώματα που είχαν ταλαιπωρήσει την νεότητα μου και την ενήλικη ζωή μου, έχουν εξαφανιστεί, τίποτα δεν με ενοχλεί εκτός από το φάσμα της συρρικνούμενης χρονικής προοπτικής, από την καταθλιπτική επίγνωση της ηλικίας μου.
Όπως είχε πει ο Bertrand Russell (1929), η μνήμη είναι το κλειδί για την έννοια του χρόνου. Χωρίς την ικανότητα να θυμόμαστε, δεν θα υπήρχαν οι έννοιες του παρελθόντος και του μέλλοντος, η σκέψη μας και η συνείδησή μας θα ήταν περιορισμένες σε ένα αργό ή γρήγορα-κινούμενο παρόν, ένα ατέρμονο παρόν, μια αίσθηση ενεστότητας που θα διέπονταν από τις συνειδητές ή τις ασυνείδητες επιθυμίες μας. Οι άνθρωποι που πάσχουν από αμνησία, είτε είναι ηλικιωμένοι είτε νέοι, δεν νοιάζονται ούτε ευχαριστιούνται για τις παλιές τους εμπειρίες ή γι’ αυτά που θα μπορούσαν να καταχωρηθούν γύρω απ’ αυτούς στο μέλλον. Γιατί το μέλλον είναι ένα είδος αντιστροφής του παρελθόντος, είναι μια μεταφορά των εμπειριών από το παρελθόν σε μια χρονική προοπτική που βασίζεται στην ικανότητα της προσδοκίας – στην ικανότητα να φανταζόμαστε τους εαυτούς μας μέσα στο πεδίο της πιθανότητας, κουβαλώντας μαζί μας αυτά που έχουμε βιώσει ή μάθει, μέσα σε αυτό που έχει ήδη συμβεί στο πεδίο του παρελθόντος. Μέσα στην ενεστότητα της αμνησιακής εμπειρίας δεν θα υπήρχε ούτε λύπη ούτε άγχος, γιατί αυτά τα συναισθήματα καθορίζονται από την αίσθηση του χρόνου, από την επίγνωση του παρελθόντος και του μέλλοντος αντίστοιχα. Θα υπήρχε μόνο μια μακάρια ηρεμία, απαθής ή νευρική πλήξη και θυμός, αισθήματα που έχουν την βάση τους στο παρόν, με καμία αναφορά στο μέλλον ή στο παρελθόν. Εάν ένα αμνησιακό πρόσωπο συμπεριφέρεται με τρόπο καταθλιπτικό ή αγχωμένο, όπως συμβαίνει με τους περισσότερους ανθρώπους που πάσχουν από την νόσο Alzheimer, είναι γιατί δεν είναι εντελώς αμνησιακό ακόμα.
Η μητέρα μου είχε Alzheimer. Λίγο προτού πεθάνει, πριν μερικούς μήνες, ήταν πια τελείως ανάπηρη, έχοντας περιέλθει σε μια κατάσταση σχεδόν ληθαργικής ακινησίας. Ήταν επώδυνο να την επισκέπτεσαι, όχι μόνο γιατί έδειχνε απίστευτα γερασμένη και, τολμώ να πω, άσχημη, αλλά δεν μπορούσε να αναγνωρίσει κανέναν πια, απ’ όσο μπορώ να ξέρω. Η αδελφή μου που την επισκέπτονταν πιο συχνά και είχε μεγαλύτερη εμπλοκή με την φροντίδα της, σκεφτόταν διαφορετικά˙ ήταν σίγουρη ότι η μητέρα μας μπορούσε να καταλαβαίνει και να αισθάνεται πολύ περισσότερα απ’ όσα έδειχνε. Μια μέρα, λίγο πριν φύγει, μάζεψα τα κουράγια μου και πήγα να την δω. Βρισκόταν εκεί κατάκοιτη στο κρεβάτι της, με τα μάτια κλειστά, ακίνητη, όταν η αδελφή μου της είπε: «Μαμά, ο μικρός σου Πέτρος είναι εδώ.» Και τότε, χωρίς να ανοίξει τα μάτια της, χαμογέλασε, και το χαμόγελο της φώτισε το πρόσωπο της με έναν εκστατικό τρόπο, μόλις για λίγα δευτερόλεπτα. Ήταν ξανά νέα. Ήξερα ότι το είχα δει ξανά αυτό το χαμόγελο αλλά δεν μπορούσα να πω πότε. Ίσως, υπέθεσα, στην πρώιμη παιδική μου ηλικία, όταν ήμουν μωρό. Στην συνέχεια θυμήθηκα ότι είχα ξαναδεί αυτό το ίδιο χαμόγελο μια ακόμη φορά. Ήταν στο πρόσωπο μιας γυναίκας με την οποία ήμουν ερωτευμένος, όχι της μητέρας μου αυτή τη φορά.
Καθώς γερνάω, σκέφτομαι περισσότερο την ιδέα του θανάτου, του δικού μου κυρίως και όχι των συνομήλικων φίλων μου ή συγγενών μου˙ πράγμα που είναι ναρκισσιστικό, το ξέρω, εκτός από το γεγονός ότι έχω το αίσθημα ότι οι άλλοι θα επιβιώσουν του θανάτου μου. Δεν θέλω να πεθάνω. Το να μη θέλεις να πεθάνεις, όμως, δεν είναι το ίδιο με το να φοβάσαι να πεθάνεις. Δεν φοβάμαι να πεθάνω. Όχι πια.
Στην πραγματικότητα, έχω το αίσθημα ότι έχω αρχίσει να πεθαίνω. Καθώς έχω μεγαλύτερη επίγνωση των γερατειών, έχω το αίσθημα ότι ένα μέρος μου έχει κατά κάποιο τρόπο πεθάνει. Για παράδειγμα: τώρα πια σπάνια βλέπω ερωτικά όνειρα. Παρ’ όλ’ αυτά ονειροπολώ ότι ερωτεύομαι. Δεν έχω γράψει το μυθιστόρημα μου ακόμα. Αποφάσισα να περιμένω μέχρι να γράψω το βιβλίο της ψυχιατρικής πρώτα – στα Ελληνικά βέβαια. Θα μπορούσα αντίθετα να έχω ξεκινήσει να γράφω το μυθιστόρημα μου. Αλλά έχω την ανάγκη να περιμένω λίγο ακόμα. Μου δίνει κάτι να ελπίζω. Εάν το γράψω, κάτι ακόμη από εμένα θα έχει πεθάνει. Φοβάμαι ότι μπορώ να πω το ίδιο και για την επιθυμία να ερωτευτώ για μια ακόμη φορά στην ζωή μου. Αλλά θα ήταν χειρότερο εάν η επιθυμία πέθαινε πριν από μένα.
Μετάφραση: Κώστας Α. Ζερβός