ΣΥΝΔΕΣΕΙΣ
Πρόσωπα και στιγμές από την ιστορία της ψυχανάλυσης
Στη στήλη αυτή μπορείτε να διαβάσετε αφιερώματα σε σημαντικά πρόσωπα και γεγονότα που άφησαν έντονα τα ίχνη τους κατά τη διάρκεια της ιστορικής διαδρομής της ψυχανάλυσης.
Στα αφιερώματα αυτά επιχειρούμε να διερευνήσουμε τον τρόπο με τον οποίο το παρόν και το μέλλον της ψυχανάλυσης συνομιλεί με το παρελθόν και την ιστορία της , τους ανθρώπους και τους θεσμούς που διαμόρφωσαν.
ΟΙ ΕΠΙΜΑΧΕΣ ΣΥΖΗΤΗΣΕΙΣ ΣΤΗ ΒΡΕΤΑΝΙΚΗ ΨΥΧΑΝΑΛΥΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ (ΜΕΡΟΣ ΙΙ)
Εισαγωγή - Ανδρέας Γκορίνης, Δημήτρης Καβαλλιέρος
Η Επιτροπή Ιστοσελίδας και Ηλεκτρονικών Μέσων της Ελληνικής Ψυχαναλυτικής Εταιρείας , παρουσιάζει στη στήλη ΣΥΝΔΕΣΕΙΣ το δεύτερο μέρος του αφιερώματος στις ΕΠΙΜΑΧΕΣ ΣΥΖΗΤΗΣΕΙΣ ΣΤΗ ΒΡΕΤΑΝΙΚΉ ΨΥΧΑΝΑΛΥΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ.
Το πρώτο μέρος του αφιερώματος είναι ήδη αναρτημένο στην Ιστοσελίδα της ΕΨΕ και περιλαμβάνει ένα εισαγωγικό κείμενο ( Ανδρέας Γκορίνης) και το βασικό κείμενο θέσεων( Δημήτρης Καβαλιέρος). Με βάση αυτά τα κείμενα διατυπώθηκαν ορισμένα ερωτήματα τα οποία θέσαμε σε Έλληνες και ξένους ψυχαναλυτές με γνώση της διεθνούς ψυχαναλυτικής πραγματικότητας.
Τα ερωτήματα που τέθηκαν είναι τα εξής:
- Ποιο, κατά την άποψή σας, είναι το «αποτύπωμα» των Επίμαχων Συζητήσεων στην Ψυχανάλυση του σήμερα;
- Η ‘έγνοια για την ταυτότητα’ της Ψυχανάλυσης μπορεί να έχει συμβάλει, αφενός στην πολυδιάσπαση των θεωρητικών ρευμάτων, αφετέρου δε στην επίκληση των τυπικών στοιχείων του πλαισίου (διάταξη, συχνότητα και διάρκεια συνεδριών) ως ενοποιητικού παράγοντα της ταυτότητας;
- Είναι πιθανόν, κάποια στοιχεία της προσωπικότητας του αναλυτή (π.χ. το φύλο, η εθνικότητα, η βασική προ-ψυχαναλυτική εκπαίδευση κ.α.) να λειτουργήσουν ως αφετηρίες οργάνωσης ενδοψυχικών και διαπροσωπικών συγκρούσεων, και αν ναι, υπό ποιες συνθήκες;
- Με ποιο τρόπο μπορεί να επηρεαστεί η δημιουργική σχέση του αναλυτή με τη θεωρία του, από χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς του και από τα χαρακτηριστικά του ψυχαναλυτικού θεσμού στον οποίο είναι ενταγμένος;
- Ποια εθνικά, ιστορικά και πολιτισμικά στοιχεία καθορίζουν την ταυτότητα του ψυχαναλυτικού θεσμού; Τι μπορούμε να σκεφτούμε για αυτή την προβληματική στην περίπτωση της Ελλάδας; Ποια θα μπορούσε να είναι η ελληνική ιδιαιτερότητα στο πεδίο της ψυχανάλυσης;
- Τι σημαίνει για εσάς να είστε μέλος μιας ψυχαναλυτικής εταιρείας;
Στα ερωτήματα αυτά επιχείρησαν να απαντήσουν με κείμενά τους οι :
- Mαρίλια Αϊζενστάιν- Αβέρωφ* , διδάσκουσα αναλύτρια της Ελληνικής Ψυχαναλυτικής Εταιρείας , της Ψυχαναλυτικής Εταιρείας Παρισίων και της Διεθνούς Ψυχαναλυτικής Ένωσης , εξέχον διεθνές τακτικό μέλος της Βρετανικής Ψυχαναλυτικής Εταιρείας.
- Χρήστος Ιωαννίδης , διδάσκων αναλυτής Ελληνικής Ψυχαναλυτικής Εταιρείας και της Διεθνούς Ψυχαναλυτικής Ένωσης, τακτικό μέλος της Βρετανικής Ψυχαναλυτικής Εταιρείας.
- Σωτήρης Μανωλόπουλος, διδάσκων αναλυτής Ελληνικής Ψυχαναλυτικής Εταιρείας και της Διεθνούς Ψυχαναλυτικής Ένωσης, τακτικό μέλος της Καναδικής Ψυχαναλυτικής Εταιρείας.
- Δημήτρης Τζάκσον, διδάσκων αναλυτής Ελληνικής Ψυχαναλυτικής Εταιρείας και της Διεθνούς Ψυχαναλυτικής Ένωσης , φιλοξενούμενο μέλος της Βρετανικής Ψυχαναλυτικής Εταιρείας.
- Το κείμενο της κας Aϊζενστάιν θα αναρτηθεί , σύμφωνα με την επιθυμία της, μόνο στο κλειστό τμήμα της ιστοσελίδας.
Τα μέλη της Επιτροπής Ιστοσελίδας και Ηλεκτρονικών Μέσων της ΕΨΕ ευχαριστούν θερμά όλους όσους συνέβαλλαν στη δημιουργία του αφιερώματος στις ΕΠΙΜΑΧΕΣ ΣΥΖΗΤΗΣΕΙΣ ΣΤΗ Β.Ψ.Ε.
Το Επίμαχο της Ψυχανάλυσης - Χρήστος Ιωαννίδης
Η ψυχανάλυση ενδημεί στο επίμαχο. Η εξελικτική ανάδυση της σκέψης της, τρέφεται και αναζωογονείται από αντιπαραθέσεις – είτε πρόκειται για αυτές μεταξύ ανταγωνιστικών ενορμητικών δυνάμεων εντός του ψυχισμού, είτε για αυτές μεταξύ αντίπαλων θεωρητικών και ιδεολογικών τοποθετήσεων ως προς μια ζητούμενη επιστημονική εγκυρότητα. Τα παραδείγματα είναι αμέτρητα :
- Είναι η ψυχανάλυση μια θεωρία σύγκρουσης ή μια θεωρία ελλείμματος και καθήλωσης ;
- Βασίζει η σύγχρονη ψυχανάλυση την τεχνική της, κυρίως στο ‘Τοπικό Υπόδειγμα’ ή στο ‘Δομικό’ ; Μήπως θα πρέπει να λέγεται 2ο Τοπικό και όχι Δομικό ;
- Υφίσταται (και άρα είναι απαραίτητη η επεξεργασία της) η ‘Ενόρμηση Θανάτου’ ή όχι ;
- Είναι οι επιθετικές ενορμήσεις εγγενείς και άρα θεμέλιες ή μήπως αποτελούν ουσιαστικά αμυντικές δομές, δηλαδή συγκεκριμένες ψυχικές επεξεργασίες εγγενώς ουδέτερων ορμών ;
- Το αντικείμενο ως ένα από τα τέσσερα στοιχεία της ενόρμησης, είναι αναντικατάστατα επενδεδυμένο ή μήπως χρηστικά αντικαταστάσιμο ;
- Εάν οι ενορμήσεις και τα πεπρωμένα τους αποτελούν αυτόνομα, την πηγή και κινητήριο δυναμική του ψυχισμού, πως κατανοούμε την ρήση του Φρόϋντ σχετικά με την ενόρμηση ζωής, πως: «... ενδέχεται να είναι μια αδιάφορη ψυχική ενέργεια, η οποία μετατρέπεται σε libido, μόνο ως συνέπεια πραγμάτωσης μιας επένδυσης σε ένα αντικείμενο» ;
- Το πρώϊμο, θεμέλιο άγχος νοείται ως συσσωρευμένο, και λόγω απώλειας άνευ δυνατότητας κατάληξης σε ικανοποίηση, παράγωγο ενόρμησης ζωής (libido) ή μήπως ως ευρέως διαχυθείσα έκφανση ενόρμησης θανάτου ;
- Η έννοια ‘εσωτερικό αντικείμενο’ και ‘ασυνείδητη φαντασίωση’ έχουν κάποια κλινική ιδιαιτερότητα και άρα χρησιμότητα ή μήπως οι έννοιες ‘παράσταση’ και ‘αναπαράσταση’ είναι αρκετές ;
- Ο πρωτογενής ναρκισσισμός αποτελεί εναρκτήριο δομικό στάδιο της εξελικτικής πορείας του ψυχισμού ή πρόκειται για αμυντική αναδίπλωση, απότοκη απώλειας του πρωταρχικού αντικειμένου ;
- Είναι η ναρκισσιστική διάσταση του ψυχισμού μια καθήλωση σε πρώϊμα στάδια ή μήπως μια ξέχωρη / αυτόνομη (και άρα παράλληλη προς την ενορμητική) εξελικτική γραμμή ;
- Πως να αποφευχθεί η σύγχυση γλωσσών όταν οι ίδιοι όροι χρησιμοποιούνται για διαμετρικά αντίθετες έννοιες: π. χ. ‘καταθλιπτική οργάνωση’ και ‘καταθλιπτική θέση’, ‘οριακή ή ψυχωτική διαταραχή’ και ‘οριακό ή ψυχωτικό επίπεδο οργάνωσης’, ‘Σύστημα Ασυνείδητο’ και ‘ασυνείδητες αναπαραστάσεις και συναισθήματα’, επιπλέον δε, το ίδιο το όνειρο νοείται και ως ‘φύλακας του ύπνου’ και ως μια διαρκής, λανθάνουσα διεργασία νόησης, διατρέχουσα τόσο την εγρήγορση όσο και τον ύπνο, κ. α. ;
- Όταν χρησιμοποιούμε τον όρο “σχάση / διχασμός”, αναφερόμαστε άραγε α) στην φροϋδική πρόταση της ταυτόχρονης συνύπαρξης εντός του Εγώ, δύο αντιθετικών ψυχικών θέσεων ενώπιον της εξωτερικής αντιληπτικής πραγματικότητας, για αμυντικούς ως προς τις ενορμητικές επιταγές, λόγους ή μήπως β) στην πρόταση της Θεωρίας των Αντικειμενοτρόπων Σχέσεων η οποία εστιάζεται στην διαίρεση του αντικειμένου και του σχετιζόμενου με αυτό τμήμα του Εγώ, σε ένα απόλυτα καλό και ένα απόλυτα κακό μέρος, που αρχικά δομεί και οργανώνει τον εξελισσόμενο ψυχισμό, ενώ την ίδια στιγμή, φαίνεται να στηρίζει και την αέναη διελκυστίνδα προβολών-ενδοβολών ;
- Ποιος από τους ποικίλους ορισμούς των όρων ‘Μεταβίβαση’ και ‘Αντιμεταβίβαση’ θα υπερισχύσει ;
- Είναι το περιεχόμενο μιας λεκτικής ερμηνείας επαρκές για την προώθηση της αναλυτικής διεργασίας ή μήπως εξω-ερμηνευτικοί παράγοντες παίζουν ακόμη σημαντικότερο ρόλο ;
- Το δύσκολο θέμα της θεωρητικής στήριξης εναλλακτικών μορφών κλινικής τεχνικής έχει διατυπωθεί με τη μορφή κλασσικών ερωτήσεων όπως του Βάλερστην : ‘Μία ψυχανάλυση ή πολλές ;’ και του Τάκετ: ‘Είναι άραγε τα πάντα επιτρεπτά ;’
- Προ-λεκτικά στοιχεία του ψυχισμού – αυτά που δεν έχουν εισέλθει στο χώρο του Συμβολικού και άρα της γλώσσας – πόσο προσβάσιμα είναι, στα πλαίσια μιας ‘θεραπείας λόγου’ ;
- Εάν αποδεχόμαστε την αρχή μιας ασυνείδητο-προς-ασυνείδητο επικοινωνίας, τότε πως κατανοούμε την λεγόμενη ουδετερότητα του αναλυτή και αντικρούομε τον ισχυρισμό μιας εκ των ων ουκ άνευ διϋποκειμενικότητας ;
- Έχει στόχο η ψυχανάλυση και εάν ναι, είναι αυτός θεραπευτικός ή απλά ερευνητικός ; Όταν ο Φρόϋντ συγκρίνει την ψυχανάλυση με την χημική ανάλυση, όπου και στις δύο περιπτώσεις το ζητούμενο είναι η ανίχνευση των στοιχείων εξ ων κάτι συνετέθη, αυτό, ως σημείο εκκίνησης, δεν καθιστά άραγε τον ψυχαναλυτή ερευνητή μάλλον παρά θεράποντα ;
- Τέλος ως προς την γεμάτη θέσεις-και-αντιθέσεις τοποθέτηση της ψυχανάλυσης στον κοινωνικο-πολιτιστικό ορίζοντα, αξίζει ίσως να προσφύγουμε στο συνοπτικό σχόλιο του Ντιντιέ Ανζιέ ο οποίος γράφει ; «Στο παρελθόν οι ψυχαναλυτές είχαν να αντιπαλέψουν την αντίσταση της κοινωνίας προς την ψυχανάλυση, το καθήκον τους σήμερα είναι το αντίθετο, να ενισχύσουν την αντίσταση της ψυχανάλυσης ενάντια στην κοινωνία.»
Αντιπαραθέσεις θεωρητικές, συχνά αντανακλούν αδήλωτες αντικρουόμενες επιθυμίες. Κατά συνέπεια επίμαχο είναι και το μυστηριώδες θέμα της επιθυμίας του αναλυτή. Από την πλήρη απουσία της όπως εκφράζεται στον ισχυρισμό περί ‘άνευ μνήμης, άνευ επιθυμίας, και άνευ γνώσης’, μέχρι την ιατρογενή ‘θεραπεύειν μέσω του λόγου’, και περνώντας μέσα από αμφιβόλου νομιμότητας θέσεις όπως κάλυψη ιδίων ασυνείδητων ψυχικών αναγκαιοτήτων (‘ιατρέ θεράπευσον σεαυτόν’) – δηλαδή μιας συμπληρωματικής προς τον αναλυόμενο αναγκαιότητας για σχετίζεσθαι (με όλα τα συμπαρομαρτούντα), τείνουμε να ισορροπήσουμε το επίμαχο της υπόθεσης, επιλέγοντας τον συμβιβασμό που δηλώνει πως η επιθυμία του αναλυτή δεν είναι ούτε περισσότερο ούτε λιγότερο από το να αποφεύγει τους ατέλειωτους πειρασμούς και ‘να αναλύει !’ Ο ψυχαναλυτής επιθυμεί να αναλύει (όσο ταυτολογικό κι αν ακούγεται) και επωμίζεται την ευθύνη που απορρέει από αυτήν του την επιθυμία.
Απαραίτητη προϋπόθεση για να αναλύσει ο αναλυτής, είναι το πλαίσιο. Τα λεγόμενα τυπικά / κυριολεκτικά στοιχεία του πλαισίου αποτελούν ακόμη και σήμερα πεδίο αντιπαραθέσεων, όμως τα ουσιαστικά – αυτά που υπονοούνται στον γνωστό αφορισμό « πλαίσιο είναι το ήθος του αναλυτή » χαίρουν ευτυχώς, ευρείας συναίνεσης και εφαρμογής.
Η αναλυτική στάση, η αναλυτική ταυτότητα του κάθε ατόμου που διεκδικεί τον τίτλο του οπαδού του Φρόϋντ, είναι αναπόφευκτα παράγωγο υποκειμενικών εσωτερικεύσεων και ταυτίσεων που έχουν διαμορφώσει τον ψυχισμό του. Δεδομένου ότι εσωτερικεύσεις και ταυτίσεις προκύπτουν από επαναλαμβανόμενες αμφίδρομες διεργασίες ενδοβολών και προβολών, η ψυχανάλυση ως εσωτερική αναπαράσταση, μορφοποιείται ως ένα μίγμα έξωθεν επιβολών (η βία του μητρικού ασυνειδήτου κατά Ωλανιέ, το συγκρητιστικό κοινωνικό κατά Μπλέγκερ, η ιδιαίτερη/μοναδική μητέρα περιβάλλον ως τμήμα του εαυτού κατά Ουΐννικοτ, κ.α.) και ένδοθεν ενορμητικών πιέσεων. Κατά συνέπεια η ψυχανάλυση του κάθε αναλυτή δεν μπορεί παρά να είναι βαθύτατα υποκειμενική και στο συνειδητό και σίγουρα στο ασυνείδητο επίπεδο. Ο Τζόζεφ Σάντλερ σχολιάζοντας την κλινική τεχνική, αναφέρεται σε ιδιωτικές ασυνείδητες ‘μερικές’ θεωρίες που χρησιμοποιούμε χωρίς να ήμαστε ενήμεροι ότι τις χρησιμοποιούμε, ο Ντένις Ντάνκαν αναφέρεται σε πολύ προσωπικές του αναλυτή χαρτογραφήσεις, η Μπρένμαν Πικ για το πόσο το επιτυχές θηλύκωμα μεταξύ προβολών του αναλυόμενου και των υποδοχέων του αναλυτή βασίζεται στην ιδιαίτερη υποκειμενικότητα του δεύτερου, ενώ ο Ράκερ αφήνει να εννοηθεί πως η ίδια η μεταβίβαση του αναλυόμενου θα μπορούσε να κατανοηθεί και ως ‘αντι-αντιμεταβίβαση’ δηλαδή ως ασυνείδητη ανταπόκριση του αναλυομένου στο ασυνείδητο μεταβιβαστικό σχετίζεσθαι του αναλυτή προς αυτόν.
Στρέφοντας το βλέμμα στις θεσμικές οργανώσεις του ψυχαναλυτικού χώρου, παρατηρεί κανείς πως από το διεθνές μέχρι και το τοπικό επίπεδο (εθνικό ή μη) τα χαρακτηριστικά αυτών των σχηματισμών δεν διαφέρουν σε τίποτε από τα αναμενόμενα για κάθε συλλογικό όργανο. Αναγνωρίζει κανείς με ευκολία, ένα ευρύ φάσμα τοποθετήσεων, στο ένα άκρο του οποίου ανευρίσκεται η ολοκληρωτικού χαρακτήρα ομοφωνία και σιγουριά μιας ‘σχολής’, και στο άλλο ένα laissez faire του ημι-άναρχου. Οι περισσότερες οργανώσεις βρίσκουν την θέση τους κάπου στο κέντρο, όμως συχνά είναι εξω-ψυχαναλυτικοί ομαδικοί παράγοντες που καθορίζουν την συνοχή ή τον κατακερματισμό, τα όρια καθώς και την λειτουργία της θεσμικής μονάδας, ενώ η ψυχαναλυτική επιχειρηματολογία ή οι θεωρητικές τοποθετήσεις επιστρατεύονται μόνο εκ των υστέρων, ως φύλλα συκής.
Ο βίος και πολιτεία της ψυχανάλυσης στην Ελλάδα δεν θα πρέπει να μας ξενίζει, καθότι η ψυχανάλυση είναι κατ’εξοχήν προϊόν της Δυτικής και άρα έτερης προς ‘την καθ’ ημάς’, πολιτιστικής κληρονομίας. Ο συνδυασμός Ρωμαιοκαθολικής επιμονής στην αμαρτία (ενοχή) και το υποφέρειν (οδύνη), Προτεσταντικής επιμονής στην ατομική ευθύνη και προσωπική αναφορά στον τιμωρό Θεό, και τέλος Ιουδαϊκής επιμονής στην κυριαρχία του Νόμου του πατέρα, καθώς και στην υποχρέωση επανόρθωσης του κατακερματισμένου Σύμπαντος, που ως θεμέλιοι προ-ιδεασμοί χρωματίζουν την ψυχαναλυτική θεωρία, έχουν αφήσει εκτός, τα στοιχεία που διαμορφώνουν τον σύγχρονο ελληνικό ψυχισμό όπως είναι κατάλοιπα του νεοπλατωνικού οράματος ένωσης με το θείο (όπως εκφράζεται στην ορθόδοξη έννοια της θέωσης), αλλά και την έμφαση που αποδίδει η Ορθοδοξία στο ‘κοινωνείν’ και άρα αντιληπτικά (δηλαδή σωματικά) βιώνειν το ιερόν, σε βάρος του νοητικοποιείν. Να ‘ναι τυχαίο που η Συστηματική Θεολογία άνθισε στη Δύση και όχι στην Ορθόδοξη Ανατολή. Τέλος η αργοπορία προς την αυτονόμηση και την λεγόμενη ατομικοποίηση, αν όχι η απαξία αυτής, και η εδραίωση της ταυτότητας του ατόμου εντός του συλλογικού – η θεμέλια έννοια του ανήκειν – δεν μπορεί παρά να αποτελεί πρόκληση ως προς την χρηστικότητα και νοηματοδοτική δυνατότητα της ψυχανάλυσης στους πολιτιστικούς χώρους της Ανατολής – Εγγύς και Άπω.
Ο έλληνας ψυχαναλυτής, όπως κάθε ψυχαναλυτής ορμώμενος από ανατολικές ή μεσανατολικές κοινωνίες, εντέλλεται να βρει μια θέση, μια ταυτότητα για τον εαυτό του. Οι δυτικές κοσμοαντιλήψεις τελούν σε διαρκή τριβή με την ετερότητα των μη-δυτικών οπτικών. Ή θα μπουν στο χώρο του επίμαχου με στόχο την επικυριαρχία, που είναι και η εύκολη επιλογή, καθότι επικουρούνται και από την ισοπεδωτικές δυνάμεις της παγκοσμιοποίησης, ή θα προσφερθούν για μια διαλεκτικής υφής επιμειξία, ώστε να μεταλλαχθούν για να επιβιώσουν στις νέες συνθήκες.
Προηγούμενα και για τις δύο επιλογές, υπάρχουν άφθονα.
Anzieu, D. (1975) La Psychanalyse Encore. RFPs : 135-
Aulagnier, P. (1975) La Violence de L’Interprétation. Paris : PUF
Berman Pick, I. (1985) Working Through in the Countertransference. IJPs 66: 157-
Bleger, J. (2013) Symbiosis and Ambiguity. London: Routledge
Duncan, D. (1993) Theory in Vivo. IJPs 74: 25-
Racker, H. (1968) Transference and Countertransference. London: Karnac
Sandler, J. (1993) On Communication from Pt to Analyst IJPs 74: 1097
Tuckett, D. (2005) Does anything go? IJPs 86: 31-
Wallerstein, (1988) One Psychoanalysis or Many? IJPs 69: 5-
Winnicott, D. (1965) The Maturational Processes and the Facilitating Environment.
London: Hogarth Press
Χρήστος Ιωαννίδης, Άνοιξη 2022
Τα στοιχεία του χαρακτήρα των μελών μιας κοινότητας και οι θεσμοί, ως στοιχεία του χαρακτήρα της - Σωτήρης Μανωλόπουλος
Λέμε συχνά ότι οι περίφημες Επίμαχες Συζητήσεις της Βρετανικής Εταιρείας είναι παράδειγμα γόνιμης σύγκρουσης ιδεών σε αντίθεση με άλλες Εταιρείες, όπου συγκρούσεις γίνονται μεταξύ χαρακτήρων και οφείλονται σε ναρκισσιστικά προσωπικά θέματα. Αυτό είναι λάθος ερώτημα. Πιστεύω ότι αυτά ακριβώς τα δύο στοιχεία (οι αφηρημένες έννοιες της ψυχανάλυσης, και οι προσωπικές συγγένειες, μεταβιβάσεις και δεσμοί ‘αίματος’) συγκρούστηκαν στις Επίμαχες συζητήσεις σαν σε τραγωδία, ορίζοντας τα σύνορα ενός απίστευτα δημιουργικού χώρου.
Λειτουργώντας μέσα στους θεσμούς, που είναι τα στοιχεία του χαρακτήρα μιας κοινότητας (την οργανώνουν), ο χαρακτήρας των ατόμων φανερώνεται. «Αρχή άνδρα δείκνυσι» Το απόφθεγμα πιθανόν ανήκει στον Βίαντα Πριηνέα, έναν από τους επτά σοφούς. Ο Κρέων στην Αντιγόνη του Σοφοκλή το χρησιμοποιεί για να πει ότι η εξουσία αποκαλύπτει τον χαρακτήρα του άνδρα.
Ο Κρέων δεν είναι τέρας και η Αντιγόνη δεν είναι το αγνό θύμα του. Η τραγωδία του Σοφοκλή δεν είναι θρίλερ, ούτε μελόδραμα. Eίναι το παράδειγμα πώς το πολιτικό μπορεί να σκηνοθετηθεί δημοσίως ως θεατρική παράσταση, ως μεταβατικός χώρος. Ο Κρέων υποστηρίζει τους νόμους της πόλης και η Αντιγόνη τους σπλαχνικούς νόμους του αίματος (Ώ κοινόν αυτάδελφον…. από την ίδια μήτρα), του δεσμούς της φιλίας.
Για τον Καστοριάδη (2008) μια από τις σημασίες της Αντιγόνης είναι το πρόβλημα της δημοκρατίας, δηλαδή της πολιτικής δράσης. «Η τραγωδία μας επιτρέπει να δούμε την αβεβαιότητα που υπερισχύει στο πεδίο αυτό, τον μονίμως εύθραυστο και ανολοκλήρωτο χαρακτήρα των αιτιών και των κινήτρων πάνω στα οποία βασίζουμε τις αποφάσεις μας… τα κίνητρα δεν είναι αναγκαστικά αγνά… (Ε)ίναι μια προειδοποίηση εναντίον της ύβρεως, ακόμη και όταν αυτή κρύβεται πίσω από ανώτερα κίνητρα και μιλά μια εντελώς λογική και εκλογικευμένη γλώσσα… (Α)κόμη και όταν πιστεύετε ότι η δράση σας και η απόφασή σας βασίζονται στα καλύτερα κίνητρα του κόσμου, είναι πιθανό να παίρνετε τερατώδεις αποφάσεις ή αποφάσεις των οποίων τα αποτελέσματα θα είναι τερατώδη».
Ποιον προδίδεις, τούς νόμους της πόλης σου, ή τον φίλο σου; Βεβαίως δεν προδίδω τον φίλο μου, διότι χωρίς φιλία και έλεος δεν υπάρχει συνοχή στην πόλη. Μη προδοσία δεν σημαίνει μη αμφισβήτηση, και παροχή διευκολύνσεων στον φίλο σου. Αυτό δεν είναι φιλία, είναι συμπαιγνία στη παντοδυναμία. Δεν είναι θέμα διαλεκτικής: θέση-αντίθεση-σύνθεση. Είναι θέμα τριαδικής λογικής: non-integration – integration - disintegration (Winnicott, 1971). Το ερώτημα είναι αν υπάρχει επιθυμία, δημιουργική συμμετοχή των μελών, γόνιμες αντιπαραθέσεις, πλουραλισμός και συνοχή στον θεσμό. Αλλιώς δίνονται γραφειοκρατικές λύσεις με διχοτομήσεις και συμβιβασμούς που δημιουργούν μια επίπλαστη ατμόσφαιρα ηρεμίας ενώ ο καθένας μιλά την γλώσσα του, και προσποιούνται ότι καταλαβαίνουν τον άλλο, ενώ απλά σιωπούν.
Μπορούμε να σκεφθούμε τους θεσμούς μας ως ‘μέσα’ επικοινωνίας τα οποία εκπέμπουν μηνύματα προερχόμενα από περιοχές του ψυχαναγκασμού της επανάληψης, εμπειρίες που κείνται πέραν της γλώσσας των λέξεων και του νοήματος. Πρόκειται για σκιές της κληρονομιάς μας, αμεταβόλιστα στοιχεία, που εκφράζονται στις θεσμικές πρακτικές μας. Οι χαρακτήρες των μελών αντανακλώνται στην κουλτούρα των θεσμών. Τα πλαίσια των θεσμών (κανονισμοί, διαδικασίες, κλπ) επινοούνται ως επεκτάσεις του χαρακτήρα. Στα πλαίσια καταθέτουμε αδιαφοροποίητα στοιχεία και αγωνίες αφανισμού ώστε να ορίζεται χώρος ελεύθερος για την δημιουργική εργασία μας. Σε αυτόν τον χώρο μπορούμε να είμαστε μόνοι παρόντων των άλλων, ως αυτόνομα χωριστά υποκείμενα που σκεφτόμαστε, μετασχηματίζουμε την πραγματικότητα, αντί να παίρνουμε διάφορα διοικητικά μέτρα. Τα πλαίσια των θεσμών απορροφούν τα αδιαφοροποίητα ίχνη της εμπειρίας, ασφαλίζοντας ένα χώρο κοινού βίου. Όμως διαρκώς σείονται ελευθερώνοντας τα πρωτόγονα ίχνη και ανοίγοντας ζώνες δημιουργικότητας (Bleger, 1967· Manolopoulos, 2010).
Ορισμένοι χαρακτήρες είναι κατάλληλοι για ορισμένους θεσμούς. Ο θεσμός δημιουργεί τα μέλη που του ταιριάζουν. Το θέμα είναι αν το ταίριασμα ωφελεί και το έργο που έχει αναλάβει ο θεσμός. Ο χαρακτήρας ζητά εξ ορισμού στον θεσμό τις βεβαιότητες που χρειάζεται ώστε μέσα σε μια συμπαιγνία να επιβεβαιώνεται και να διαιωνίζεται. Τα στοιχεία του χαρακτήρα των ατόμων και ο θεσμός με τους κανόνες του είναι δυνατόν να δημιουργούν μια επίφαση ησυχίας, ασφάλειας, σταθερότητας και συνοχής. Από κάτω όμως δρουν οι διχοτομήσεις που συντηρούν τις φαντασιώσεις της παντοδυναμίας, αδρανοποιούν τις συγκρούσεις και αχρηστεύουν τον μεταβατικό χώρο της δημιουργικότητας.
Τα στοιχεία του χαρακτήρα ασφαλίζουν σαν μάνταλα τις διχοτομήσεις. Δημιουργούν αδιέξοδα σε συμπαιγνία με τον θεσμό. Δημιουργούν τη κακοφωνία της καθημερινής ζωής. Για τον Ηράκλειτο ‘ήθος ανθρώπω δαίμων’. Ο χαρακτήρας του ανθρώπου είναι η μοίρα του. Η επανάληψη του χαρακτήρα είναι αναγκαστική και δαιμονική (Freud, 1920). Το δαιμονικό είναι για το τραγικό ό,τι η αμφισημία για το παράδοξο (Benjamin, 1925: 103).
Η καλή πολιτική, όπως το καλό θέατρο, μάς οδηγεί από την αναγκαστική δαιμονική επανάληψη στην ανάγκη να κάνουμε μια παράδοξη τραγική επιλογή. Να κρατάμε τις εντάσεις επαρκώς, ώστε να μην χρειάζεται να συμβιβάζουμε τις αντιφάσεις, ούτε να τις διχοτομούμε, αλλά να δεχόμαστε το παράδοξο να συνυπάρχουν μέσα στον μεταβατικό χώρο μέσα στον θεσμό (Winnicott, 1971).
There is such a thing as psychoanalysis. Τι εννοούμε όταν λέμε ψυχανάλυση; Την μακρά διαδικασία της αναζήτησης (εύρεσης και δημιουργίας) του ξένου (ασυνειδήτου) μέσα μας μέσω του ξένου (αντικειμένου) έξω μας; Την στιγμή απλά που αυτό γίνεται σε μια θεραπεία; Μια αναλυτική στιγμή (οι προκαταρτικές συνεδρίες, το πρώτο όνειρο) περιέχει εν συντομία συμπυκνωμένη την πορεία μιας ανάλυσης. Αλλά δεν είναι η ανάλυση. Το φύλλο είναι ένα μορφόκλασμα του δέντρου αλλά δεν είναι το δέντρο. Για να κάνει ο σπόρος ένα δάσος παίρνει χρόνο. Δεν μπορούμε να πούμε με μαθηματική ακρίβεια τι είναι η αναλυση αλλά την αναγνωρίζουμε όταν μας παρουσιάζεται. Το πρόβλημα είναι ποιος αποφασίζει τι είναι και (κυρίως) τι δεν είναι ανάλυση.
Δεν είναι όλα όσα κάνει ένα αναλυτής ανάλυση. Ορισμένες παρεμβάσεις μας μπορεί να είναι ψυχοθεραπευτικές, η ψυχοδραματικές, ή κάτι άλλο, και γιατί όχι, θα έλεγε ο Winnicott, περιμένοντας πότε ο αναλυόμενος θα είναι έτοιμος να παίξει και να μοιραστεί μια μεταβιβαστική εμπειρία με τον αναλυτή. Και ο ψυχοθεραπευτής μπορεί να κάνει μια ψυχαναλυτική παρέμβαση. Και ένα άρθρο στην εφημερίδα μπορεί να λειτουργήσει ως ερμηνεία του ασυνείδητου, αλλά γρήγορα οι απωθήσεις βάζουν τα πράγματα στην θέση τους. Μερικές φορές ακούμε την παρουσίαση μιας ψυχοθεραπευτικής εργασίας και μετά το υλικό συζητιέται αμυντικά με μια υψηλής αφαίρεση ψυχαναλυτική θεωρία.
Η ψυχική ζωή μας τρέφεται από την αλήθεια όπως ο οργανισμός εξαρτάται από την τροφή για να αναπτυχθεί. Η επιβίωσή μας όμως εξαρτάται από την ικανότητα να προστατευόμαστε από την αλήθεια που η ψυχή μας δεν μπορεί να προσλάβει χωρίς να καταστραφούμε (Bion, 1982:192).
Για αυτό παίζουμε, κάνουμε και τα στραβά μάτια, προσωρινά (μόνο) διχοτομούμε, και σταδιακά εισάγουμε την πραγματικότητα. Πρώτα εξασφαλίζουμε την κατάσταση του είναι, μετά απολαμβάνουμε το παιχνίδι, μετά αναζητούμε την αλήθεια του παιχνιδιού.
Φανταζόμαστε του θεσμούς μας στο πρότυπο των πολύπλοκων συστημάτων της φύσης (η πόλις κατά τον Αριστοτέλη είναι φαινόμενο της φύσης, οι άνθρωποι πολιτικά ζώα) που αυτο-οργανώνονται κοντά στο χείλος του χάους, μια γόνιμη ζώνη όπου η αναδιοργάνωση είναι δυνατή. Δομούμε από το σύμπαν που μας περιβάλλει έναν κόσμο (με την αρχαία σημασία της λέξης), μια τάξη με νόημα. Μια πόλη με νόμο, μια εγγύηση κατά της ασημαντότητας της ατομικής ζωής, εγγύηση της αθανασίας μας (Arendt, 1958: 82). Έναν τέτοιο κόσμο δημιούργησαν οι επίμαχες συζητήσεις και η έκβασή τους. Αυτό που έγινε τότε και ακολούθησε στην συνέχεια ήταν μια έκρηξη της δημιουργικότητας των ψυχαναλυτών της Βρετανικής Εταιρείας.
Αλλιώς η πραγματικότητα του αντικειμένου παίρνει ακατανόητες διαστάσεις, γίνεται ένα δυστοπικό τέρας που μάς απειλεί ότι θα μας εγκλωβίσει, θα ρουφήξει όλης μας την ενέργεια αδειάζοντας τον εαυτόν μας. Τότε η βία εναντίον του αντικειμένου, και η ρήξη με την πραγματικότητα είναι ο τρόπος να γλιτώσουμε. Αρκετές φορές τέτοιες βίαιες ρήξεις ψυχωτικής τάξης παρατηρούνται στον κοινό βίο μας..
Στη ψυχανάλυση, ταυτότητα καλούμε την αίσθηση εαυτού, που είναι πάντα εύθραυστη, αβέβαιη, και ποτέ απόλυτη αλήθεια. Η απαρτίωση και η αποδοχή της ετερότητας είναι συστατική της ταυτότητας. Σε ένα επαρκώς καλό θεσμό δίνουμε φιλοξενία στον ξένο και γινόμαστε ίσοι μεταξύ μας μέσα στην διαφορετικότητά μας (Canestri, 2019). Δεν αισθανόμαστε περιττοί. Είμαστε χρήσιμοι. Η ψυχαναλυτική μας ταυτότητα διαρκώς αλλάζει ενώ αισθανόμαστε την αίσθηση του εαυτού μας να μένει σταθερή. Η σταθερά μας είναι το άγνωστο. Η αντοχή της αβεβαιότητας είναι θεμέλιο ενός θεσμού που λειτουργεί μέσα στον παράδοξο μεταβατικό χώρο όπου οι αντιφάσεις συνυπάρχουν, και δεν τίθενται εκβιαστικά διλήμματα κατοχύρωσης δικαιωμάτων που δημιουργούν αδιέξοδα.
Ένα βασικό ζήτημα είναι η σύγκρουση ανάμεσα στην αυθεντική δημιουργική δημιουργικότητα, και στην εφαρμογή ενός κεντρικά σχεδιασμένου προγράμματος. Είναι ο θεσμός ένα ευμενές περιβάλλον ώστε η αυθεντία να λειτουργεί σιωπηλά, χωρίς η εξουσία να πρέπει να βγει στο προσκήνιο; Ο αληθινός εαυτός δεν είναι προς επικοινωνία και έκθεση.
Ο θεσμός γίνεται ενίοτε βίαιος στην άσκηση της πειθούς, σαν την μητέρα ενός παιδιού (Winnicott, 1971). Μπορεί το μέλος να μην βρίσκει ανταπόκριση στην αυθόρμητη χειρονομία του, δηλαδή στον αληθινό εαυτόν του εν δράσει. Άλλα λέει και άλλα καταλαβαίνουν οι άλλοι. Επίσης μπορεί να εξαναγκάζεται να εκφράσει δημοσίως αυτά που αληθινά αισθάνεται ενώ θέλει να τα κρατήσει κρυφά. Να μείνει μόνος παρουσία των άλλων.
Η επαρκώς καλή πολιτική ενός θεσμού, με μια αρνητική ικανότητα, κρατά περιόδους ακαθόριστου παιχνιδιού όπου μέσα από το χάος του (unintegration) αναπτύσσεται ο προσανατολισμός των μελών ώστε να δημιουργούν και να μοιράζονται τις εμπειρίες τους και να μαθαίνουν από αυτές. Όταν τα πρωτόγονα βιώματα δεν περιέχονται επαρκώς από τα άτομα και από τον θεσμό, τότε εγείρονται φόβοι κατάρρευσης που συνιστούν ένα οργανωμένο χάος (disintegration), μια άμυνα ψυχωτικής τάξης εναντίον της αγωνίας αφανισμού.
Η κρίση ενδημεί μέσα σε έναν θεσμό. Τα μέλη επαναλαμβάνουν (μεταβιβάζουν) αναφομοίωτες εμπειρίες που τις ερμηνεύουν με ασυνείδητες φαντασιώσεις τους (και ελπίζουμε ότι τις αναλύουν στην [αυτό]ανάλυσή τους ή στην εποπτεία τους). O χώρος και ο χρόνος της κρίσης είναι αυτός όπου οι άνθρωποι ζουν μια μεταβιβαστική συναισθηματική εμπειρία. Είναι πολιτικός με την έννοια του μεταβατικού παίζειν. Η κρίση ξεκινά ως ένα πραγματικό πρόβλημα αλλά ελπίζουμε ότι εξελίσσεται σε μια εσωτερική (ατομική και ομαδική) διεργασία με διαχρονική ισχύ.
Οι Επίμαχες Συζητήσεις αναπαριστούν μια δραματική κρίση θεσμών. Αυτό που τους έδωσε διαχρονική αξία είναι η δημιουργία ενός μεταβατικού χώρου όπου τα παράδοξα των αντιφάσεων δεν λύθηκαν με συμβιβασμούς, ούτε με διχοτομήσεις, αλλά μπόρεσαν να περιεχθούν και να συνυπάρχουν, δίνοντας για πολλά χρόνια, ακόμα και σήμερα, γόνιμες αντιπαραθέσεις.
Σεπτέμβρης 2022
Βιβλιογραφικές αναφορές
Arendt, H. (1958). The Human Condition, Chicago: University of Chicago Press.
Benjamin, W. (1925). The Origins of German Tragic Drama, Trans. J. Osborne, New York: Verso, 1998
Bion, WR. (1982). Cogitations. London: Karnac, 1992.
Bleger, J. (1967). Psycho-Analysis of the psycho-analytic frame, International Journal of Psychoαnalysis, 48, 511-519.
Castoriadis C. (2008). Ce qui fait la Gréce, 2. La Cité et les lois. Séminaires 1983-1984. La creation humaine III. Paris: Edition du Seuil. Edited by Enrique Escobar, Myrto Gonticas, pascal Vernay. Translated in Greek by Zoé Castoriadis. Αθήνα: Κριτική.
Canestri, J. (2019). Riflettere sul confine: interno ed esterno. Considerazioni conclusive. Psichoanalisi, Vol. 23 (1): 85-90.
Freud, S. (1920). Beyond the pleasure principle, SE 18.
Manolopoulos. S. (2010). Greece. Hellenic Psycho-Analytical Society. In P. Looewenberd, and N.L. Thompson (eds) 100 Years of the IPA: The Centenary History of the International Psychoanalytic Association 1910-210.Evolition and Change. London and New York: Routledge.
Winnicott, D.W. (1971). Playing and Reality. London: Karnac.
Οι Επίμαχες Συζητήσεις στη Βρετανική Ψυχαναλυτική Εταιρεία - Δημήτρης Τζάκσον
Ποιο είναι το «αποτύπωμα’ των Επίμαχων Συζητήσεων και πως η έγνοια της ‘ταυτότητας’ της ψυχανάλυσης έχει συμβάλλει στη πολυδιάσπαση των θεωρητικών ρευμάτων;
Ήδη από τη δεκαετία του ’20 είχαν φανερωθεί διαφορές μεταξύ δυο ρευμάτων της ψυχανάλυσης, αυτή των ‘κλασσικών’ αναλυτών της Βιέννης και αυτή του Λονδίνου υπό την αιγίδα της Klein και των συνεργατών της. Οι διαφορές αφορούσαν μεταξύ άλλων τον ισχυρισμό της Klein ότι η ‘τεχνική του παιχνιδιού’ (play technique) στην ανάλυση παιδιών ήταν το αντίστοιχο των ελευθέρων συνειρμών στους ενήλικες, τις θέσεις της για το πρώιμο οιδιπόδειο σύμπλεγμα και τις πρώιμες σχέσεις αντικειμένου και τον ρόλο της ασυνείδητης φαντασίωσης. Οι διαφορές αυτές ξέσπασαν το 1938 όταν η Anna Freud και ο πατέρας της μαζί με άλλους αναλυτές από τη Βιέννη μετοίκησαν στο Λονδίνο. Αρκετοί θεώρησαν ότι οι θεωρητικές τοποθετήσεις της Klein ξέφευγαν από τις βασικές αρχές της φροϋδικής ψυχανάλυσης οπότε και δεν μπορούσαν να θεωρούνται πλέον «ψυχανάλυση». Ως εκ τούτου ο Jones, οργάνωσε μια σειρά από διαλέξεις μεταξύ των δυο ομάδων, ελπίζοντας να επιφέρει κάποια προσέγγιση μεταξύ τους και πνεύμα μεγαλύτερης συνεργασίας. Οι συζητήσεις ως γνωστόν δεν είχαν το επιθυμητό αποτέλεσμα, αφού η κάθε πλευρά επέμενε στις θέσεις της. Αποτέλεσαν όμως ευκαιρία για να παρουσιαστούν επιστημονικές εργασίες που υποστήριζαν με μεγαλύτερη θεωρητική διαύγεια και δυναμική τις θέσεις κάθε πλευράς. Η ποιο σημαντική ίσως και αυτή η οποία έμεινε στην ιστορία ως ‘κλασσική’ ήταν αυτή της Susan Isaacs «Η φύση και λειτουργία της φαντασίωσης». Η Isaacs περιγράφει με μεγάλη διαύγεια το πως η ασυνείδητη φαντασίωση αποτελεί τον «ψυχικό εκπρόσωπο της ενόρμησης», συνδέοντας έτσι τη θεωρία των ενορμήσεων του Freud με την μεταψυχολογία της Klein.
Ο ίδιος ο Freud, επισήμως τουλάχιστον, δεν φάνηκε να παίρνει θέση, ενδεχομένως λόγο του προχωρημένου τού καρκίνου του. Ο Jones όμως, ένας από τους ποιο στενούς συνεργάτες του Freud έβλεπε με συμπάθεια τις νέες κατευθύνσεις της Klein και θα γράψει «… Δεν υποκλίνομαι μπροστά σε κανέναν ως προς την εκτίμησή μου για την ευφυΐα του Freud, που όμως ορισμένες φορές δεν δίστασα να προβάλω τους λόγους που πίστευα ότι κάποια από τα συμπεράσματα του ήταν ανεπαρκή…. Όμως, εάν η ψυχανάλυση πρόκειται να παραμείνει ως κλάδος της επιστήμης, είναι φανερό ότι τώρα που η δυνατότητα του Freud να συνεχίσει το μεγαλειώδες του έργο σβήνει, η πρόοδος πέραν από τα όρια στα οποία εκείνος έφτασε είναι αναπόφευκτη.»
Σήμερα υπάρχουν πολλά θεωρητικά ρεύματα που αναπτύσσουν περισσότερο ή λιγότερο κάποια πτυχή αυτού του τόσο πλούσιου Φροϋδικού έργου. Αν θα έπρεπε να τις κατατάξει κανείς σε ένα γενικότερο πλαίσιο, θα λέγαμε ότι υπάρχουν θεωρίες οι οποίες προβάλλουν περισσότερο το θέμα της ψυχικής οικονομίας, των επενδύσεων και αντί-επενδύσεων ενορμητικών παραγώγων, και εκείνες οι οποίες εστιάζουν περισσότερο στο θέμα των αντικειμενοτρόπων σχέσεων ως εκφραστές αυτών των ενορμητικών παραγώγων, όπως οι θεωρίες της Klein, Bion και Winnicott.
Ίσως θα μπορούσαμε να πάρουμε ως οδηγό παράδειγμα αυτής της ‘πολυδιάσπασης θεωρητικών ρευμάτων’ αυτό το οποίο συμβαίνει στην θεωρητική φυσική. Στην αρχή του αιώνα, οι επιστήμονες πίστευαν ότι ήταν δυνατόν να εξηγήσει κανείς όλα τα φυσικά φαινόμενα μέσω των ιδιοτήτων της ύλης, της ελαστικότητας της, της μεταφοράς θερμότητας κλπ. Οι υπολογισμοί των κινήσεων των σωμάτων του σύμπαντος γίνονταν με βάση τη φυσική του Νεύτωνα. Όμως, η θεωρία της σχετικότητας του Einstein όπου η ύλη μετατρέπεται `σε ενέργεια και αντιστρόφως, ανάλογα με τη ταχύτητα του φωτός, όπως και θεωρία της Αβεβαιότητας του Heisenberg όπου καμία μέτρηση δεν μπορεί να είναι απολύτως ακριβής εφόσον τη στιγμή της μέτρησης το υπό παρατήρηση αντικείμενο έχει μετακινηθεί, ανέτρεψε τα δεδομένα. Η φυσική του Νεύτωνα και η θεωρία της σχετικότητας του Einstein, από ένα σημείο και πέρα, αλληλοακυρώνονται. Όμως, για πρακτικούς λόγους, οι επιστήμονες συνεχίζουν να χρησιμοποιούν και τις δυο θεωρίες. Ο στόχος τους βέβαια είναι να βρεθεί η λεγόμενη ‘ενοποιημένη θεωρία τις φυσικής’ (unified theory of physics) ή η «θεωρία των πάντων», κάτι που ακόμα μοιάζει ανέφιχτο. Μέχρι τότε, οι θεωρητικοί της αστροφυσικής συνεχίζουν να χρησιμοποιούν διαφορές ‘μερικές θεωρίες’, ανάλογα με τη περίσταση μέχρι να βρεθεί κάτι καλύτερο.
Προσωπικά, ως αναλυτής θεωρώ ότι η «θεωρία των πάντων» ίσως να είναι μια ουτοπία, αποτέλεσμα τις επιθυμίας του ανθρώπου για παντογνωσία και παντοδυναμία. Συγχρόνως όμως, ίσως και ένα ιδεώδες το οποίο μας προωθεί στο να διευρύνουμε τα όρια της γνώσης.
Πιστεύω ότι στη ψυχανάλυση αντιμετωπίζουμε κάτι αντίστοιχο με τη θεωρητική φυσική. Δεν υπάρχει μια και μοναδική θεωρία η οποία να εξηγεί τα πάντα για τον ανθρώπινο ψυχισμό. Υπάρχουν διάφορες θεωρίες οι οποίες εξηγούν περισσότερο ή λιγότερο τα φαινόμενα που παρατηρούμε στην κλινική πράξη. Όπως η κβαντική θεωρία και η θεωρία της βαρύτητας του Νεύτωνα δεν είναι απολύτως συμβατές μεταξύ τους, αλλά συνεχίζουν να υπάρχουν, έτσι, οι διάφορες ψυχαναλυτικές θεωρίες συνεχίζουν να υπάρχουν, η κάθε μια εξηγώντας κάποια πλευρά του ανθρώπινου ψυχισμού. Πιστεύω όμως ότι με τη πάροδο του χρόνου, και την συλλογική εμπειρία των αναλυτών, κάποιες θεωρίες θα αναδειχτούν ως πιό χρήσιμες και κοντά στην κλινική πραγματικότητα, ενώ άλλες θα τείνουν να περιθωριοποιηθούν.
Τώρα, το ποια θεωρία ή θεωρίες θα υιοθετήσει κανείς στη καθημερινή του κλινική πρακτική θα εξαρτηθεί από άλλους παράγοντες.
Ένας από αυτούς αφορά και το θέμα της ‘αναλυτικής ταυτότητας’ του αναλυτή. Η αναλυτική ταυτότητα είναι κάτι το οποίο διαμορφώνεται με το καιρό και με κόπο από τον νέο αναλυτή ο οποίος ψάχνει να βρει το δρόμο του. Ως αναλυτική ταυτότητα εννοώ τον ιδιαίτερο τρόπο με τον οποίο ο αναλυτής προσεγγίζει την κατανόηση του ανθρώπινου ψυχισμού, τον εσωτερικό και εξωτερικό του κόσμο. Οι παράγοντες που συμβάλλουν στη διαμόρφωσή του είναι πολλοί και δεν μπορώ να τους αναπτύξω σε αυτή τη σύντομη συζήτηση.
Θεωρώ όμως, ότι ένας αναλυτής οποιασδήποτε ψυχαναλυτικής κατεύθυνσης, θα πρέπει με τη πάροδο του χρόνου να έχει αναπτύξει έναν χώρο μέσα του για να σκέπτεται αναλυτικά. Τι εννοώ με αυτό; Η ψυχαναλυτική σκέψη έχει μια ιδιαιτερότητα, είναι διαφορετική από τη σκέψη που χρειάζεται να έχει κανείς στην ψυχιατρική, στη γνωσιακή ψυχολογία ή στις νευρο-επιστήμες για παράδειγμα, γνωρίζοντας ότι με το τελευταίο δεν συμφωνούν ορισμένοι συνάδελφοι μου.
Η ψυχαναλυτική σκέψη είναι πιο ‘ανοιχτή’ θα έλεγε κανείς, πιο ελεύθερη και ίσως πιο αφαιρετική, αλλά πάντα γειωμένη στη κλινική πράξη με τον αναλυόμενο. Ας πάρουμε ένα παράδειγμα. Ένας αναλυόμενος προβάλει στον αναλυτή του τα θετικά ή/ και εξιδανικευμένα του αντικείμενα, όπως και τα αρνητικά απαξιωμένα και διωκτικά. Ο αναλυτής ακούγοντας στη πρώτη περίπτωση ότι είναι ο ‘καλύτερος αναλυτής όλων’ μπορεί να αισθανθεί προς στιγμήν κολακευμένος, αλλά συνεχίζει να σκέπτεται και να αναρωτιέται γιατί να αισθάνεται έτσι εφόσον στη πραγματικότητα δεν είναι ‘μοναδικός’ και ίσως κάτι άλλο προσπαθεί να του πει ο αναλυόμενος. Αν όμως ο αναλυτής αρχίζει και πιστεύει ότι όντως, είναι ο καλύτερος αναλυτής της γενιάς του και ότι κανένας συνάδελφός του δεν θα είχε χειριστεί τον αναλυόμενο με τόση δεξιοτεχνία, τότε η προβολή του αναλυόμενου θα είχε φτάσει στον στόχο της και ο αναλυτής θα είχε χάσει το χώρο μέσα του για να σκέπτεται. Θα είχε χάσει δηλαδή την αναλυτική του θέση, το μόνο το οποίο μπορεί να προωθήσει την αναλυτική διαδικασία προς όφελος του αναλυόμενου. Αυτό αποτελεί και την λεγόμενη ‘αναλυτική ουδετερότητα’.
Αντίστοιχα, όταν ο αναλυόμενος προβάλλει τα αρνητικά του αντικείμενα και ο αναλυτής ακούει ότι η ανάλυση που προσφέρει είναι πολύ κατώτερη των προσδοκιών, μπορεί να αισθανθεί άσχημα προς στιγμήν και ότι είχε διαπράξει ένα πολύ σοβαρά λάθος (και όντως θα πρέπει να αναρωτηθεί σε ποιο βαθμό πιθανόν συμμετείχε στη κατάσταση που είχε διαμορφωθεί.) Αν όμως συνεχίζει να σκέπτεται χωρίς να χάνει την ισορροπία του, βυθισμένος στις αυτομομφές, ίσως θα μπορέσει να καταλάβει την ανάγκη του αναλυόμενου να φέρει τα κακά του αντικείμενα μέσα στην ανάλυση ώστε να μπορέσουν μαζί να τα αντιμετωπίσουν. Αν όμως οι παρεμβάσεις του αρχίζουν και προσλαμβάνουν έναν επικριτικό χαρακτήρα, ή ακόμα και εάν η χροιά είναι ‘δασκαλίστικη’, τότε και πάλι η προβολή θα είχε επιτύχει το στόχο της και ο αναλυτής θα είχε θυσιάσει τον χώρο μέσα του για να σκέπτεται.
Αυτός ο εσωτερικώς ψυχαναλυτικός ‘χώρος’ δύσκολα αποκτιέται και σχετικά εύκολα χάνεται. Χρειάζεται συνεχή φροντίδα.
Σε ποιο βαθμό στοιχεία της προσωπικότητας του αναλυτή συμβάλλουν στη διαμόρφωση ενδοψυχικών και διαπροσωπικών συγκρούσεων; Και πως μπορεί να επηρεάζουν τη σχέση του με τη θεωρία, στοιχεία της προσωπικότητας του;
Θα έλεγα ότι η χαρακτηριολογική δομή του αναλυτή παίζει ρόλο. Ένας αναλυτής με ένα αυστηρό υπερεγώ για παράδειγμα προσφέρεται πιο εύκολα στο να δεχθεί προβολές από τον αναλυόμενο του δικού του σαδιστικού υπερεγώ ενώ πιο δύσκολα θα απεμπλακεί η προβολή αυτή από τα εσωτερικά αντικείμενα του αναλυτή. Ή ένας αναλυτής με μαζοχιστικές τάσεις πιο εύκολα μπορεί να παρασυρθεί από τα σαδιστικά αντικείμενα του αναλυόμενου και πιο δύσκολα θα απεμπλακούν αυτά τα δυο. Πιστεύω ότι οι παράγοντες αυτοί είναι πιο σημαντικοί από το φύλο ή εθνικότητα του αναλυτή.
Και όταν κάποια στοιχεία της προσωπικότητας του αναλυτή δεν έχουν αναλυθεί επαρκώς (και κανένας δεν είναι πλήρως αναλυμένος) τότε μπορεί να υπάρχει η τάση στον αναλυτή να στρέφεται προς θεωρίες οι οποίες αποφεύγουν να αντιμετωπίσουν αυτές τις δύσκολες για τον ίδιο περιοχές.
Τι σημαίνει το να είμαι μέλος μιας ψυχαναλυτικής εταιρείας;
Νομίζω ότι η επαγγελματική ζωή ενός αναλυτή είναι αρκετά μοναχική, ιδιαίτερα εάν ασχολείται κανείς αποκλειστικά με αναλύσεις στο ιδιωτικό του γραφείο. Αυτό έχει τα καλά του αλλά και τα αρνητικά, ανάλογα με τη προσωπικότητα του καθενός. Προσωπικά πιστεύω, ότι μόνο μέσω της σταθερής αφοσίωσης του αναλυτή με τον ψυχισμό ενός άλλου ανθρώπου μέσα στη ιδιαιτερότητα που προσφέρει η αναλυτική συνθήκη, θα μπορέσει να εμβαθύνει στη δουλειά του γνωρίζοντας τον άνθρωπο που έχει απέναντί του και μέσα του καλύτερα. Για μένα τουλάχιστον, ξέρω ότι λειτουργώ καλύτερα όταν ο νους μου δεν έχει πολλά άλλα να τον απασχολούν. Αισθάνομαι ευγνώμων που έχω αυτή τη δυνατότητα. Από την άλλη, ο άνθρωπος είναι ‘ πολιτικό ζώον’ κατά τον Αριστοτέλη, και δεν βρίσκει ολοκλήρωση εκτός της ομάδος. Θέλω να πω ότι η απομόνωση της αναλυτικής συνθήκης και η ιδιωτικότητα της συνειδητής και ασυνείδητης επικοινωνίας με τον αναλυόμενο, εμπεριέχουν το κίνδυνο να τροφοδοτήσουν ναρκισσιστικές τάσεις του αναλυτή. Αναφέρομαι κυρίως στις φαντασιώσεις παντοδυναμίας που υπάρχουν σε όλους και οι οποίες τροφοδοτούνται από προβολές των αναλυόμενων. Είναι ένας είδος επαγγελματικού κινδύνου (‘occupational hazard’) αν θέλετε. Εδώ, μια ψυχαναλυτική εταιρεία, μια ‘ομάδα’ συναδέλφων μπορεί να βάλει φρένο σε αυτές τις φαντασιώσεις. Αυτές μπορεί να εμφανιστούν για παράδειγμα όταν ένας αναλυτής πιστεύει ότι δεν χρειάζεται να παρουσιάζει την κλινική του δουλειά σε συναδέλφους εφόσον το επίπεδο είναι τέτοιο ώστε δεν πρόκειται να τον καταλάβουν ποτέ.
Ιδανικά, μια ψυχαναλυτική εταιρεία αποτελείται από μια ομάδα ανθρώπων, ένα χώρο, όπου ένας αναλυτής, σε όποιο στάδιο της καριέρας του και να βρίσκεται, έχει τη δυνατότητα να παρουσιάζει και να συζητήσει τη δουλειά του, να την ‘δημοσιοποιεί’ κατά κάποιο τρόπο, υπό συνθήκες εμπιστοσύνης και εχεμύθειας. Να την ‘εκθέσει’ θα λέγαμε, εκθέτοντας παράλληλα και τον εαυτόν του ναρκισσιστικά. Ελπίζει βέβαια ότι οι συνάδελφοι του θα επιβραβεύσουν την θετική εκτίμηση που έχει ο ίδιος για τη δουλειά του (αν και αρχίζει και την αμφισβητεί όσο πλησιάζει η ημερομηνία της παρουσίασης) ή τουλάχιστον ότι θα υπάρχει μια καλοπροαίρετη δημιουργική κριτική για αυτήν.
Στην πράξη γνωρίζουμε ότι τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι. Ιδανικά, μια ψυχαναλυτική εταιρεία σκοπό έχει να προσφέρει ένα χώρο όπου αναπτύσσεται η ελευθερία της σκέψης, χωρίς να επενδύει δογματικά κάποια ανώτερη ‘authority’, κείμενα ή θεσμούς. Όμως, ξέρουμε ότι οι ψυχαναλυτικές εταιρείες, όπως άλλες ομάδες δυστυχώς, πολλές φορές εξελίσσονται σε χώρους όπου δεν επικρατεί η προώθηση του αναλυτικού έργου (‘work groups’ κατά τον Bion) αλλά όπου επικρατούν διχοτομήσεις, προβολές, εξιδανικεύσεις και η απαξίωση άλλων απόψεων (basic assumptions groups). Ο στόχος τότε δεν είναι ο επιστημονικός διάλογος και η προώθηση του ψυχαναλυτικού έργου, αλλά η ανάγκη για έλεγχο και εξουσία. Υπό αυτές τις συνθήκες, μια ψυχαναλυτική εταιρεία παύει να αποτελεί χώρο για την γόνιμη ανάπτυξη της ψυχανάλυσης. Για αυτό και ορισμένοι άνθρωποι τις αποφεύγουν.
Πιστεύω όμως, ότι λαμβάνοντας υπόψη τις όποιες ‘παγίδες’ υπάρχουν στις ψυχαναλυτικές εταιρείες, θεωρώ ότι τα οφέλη υπερτερούν των μειονεκτημάτων. Οι κίνδυνοι τού να κλειστεί κανείς σε έναν κόσμο μιας αυτό-τροφοδοτούμενης ‘πραγματικότητας’ με τους ασθενείς του είναι μεγάλος, και δυστυχώς έχουν οδηγήσει αναλυτές σε εκδραματίσεις και παραβιάσεις του πλαισίου, ορισμένες φορές με τραγικές επιπτώσεις. Το να είναι κανείς μέλος μιας ψυχαναλυτικής εταιρείας δεν αποτελεί εγγύηση βέβαια απέναντι σε αυτούς τους κινδύνους, αλλά πιστεύω τις μειώνει.
Οπότε αν με ρωτάτε εάν θα προτιμούσα να περνάω την επαγγελματική μου ζωή εκτός ψυχαναλυτικού θεσμού, η απάντηση μου θα ήταν… μάλλον όχι.
ΑΡΧΕΙΟ ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΩΝ
ΑΦΙΕΡΩΜΑ #4 - Επίμαχες συζητήσεις I (Controversial discussions I)
ΟΙ ΕΠΙΜΑΧΕΣ ΣΥΖΗΤΗΣΕΙΣ (CONTROVERSIAL DISCUSSIONS) ΣΤΗ ΒΡΕΤΑΝΙΚΗ ΨΥΧΑΝΑΛΥΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ : ΕΙΣΑΓΩΓΗ - Ανδρέας Γκορίνης
Το παράδοξο είναι, ενδεχομένως, χαρακτηριστικό της βρετανικής ιδιοσυστασίας. Είναι δύσκολο να φανταστούμε το πώς μια ομάδα τριάντα, περίπου, ψυχαναλυτών συζητούσαν, εν μέσω σφοδρών αντεγκλήσεων, πολύ σημαντικά θεωρητικά, κλινικά και θεσμικά ψυχαναλυτικά ζητήματα, την ίδια στιγμή που έξω από το χώρο των συνεδριάσεων επικρατούσε το απόλυτο χάος εξαιτίας των αεροπορικών επιδρομών από τους Ναζί. Είναι επίσης δύσκολο να φανταστούμε πώς από αυτές τις συζητήσεις που συνοδεύονταν από έντονα προσωπικές αντιπαραθέσεις[1] που έφταναν στο επίπεδο της μικρότητας, προέκυψαν κείμενα και αποφάσεις που έβαλαν τη σφραγίδα τους στην ψυχανάλυση του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα και εξακολουθούν να δημιουργούν προβληματισμούς σχετικούς με το μέλλον της ψυχανάλυσης.
Οι Επίμαχες Συζητήσεις ανάμεσα στα μέλη της Βρετανικής Ψυχαναλυτικής Εταιρείας έγιναν στο Λονδίνο μεταξύ 1941-1945. Το πλαίσιο των συζητήσεων αυτών ήταν αφενός, ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος που άλλαξε το χάρτη της ψυχαναλυτικής κοινότητας εξαιτίας της αναγκαστικής μετοίκησης των Εβραίων ψυχαναλυτών από τη Γερμανία και την Αυστρία και αφετέρου ο πρόσφατος θάνατος του Φρόιντ , το 1939, που δημιούργησε ένα μεγάλο κενό, πραγματικό και συμβολικό. Στις αρχές της δεκαετίας του 1940, η συγκατοίκηση εντός των κόλπων της Βρετανικής Εταιρείας, πολλών ψυχαναλυτών με έντονη προσωπικότητα, διαφορετικές θεωρητικές απόψεις και διαφορετικές επιδιώξεις, προκάλεσε τη συσσώρευση μεγάλης έντασης που ήταν αναμενόμενο να οδηγήσει στη σύγκρουση. Το διακύβευμα ήταν ,ουσιαστικά, ο έλεγχος της εταιρείας. Όποιος έλεγχε την εταιρεία θα μπορούσε να ελέγξει τη θεωρητική κατεύθυνσή της και τον τρόπο μετάδοσης της ψυχανάλυσης μέσα από τον έλεγχο της πανίσχυρης Εκπαιδευτικής Επιτροπής η οποία ανέθετε την ανάλυση εκπαιδευόμενων αναλυτών σε διδάσκοντες αναλυτές χωρίς οι πρώτοι να έχουν δυνατότητα επιλογής αναλυτή. Για τον έλεγχο της εταιρείας διασταύρωσαν τα ξίφη τους αφενός η Κλαϊνική Ομάδα με επικεφαλής τη Μέλανι Κλάιν και αφετέρου η ομάδα των Βιεννέζων ψυχαναλυτών με επικεφαλής την Άννα Φρόιντ και τον Βρετανό Έντουαρντ Γκλόβερ. Οι δύο ομάδες είχαν μεγάλες θεωρητικές διαφορές , εστιασμένες στις θεωρητικές και κλινικές καινοτομίες της Κλάιν που αντιμετωπίζονταν από τους Βιεννέζους ως παρέκκλιση ασύμβατη με το Φροϋδικό έργο. Η συζήτηση επί των επιστημονικών ζητημάτων έγινε εφικτή μόνο όταν επιβλήθηκε η συμφωνία αποχής από προσωπικές επιθέσεις και στη συνέχεια όταν η Άννα Φρόιντ και ο Γκλόβερ αποχώρησαν από το διάλογο.
Η τελική έκβαση των Επίμαχων Συζητήσεων κατέληξε με τη Συμφωνία Κυρίων ανάμεσα στις αντίπαλες ομάδες. Ουσιαστικά δημιουργήθηκαν τρείς ομάδες εντός της Εταιρείας, η ομάδα των ακολούθων της Μέλανι Κλάιν, η ομάδα των ακολούθων της Άννα Φρόιντ και η ομάδα των ανεξάρτητων η οποία αποτελείτο κυρίως από αναλυτές που διατηρούσαν το δικαίωμα να αντλούν την ψυχαναλυτική γνώση από όλες τις διαθέσιμες πηγές γνώσης.
Γιατί επανερχόμαστε στις Επίμαχες Συζητήσεις σήμερα; Η απάντηση είναι , ότι κατά τη γνώμη μας , αποτελούν ένα μοναδικό παράδειγμα αντιμετώπισης μιας κρίσης από μια ομάδα έργου όπως είναι μια ψυχαναλυτική εταιρεία. Τα ζητήματα που προέκυψαν τότε, εξακολουθούν να απασχολούν τους ψυχαναλυτικούς θεσμούς και σήμερα. Ίσως το πιο βασικό είναι το ζήτημα της εξουσίας , της αυθεντίας και των συνεπειών τους. Πως διασφαλίζεται εντός μιας ψυχαναλυτικής εταιρείας η ύπαρξη ενός κλίματος που επιτρέπει την ελεύθερη σκέψη και τη διατύπωσή της; Η Karin Stephen, ψυχαναλύτρια που συμμετείχε στις Επίμαχες Συζητήσεις , έγραφε: ‘ υπήρχε η αίσθηση ότι οι αξιωματούχοι της εταιρείας ήταν σε θέση να προάγουν ή να παρεμποδίσουν την επαγγελματική πρόοδο των μελών. Ήταν σε θέση να κάνουν παραπομπές στα μέλη της εταιρείας και συνεπώς αυτά ήταν απρόθυμα να εκφράσουν διαφορετικές απόψεις εξαιτίας του φόβου τους ότι δεν θα έπαιρναν νέες παραπομπές. Μέσα σε ένα τέτοιο κλίμα πώς ήταν δυνατόν να υπάρξει μια ανοιχτή και ειλικρινής συζήτηση σχετικά με τις επιστημονικές διαφορές;’ Ένα συναφές ζήτημα είναι η ανοχή στη διαφορετικότητα. Κατά τη διάρκεια των Επίμαχων Συζητήσεων ζητήθηκε από την Κλάιν να αποδείξει την θεωρητική και κλινική συνέπεια των απόψεών της με το Φροϋδικό έργο και επί της ουσίας να αποδείξει την ψυχαναλυτική ταυτότητά της. Το παράδοξο ήταν ότι ενώ ο Φρόιντ έκανε σωρεία αλλαγών στις επιστημονικές απόψεις του κατά τη διάρκεια της ζωής του, κάτι ανάλογο δεν ήταν επιτρεπτό σε πολλούς επιγόνους του. Χαρακτηριστική ήταν η τοποθέτηση μιας εκ των πρωταγωνιστριών των Επίμαχων Συζητήσεων, της Marjorie Brierley : ‘ αν η ψυχανάλυση πρόκειται να συνεχίσει να αναπτύσσεται ως μια ζωντανή επιστήμη, θα πρέπει παράλληλα να συνεχιστεί η διαδικασία επανεξέτασης των επιστημονικών υποθέσεων και της διεύρυνσης των επιστημονικών θεωριών, διαφορετικά θα εκφυλιστεί σε θεολογία.’ Τα ζητήματα ελευθερίας της έκφρασης και της ανοχής στη διαφορετικότητα δεν ήταν άσχετα με τις ανεπίλυτα μεταβιβαστικά και αντιμεταβιβαστικά θέματα μεταξύ των μελών της εταιρείας.
Η ψυχανάλυση δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς τη μετάδοσή της. Ποιο είναι το κλίμα εντός του οποίου διαμορφώνεται ο μελλοντικός ψυχαναλυτής; Σε πολλές από τις συνεδριάσεις των Επίμαχων Συζητήσεων προσκαλούνταν να τις παρακολουθήσουν εκπαιδευόμενοι ψυχαναλυτές. Έτσι, η νέα γενιά των ψυχαναλυτών(ανάμεσά τους η Marion Milner, η Esther Bick, η Margaret Little κ.α.) παρακολουθούσε ζωντανά το να γράφεται η ιστορία της ψυχανάλυσης και ταυτόχρονα γινόταν συμμέτοχος στα τεκταινόμενα της εταιρείας. Η εταιρεία της οποίας θα γινόταν μέλος θεωρούσε ότι όλα αυτά τους αφορούσαν άμεσα. Από την άλλη πλευρά, οι εκπαιδευόμενοι που παρακολουθούσαν τις συνεδριάσεις μαζί με τους αναλυτές και τους επόπτες τους , συμμετείχαν σε μια διαδικασία δυνητικά τραυματική για αυτούς.
Από τότε μέχρι σήμερα πολλά έχουν αλλάξει και πολλά έχουν μείνει ίδια. Η λύση που επέλεξαν οι Βρετανοί ψυχαναλυτές για να αντιμετωπίσουν την κρίση της εταιρείας τους, επιτρέπει τη συνύπαρξή τους παρά τις σαφείς και άμεσα εκπεφρασμένες διαφορές τους. Ήταν μια λύση που μπορεί να περιόριζε αλλά και οριοθετούσε αποτρέποντας υπόγειες διευθετήσεις και επιτρέποντας το διάλογο. Ήταν μια λύση η οποία δεν θα γινόταν εφικτή αν , όπως λέει η Pear King , δεν υπήρχαν σε κάθε ομάδα, τουλάχιστον κάποια άτομα που παρά τις θεωρητικές διαφωνίες τους, μπορούσαν να συνεργαστούν βοηθώντας τη διατήρηση της συνοχής της εταιρείας και την προαγωγή της ψυχανάλυσης. Τελικά, τι σημαίνει για έναν ψυχαναλυτή να είναι μέλος μιας ψυχαναλυτικής εταιρείας;
Σήμερα εξετάζουμε τα όσα έγιναν κατά τη διάρκεια των Επίμαχων Συζητήσεων με το πλεονέκτημα της χρονικής απόστασης που επιτρέπει μια περισσότερο νηφάλια ματιά. Το αφιέρωμα των ΣΥΝΔΕΣΕΩΝ στις ΕΠΙΜΑΧΕΣ ΣΥΖΗΤΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΒΡΕΤΑΝΙΚΗΣ ΨΥΧΑΝΑΛΥΤΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ χωρίζεται σε δύο μέρη : το πρώτο μέρος περιλαμβάνει το κείμενο του Δημήτρη Καβαλλιέρου, υποψήφιου μέλους της ΕΨΕ, με τίτλο ‘Controversial Discussions ( Οι Επίμαχες Συζητήσεις) : Οι Συζητήσεις που έγιναν, και αυτές που δεν έγιναν’. Στο κείμενό του, ο συγγραφέας αναφέρεται στο ιστορικό πλαίσιο, στους πρωταγωνιστές και στα γεγονότα των Επίμαχων Συζητήσεων και διερευνά τα βαθύτερα αίτια και τις συνέπειές τους.
Το δεύτερο μέρος του αφιερώματος θα αναρτηθεί εντός του 2022 και θα περιλαμβάνει τα σχόλια και τις απαντήσεις Ελλήνων και ξένων ψυχαναλυτών στο κείμενο του Δ. Καβαλλιέρου και τα σχετικά με τις Επίμαχες Συζητήσεις ερωτήματα που τους θέσαμε.
[1] Λέγεται ότι η ατμόσφαιρα που επικρατούσε μέσα στην αίθουσα των Συζητήσεων ήταν τόσο φορτισμένη , που ο D.Winnicott ζήτησε το λόγο για να πει ότι ο καθένας που βρισκόταν μέσα στην αίθουσα είχε το δικαίωμα να αισθάνεται ασφαλής από τη στιγμή που έξω από την αίθουσα έπεφταν πραγματικές βόμβες. Ήταν μια επίκληση στην ανάγκη επαφής με την πραγματικότητα που κάποιες στιγμές, κατά τη διάρκεια των Συζητήσεων, δεν ήταν αυτονόητη.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
-King, P.(ed.) , Steiner, R.(ed.), (1991) : The Freud-Klein Controversies 1941-1945, Routledge, London.
-Little, M.(1985): Winnicott working in areas where Psychotic Anxieties predominate. A personal record , Free Associations 1: 9-42.
Καβαλλιέρος, Δ. : Controversial Discussions ( Οι Επίμαχες Συζητήσεις): Οι Συζητήσεις που έγιναν , και αυτές που δεν έγιναν. ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ ΕΨΕ : ΣΥΝΔΕΣΕΙΣ 4 , Νοέμβριος 2021.
Controversial Discussions (Οι Επίμαχες Συζητήσεις): Οι Συζητήσεις που έγιναν, και αυτές που δεν έγιναν - Δημήτρης Καβαλλιέρος
Εισαγωγή
Με το όνομα Controversial Discussions (Οι Επίμαχες Συζητήσεις, εφεξής ΕΣ), είναι γνωστή μια σειρά από συναντήσεις μεταξύ των μελών της Βρετανικής Ψυχαναλυτικής Εταιρείας (ΒΨΕ) που έλαβαν χώρα από το 1941-1945, στο πλαίσιο της ΒΨΕ, στο Λονδίνο.
Οι συζητήσεις αυτές είχαν ουσιαστικά τρία σκέλη: το πρώτο σκέλος, που αποτέλεσε και την αφετηρία των συζητήσεων, είχε πολιτικό-οργανωτικό περιεχόμενο: επρόκειτο βασικά για ένα αίτημα «εκδημοκρατισμού» της ΒΨΕ, καθώς μερίδα των μελών της δυσανασχετούσε με το γεγονός ότι, με το σύστημα λειτουργίας της Εταιρείας που ήταν τότε σε ισχύ, οι κεντρικές θέσεις-αξιώματα καταλαμβάνονταν για πολλά χρόνια από τα ίδια πρόσωπα-ουσιαστικά το δίδυμο E. Jones και E. Glover-με συνέπεια να διατυπώνονται εναντίον τους άμεσες ή και πιο έμμεσες αιτιάσεις ‘αυταρχικής’ διαχείρισης και συμπεριφοράς.
Το δεύτερο σκέλος, με το οποίο κατά κύριο λόγο έχουν διασυνδεθεί οι ΕΣ, ήταν το επιστημονικό-θεωρητικό: αφορούσε τις μεταψυχολογικές και τεχνικές καινοτομίες που εισήγαγε η Μέλανι Κλάιν και το ερώτημα του κατά πόσον αυτές εντάσσονται, παρεκκλίνουν ή αντιτίθενται στον επικρατούντα φροϋδικό κανόνα.
Το τρίτο σκέλος αφορούσε το εκπαιδευτικό σύστημα: με δεδομένη την επιστημονικο-θεωρητική διαφωνία, παρουσιάστηκε το ζήτημα του αντίκτυπου αυτής της διαφωνίας στη διαμόρφωση των εκπαιδευόμενων αναλυτών και των αλλαγών που τυχόν συνιστώνταν στο εκπαιδευτικό σύστημα της ΒΨΕ.
Οι συζητήσεις για τους τρεις αυτούς άξονες προχωρούσαν παράλληλα και αναγκαστικά αλληλοδιαπλέκονταν εξελισσόμενες σε μια ένθερμη διαμάχη, συχνά με πολύ έντονες και οξείες προσωπικές αντιπαραθέσεις, καθιστώντας ορατό και πολύ πιθανό το ενδεχόμενο διάσπασης της ΒΨΕ, εξέλιξη που σε κάποια φάση των ΕΣ έμοιαζε αναπόφευκτη. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι για ένα μικρό διάστημα πράγματι έλαβε χώρα κάποια διάσπαση, καθώς μετά την παραίτηση της Άννα Φρόιντ από την Εκπαιδευτική Επιτροπή και την απομάκρυνσή της από τα δρώμενα της Εταιρείας τον Νοέμβρη του 1943, ακολούθησε τρεις μήνες αργότερα η παραίτηση του E.Glover από τις διοικητικές και εκπαιδευτικές θέσεις που κατείχε, καθώς και συνολικά από μέλος της Εταιρείας. Στο κείμενο της σχετικής επιστολής του, η ανακοίνωση της παραίτησής του συνοδεύεται από την παραίνεση-πρόβλεψη να ιδρυθεί μια νέα φροϋδική εταιρεία απαλλαγμένη από την ‘κλαϊνική παρέκκλιση’. Χρειάστηκε να περάσουν άλλα τρία χρόνια περίπου ώστε να επιτευχθεί τον Ιούνιο του 1946 η ‘Συμφωνία Κυρίων’ - αν και επί της ουσίας επρόκειτο για ‘Συμφωνία Κυριών’: των Sylvia Paine, Melanie Klein και Anna Freud- που προέβλεπε την συνύπαρξη δύο ταυτόχρονων διαφορετικών εκπαιδευτικών προγραμμάτων υπό την κοινή σκέπη της ΒΨΕ.
Περίπου 50 χρόνια αργότερα, οι συζητήσεις αυτές καταγράφηκαν σε ένα ογκώδες βιβλίο σχεδόν 1000 σελίδων (The Freud-Klein Controversies 1941-1945, ed. P. King & R. Steiner, Routlege 1991, εφεξής FKC)
το οποίο ο Andre Green έχει χαρακτηρίσει «το σημαντικότερο ντοκουμέντο της μετα-Φροϋδικής ψυχανάλυσης»[1]. Το βιβλίο αυτό συνιστά ένα συναρπαστικό ανάγνωσμα το οποίο, παρότι έχει τη φόρμα ιστορικού ντοκουμέντου, διαθέτει μια πλοκή που μπορεί να διαβαστεί είτε σαν ένα μυθιστόρημα του Ντοστογιέφσκι,-με την έννοια ότι εκτός από τα πρόσωπα και τους θεσμούς πρωταγωνιστικό ρόλο παίζουν και οι ιδέες, η διαμάχη για τις οποίες λαμβάνει ένα σχεδόν μανιχαϊκό χαρακτήρα- είτε σαν ένα ψυχολογικό θρίλερ με σχεδόν υπαρξιακό διακύβευμα: ποιο θα ήταν το μέλλον της ΒΨΕ αλλά και της ψυχανάλυσης της ίδιας μετά από αυτές τις κρίσιμες συζητήσεις;
Είναι πραγματικά εντυπωσιακό πως στο ίδιο βιβλίο συνυπάρχουν επιστημονικοί διάλογοι του υψηλότερου επιπέδου παράλληλα με λυπηρές, και κάποιες φορές σχεδόν μικροπρεπείς, προσωπικές επιθέσεις και αντεγκλήσεις. Η γνώμη μας είναι ότι το παραπάνω φαινόμενο καθώς και η δραματική ατμόσφαιρα των ΕΣ σχετίζονται αφενός με την ίδια τη φύση και την ιστορική καταγωγή της ψυχανάλυσης ως επιστημονικού αντικειμένου, αφετέρου δε με δύο ειδικές ιστορικές συγκυρίες της εποχής: η πρώτη είναι το κυριολεκτικά πολεμικό συγκείμενο στο πλαίσιο του οποίου διεξάχθηκαν οι ΕΣ εν μέσω του Β Παγκοσμίου Πολέμου στο συχνά βομβαρδιζόμενο Λονδίνο και η δεύτερη είναι ο πρόσφατος, τότε, θάνατος του Φρόιντ με τις όποιες συνέπειες αυτός είχε σε επιστημονικό, θεσμικό, ταυτοτικό αλλά και προσωπικό επίπεδο για τους πρωταγωνιστές της διαμάχης.
Καθώς στοχεύουμε κυρίως σε μια ανίχνευση των ιστορικών παραμέτρων που προσδιόρισαν αυτές τις συζητήσεις, δεν θα θίξουμε το επιστημονικό και θεωρητικό περιεχόμενό τους παρά μόνο στο βαθμό που αυτό εμπλέκεται στην ιστορική διάσταση των γεγονότων και την κριτική τους ανάλυση. Ως προς αυτή την πλευρά, σημειώνουμε απλώς ότι η εν λόγω θεωρητική διαμάχη εξακολουθεί να παραμένει ζωντανή και επίκαιρη διεθνώς, και η σχετική βιβλιογραφία είναι τεράστια.[2]
Η Βρετανική Εταιρεία
Η ΒΨΕ είχε ως πρόγονό της την Ψυχαναλυτική Εταιρεία του Λονδίνου, την οποία ίδρυσε ο Ernest Jones το 1913, σε μια προσπάθεια να διαχωρίσει την ψυχανάλυση από την ύπνωση και να συστήσει την Ψυχανάλυση στη Βρετανία, ως θεμιτή και έγκυρη επιστημονική δραστηριότητα. Την ίδια εποχή, και ενώ είχαν προηγηθεί οι ρήξεις με τους Adler και Stekel, συνέβαινε η τραυματική απομάκρυνση του Jung από την IPA (Διεθνή Ψυχαναλυτική Εταιρεία), γεγονός που αποτέλεσε αφορμή για την πρωτοβουλία του Jones να δημιουργηθεί η περίφημη Μυστική Επιτροπή με σκοπό την προστασία της Ψυχανάλυσης από μελλοντικές εσωτερικές απειλές τύπου Jung, και τον «συντονισμό των ασυνείδητων σκοπών τους [των μελών της Επιτροπής] με της απαιτήσεις και τα συμφέροντα του [ψυχαναλυτικού] κινήματος».[3]
Οι εσωτερικές συνέπειες της απόσχισης του Jung στο επίπεδο της Ψυχαναλυτικής Εταιρείας του Λονδίνου καθώς και ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος που ξεκίνησε την επόμενη χρονιά, οδήγησαν στη διάλυση της Ψυχαναλυτικής Εταιρείας του Λονδίνου, και την ίδρυση από τον Jones της ΒΨΕ το 1919, απαλλαγμένης πλέον από τους Γιουνγκιανούς. Στον επόμενο μεγάλο Πόλεμο, θα δημιουργούνταν ξανά η απειλή της διάσπασης, όμως αυτή τη φορά η στάση του Jones ήταν καταλυτικά διαφορετική όπως θα δούμε παρακάτω.
Η σύνθεση των μελών της νέας Εταιρείας (ΒΨΕ) παρουσίαζε τα εξής σημαντικά χαρακτηριστικά: 40 % των μελών της ήταν γυναίκες, πολλές μάλιστα με ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ψυχαναλυτική θεραπεία παιδιών ενώ, παράλληλα, ένα ίδιο ποσοστό μελών ήταν μη-ιατροί (lay analysts). Συγκεκριμένα, μέχρι το 1925, ανάμεσα στα μέλη της ΒΨΕ, συναντά κανείς «μέλη του κύκλου του Bloomsbury,...ψυχολόγους, δασκάλους, πανεπιστημιακούς (με αντικείμενο την Παιδαγωγική, Ψυχολογία, Βοτανική, Αγγλική γλώσσα, Λογική και Ανθρωπολογία), έναν επαγγελματία μεταφραστή και έναν κληρικό».[4]
Επιπλέον, παρά την καχυποψία του Jones και την έγνοια του να κρατήσει καθαρό τον φροϋδικό χαρακτήρα της ΒΨΕ, πολλά και σημαντικά μέλη της όπως τα αδέρφια James και Edward Glover, οι Sylvia Paine, Susan Isaacs, Ella Sharpe, Marjorie Brierley κ.α. προέρχονταν από την εκπαίδευση της μη-φροϋδικής Ιατρο-Ψυχολογικής Κλινικής, ενώ ο Jones και η ΒΨΕ διατηρούσαν συνεργασίες με μη-φροϋδικούς οργανισμούς (όπως το Νοσοκομείο Cassel και η κλινική Tavistock) όταν συνέκλιναν οι στόχοι τους σε διάφορα πλαίσια, λ.χ. στο Ιατρικό Τμήμα της Βρετανικής Ψυχολογικής Εταιρείας.
Η οργανωτική επάρκεια και η πολιτική ικανότητα του Jones είχαν ως αποτέλεσμα να αναγνωριστεί η ψυχανάλυση το 1929 από την Βρετανική Ιατρική Εταιρεία, ως «η τεχνική που εφευρέθηκε από τον Φρόιντ, ο οποίος πρώτος χρησιμοποίησε τον όρο, και η θεωρία που εποικοδόμησε πάνω στη δουλειά του» και ότι οι αξιώσεις «του Φρόιντ και των ακολούθων του ως προς τη χρήση και τον ορισμό του όρου [ψυχανάλυση] είναι δίκαιες και πρέπει να γίνουν σεβαστές». Η Pearl King σημειώνει ότι «ήταν η πρώτη φορά που ένα επίσημο εθνικό σώμα του ιατρικού επαγγέλματος αναγνώριζε την ψυχανάλυση ως ένα σοβαρό κλάδο της επιστήμης, ανεξάρτητο, και τον οποίο δεν είχε την επάρκεια να κρίνει. Επιπλέον, αναγνώριζε τη διάκριση ψυχαναλυτών από ‘ψευδο’-αναλυτές, καθώς και τον [επαγγελματικό] τίτλο που κατοχυρώνεται με την ιδιότητα του μέλους της ΔΨΕ(ΙΡΑ)».[5]
Σημειώνουμε λοιπόν πως η έγνοια για την καθαρότητα και την επιστημονική κατοχύρωση της ψυχανάλυσης συνυπήρχε παράλληλα με την όσμωση με μη-φροϋδικούς ψυχοθεραπευτικούς οργανισμούς και πρόσωπα, στο πλαίσιο μιας πραγματιστικής λογικής, αντιπροσωπευτικής όχι μόνο της ΒΨΕ, αλλά και του βρετανικού πνεύματος γενικότερα. Αυτή η ιδιαιτερότητα στην ταυτότητα της ΒΨΕ φαίνεται να είχε κάποια σημασία για την εξέλιξη και το αποτέλεσμα των ΕΣ.
Πέραν αυτού, οι σημαντικότεροι σταθμοί της πρώτης φάσης της ιστορίας της ΒΨΕ, είναι οι ακόλουθοι:
-1920, ξεκινά η έκδοση του International Journal of Psychoanalysis
-1922, ιδρύεται η Επιτροπή Προπαγάνδας με σκοπό τη διάδοση της ψυχανάλυσης και την απόκρουση δυσφημιστικών επιθέσεων εναντίον της
-1924, ιδρύεται το Ινστιτούτο της Ψυχανάλυσης και η συνδεόμενη με αυτό Ψυχαναλυτική Κλινική του Λονδίνου, με σκοπό την ψυχαναλυτική εκπαίδευση και την παροχή δωρεάν ή χαμηλού κόστους ψυχαναλυτικής θεραπείας στα πρότυπα της Πολυκλινικής του Βερολίνου.
-1926, εγκρίνεται από την Διεθνή Εκπαιδευτική Επιτροπή το εκπαιδευτικό πρόγραμμα της ΒΨΕ στην ψυχανάλυση.
Η διαμάχη Μ.Κλάιν-Α.Φρόιντ
Το 1926, είναι η χρονιά που η Μέλανι Κλάιν προσκαλείται στο Λονδίνο ώστε να δώσει μια σειρά διαλέξεων πάνω στην ψυχανάλυση του παιδιού, μετά από πρωτοβουλία της Alix Strachey, η οποία είχε ακούσει και γνωρίσει την Κλάιν στο Βερολίνο όπου οι ιδέες της σχετικά με το πρώιμο οιδιπόδειο σύμπλεγμα αντιμετωπίζονταν από αδιάφορα έως και απορριπτικά.
Αντίθετα, στη ΒΨΕ γίνεται δεκτή με ενθουσιασμό, και όταν τα Χριστούγεννα της ίδιας χρονιάς πεθαίνει στο Βερολίνο ο αναλυτής και μέντοράς της Karl Abraham, η Κλάιν αποφασίζει να εγκατασταθεί μόνιμα στο Λονδίνο όπου βρίσκει ένα φιλόξενο χώρο να προχωρήσει την έρευνα και τις ιδέες της. Υπάρχει μια σειρά από παράγοντες που πιθανώς συνέβαλαν σε αυτή την ευτυχή συγκυρία:
-ο μεγάλος αριθμός γυναικών ανάμεσα στα μέλη της ΒΨΕ και το ενδιαφέρον για την ψυχανάλυση του παιδιού όπως αναφέραμε παραπάνω
-το ενδιαφέρον για την προ-οιδιπόδεια περίοδο και τα προ-γενετήσια στάδια ψυχοσεξουαλικής οργάνωσης που ανάγεται κυρίως στον Abraham, αλλά και στον Ferenczi ο οποίος ήταν ο πρώτος αναλυτής της Κλάιν πρίν από τον Abraham
-το ίδιο ενδιαφέρον είχε και ο Jones o οποίος, επιπλέον αυτού, διαφοροποιούνταν θεωρητικά από την φαλλοκεντρική θεώρηση του Φρόιντ στο ζήτημα της γυναικείας σεξουαλικότητας όπως και η Κλάιν.
Κατά τον Ken Robinson: «Το 1926, η Μέλανι Κλάιν και η Βρετανική Εταιρεία συμπλήρωναν ο ένας τον άλλο. Προσωπικά και επαγγελματικά εκείνη χρειαζόταν ένα συμπαθητικό σπίτι μετά τον θάνατο του Abraham. Ο Jones και η Εταιρεία είδαν σε εκείνη κάποια που θα μπορούσε να βοηθήσει να προχωρήσει το ενδιαφέρον για την προγενετήσια ανάπτυξη που άρχιζε να προσδιορίζει τη Βρετανική ψυχανάλυση ως διακριτή από την Βιενέζικη»[6] Με άλλα λόγια, ένας κρίσιμος παράγοντας ήταν η σύγκλιση των προσωπικών αναγκών της Κλάιν και των θεσμικών αναγκών της ΒΨΕ στο επίπεδο της ταυτότητας. Το ζήτημα της ψυχαναλυτικής ταυτότητας, τόσο ως προς το αντικείμενο ψυχανάλυση όσο και ως προς το άτομο-ψυχαναλυτή νομίζουμε ότι κατέχει καίρια θέση στην εξέλιξη και το αποτέλεσμα των ΕΣ, όπως θα δούμε παρακάτω.
Στα παραπάνω αξίζει να προστεθεί ο πολιτισμικο-κοινωνικός παράγοντας ως σημαντικό στοιχείο που συνέβαλε στην αποδοχή της Κλάιν από την ΒΨΕ: πρόκειται συγκεκριμένα για τη δημοκρατική, φιλελεύθερη παράδοση της Βρετανίας που χαρακτηρίζεται από πραγματισμό, «εκλεκτική ανεκτικότητα» και «μη δογματικό εμπειρισμό», σύμφωνα με τον R. Steiner [7]: «αυτό το μείγμα περιέργειας, ανοιχτού μυαλού και ψυχρής ευθυκρισίας....είναι τυπικό παράδειγμα της ανοιχτότητας και ανεκτικότητας που βρίσκει κανείς σε συγκεκριμένες περιοχές της βρετανικής κουλτούρας [όπως ο κύκλος του Μπλούμσμπερι, μέλη του οποίου πρωτοστάτησαν στην πρόσκληση και αποδοχή της Κλάιν στη ΒΨΕ]. Αυτό που περιστασιακά μπερδεύει κάποιους από διαφορετικές πολιτισμικές παραδόσεις είναι η δυνατότητα που επιτρέπει σε ριζικά αποκλίνουσες θεωρίες να συνυπάρχουν.» Ή με τα δραματικά λόγια της S. Payne [8], εν μέσω του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, στην πρώτη από τις ΕΣ: «Η ελευθερία να έχουμε και να εκφράζουμε διαφορετικές ιδέες είναι σίγουρα ένας από τους υποτιθέμενους σκοπούς της δημοκρατίας και είναι αυτό για το οποίο πολεμάμε τώρα στον παγκόσμιο πόλεμο. Λέγεται ότι είναι χαρακτηριστικό για τους Βρετανούς ότι δε θεωρούν αυτούς που έχουν διαφορετικές απόψεις ως απαραίτητα κακούς και επικίνδυνους.»
Τέλος, εκτός από τα παραπάνω, πρέπει να προστεθεί και ο προσωπικός παράγοντας ως καταλυτικό στοιχείο της επίδρασης της Κλάιν στην ΒΨΕ και στον χαρακτήρα της βρετανικής ψυχανάλυσης στο ξεκίνημά της: η γοητευτική της προσωπικότητα[9] - πιθανώς και οι προσωπικές της ανάγκες που είχαν οξυνθεί από τη συνθήκη της μετανάστευσης[10] γρήγορα συγκέντρωσε γύρω της έναν αριθμό κυρίως γυναικών ακολούθων που μοιάζει σε κάποια φάση να απέκτησαν χαρακτηριστικά ζηλωτή. Σύμφωνα με την Eva Rosenfeld: «Δεν γινόσουν φίλος με την Melanie Klein. Είτε ήσουν υπέρ είτε κατά της. Μαχόταν για τις ιδέες της και οτιδήποτε άλλο δεν ήταν αποδεκτό εκτός από το να είσαι πραγματικός ακόλουθός της»[11].
Η προσωπική αντιπαλότητα, εκτός της θεωρητικής, δέσποζε και στη σχέση της Κλάιν με την Άννα Φρόιντ. Η μαρτυρία της Eva Rosenfeld και πάλι δηλώνει ότι η διατήρηση της φιλίας της με την Άννα Φρόιντ προκάλεσε την αποκήρυξή της από την Κλάιν: «Θυσίασες την ανάλυσή σου για την φιλία με την Άννα Φρόιντ»[12]. Εκτός αυτού, είχαν αναπτυχθεί σοβαρές θεωρητικές διαφορές μεταξύ Κλάιν και Α. Φρόιντ, με αντικείμενο τη διαφορετική προσέγγιση της τεχνικής της ψυχανάλυσης των παιδιών[13]. Η Κλάιν είχε επιτεθεί σφοδρά στις ιδέες της Α.Φρόιντ τόσο στο συνέδριο του Innsbruck το 1927, όσο και στην συζήτηση του βιβλίου της Α.Φρόιντ «Einführung in die Technik der Kinderanalyse»[14] στους κόλπους της ΒΨΕ την ίδια χρονιά. Ο Φρόιντ είχε τότε παραπονεθεί στον Jones για προκατάληψη υπέρ της Κλάιν εκ μέρους της ΒΨΕ και άνιση μεταχείριση της Άννας, της οποίας το σχετικό βιβλίο δεν είχε καν μεταφραστεί στα αγγλικά. Αργότερα, ο Φρόιντ επανέρχεται δριμύτερος σχετικά με τους δημόσιους υπαινιγμούς για ατελή ανάλυση της Άννας- την οποία είχε κάνει ο ίδιος ο Φρόιντ, χωρίς αυτό να είναι ακόμα γνωστό τότε- και κατακεραυνώνει τον Jones: «...μία τέτοια κριτική είναι τόσο επικίνδυνη όσο και ανεπίτρεπτη. Ποιος είναι επαρκώς αναλυμένος τελικά;» και συμπληρώνει: «Σε διαβεβαιώ ότι η Άννα έχει αναλυθεί βαθύτερα και διεξοδικότερα από, για παράδειγμα, εσένα».[15]
Στην ίδια αλληλογραφία, ο Jones αμύνεται διαβεβαιώνοντας τον Φρόιντ ότι η ΒΨΕ ακολουθεί τις ιδέες του, και προσπαθεί ενδελεχώς να πείσει τον Φρόιντ ότι και η ίδια η Κλάιν βρίσκεται εντός του φροϋδικού πλαισίου. Επικαλείται έως και την επιτυχή ψυχανάλυση των παιδιών του από την Κλάιν, για να πείσει τον Φρόιντ για την αξία των ιδεών της. Ο Φρόιντ απαντά μάλλον ψυχρά και επιμένει ότι οι ιδέες της Κλάιν σχετικά με το πρώιμο υπερεγώ είναι λάθος και οπωσδήποτε «βρίσκονται σε πλήρη αντίθεση με όλες τις βασικές μου υποθέσεις».[16]
Λίγο παρακάτω, ολοκληρώνει το ‘χτύπημα’ και είναι αποκαλυπτικός ο τρόπος που παραμερίζει τις θεωρητικές διαφορές Μ. Κλαιν-Αννας Φρόιντ που θα τις κρίνει ο χρόνος και φτάνει να τις χαρακτηρίσει «θύελλα σε φλυτζάνι τσαγιού» ενώ δηλώνει τις βασικές του έγνοιες που αφορούν κυρίως το προσωπικό και το θεσμικό επίπεδο: «Οι διαφορές στις απόψεις δύο αναλυτών σχετικά με την ανάπτυξη του υπερεγώ στα παιδιά και σχετικά με τεχνικές της ανάλυσης δεν είναι τόσο σημαντικές ώστε να μη μπορούν να αφεθούν στην ιστορία να αποφασίσει, ούτε θα έπρεπε να προκαλούν μια τέτοια βιαστική, βίαια και άδικη αντίδραση. Μήπως ο στόχος είμαι εγώ, αφού η Άννα είναι κόρη μου; Ωραίο κίνητρο σε αναλυτές που απαιτούν από άλλους να ελέγξουν τις πρωτόγονες ορμές τους[17]...Περισσότερο με απασχολούν οι δηλώσεις της Riviere από αυτές τις θύελλες σε φλυτζάνι τσαγιού, γιατί πάντα εκτιμούσα τις πνευματικές της δυνατότητες. Εδώ πρέπει να σε κατακρίνω που επιτρέπεις μια ανεκτικότητα που φτάνει πολύ μακριά. Όταν ένα μέλος των ομάδων μας εκφράζει τόσο λάθος και αποπροσανατολιστικές θεωρίες για την θεμελιώδη φιλοσοφία, αυτή είναι μια περίσταση που ο ηγέτης της ομάδας πρέπει να επιτιμήσει αυτό το μέλος ιδιωτικά. Δεν είναι ένα γεγονός που πρέπει να δημοσιοποιείται όσο ευρύτερα γίνεται χωρίς κριτική».[18]
Σε αυτό το σημείο αξίζει να υπογραμμίσουμε τα εξής:
- Το θέμα της ρύθμισης της εξωτερικής παρουσίας της Ψυχανάλυσης προς το ευρύ κοινό, δηλαδή ποιος εμφανίζεται ως ψυχαναλυτής και πως παρουσιάζει την ψυχανάλυση εκτός Εταιρείας, λίγα χρόνια αργότερα αποτέλεσε την αφετηρία του διαλόγου που οδήγησε στις ΕΣ. Το θέμα αυτό, εκτός από τις επιστημονικές και δεοντολογικές του διαστάσεις, κατά την περίοδο των ΕΣ, είχε λάβει και υπαρξιακή επαγγελματική αξία καθώς αφορούσε άμεσα τη δυνατότητα ανεύρεσης αναλυομένων.
- Το ερώτημα των ορίων μεταξύ ψυχαναλυτικής και μη-ψυχαναλυτικής θεωρίας και πρακτικής και πως αυτά τίθενται, δηλαδή το ερώτημα της ταυτότητας του ψυχαναλυτή και του αντικειμένου ψυχανάλυση, είναι κατά τη γνώμη μας το κύριο λανθάνον ερώτημα των ΕΣ, ερώτημα που έχει τη ρίζα του στην ίδια την ιστορία και καταγωγή της ψυχανάλυσης.
- Την εξιδανίκευση του αντικειμένου Ψυχανάλυση και την ιδιαίτερη ναρκισσιστική αξία που αυτή είχε τόσο για τον ίδιο τον Φρόιντ όσο και για την πρώτη γενιά ψυχαναλυτών. Είναι χαρακτηριστική η χρήση των όρων Movement (Κίνημα) και Cause (Αγώνας, Σκοπός) στην μεταξύ τους αλληλογραφία, όρων που προσιδιάζουν περισσότερο σε πολιτικά και ιδεολογικά προτάγματα παρά σε επιστημονικά πεδία.
- Την αναπόφευκτη εμπλοκή του προσωπικού παράγοντα, ειδικά σε μια εποχή που λόγω της εξιδανίκευσης της ψυχανάλυσης από τους πρωταγωνιστές της σε συνδυασμό με την παραμελημένη σημασία της αντιμεταβίβασης εκείνη την εποχή, αναπτύσσονται μεταξύ τους όχι μόνο προσωπικές, αλλά και ψυχαναλυτικές σχέσεις: τα σημαντικότερα παραδείγματα, μεταξύ άλλων, είναι η ανάλυση της κόρης του Φρόιντ Άννας και του γιού της Μ. Κλάιν Hans από τους ίδιους τους γονείς τους.[19]
Η αναπτυσσόμενη διαμάχη σταδιακά έλαβε ένα χαρακτήρα ευρύτερο από τη διαφορά μεταξύ δύο μεμονωμένων ερευνητών (Μ.Κλάιν και Α.Φρόιντ), που αφορούν ειδικά το πεδίο της ψυχανάλυσης των παιδιών∙ με το προχώρημα της κλαϊνικής θεωρίας και την έμφαση στην έννοια του εσωτερικού αντικειμένου, άρχισε να αναπτύσσεται μια διαφορά που αφορούσε πλέον σχολές ψυχανάλυσης: την ‘επονομαζόμενη Αγγλική’ και την Βιενέζικη, έτσι ώστε το 1934-35, οργανώθηκαν κάποιες διαλέξεις, με πρώτες αυτές της Joan Riviere, εκ μέρους της ΒΨΕ, στην Βιέννη και αντίστοιχα του Robert Waelder στο Λονδίνο. Οι επιστημονικές αυτές ανταλλαγές είχαν ως σκοπό την «αμοιβαία διευκρίνιση και κατανόηση»[20] , δεν μπόρεσαν όμως να συνεχιστούν λόγω του πολέμου. Παράλληλα, μετά τη δημοσίευση το 1934 του άρθρου της Κλάιν «“The Psychogenesis of Manic-Depressive States” είχε αρχίσει να αναπτύσσεται έντονη αντίθεση στις ιδέες της Κλάιν και εντός της ΒΨΕ. Κύριοι εκπρόσωποι αυτής της στροφής ήταν ο E. Glover και η κόρη της Κλάιν Melitta Schmitteberg, η οποία είχε μεταναστεύσει στο Λονδίνο μαζί με τον σύζυγό της το 1932 έχοντας λάβει πρώτα την εκπαίδευσή της στο Ινστιτούτο του Βερολίνου, και η οποία ήταν αναλυόμενη του Glover. Οι κατηγορίες εναντίον της Κλάιν είχαν μεν θεωρητική αφετηρία, καθώς με την σύλληψη και περιγραφή της καταθλιπτικής θέσης στο προαναφερόμενο άρθρο η Κλάιν όντως αρχίζει να διαμορφώνει μια ιδιαίτερη και πιο ολοκληρωμένη μεταψυχολογική θεώρηση, αλλά και πάλι διαπλέκονται με κατηγορίες θεσμικές και δεοντολογικές οι οποίες αποτυπώθηκαν και στις ΕΣ αργότερα. Ο Glover επιτιμά την Κλάιν για την έλλειψη ιατρικής εκπαίδευσης και εξ αυτού του λόγου αμφισβητεί τις απόψεις της που αφορούν ενήλικες ψυχωτικούς, ενώ έως τότε ήταν υποστηρικτικός προς τις θεωρίες της που εκκινούσαν από την παρατήρηση και θεραπεία παιδιών.[21]
Εν τω μεταξύ, η άνοδος του ναζισμού και οι επακόλουθες διώξεις των Εβραίων ψυχαναλυτών σε Βιέννη και Βερολίνο, οδηγούν σταδιακά κάποιους από αυτούς στο Λονδίνο, με αποκορύφωμα την έλευση το 1938 του ίδιου του Φρόιντ και της οικογένειάς του μαζί με την Άννα και μια ομάδα Βιενέζων ψυχαναλυτών, οι οποίοι γίνονται μέλη της ΒΨΕ, γεγονός που ανησυχεί έντονα την Μ. Κλάιν.
Τον Σεπτέμβριο του 1939 ο Φρόιντ πεθαίνει, και την ίδια χρονιά ξεκινάει ο Β Παγκόσμιος Πόλεμος, ενώ το 1940 οι Γερμανοί αρχίζουν να βομβαρδίζουν το Λονδίνο. Από τα μέλη της ΒΨΕ, οι περισσότεροι Βρετανοί καθώς και η Κλάιν, φεύγουν από το Λονδίνο, είτε για να υπηρετήσουν στο Στρατό είτε για να βρουν ασφαλέστερη διαμονή στη βρετανική ύπαιθρο. Οι Βιενέζοι και η Α. Φρόιντ παραμένουν στο Λονδίνο, ενώ παράλληλα τη διαχείριση των υποθέσεων της Εταιρείας την αναλαμβάνει η Επείγουσα Επιτροπή που αποτελείται από τους E. Glover και S. Payne. Ο εκ των πραγμάτων αυξημένος συγκεντρωτισμός και η σχετική αδιαφάνεια στην λήψη αποφάσεων δημιουργεί αυξανόμενη δυσφορία σε σημαντική μερίδα μελών. Παράλληλα, η απόσυρση του Jones και η διαφαινόμενη αντικατάσταση του από τον Glover σε συνδυασμό με την αυξανόμενη ισχύ του τελευταίου, θορυβούν την ήδη ανήσυχη Κλάιν η οποία επιστρέφει στο Λονδίνο το 1941, μαζί με μια σειρά άλλων μελών που είχαν αρχικά βρει καταφύγιο εκτός Λονδίνου. Το κλίμα στους κόλπους της ΒΨΕ είναι πλέον τόσο άσχημο που σε ένα γράμμα (23/04/1940) του J. Strachey προς τον E. Glover διαβάζουμε:
«Η δική μου άποψη είναι ότι η Κα Κ. [Κλάιν] έχει κάνει κάποιες πολύ σημαντικές συμβολές στην ΨΑ [Ψυχανάλυση], αλλά είναι εξωφρενικό να παρουσιάζεται (α) ότι καλύπτουν το όλο θέμα ή (β) ότι η εγκυρότητά τους είναι αξιωματική. Από την άλλη πλευρά νομίζω ότι είναι εξίσου γελοίο η Δδα Φ. [Φρόιντ] να ισχυρίζεται ότι η ΨΑ είναι ένα Πάρκο Κυνηγιού που ανήκει στην οικογένεια Φ. [Φρόιντ] και ότι οι ιδέες της Κας Κ. είναι εντελώς ανατρεπτικές......Γιατί αυτοί οι άθλιοι φασίστες και (παλιο-ξένοι) κομμουνιστές έπρεπε να εισβάλουν στο ειρηνικό και διαλλακτικό νησί μας;»[22]
Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, η παρουσίαση στη ΒΨΕ του άρθρου της B. Low με θέμα ‘The Psychoanalytic Society and the Public’ πυροδότησε την ένθερμη συζήτηση όλων των επίμαχων θεμάτων και αντιπαραθέσων που σοβούσαν σε επιστημονικό, πολιτικο-θεσμικό και προσωπικό επίπεδο και κατέληξε στην οργάνωση των ΕΣ.
Η εξέλιξη και κατάληξη των ΕΣ
Το ενδιαφέρον που προκάλεσε το κείμενο της B. Low κατέληξε σε μια σειρά προτάσεων που κατηγοριοποιούνταν ως εξής: Κάποιοι ζητούσαν άμεση αλλαγή του κανονισμού όσον αφορά τη θητεία στις διευθυντικές-διαχειριστικές και κυρίως εκπαιδευτικές θέσεις της Εταιρείας, με στόχο την παρεμπόδιση της οιονεί μονιμότητας σε αυτές. Υποστηρικτές αυτής της πλευράς ήταν, κατά κύριο λόγο, οι κλαϊνικοί που φοβόντουσαν τη διαφαινόμενη αντικατάσταση του Jones από τον Glover καθώς και ανεξάρτητα μέλη με δημοκρατικές ανησυχίες. Η αντιπρόταση ήταν ότι πρώτα θα έπρεπε να επιλυθούν οι θεωρητικές διαφωνίες που αφορούσαν την ‘φροϋδικότητα’ των κλαινικών ιδεών, ζήτημα το οποίο θεωρούνταν ουσιαστικότερο από το πολιτικο-διαχειριστικό. Αυτή η θέση υποστηρίχθηκε, κυρίως από Βιενέζους, αλλά και κάποιους Άγγλους Φροϋδικούς.
Αν και οι ΕΣ έχουν μείνει στην ιστορία ως μια διαμάχη μεταξύ Μ.Κλάιν-Α.Φρόιντ, στην πραγματικότητα η σύγκρουση που εγκυμονούσε κινδύνους διάσπασης για την ΒΨΕ ήταν αυτή του Glover (με τη συνδρομή της Melitta Schmitteberg) με τους Κλαϊνικούς. Ο Glover δεν στέκεται τόσο στη θεωρητική διαμάχη την οποία θεωρεί ανεπίλυτη: «...οι δύο ηγέτιδες, Αννα Φρόιντ και Μέλανι Κλάιν, ανοιχτά συμφώνησαν [στην Εκπαιδευτική Επιτροπή, πριν τον πόλεμο] ότι ήταν αδύνατο οι υποψήφιοι που υποστηρίζονταν από την μία ομάδα να διδάσκονται ή να επιβλέπονται από διδάσκοντες αναλυτές της άλλης ομάδας.»[23]
Το θέμα που προκρίνει ως περισσότερο επείγον και επικίνδυνο είναι η συγκέντρωση πρακτικά όλης της εξουσίας στην Εκπαιδευτική Επιτροπή η οποία «...επιλέγει υποψηφίους, ετοιμάζει το πρόγραμμα σπουδών, κάνει όλη τη διδασκαλία, διορίζει όλους τους διδάσκοντες (αναλυτές[24], επιβλέποντες, υπεύθυνους σεμιναρίων, διδάσκοντες σεμιναρίων) και κάνει και όλη την εξέταση. Με άλλα λόγια ελέγχει απολύτως και χωρίς άλλη λογοδοσία την είσοδο στην Εταιρεία»[25]
Παράλληλα, και σε συντονισμό με την Melitta Schmitteberg, κατηγορεί ανοιχτά την Κλάιν και την ομάδα της για προσηλυτισμό, μεροληψία και φραξιονισμό, με απώτερο σκοπό την εξουσία μέσω της επικράτησης των κλαϊνικών ιδεών στην ψυχαναλυτική εκπαίδευση. Η λύση που προτείνει δε, είναι ουσιαστικά η κατάργηση του θεσμού του διδάσκοντος αναλυτή και η επιστροφή στην εκπαιδευτική συνθήκη που ίσχυε πριν από τη θέσπιση της Εκπαιδευτικής Επιτροπής, δηλαδή η διεξαγωγή των εκπαιδευτικών αναλύσεων από οποιοδήποτε μέλος της Εταιρείας και όχι η ‘ανάθεση’ της ανάλυσης σε διδάσκοντες αναλυτές-μέλη της Εκπαιδευτικής Επιτροπής. Ο σκοπός ήταν να αποφευχθεί ο κίνδυνος που εκείνος διέβλεπε, δηλαδή της επιρροής του αναλυτή επί του αναλυόμενου ως προς την υιοθέτηση συγκεκριμένης θεωρητικής κατεύθυνσης, άρα και της διευκόλυνσης δημιουργίας ομάδων φανατικών ακολούθων με τις ανάλογες ολέθριες ‘πολιτικές’ αλλά και επιστημονικές συνέπειες.
Τελικά, όπως αναφέρθηκε στην Εισαγωγή, οργανώθηκε μία σειρά Επιστημονικών Συζητήσεων όπου η Κλάιν και οι υποστηρικτές της καλούνταν να παρουσιάσουν τις θέσεις τους επί συγκεκριμένων αμφιλεγόμενων σημείων της κλαϊνικής θεωρίας ώστε να συζητηθεί ο βαθμός διαφοροποίησής τους από την κλασική φροϋδική θεωρία. Έτσι παρουσιάστηκαν και συζητήθηκαν 4 κείμενα, το πρώτο από τα οποία ήταν το άρθρο της S. Isaacs “The nature and function of phantasy’’[26]. Το κείμενο αυτό συστηματοποίησε τις κλαϊνικές θέσεις πάνω στο κεντρικό ζήτημα της ασυνείδητης φαντασίωσης και προκάλεσε τις πιο ένθερμες και σκληρές αντιπαραθέσεις. Εκ των υστέρων μπορούμε να πούμε ότι συνέβαλε σημαντικά στην πιο ολοκληρωμένη συγκρότηση της κλαϊνικής θεωρίας και σχολής, ανεξάρτητα εαν αυτή ιδωθεί ως παρέκκλιση, τροποποίηση ή επέκταση της φροϋδικής.
Εν τω μεταξύ, παράλληλα με τις Επιστημονικές Συζητήσεις υπήρξε και μια ανταλλαγή απόψεων, υπό την μορφή γραπτών ‘Μνημονίων για την Τεχνική’ στο πλαίσιο της Εκπαιδευτικής Επιτροπής, όπου τα μέλη της καλούνταν να περιγράψουν την τεχνική τους. Κατά τη γνώμη μας, τα συγκεκριμένα κείμενα συμπυκνώνουν καθαρότερα και ευκρινέστερα τον πυρήνα της διαμάχης που έλαβε χώρα κατά τις ΕΣ, και συνιστούν ανεκτίμητα ντοκουμέντα θεωρίας της ψυχαναλυτικής τεχνικής. Πέραν από τα κείμενα των Α. Φρόιντ και Μ. Κλάιν που αποκρυσταλλώνουν την κλασσική φροϋδική και την κλαινική αντίληψη αντίστοιχα, είναι εντυπωσιακά τα κείμενα των S. Payne, E. Sharpe και M. Brierley, η σκέψη των οποίων διακρίνεται από ιδιαίτερη ευελιξία, ανεξαρτησία και δημιουργικότητα. Όπως σημειώνει ο Steiner[27], προαναγγέλουν «πολλά από τα χαρακτηριστικά που αργότερα θα συνιστούσαν την τεχνική προσέγγιση του ασθενούς, της λεγόμενης Μεσαίας Ομάδας», και θεωρούμε ότι συμπυκνώνουν τα χαρακτηριστικά της ψυχαναλυτικής σκέψης αυτού που ο Michael Parsons ονομάζει «Πυρήνα της Ανεξάρτητης Παράδοσης»[28]και που δεν περιορίζεται αποκλειστικά στη Βρετανία. Μια ενδιαφέρουσα παρατήρηση που αφορά την γενεαλογία των ιδεών στην ψυχανάλυση είναι ότι οι αναλυτές των τριών αυτών αναλυτριών είχαν κάποια κοινά στοιχεία: οι Payne και Sharpe είχαν αναλυθεί από τον Hans Sachs, η δε Brierley από τον J.C. Flugel. Και οι δύο αυτοί αναλυτές διακρίνονταν από ευρύτητα ενδιαφερόντων, πολυμάθεια, ανεξαρτησία πνεύματος και πρωτοτυπία ιδεών. Παρά τα χαρακτηριστικά αυτά δεν απολαμβάνουν ιδιαίτερης φήμης στην ιστορία της ψυχανάλυσης, γεγονός που μας επιτρέπει να υποθέσουμε ότι μπορεί η ναρκισσιστική τους επένδυση στην ψυχανάλυση να ήταν περισσότερο ελεγχόμενη από την αντίστοιχη επένδυση που είχαν διασημότεροι συνάδελφοί τους οι οποίοι πρωταγωνίστησαν στις ΕΣ. Η επίδραση που μπορεί να έχει επί της διαμόρφωσης του εκπαιδευόμενου αναλυόμενου η σχέση του διδάσκοντος αναλυτή με την θεωρία, υπήρξε ένα από τα σημαντικότερα θέματα διαφωνίας στο πλαίσιο της Εκπαιδευτικής Επιτροπής και λειτούργησε ουσιαστικά ως καταλύτης της ρήξης.
Συγκεκριμένα, η συζήτηση των ‘Μνημονίων για την Τεχνική’ κατέληξε στην διατύπωση ενός ‘Προσχεδίου Αναφοράς’ από τον J. Strachey, η τελική μορφή του οποίου θα κατέληγε σε ένα κείμενο που θα απευθυνόταν ως πρόταση στα μέλη της Εταιρείας. Ήταν ένα κείμενο που χαρακτηριζόταν από μια τυπικά ‘αγγλική’ διπλωματική προσπάθεια συμβιβασμού, καταλήγοντας στην πρόταση εκλογής νέας Επιτροπής όπου συνιστώνταν να μην συμμετέχουν άτομα που είχαν εμπλακεί με ‘προσωπικό’ τρόπο στις ΕΣ. Ουσιαστικά πρόκειται για μια ‘πολιτισμένη’ εκδοχή της άποψης που εξέφραζε ιδιωτικά ο Strachey στο γράμμα του προς τον Glover.
Στο κείμενο αυτό αντέδρασαν και τα τρία βασικά πρόσωπα που εμπλέκονταν έντονα στις ΕΣ: η μεν Μ. Κλάιν έστειλε στην Εκπαιδευτική Επιτροπή μια επιστολή όπου διακριτικά επιχειρηματολογεί εναντίον της παραπάνω πρότασης· το βασικό της επιχείρημα είναι ότι ένας αναλυτής που έχει συμβάλει στην έρευνα και τη θεωρία δε μπορεί να μην είναι καλός αναλυτής και καλός διδάσκων αναλυτής. Η δε Α. Φρόιντ ζήτησε να διευκρινιστεί έαν σε αυτά τα πρόσωπα που έχουν προσωπική εμπλοκή στις ΕΣ περιλαμβάνεται και η ίδια, περίπτωση στην οποία θα το θεωρούσε προσωπική προσβολή και θα παραιτούνταν από την Εκπαιδευτική Επιτροπή, πράγμα το οποίο και έκανε. Τέλος ο Glover διαφώνησε συνολικά με την λογική του κειμένου θεωρώντας ότι δεν ασχολείται με την ουσία του προβλήματος που κατα τη γνώμη του ήταν 1) η εξουσία της Εκπαιδευτικής Επιτροπής και η δυναμική μεταβίβασης-αντιμεταβίβασης στις διδακτικές αναλύσεις και 2) ο βαθμός παρέκκλισης των κλαινικών ιδεών και η διδασκαλία τους ως ισότιμη θεωρία με την κλασσική ή όχι. Θεωρούσε επίσης ότι τα τελευταία χρόνια, εξαιτίας αυτού του προβλήματος, η λειτουργία της Εκπαιδευτικής Επιτροπής είχε καταρρεύσει, και αυτό όφειλε να επικοινωνηθεί στα μέλη της Εταιρείας. Αυτή η δήλωση έθιξε, και πιθανώς έστρεψε εναντίον του, τα ‘ουδέτερα’ μέλη της Εκπαιδευτικής Επιτροπής όπως η Ella Sharpe. Τελικά, ο ίδιος παραιτήθηκε ακόμη και από μέλος της Εταιρείας, γεγονός που προκάλεσε σοκ, και σε συνδυασμό με την ταυτόχρονη απόσυρση της Α.Φρόιντ είχε ως αποτέλεσμα οι επόμενες Επιστημονικές Συζητήσεις να γίνουν χωρίς την παρουσία της Α. Φρόιντ, του Glover, της Melitta Schmitteberg και του μεγαλύτερου μέρους των Βιενέζων.
Με αυτές τις εξελίξεις, η ΒΨΕ έφτασε στο όριο της διάσπασης, κάτι που τελικά αποφεύχθηκε αφενός λόγω της απροθυμίας της Α. Φρόιντ να προχωρήσει σε ίδρυση νέας Εταιρείας, αφετέρου χάριν στην πρωτοβουλία της S. Payne το 1946, η οποία κατέληξε στην Συμφωνία Κυρίων που προέβλεπε την συνύπαρξη δύο παράλληλων εκπαιδεύσεων και την ισομερή συμμετοχή στις διαχειριστικές και εκπαιδευτικές θέσεις ‘εξουσίας’ μεταξύ των τριών ομάδων της ΒΨΕ: των Κλαϊνικών, των Φροϋδικών και των Μεσαίων ή Ανεξάρτητων.
Με αυτόν τον τρόπο αποφεύχθηκε η επίσημη διάσπαση της ΒΨΕ και διαψεύστηκαν οι καταστροφολογικές προβλέψεις του Glover. Η λύση που δόθηκε ήταν σύντονη με το συνολικότερο πολιτισμικό περιβάλλον της Βρετανίας που διαθέτει τα χαρακτηριστικά της ανεκτικότητας και της διπλωματικής συμβιβαστικότητας. Έτσι, σύντομα μετά τις ΕΣ και το τέλος του Β Παγκοσμίου Πολέμου, υπήρξε τεράστια ανάπτυξη της ψυχαναλυτικής σκέψης και έρευνας στο πλαίσιο της ΒΨΕ, με αποτέλεσμα το έργο ψυχαναλυτών όπως λ.χ. ο Bion και ο Winnicott- χωρίς να είναι οι μόνοι- να συγκαταλέγεται στις σημαντικότερες μεταφροϋδικές και μετακλαϊνικές εξελίξεις και να αποτελεί σταθερή πηγή συζήτησης, σκέψης και έμπνευσης για την παγκόσμια ψυχαναλυτική κοινότητα.
Παρολαυτά, διαβάζοντας προσεκτικά αυτά τα δραματικά ντοκουμέντα που συνιστούν τις ΕΣ, κανείς αναρωτιέται εάν η λύση που δόθηκε περιείχε τελικά και κάποια στοιχεία διάψευσης: ναι, πράγματι ο Glover δεν δικαιώθηκε στις προβλέψεις του, και ήταν ίσως υπερβολικός και άδικος ως προς τις ‘πολιτικές’ επιδιώξεις της Κλάιν, η οποία έμοιαζε να ενδιαφέρεται περισσότερο για την προστασία και διαφύλαξη του επιστημονικού της έργου, παρά για ‘πολιτική’ δύναμη.
Από την άλλη πλευρά όμως, ένα από τα ουσιώδη ζητήματα που έθιξε ο Glover ήταν ακριβώς η διαπλοκή του ‘πολιτικού’ με το επιστημονικό, ειδικά σε μια εποχή όπως εκείνη, που η ‘επιστημονική’ επιρροή του διδάσκοντος αναλυτή στον αναλυόμενο ήταν σχεδόν δεδομένη και η Εκπαιδευτική Επιτροπή είχε την ευθύνη της ανάθεσης της διδακτικής ανάλυσης ενός εκπαιδευόμενου σε κάποιον διδάσκοντα. Επιπλέον, ο Glover ουσιαστικά περιέγραψε με εντυπωσιακή σαφήνεια μια συνθήκη που ήταν ήδη ενεργή, δηλαδή την παρουσία τριών διακριτών ομάδων και δύο εκπαιδευτικών γραμμών οι οποίες βασίζονται σε θεωρίες που σήμερα μπορούμε πλέον να πούμε ότι συνιστούν διαφορετικές μεταψυχολογίες. Η λύση που δόθηκε θεσμοθέτησε την ήδη υπάρχουσα κατάσταση εξουδετερώνοντας, όντως, την ένταση και τον κίνδυνο της διάσπασης, αλλά χωρίς να συνυπάρχει ο διάλογος και η επικοινωνία: οι δύο ομάδες και η σταδιακά αναπτυσσόμενη τρίτη ομάδα των Ανεξάρτητων, φαίνεται ότι δούλευαν χωριστά για μεγάλο διάστημα, χωρίς να επικοινωνούν και, το χειρότερο, χωρίς να επιτρέπεται να επικοινωνούν.[29]
Η Άννα Φρόιντ απέφυγε μεν την ίδρυση νέας εταιρείας, αλλά όχι γιατί θεωρούσε ότι μπορεί να υπάρξει επιστημονικός διάλογος και επικοινωνία εντός της ΒΨΕ: «Υποθέτω ότι η εκπαίδευση πρέπει να διασπαρεί ξανά όπως ήταν στις αρχές. Οι άνθρωποι πρέπει να πάνε εδώ κι εκεί, να βρουν την ανάλυση που θέλουν, να ξεχωρίσουν τις διαλέξεις που έχουν κάτι να προσφέρουν... Ξέρω ότι οι Κλαϊνικοί είναι απελπισία. Η πρότασή μου στην Εταιρεία εδώ δεν βασιζόταν στην ιδέα ότι θα ήταν πιθανό να συνεργαστεί κανείς μαζί τους....Δεν θέλω να δημιουργήσω μια νέα Εταιρεία ακριβώς τη στιγμή που έχω χάσει την πίστη μου στη λειτουργία των εταιρειών», γράφει τον Δεκέμβριο του 1945, στον φίλο της από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού, αναλυτή E. Kris.
Είναι εντυπωσιακή η σύγκλιση των απόψεων Glover και Α. Φρόιντ προς την κατεύθυνση μιας λιγότερο οργανωμένης και πιο ‘τυχαίας’ εκπαίδευσης που, πέρα από τα προσωπικά και ιστορικά δυναμικά που αναλύθηκαν παραπάνω, μπορεί να δείχνουν και μια αυθεντική απογοήτευση για τα αποτελέσματα που είχε η οργανωμένη εκπαίδευση στο πλαίσιο Εταιρειών. Από μια ιστορική προοπτική, σε αυτό το σημείο μπορεί να παραμένει ενεργό το τραύμα της απόσχισης του Jung∙ ο δε διπλός σκοπός –που είναι κατασταστικός στόχος της ΙΡΑ αλλά και των κατά τόπους εταιρειών-της διάδοσης και εκπαίδευσης στην ψυχανάλυση ίσως χρειάζεται επανεξέταση ώστε να απαλλαγεί από κινηματικές-ιδεολογικές αποχρώσεις που ήταν αναπόφευκτες εκείνη την εποχή.
Πάντως, επιστρέφοντας στην μετά-ΕΣ εποχή, το τραύμα μάλλον φαίνεται να παρέμεινε ενεργό. Η Α. Φρόιντ, παρόλο που δέχτηκε την ‘Συμφωνία Κυρίων’, διοχέτευσε το κύριο μέρος της δραστηριότητάς της στην κλινική Hampstead και κράτησε πολύ δραστήρια επαφή με την ψυχαναλυτική κοινότητα της Αμερικής όπου κυριάρχησε η ψυχολογία του Εγώ, και οι κλαΪνικές ιδέες εξακολουθούσαν να μη γίνονται αποδεκτές για δεκαετίες.
Παράλληλα, εντός της ΒΨΕ, εκτός της έλλειψης οργανωμένης ανταλλαγής ιδεών και διαλόγου μεταξύ των δύο πλευρών, υπήρξε για χρόνια εντυπωσιακή σιωπή σχετικά με το ιστορικό γεγονός των ΕΣ: είναι χαρακτηριστικό ότι χρειάστηκαν περίπου πενήντα χρόνια για να εκδοθούν τα πολύτιμα αυτά ντοκουμέντα, ενώ η έλλειψη διαλόγου και επικοινωνίας μνημονεύεται ως τραυματικό στοιχείο και στο ντοκιμαντέρ Controversial Discussions for the XXIst Century. PEP Video Grants, Palmer, S. (2015).
Τέλος, πέραν από τις αδιαμφισβήτητες επιτυχίες και την ανάπτυξη της ψυχανάλυσης, η συγκεκριμένη συνθήκη όπου στη ΒΨΕ συναντούσες «φραξιονισμό, τις επιβλαβείς επιδράσεις του χαρίσματος και της κατάλυσης στην αναλυτική εκπαίδευση, καθώς και τη γενική διανοητική απομόνωση της Εταιρείας»[30] οδήγησε στην απομάκρυνση από την ΒΨΕ, προικισμένους και πρωτότυπους αναλυτές όπως λ.χ. ο Charles Rycroft.
Οι ιστορικές και επιστημολογικές ιδιαιτερότητες της Ψυχανάλυσης
Στο κείμενό του για τη ιστορία της ΒΨΕ, ο Ken Robinson σημειώνει ότι ο E. Jones, στην προσπάθειά του να εγκαταστήσει την ψυχανάλυση στη Βρετανία, είχε ως βασικό του μέλημα αφενός την υπεράσπιση του επιστημονικού της κύρους, και αφετέρου τον «καθορισμό μιας ταυτότητας για αυτήν ως ένα πεδίο (discipline) που να είναι διακριτό αλλά και σχετιζόμενο με συγγενή πεδία». Συμπληρώνει δε, ότι αυτή η «έγνοια για την ταυτότητα» της ΒΨΕ παρέμεινε κεντρική και μετατέθηκε αργότερα στην επιδίωξή της να κρατήσει ένα δικό της χαρακτήρα στα πλαίσια της διεθνούς ψυχανάλυσης (IPA) καθώς και να «συγκρατήσει εντός της αντιμαχόμενες ταυτότητες».
Η γνώμη μας είναι ότι η έγνοια για την ταυτότητα που περιγράφει ο Ken Robinson είναι γενετικό στοιχείο και καταστατικό χαρακτηριστικό της ίδιας της ψυχανάλυσης ως γνωστικού αντικειμένου.
Πιο αναλυτικά, η επιστημολογική ιδιαιτερότητα της Ψυχανάλυσης συνίσταται στα εξής δύο στοιχεία:
- Ενώ συνηθίζουμε να μιλάμε για διάφορα παραδείγματα στην Ψυχανάλυση, εάν λάβουμε υπόψιν τον αυστηρό ορισμό του όρου παράδειγμα από τον εισηγητή του όρου Thomas Kuhn[31], είναι μάλλον αμφίβολο ότι ισχύει για την Ψυχανάλυση με τον τρόπο που ισχύει για επιστήμες όπως η Φυσική και η Αστρονομία. Η ιδιαιτερότητα της φροϋδικής ανακάλυψης συνίσταται στο ότι α) υιοθέτησε ένα νέο πεδίο μελέτης, το Ασυνείδητο και κυρίως β) επινόησε την βασική μέθοδο διερεύνησής του. Με αυτή την έννοια η Ψυχανάλυση ως γνωστικό πεδίο αποτελεί η ίδια μάλλον ένα νέο παράδειγμα για την Επιστήμη (με την αρχαία έννοια επίσταμαι) συνολικά, παρά μία επιμέρους επιστήμη με τα δικά της παραδείγματα, γι’αυτό άλλωστε συνάντησε και τόσο ισχυρή αντίσταση στους επιστημονικούς κύκλους, ιδιαίτερα την πρώτη περίοδο της γέννησης και θεμελίωσής της.
- Μια επιπλέον ιδιατερότητα της Ψυχανάλυσης είναι ότι η ανακάλυψη και καθιέρωσή της αποτελεί έργο ενός μοναδικού ανθρώπου, του Φρόιντ, άρα ως επιστήμη είναι γενετικά ταυτισμένη με το όνομά του.
Ο Φρόιντ μοιάζει να προσπαθεί συνεχώς να επιτύχει παρόμοιους στόχους με αυτούς που περιγράφονται παραπάνω από τον Ken Robinson, δηλαδή αφενός να αμυνθεί απέναντι στις αναπόφευκτες επιθέσεις των επικριτών της ψυχανάλυσης και να υπερασπίσει την εγκυρότητά της ως επιστημονικά νόμιμο πεδίο (πολιτικό πρόταγμα), αλλά και να προσδιορίσει την επιστημική (epistemic) ταυτότητά της ως ιδιαίτερο πεδίο έρευνας και γνώσης (επιστημολογικό πρόταγμα). Προκρίνοντας το πολιτικό πρόταγμα, ο Φρόιντ ορίζει την ψυχανάλυση κυρίως αρνητικά, δηλαδή δείχνει μεγάλη έγνοια να την διαφοροποιήσει από όμορα πεδία όπως η ψυχιατρική και η ψυχολογία, και σε ένα άλλο επίπεδο από την φιλοσοφία, την τέχνη και τη θρησκεία. Το ιδανικό του Φρόιντ για την ανακάλυψή του είναι ξεκάθαρα η επιστήμη-μάλιστα σε πιο φαντασιακό επίπεδο η ηρωική κατάκτηση[32] - πάντως το αποτέλεσμα είναι ότι η πολεμική συνιστά γενεσιουργό χαρακτηριστικό της Ψυχανάλυσης.
Εάν θεωρήσουμε την επιστήμη λοιπόν ως το ιδανικό του Φρόιντ για την Ψυχανάλυση, παρατηρούμε ένα επιπλέον παράδοξο: σε μεθοδολογικό επίπεδο, το επιστημονικό ιδανικό του Φρόιντ καθοριζόταν από το ρεύμα του θετικισμού -δηλαδή ουσιαστικά του εμπειρισμού- το οποίο επικρατούσε φιλοσοφικά στην εποχή του, έτσι ώστε η προσωπική εξιδανίκευση της επιστήμης από πλευράς του Φρόιντ συντονιζόταν με την αντίστοιχη εξιδανίκευση της επιστήμης απο τη φιλοσοφία και το Zeitgeist της εποχής του. Όμως καθώς σε επίπεδο μεταφυσικό ο Φρόιντ ήταν καντιανός[33] -πίστευε δηλαδή ότι υπάρχει ένα όριο στη ‘γνωσιμότητα’ του ασυνειδήτου και της φύσης ως επιστημονικών αντικειμένων- τόλμησε κάποιες παραχωρήσεις στη διάρκεια του έργου του προς την πλευρά της θεωρητικής εικοτολογίας (speculation) όταν η αυστηρά θετικιστική μεθοδολογία δεν τον βοηθούσε να προχωρήσει την έρευνά του: η πρώτη πιο σημαντική τέτοια ‘υποχώρηση’ ήταν η εγκατάλειψη της θεωρίας της neurotica, και η δεύτερη, αργότερα, η στροφή του 1920.
Σε μία από τις πρώτες ΕΣ, ο Winnicott επιχειρεί να προσδιορίσει τον σκοπό και την μέθοδο της επιστήμης ως εξής:
1) Αντικειμενική παρατήρηση γεγονότων.
2) Κατασκευή και έλεγχος της θεωρίας που βασίζεται στα παρατηρούμενα γεγονότα.
3) Ευφάνταστη επέκταση πέραν από τη διαπιστευμένη θεωρία προς την κατεύθυνση της επινόησης νέων οργάνων ακρίβειας τα οποία ανοίγουν νέα πεδία για αντικειμενική παρατήρηση».[34]
Αυτή η αυστηρά εμπειριστική διαδικασία που επικαλείται ο Winnicott, μάλλον δεν αρκεί για να περιγράψει την πολυπλοκότητα της φροϋδικής σκέψης και την ουσία της ψυχανάλυσης ως επιστήμης, αλλά τέτοιες παρεμβάσεις, δηλαδή προσπάθειες να συζητηθεί η ψυχανάλυση από την σκοπιά της θεωρίας της επιστήμης και της μεθοδολογίας της υπάρχουν διάσπαρτες στις ΕΣ: λ.χ. στα κείμενα της Isaacs, αλλά και της Heimann, στη συζήτηση αυτών των κειμένων από τα μέλη της ΒΨΕ, καθώς και στα μνημόνια για την τεχνική που προαναφέραμε. Η άποψή μας είναι ότι οι προσπάθειες αυτές δείχνουν την λανθάνουσα αγωνία να προσδιοριστεί η ταυτότητα της ψυχανάλυσης, αγωνία στην οποία η πρόσφατη απώλεια του Φρόιντ προσέδιδε δραματικό και υπαρξιακό χαρακτήρα, με αποτέλεσμα το ουσιώδες βαθύτερο ζήτημα της ταυτότητας της ψυχανάλυσης που απασχολούσε λανθανόντως συνολικά την ψυχαναλυτική κοινότητα- και την απασχολεί ακόμη- να καλυφθεί πίσω από την πολεμική γύρω από τις κλαϊνικές ιδέες.
Συνεχίζοντας με τις ιδιαιτερότητες της ψυχανάλυσης, σημειώνουμε ότι παρά την αντίδρασή του προς την φιλοσοφία και τα ‘κλειστά΄ μεταφυσικά συστήματά της, ο Φρόιντ στην πραγματικότητα δεν εγκατέλειψε ποτέ την επιδίωξη μιας γενικής ανθρωπολογικής θεωρίας του ψυχισμού και του πολιτισμού. Έτσι, σε συνδυασμό με την εξιδανίκευσή της ως επιστήμη, δημιουργήθηκε και διατηρήθηκε στην ψυχανάλυση αυτό που ο Μ. Bergmann ‘Oυτοπικό πυρήνα’[35]. Αυτός ο πυρήνας διευκολύνει τη διολίσθηση της ψυχανάλυσης από επιστήμη σε ιδεολογία και μας κάνει να παραβλέπουμε το «μάθημα που δεν πήραμε και που μας στοιχειώνει ακόμη και σήμερα [που]είναι ότι δεν υπάρχει βασιλική οδός που να οδηγεί από τα σκληρά δεδομένα της ψυχανάλυσης- τις αναμνήσεις που μας λένε, τις φαντασιώσεις που μας εξομολογούνται, τα όνειρα που μας περιγράφουν- στις κατασκευές που ο αναλυτής κάνει ή αγνοεί. Διαφορετικά μοντέλα οδηγούν σε διαφορετικές κατασκευές».[36]
Τέλος, παρατηρούμε και ένα παράδοξο που αφορά τη θεραπευτική διάσταση της ψυχανάλυσης: όπως δηλώνει η S. Payne στο κείμενό της για την τεχνική, «η θεραπεία δεν μπορεί να είναι ακριβής επιστήμη»[37], δηλαδή η θεραπευτική διάσταση της ψυχανάλυσης τυπικά αντίκειται στο αυστηρά επιστημονικό ιδανικό του Φρόιντ∙ από την άλλη πλευρά όμως, αφενός η αφετηρία της ήταν η θεραπευτική, αφετέρου ο Φρόιντ και οι πρώτοι ψυχαναλυτές χρειάζονταν την επίκληση της θεραπείας για να στηρίξουν το πολιτικό πρόταγμα της επικύρωσης της ψυχανάλυσης.
Όσο ο Φρόιντ βρισκόταν εν ζωή, τα παραπάνω παράδοξα που αφορούν πυρηνικά την ταυτότητα της ψυχανάλυσης και των ψυχαναλυτών αντιμετωπίζονταν από τον ίδιο τον Φρόιντ, ο οποίος γράφει ξεκάθαρα στην αρχή του άρθρου του για την «Ιστορία του ψυχαναλυτικού κινήματος», το 1924:
«Διαβάζοντας τις αναφορές μου στην ιστορία του ψυχαναλυτικού κινήματος δεν πρέπει να απορεί κανείς για τον υποκειμενικό τους χαρακτήρα και για τον ρόλο του προσώπου μου σε αυτό. Διότι η ψυχανάλυση είναι δημιούργημά μου∙ επί μια δεκαετία ήμουν ο μόνος που καταγινόταν με αυτή και όλη τη δυσαρέσκεια, που προκάλεσε το νέο φαινόμενο στους ανθρώπους της εποχής μου, αυτοί την ξεφορτώθηκαν ως κριτική πάνω στο κεφάλι μου. Νομίζω πως έχω το δικαίωμα να εκφράσω την άποψη ότι ακόμη και σήμερα, που έχω πάψει προ πολλού να είμαι ο μοναδικός ψυχαναλυτής, κανείς δε μπορεί να ξέρει καλύτερα από εμένα τι είναι η ψυχανάλυση, κατά τι διαφέρει από άλλους τρόπους διερεύνησης της ψυχικής ζωής και τι πρέπει να αποκαλείται με αυτή την ονομασία ή τι ίσως θα ήταν καλύτερο να λέγεται διαφορετικά.»
Μετά τον θάνατό του όμως, και στην ιδιαίτερη ιστορική συγκυρία που περιγράφηκε παραπάνω, το δραματικό ερώτημα στο οποίο κλήθηκαν να απαντήσουν τα μέλη της ΒΨΕ την περίοδο των ΕΣ ήταν ουσιαστικά εάν μπορεί να υπάρξει μη-φροϋδική ψυχανάλυση ή, για να το πούμε διαφορετικά, ποια είναι τα στοιχεία εκείνα που συνιστούν την ψυχανάλυση ως επιστήμη, και που είναι ανεξάρτητα από το πρόσωπο του Φρόιντ. Πάνω σε αυτή την προβληματική, το 1948, στην εισαγωγή του βιβλίου της Κλάιν ‘Contributions to Psycho-Analysis- 1921-1945’, o Jones αναφέρεται στις ΕΣ και σημειώνει: « [Οι Βιενέζοι συνάδελφοι] πρόσθεσαν στις άλλες κριτικές τη γνώμη ότι τα συμπεράσματα της Κας Κλάιν όχι μόνον παρέκκλιναν αλλά ήταν ασύμβατα με αυτά του Φρόιντ. Αυτή μου φαίνεται μια υπερβολικά μεγαλοποιημένη δήλωση. Όχι ότι θα έπρεπε, σε κάθε περίπτωση, αυτό να λαμβάνεται αποφασισιστικά υπ’όψιν , αν η εμπειρία έδειχνε ότι τα συμπεράσματά της ήταν κοντύτερα στην αλήθεια» [υπογράμμιση δική μας] και νωρίτερα, το 1946 στην αποχαιρετιστήρια ομιλία του στην ΒΨΕ λέει ότι πρέπει να «διακρίνουμε αυτά που συνιστούν τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά της ψυχανάλυσης από αυτά που είναι υπερτιθέμενα και πιο μεταβαλλόμενα γνωρίσματα»[38]
Σε αυτή τη γραμμή σκέψης είναι ενδιαφέρον να παρατηρήσει κανείς, πόσες φορές, από ποιες πλευρές και με ποια έννοια χρησιμοποιείται η έκφραση «που τραβάμε τη γραμμή(το όριο);» στις ΕΣ: αυτή είναι η λανθάνουσα συζήτηση στην οποία αναφερθήκαμε και παραπάνω, και η οποία δε μπόρεσε να γίνει καθαρά και ανοιχτά, δηλαδή η συζήτηση περί των ορίων της ταυτότητας της ψυχανάλυσης και του ψυχαναλυτή στη συνθήκη όπου εκείνος ο οποίος έθετε αυτά τα όρια έως τότε, έχει πλέον πεθάνει.
Υπό αυτή την οπτική αξίζει να σκεφτούμε τον ρόλο και την λειτουργία της θεωρίας στην ταυτότητα του ψυχαναλυτή. Κανονικά, η ψυχαναλυτική θεωρία διαθέτει για τον αναλυτή μια θέση μητρική αλλά και πατρική ταυτόχρονα: από την μια, ο αναλυτής θέλει να κατέχει αιμομικτικά τη θεωρία, να την «έχει στην κατοχή του (ως) ένα κομμάτι γνώσης» (Bion, 1962)[39] και έτσι να την ‘εφαρμόσει’ στον αναλυόμενο ως αντικείμενο (της θεωρίας). Από την άλλη, η θεωρία επιτρέπει στον αναλυτή να διατηρεί μια πατρική λειτουργία τριτότητας, δηλαδή απόστασης και ‘αντικειμενικότητας’, στον τρόπο ακρόασης του υλικού του αναλυόμενου. Έτσι, η θεωρία έχει ιδανικά στην ψυχική λειτουργία του αναλυτή την θέση πρωταρχικής φαντασίωσης: οργανώνει την σκέψη του αναλυτή για τον αναλυόμενο, αλλά διαρκώς αναγεννάται απο το υλικό του αναλυόμενου γονιμοποιούμενη από αυτό.[40] Μπορούμε να υποθέσουμε μια οιδιπόδεια δομή της ψυχαναλυτικής συνεδρίας όπου στην συμβολική συνουσία του αναλυτή με τη θεωρία του (Britton 1998)[41], πρέπει να προσθέσουμε και την συμβολική πατροκτονία του Freud- πατέρα του αναλυτή με ευκταίο αποτέλεσμα την διαρκή αναδημιουργία της φρουδικής (sic!) θεωρίας. Κατά μία έννοια, το να λειτουργεί ο αναλυτής χωρίς μνήμη και επιθυμία στην συνεδρία, όπως προτείνει ο Bion, σημαίνει και να ξεχνά, προσωρινά, τη θεωρία και την επιθυμία εφαρμογής της.
Κατά τη διάρκεια των ΕΣ, οι δύο πλευρές αναλώθηκαν βασικά στην υπεράσπιση του φροϋδικού χαρακτήρα της θεωρίας τους: είναι χαρακτηριστική π.χ. η άποψη της Κλάιν όπως διατυπώνεται σε ιδιωτική της αλληλογραφία ότι αυτή είναι στην πραγματικότητα πιο πιστή πνευματική κληρονόμος του Φρόιντ από την κόρη του Άννα . Θα μπορούσε κανείς να πει, ακολουθώντας το φροϋδικό σχήμα που περιγράφεται στο ‘Τοτέμ και ταμπού’ , ότι με τον θάνατο του Φρόιντ-πατέρα της προϊστορικής ορδής, δεν μπόρεσε μεν κανείς να πάρει την θέση του, αλλά στο τοτεμικό γεύμα που ακολούθησε, οι επίγονοι επέλεξαν ένα κομμάτι του έργου του ως αντιπροσωπευτικό της Ψυχανάλυσης εν συνόλω (π.χ. η Άννα Φρόιντ δίνει μεγαλύτερο βάρος στην ψυχολογία του Εγώ και στην αυστηρή επιστημονική μεθοδολογία, ενώ η Κλάιν προτάσσει την ασυνείδητη φαντασίωση και είναι πιο χαλαρή και εικοτολογική στον τρόπο σκέψης της) και το υπερασπίστηκαν φανατικά γιατί είχε αξία ταυτότητας για εκείνους, αξία που φορτιζόταν ακόμη εντονότερα από το γεγονός του πρόσφατου θανάτου του Φρόιντ, ίσως και την ασυνείδητη ενοχή τους για αυτό το γεγονός.
Ένα από τα κείμενα του Φρόιντ που αναφέρθηκε συχνά στις ΕΣ είναι το άρθρο του «Άρνηση» (1925), κείμενο στο οποίο, μεταξύ άλλων, ο Φρόιντ πραγματεύεται την στοματική ενορμητική καταγωγή της λειτουργίας της κρίσης. Σημειώνει ότι υπάρχουν δύο είδη κρίσης, η κρίση απόδοσης ιδιοτήτων, η οποία προηγείται (ευχάριστο-θέλω να το βάλω μέσα μου/ δυσάρεστο-θέλω να το βγάλω έξω μου) και η κρίση ύπαρξης (αν αυτό που έχω στον νου μου ως παράσταση υπάρχει και στην εξωτερική πραγματικότητα ή όχι) η οποία έπεται. Νομίζουμε ότι σε αυτά τα δύο είδη κρίσης χρειάζεται να προστεθεί και η ηθική κρίση (καλό/κακό), καθώς και η κρίση αληθείας (αληθές/σωστό – ψευδές/λάθος). Οι ψυχαναλυτές που έλαβαν μέρος στις ΕΣ –αλλά νομίζουμε ακόμα και σήμερα-διαφωνούν σε τρία επίπεδα: διαφωνούν για τα γεγονότα που παρατηρούν(κρίση ύπαρξης), για την ονομασία τους, καθώς και για την εξήγησή τους (κρίση αληθείας). Σε συνθήκες που διακυβεύεται η ταυτότητα των ψυχαναλυτών -και αυτό δεν είναι καθόλου δύσκολο ή ασύνηθες να συμβεί- ίσως συμβαίνει ένα είδος παλινδρόμησης στο ηθικο-ιδεολογικό επίπεδο που τελικά ανάγεται στο επίπεδο της κρίσης απόδοσης ιδιοτήτων, και είναι δύσκολο έως αδύνατον να λειτουργήσουν τα άλλα δύο επίπεδα κρίσης που είναι απαραίτητα για τον επιστημονικό διάλογο και την έρευνα, καθώς η θεωρία αποκτά στοματική-υπαρξιακή αξία.
Η παραπάνω ανάλυση μας οδηγεί και σε μια επιπλέον σκέψη σχετικά με την εξέλιξη και έκβαση των ΕΣ: ο Φρόιντ εκτός από την κρίση ταυτότητας που προκάλεσε στην ψυχαναλυτική κοινότητα με τον πραγματικό του θάνατο, είχε ήδη επιφέρει ένα σημαντικό ναρκισσιστικό πλήγμα στους ψυχαναλυτές της εποχής του με την στροφή του 1920 [42] σύμφωνα με τον M. Bergmann η θεωρία της ενόρμησης του θανάτου «είχε τραυματική επίδραση στο ψυχαναλυτικό κίνημα γιατί περιόριζε σημαντικά την πίστη στην ιαματική δύναμη της θεραπευτικής δουλειάς μας». Με την πρώτη τοπογραφική θεωρία ο ρόλος του ψυχαναλυτή ήταν πιο ευχάριστος και εύκολος, αλλά και πιο σαφής και ξεκάθαρος, ενώ «υπό το δομικό μοντέλο όλα ήταν πιο δύσκολα, η νίκη πολύ πιο αβέβαιη, και το αίτημα προς τον ψυχαναλυτή πολύ πιο βαρύ». Επιπλέον, « ...ασυνείδητα το ψυχαναλυτικό κίνημα καταλάβαινε ότι ο ιδρυτής του το άφησε να ασχοληθεί με πολύ μεγαλύτερα και πιεστικότερα ζητήματα που αντιμετώπιζε το ανθρώπινο είδος.»[43]
Oι δύο αντιμαχόμενες πλευρές των ΕΣ αντιμετώπισαν αυτό το ναρκισσιστικό πλήγμα με διαφορετικούς τρόπους: η μεν Α. Φρόιντ και η σχολή της Ψυχολογίας του Εγώ μάλλον αγνόησαν την ενόρμηση του θανάτου ή στην καλύτερη περίπτωση παρέπεμψαν την επικύρωση αυτής της θεωρίας στην επιστήμη της Βιολογίας. Η Κλάιν όμως, όχι μόνο δέχεται την ύπαρξη της ενόρμησης θανάτου αλλά της δίνει και ιδιαίτερη αξία∙ σε συνδυασμό δε με την έμφαση που δίνει στην εξαρχής ερμηνεία της μεταβίβασης και την πρωτοκαθεδρία της ασυνείδητης φαντασίωσης στην ψυχική λειτουργία, αποκαθιστά την αξία, το ρόλο και τις θεραπευτικές ελπίδες των αναλυτών. Ειδικά η κλαινική εκδοχή της ασυνείδητης φαντασίωσης μπορεί να ιδωθεί και ως μετατόπιση της μεταψυχολογίας προς την πλευρά του νοήματος[44], μετατόπιση που παραμερίζει την ενεργειακή και ποσοτική διάσταση της κλασικής φροϋδικής μεταψυχολογίας και ουσιαστικά καταργεί την προβληματική της μη-αναπαραστασιμότητας, ανακουφίζοντας έτσι τον θεραπευτικό πεσιμισμό που εμπεριέχει η θεωρία της ενόρμησης του θανάτου. Υπό αυτή την οπτική δεν είναι διόλου τυχαίο, ότι κατ’εξοχήν κλαινικοί και μετα-κλαϊνικοί αναλυτές όπως οι Segal, Rosenfeld, Winnicott, Bion καταπιάστηκαν με το – απέλπιδο για τον Φρόιντ- έργο της θεραπείας της ψύχωσης.
Καταλήγοντας, οι ΕΣ υπήρξαν ένα σημαντικό επεισόδιο στην ιστορία όχι μόνο της Βρετανικής, αλλά της παγκόσμιας Ψυχανάλυσης. Αν και σε ένα πρώτο επίπεδο φαίνεται να αφορούσαν την αποδοχή της κλαινικής σχολής, ουσιαστικά είχαν να κάνουν με ταυτοτικά ζητήματα της ψυχανάλυσης και των ψυχαναλυτών, ζητήματα με τα οποία ήρθαν και εξακολουθούν να έρχονται αντιμέτωπες οι ψυχαναλυτικές κοινότητες σε κάθε επιμέρους περιοχή, με τις όποιες εθνικές, πολιτισμικές και ιστορικές ιδιαιτερότητες περιλαμβάνονται σε κάθε περίπτωση. Με αυτή την έννοια, αν και οι ΕΣ έλαβαν χώρα στη Βρετανία σχεδόν ογδόντα χρόνια πριν από σήμερα, η μελέτη τους ανοίγει μία γκάμα ουσιαστικών και ποικίλων ερωτημάτων, που αφορούν καίρια την ψυχανάλυση και τον ψυχαναλυτή του σήμερα σε κάθε χώρα.
[1] Αναφέρεται στο οπισθόφυλλο του βιβλίου
[2] Σημειώνουμε ενδεικτικά από την ελληνική βιβλιογραφία την πρόσφατη έκδοση του Greek annual International Journal of Psychoanalysis 2018, Ετήσια Ελληνική Έκδοση, εκδ. Αρμός με θέμα την ασυνείδητη Φαντασίωση και τον παλαιότερο διάλογο για το ίδιο θέμα, μεταξύ των κων Δημόπουλου, Ιωαννίδη και Τζάκσον στο περιοδικό Οιδίπους, τχ.6,2011
[3] PASKAUSKAS, R.A. (1993). The Complete Correspondence of Sigmund Freud and Ernest Jones 1908-1939. Cambridge, Mass.: Harvard University Press, σελ. 149. βλ. και Phyllis Grosskurth, The Secret Ring: Freud's Inner Circle and the Politics of Psychoanalysis (1991)
[4] Robinson Ken, A brief history of the British Psychoanalytical Society, σελ. 5
https://psychoanalysis.org.uk/sites/default/files/documents/pages/history_of_the_bps_by_ken_robinson_0.pdf
[5] FKC, σελ. 12
[6] https://psychoanalysis.org.uk/sites/default/files/documents/pages/history_of_the_bps_by_ken_robinson_0.pdf, σελ. 9
[7] Steiner R. (1985), Some thoughts about tradition and change arising from an examination of the British Psychoanalytical Society’s Controversial Discussions (1943-1944), International Review of Psycho-analysis 12, σελ. 40
[8] FKC, σελ. 53
[9] Βλ. Hinshelwood Bob και Sandler A.M., στο ντοκιμαντέρ Controversial Discussions for the XXIst Century. PEP Video Grants, Palmer, S. (2015)
[10] https://psychoanalysis.org.uk/sites/default/files/documents/pages/history_of_the_bps_by_ken_robinson_0.pdf, σελ. 11-12 για τις σχέσεις της Κλάιν με τις Paula Heiman και Eva Rosenfeld
[11] HELLER, P. (1992). Anna Freud’s Letters to Eva Rosenfeld. Madison: International Universities Press, σελ. 45
[12] HELLER, P. (1992). Anna Freud’s Letters to Eva Rosenfeld. Madison: International Universities Press, σελ. 45
[13] Μια εξαιρετική σύνοψη των θεωριών της κάθε πλευράς περιέχεται στο: Claudine and Pierre Geissmann, A History of Child Psychoanalysis, Translation © the Melanie Klein Trust, Routledge.
[14] Anna Freud: “The Theory of Child Analysis”
[15] Steiner R. (1985) Some thoughts…, σελ. 32
[16] Steiner R. (1985) Some thoughts…, σελ. 31
[17] Κανείς μπορεί να διακρίνει εδώ ακόμα και μια ειρωνεία σχετικά με τον «προγραμματικό στόχο» της Μυστικής Επιτροπής που προαναφέραμε και αποτέλεσε πρωτοβουλία του Jones. Επιπλέον, στην έντονη διαμάχη Φρόιντ- Jones μπορεί να υπολανθάνουν και παλαιότερες προσωπικές διαφορές μεταξύ τους: ο Φρόιντ είχε αναλύσει την προηγούμενη σύζυγο του Jones, ανάλυση που κατέληξε σε χωρισμό του ζεύγους∙ επιπλέον ο Φρόιντ είχε ‘επιβάλει’ στον Jones να ψυχαναλυθεί από τον Φερέντσι, με τον οποίο ο Jones συγκρουόταν διαρκώς στην Μυστική Επιτροπή∙ τέλος ο Jones είχε ζητήσει να παντρευτεί την Άννα Φρόιντ, πρόταση που ουσιαστικά αρνήθηκε εκ μέρους της κόρης του ο ίδιος Φρόιντ. Είναι δύσκολο να μην υποθέσει κανείς τη σύνδεση αυτού του πλήγματος για τον Jones με τις δημόσιες και ιδιωτικές κατηγορίες του για ατελή ανάλυση του οιδιποδείου της Άννας που τόσο φαίνεται να εξόργισαν τον Φρόιντ.
[18] Steiner R. (1985) Some thoughts…, σελ. 35
[19] Ο προσωπικός παράγοντας δεν διέφευγε της προσοχής των αναλυτών εκείνης της εποχής: σε γράμμα της S. Payne στον Jones διαβάζουμε να αναφέρει «αρκετά αδύναμα στοιχεία του χαρακτήρα [της Α. Φρόιντ]» και «Δυστυχώς, έχουμε την ίδια παντοδυναμία [με αυτήν που δεν επέτρεπε ο Φρόιντ και ακολούθως η Άννα] στην Μέλανι και αυτό είναι στ’αλήθεια γιατί η δουλειά της έχει δημιουργήσει τόσες καταστάσεις∙ είναι η προσωπικότητά της» (FKC, σελ. 914) . Αντίστοιχες εκτιμήσεις αφθονούν στην αλληλογραφία του Jones για διάφορα πρόσωπα.
[20] https://psychoanalysis.org.uk/sites/default/files/documents/pages/history_of_the_bps_by_ken_robinson_0.pdf σελ. 10
[21] Εδώ μπορεί κανείς να διακρίνει και την ευρύτερη διαφωνία σχετικά με την ανάλυση από μη-γιατρούς.
[22] FKC, Σελ. 33. Η άνεση της ιδιωτικής επικοινωνίας επιτρέπει να εμφανιστεί και ένα ρεύμα σωβινισμού που θα φανταζόταν κανείς αδύνατο να μην υπάρχει σε συνθήκες πολέμου. Η εθνική και πολιτισμική σύγκρουση εμφανίζεται και σε άλλα σημεία των ΕΣ, ιδιαίτερα μετά το άνοιγμα των ‘εχθροπραξιών’ με την άγαρμπη παρέμβαση της Melitta Schmitteberg (σελ. 92-99). Π.χ. στην παρέμβαση της S. Payne, αμέσως μετά την επίθεση της Melitta (σελ. 109) διαβάζουμε: «Στην Αγγλία τέτοια συμπεριφορά...», όπου, πριν από το επιχείρημά της, η Payne εγκαλεί την Μελίττα επικαλούμενη πρώτα το εθνικό πολιτισμικό πλαίσιο όπου διεξάγεται η συζήτηση.
[23] FKC, Σελ. 146
[24] Δηλ. η διδακτική ανάλυση του υποψήφιου μέλους ανατίθετο από την Εκπαιδευτική Επιτροπή σε ορισμένο αναλυτή, δε γινόταν επιλογή του αναλυτή του από το υποψήφιο μέλος όπως στις μέρες μας.
[25] FKC, Σελ. 144
[26] Μετάφρασή του υπάρχει στο Greek annual International Journal of Psychoanalysis 2018, Ετήσια Ελληνική Έκδοση.
[27] FKC, σελ. 681
[28] Βλ. το ομώνυμο κείμενό του στο: Από την ψυχαναλυτική θεωρία στις ψυχιατρικές πρακτικές, τόμος IV, University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2010.
[29] Βλ. Sandler A.M. σχετικά με τις ‘απαγορευμένες’ συναντήσεις μεταξύ εκπαιδευομένων διαφορετικών εκπαιδεύσεων, στο ντοκιμαντέρ Controversial Discussions for the XXIst Century. PEP Video Grants, Palmer, S. (2015)
[30] https://psychoanalysis.org.uk/authors-and-theorists/charles-rycroft
[31] Kuhn Thomas,1962,The Structure of Scientific Revolutions
[32] «Στην πραγματικότητα δεν είμαι καθόλου ένας άνθρωπος της επιστήμης, δεν είμαι παρατηρητής, πειραματιστής, ούτε στοχαστής. Εξ ιδιοσυγκρασίας δεν είμαι τίποτα άλλο παρά ένας conquistador-ένας εξερευνητής» γράφει ο Φρόιντ στον Fliess το 1900. Βλ. Paul Schimmel, Sigmund Freud's Discovery of Psychoanalysis: Conquistador and thinker, Sigmund Freud's Discovery of Psychoanalysis: Conquistador and thinker, Routledge 2014
[33] Βλ. Tauber Alfred: Freud the reluctant philosopher, 2010, Princeton U.P. και Freud’s dreams of reason: the Kantian structure of psychoanalysis, October 2009, History of the Human Sciences 22(4):1-29
[34] FKC, σελ. 87
[35] Bergmann Μ. 1993, Reflections on the History of Psychoanalysis, JAPA 41, σελ. 936
[36] Bergmann Μ. 1993, Reflections on the History of Psychoanalysis, JAPA 41, σελ. 935
[37] FKC, σελ. 652
[38] FKC, σελ. 924
[39] Learning from Experience, Maresfield Library, σελ. 47.
[40] Όπως και το σταθερό νόημα των συμβόλων, σύμφωνα με τον Jones, δεν είναι φυλογενετικά κληρονομημένο, αλλά δημιουργείται συνεχώς εκ νέου σε κάθε άνθρωπο, βλ. Jones, Theory of symbolism στο ‘Papers on psychoanalysis’.
[41] Subjectivity, objectivity and triangular space στο ‘Belief and Imagination’, Routledge,1998
[42] Σχετικά με την στροφή του 1920, βλ. το αμέσως προηγούμενο αφιέρωμα των συνδέσεων: https://www.psychoanalysis.gr/index.php/syndeseis#2-100
[43] Bergmann Martin (2011). The Dual Impact of Freud's Death and Freud's Death Instinct Theory on the History of Psychoanalysis, Psychoanalytic Review, 98(5):665-686
[44] Είναι χαρακτηριστικό ότι για να αντιμετωπιστεί τυχόν σύγχυση από την μεγάλη εννοιολογική αλληλοεπικάλυψη και έκταση που καταλαμβάνει η έννοια της κλαινικής ασυνείδητης Φαντασίωσης, είχε προταθεί από την M. Brierley να αντικατασταθεί ο όρος ασυνείδητη Φαντασίωση από τον όρο Νόημα (FKC, σελ. 332)
ΑΦΙΕΡΩΜΑ #3 - Max Eitingon , Ψυχαναλυτική Εκπαίδευση
Max Eitingon , Ψυχαναλυτική Εκπαίδευση
ΕΙΣΑΓΩΓΗ - Ανδρέας Γκορίνης
Η ψυχανάλυση ως θεωρία του ψυχισμού, ως θεραπευτική πρακτική και ως ερευνητική μέθοδος, δεν μπορεί να έχει συνέχεια χωρίς τη διαμόρφωση νέων ψυχαναλυτών. Η ψυχαναλυτική εκπαίδευση είναι μια διαδικασία πολύχρονη και επίπονη που δεν εξαντλείται με το επίσημο πέρας της. Εμπλέκει τους συμμετέχοντες – τόσο τους εκπαιδευόμενους όσο και τους εκπαιδευτές- σε συνειδητές και κυρίως ασυνείδητες διεργασίες, ικανές να προκαλέσουν δημιουργικά ανοίγματα αλλά και ισχυρούς κλυδωνισμούς σε επίπεδο ατόμων αλλά και ψυχαναλυτικών θεσμών. Σύμφωνα με τον M. Parsons, σκοπός ενός ψυχαναλυτικού ινστιτούτου είναι « να προσπαθεί να παραμένει ανοιχτό σε αυτό που είναι μυστηριώδες στην ψυχανάλυση, γενικεύοντας μια ατμόσφαιρα που θα καλλιεργήσει την ατομικότητα και τη δημιουργικότητα των μαθητών του».
To 2020 συμπληρώθηκαν εκατό χρόνια από την ίδρυση της Πολυκλινικής του Βερολίνου, του πρώτου ινστιτούτου που παρείχε οργανωμένη ψυχαναλυτική εκπαίδευση. Η λειτουργία του ινστιτούτου αυτού και ο ιδρυτής του Max Eitingon, παρουσιάζεται από τον Ανδρέα Γκορίνη, μέλος της ΕΨΕ, στο πρώτο κείμενο του αφιερώματος στην ψυχαναλυτική εκπαίδευση.
Στα δυο επόμενα κείμενα, η Αύρα Μπεράτη, διδάσκουσα αναλύτρια της ΕΨΕ και ο Φώτης Μπόμπος, διδάσκων αναλυτής και διευθυντής εκπαίδευσης της ΕΨΕ, παρουσιάζουν την εξέλιξη της ψυχαναλυτικής εκπαίδευσης ως σήμερα και εκθέτουν σύγχρονους προβληματισμούς για αυτήν.
Στο τελευταίο κείμενο του αφιερώματος, ο Δημήτρης Μαλιδέλης, μέλος της ΕΨΕ, παρουσιάζει ένα προκλητικό άρθρο του Otto Kernberg, πρώην προέδρου της Διεθνούς Ψυχαναλυτικής Ένωσης, με θέμα : Θεσμικά Προβλήματα της Ψυχαναλυτικής Εκπαίδευσης. Στο άρθρο αυτό ο Kernberg περιγράφει τις «ασθένειες» των ψυχαναλυτικών ινστιτούτων ,αναζητά τις υποκείμενες αιτίες και προτείνει «θεραπευτικές» λύσεις.
Τα μέλη της επιτροπής Ιστοσελίδας και Ηλεκτρονικών Εκδόσεων της ΕΨΕ, ευχαριστούν τους συμμετέχοντες στο αφιέρωμα αυτό. Ευελπιστούν ότι θα αποτελέσει το έναυσμα ενός διαλόγου που μπορεί να συνεχιστεί με τη μορφή σχολίων ή και άλλων κειμένων, μέσα από την ιστοσελίδα.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Parsons, M.(2008) Το περιστέρι που επιστρέφει, το περιστέρι που εξαφανίζεται. Παράδοξο και δημιουργικότητα στην Ψυχανάλυση, εκδόσεις University Studio Press ,Θεσσαλονίκη.
Γκορίνης ,Α (2020) Οι απαρχές της Ψυχαναλυτικής Εκπαίδευσης. Ο Max Eitingon και η Πολυκλινική του Βερολίνου. ΣΥΝΔΕΣΕΙΣ: Ιστοσελίδα ΕΨΕ
Μαλιδέλης, Δ. (2021) Απόδοση του άρθρου του Otto Kernberg : Θεσμικά Προβλήματα της Ψυχαναλυτικής Εκπαίδευσης. ΣΥΝΔΕΣΕΙΣ: ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ ΕΨΕ
Μπεράτη, Α.(2020) Ψυχαναλυτική Εκπαίδευση: Από το Freud μέχρι σήμερα. ΣΥΝΔΕΣΕΙΣ: ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ ΕΨΕ
Μπόμπος, Φ. (2021) Εκπαίδευση στην Ψυχανάλυση: Η Διαμόρφωση του Ψυχαναλυτή. ΣΥΝΔΕΣΕΙΣ: ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ ΕΨΕ .
ΟΙ ΑΠΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΨΥΧΑΝΑΛΥΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ: O MAX EITINGON ΚΑΙ Η ΠΟΛΥΚΛΙΝΙΚΗ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ - Ανδρέας Γκορίνης
1. ΒΟΥΔΑΠΕΣΤΗ, 1918
Το καλοκαίρι του 1918, στην Κεντρική Ευρώπη γράφονταν οι τελευταίες σελίδες της ιστορίας του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Οι δυνάμεις της Entente απέκρουαν την επίθεση των γερμανικών στρατευμάτων και υποχρέωναν τον Κάιζερ Γουλιέλμο Β' στην άνευ όρων συνθηκολόγηση. Η συνθήκη των Βερσαλλιών που θα υπογραφόταν ένα χρόνο αργότερα, θα επικύρωνε τη διάλυση των μεγάλων αυτοκρατοριών (Γερμανική, Αυστροουγγρική, Οθωμανική) και θα άνοιγε το δρόμο στην άνθηση του εθνικισμού και του ολοκληρωτισμο. Αν στο πεδίο του πολέμου άρχισε να επέρχεται ηρεμία, στους δρόμους των μεγάλων ευρωπαϊκών πρωτευουσών επικρατούσε χάος: η αύξηση του πληθωρισμού, η ανεργία, η έλλειψη βασικών αγαθών και η πείνα, υποδαύλιζαν απεργίες και συγκρούσεις-συχνά, αιματηρές- ανάμεσα στους οπαδούς αντιπάλων πολιτικών ιδεολογιών. Το εκρηκτικό αυτό σκηνικό συμπλήρωνε η πανδημία της ισπανικής γρίπης που έμελλε να προκαλέσει εκατόμβη θυμάτων τα επόμενα δύο χρόνια.
Σε μια επιστολή του προς τον Jones, o Freud έγραφε: «τα χρήματα και οι φόροι αποτελούν πια, άκρως επαχθή θέματα...τρώμε κυριολεκτικά τις σάρκες μας, όλοι έχουμε απώλειες υγείας και βάρους...».O Freud πέρασε το καλοκαίρι του 1918, φιλοξενούμενος στην έπαυλη του φίλου του και μεγάλου χορηγού του ψυχαναλυτικού κινήματος Anton von Freund, στα περίχωρα της Βουδαπέστης. Στην πρωτεύουσα της Ουγγαρίας είχε προγραμματιστεί να γίνει μεταξύ 28-29 Σεπτεμβρίου το 5ο Συνέδριο της Διεθνούς Ψυχαναλυτικής Ένωσης (ΔΨΕ). Η ΔΨΕ μετρούσε ήδη οχτώ χρόνια ζωής κατά τη διάρκεια των οποίων είχαν διοργανωθεί τέσσερα διεθνή συνέδριά της. Η συμμετοχή ψυχαναλυτών σε αυτό το συνέδριο ήταν αρκετά περιορισμένη (συμμετείχαν μόλις 42 ψυχαναλυτές από την Ολλανδία, τη Γερμανία και την Αυστροουγγαρία), εξαιτίας των περιορισμών στις μετακινήσεις που επέβαλλαν ο πόλεμος και η πανδημία της γρίπης. Αντίθετα, αυξημένη ήταν η παρουσία εκπροσώπων από τις κυβερνήσεις της Γερμανίας και της Αυστροουγγαρίας, που συμμετείχαν στο συνέδριο ως παρατηρητές, εξαιτίας του μεγάλου ενδιαφέροντος των κυβερνήσεών τους για τις ψυχαναλυτικές απόψεις σχετικά με τις λεγόμενες νευρώσεις πολέμου. Το θέμα των νευρώσεων πολέμου απασχόλησε το συνέδριο και ψυχαναλυτές όπως ο Abraham, o Ferenczi κ.α. παρουσίασαν σχετικές εργασίες. Το ζήτημα της ψυχαναλυτικής εκπαίδευσης δεν συζητήθηκε επαρκώς, εκτός από μια καίρια παρέμβαση του Hermann Nunberg ο οποίος με τη σύμφωνη γνώμη του Freud επανέφερε μια παλαιότερη άποψη σχετικά με την αναγκαιότητα της προσωπικής ανάλυσης του υποψηφίου ψυχαναλυτή.
H ομιλία του Freud στο συνέδριο είχε έναν απροσδόκητα δραματικό χαρακτήρα. Πέρα από την αναφορά του σε κάποιες καινοτομίες στην ψυχαναλυτική τεχνική, ο Freud παρομοίασε την νεύρωση με τη φυματίωση και εξέφρασε την ανησυχία του για την αδυναμία πρόσβασης των ασθενέστερων οικονομικά στρωμάτων στην ψυχαναλυτική θεραπεία. Έκανε την πρόβλεψη ότι τα δημόσια συστήματα υγείας θα αργήσουν να εντάξουν την ψυχανάλυση στις προσφερόμενες υπηρεσίες τους και για αυτό ζήτησε από την ιδιωτική πρωτοβουλία να ιδρύσει και να χρηματοδοτήσει ψυχαναλυτικές κλινικές στις οποίες θα είχαν δωρεάν πρόσβαση όλοι οι ενδιαφερόμενοι. Δεν δίστασε να προτείνει τροποποιήσεις στην τεχνική, προκειμένου να επωφεληθούν όσο το δυνατόν περισσότεροι ασθενείς και προέτρεψε τους ψυχαναλυτές να αναμείξουν τον καθαρό χρυσό της ανάλυσης με το χαλκό της άμεσης υποβολής ή και της ύπνωσης. Φαίνεται ότι ο Freud δεν επιθυμούσε μόνο να αυξήσει την επιρροή της ψυχανάλυσης, αλλά είχε συντονιστεί με το πνεύμα της εποχής προτείνοντας μια κοινωνική ψυχανάλυση που δεν θα περιοριζόταν μόνο στους έχοντες.
Το εγχείρημα για την ίδρυση της πρώτης δωρεάν ψυχαναλυτικής κλινικής ανέλαβε ο νέος πρόεδρος της ΔΨΕ S. Ferenczi και την οικονομική στήριξη πρόσφερε ο Anton von Freund. Στο μεταξύ ο Ferenczi είχε ήδη εκλεγεί καθηγητής ψυχανάλυσης στο πανεπιστήμιο της Βουδαπέστης. Η προσπάθεια δεν απέδωσε καρπούς: o θάνατος του Freund το 1920 έκλεισε τη στρόφιγγα της οικονομικής ενίσχυσης και η άνοδος στην εξουσία της Ουγγαρίας του εθνικιστή αντισημίτη ναυάρχου Χόρτι, προκάλεσε την καθαίρεση του Ferenczi από το πανεπιστήμιο και την παραίτησή του από την προεδρία της ΔΨΕ.
Είχε φτάσει η ώρα του Max Eitingon και της πολυκλινικής του Βερολίνου...
2. MAX EITINGON
O Max Eitingon ήταν και παραμένει, ίσως, ο πιο διάσημος άγνωστος στην ιστορία του ψυχαναλυτικού κινήματος. Παρά το γεγονός ότι ανήκε στον στενό κύκλο των συνομιλητών του Freud, το όνομά του έγινε γνωστό από το πλέον διαδεδομένο μοντέλο ψυχαναλυτικής εκπαίδευσης, το μοντέλο Eitingon, το οποίο εισηγήθηκε και υλοποίησε στην Πολυκλινική του Βερολίνου. Ο Eitingon δεν άφησε πολλά γραπτά. Η ογκώδης -και αμετάφραστη στην Αγγλική γλώσσα- αλληλογραφία του με το Freud καθώς και οι αναφορές του στη ΔΨΕ και στην Διεθνή Εκπαιδευτική Επιτροπή, αποτελούν πηγές για τη ζωή του και το έργο του. Παρ' όλα αυτά παραμένει μια αμφιλεγόμενη προσωπικότητα. Λίγα χρόνια πριν από το τέλος της ζωής του κατηγορήθηκε για εμπλοκή σε εγκληματικές πράξεις προς όφελος της Σοβιετικής Ένωσης. Η κατηγορία κατέρρευσε, ωστόσο κατά καιρούς εμφανίζονται στη βιβλιογραφία κείμενα που συντηρούν τη σκιά.
Ο Eitingon ήταν γόνος μιας Ρωσοεβραϊκής οικογένειας που μετοίκησε στη Λειψία (Leipzig). O πατέρας του ασχολήθηκε με το εμπόριο γούνας και η επιτυχία του ήταν τέτοιου μεγέθους που γρήγορα επέκτεινε τις εμπορικές δραστηριότητές του στη Νέα Υόρκη. Ο Max γεννήθηκε το 1881 και ήταν ο μικρότερος από τα έξι παιδιά της οικογένειας. Τα σοβαρά προβλήματα τραυλισμού που αντιμετώπιζε, υποχρέωσαν τους γονείς του να τον στείλουν σε ένα «μοντέρνο»σχολείο της εποχής όπου έμαθε πολλές γλώσσες. Μετά την αποφοίτησή του από το Λύκειο παρακολούθησε μαθήματα ιστορίας, ιστορίας της τέχνης και φιλοσοφίας σε διάφορα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια και το 1902 γράφτηκε στην Ιατρική σχολή του πανεπιστημίου της Λειψίας. Περάτωσε τις σπουδές του επιτυχώς, αλλά χωρίς να ολοκληρώσει τη διδακτορική διατριβή του. Ο νεαρός γιατρός καθώς είχε μεγάλες φιλοδοξίες και κανένα οικονομικό πρόβλημα, πήγε στη Ζυρίχη, για να εκπαιδευτεί από τον Eugene Bleuler, δάσκαλο των Jung, Abraham κ.α., στην περίφημη κλινική Burgholzi. Ο Bleuler, αν και κλασσικός ψυχίατρος, κάθε άλλο παρά αδιάφορος ήταν για την ψυχανάλυση. Ζήτησε από τον Εitingon να συνοδεύσει έναν ασθενή στη Βιέννη, για να τον δει ο Freud. O Eitingon άρπαξε την ευκαιρία και κατάφερε να παρευρεθεί σε δυο συναντήσεις της Τετάρτης, ως παρατηρητής. Η γνωριμία με το Freud υπήρξε καταλυτική: o Eitingon αφέθηκε κυριολεκτικά στη σαγήνη του δασκάλου ο οποίος αναγνωρίζοντάς τον ως ειδικό σε θέματα ιστορίας της τέχνης, του χάρισε ένα αντίτυπο του βιβλίου του για τον Λεονάρντο. Κατά τη διάρκεια των απογευματινών περιπάτων τους ο Freud...ανέλυσε τον Εitingon. Ίσως ήταν η πρώτη διδακτική ανάλυση στην ιστορία, διάρκειας όχι παραπάνω από πέντε εβδομάδες. Ίσως αυτή η ανάλυση να βοήθησε τον Eitingon να ξεπεράσει τις αναστολές του και να καταθέσει τελικά τη διδακτορική διατριβή του.
Ο επόμενος σταθμός του Eitingon ήταν το Βερολίνο. Εκεί πήγε για να κάνει μεταπτυχιακές σπουδές στη Νευρολογία. Συμμετείχε στην ίδρυση της Ψυχαναλυτικής Εταιρείας του Βερολίνου (1910) και πήρε την Αυστριακή υπηκοότητα, ίσως για να τιμήσει το μεγάλο του δάσκαλο. Αποφάσισε να εγκατασταθεί μόνιμα στο Βερολίνο όπου παντρεύτηκε μια Ρωσίδα ηθοποιό, την Minna Raigorodsky.
Κατά τη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου υπηρέτησε ως στρατιωτικός γιατρός του Αυστριακού στρατού στη Βόρεια Ουγγαρία και απέκτησε πολύτιμη πείρα στην αντιμετώπιση των νευρώσεων πολέμου μέσω της ύπνωσης.
Η σχέση του Eitingon με το Freud παρά την αρχική επιφυλακτικότητα του τελευταίου, υπήρξε σχέση αφοσίωσης καθ' όλη τη διάρκειά της. Ο Eitingon ήταν ο άνθρωπος των ειδικών αποστολών, όταν στο εσωτερικό της ΔΨΕ ξεσπούσαν εντάσεις. Παρά το γεγονός ότι κατά καιρούς ο Freud γινόταν δέκτης δηλητηριωδών σχολίων για τον Eitingon, κυρίως από τον Jung και τον Abraham, εν τούτοις διατήρησε την εκτίμησή του και συνομιλούσε εγκάρδια με τον Eitingon. Αυτός ήταν ο πρώτος που έμαθε τη διάγνωση του καρκίνου στη γνάθο, πριν το πληροφορηθεί ο ίδιος ο Freud.
O Eitingon δεν ήταν μόνο ένας αφοσιωμένος φίλος του Freud και της ψυχανάλυσης. Ενίσχυε οικονομικά τις δραστηριότητες του ψυχαναλυτικού κινήματος και ιδιαίτερα αυτήν που αφορούσε τον εκδοτικό οίκο Verlag. Επρόκειτο για το «αγαπημένο παιδί» του Freud, αφού εκεί εκδίδονταν όλα τα βιβλία του. Στις 6 Μαϊου 1920 και ενώ ο πληθωρισμός κάλπαζε στην Αυστρία, ο Eitingon τίμησε τα εξηκοστά τέταρτα γενέθλια του Freud, προσφέροντας πέντε χιλιάδες δολάρια για τις ανάγκες του Verlag.
Τον Ιούλιο του 1919, σε μια επιστολή του προς τον Freud, o Eitingon ανακοίνωσε ότι η Ψυχαναλυτική Εταιρεία του Βερολίνου είχε αποδεχτεί την πρότασή του για την ίδρυση μιας Πολυκλινικής υπό τη διεύθυνσή του. Ο σκοπός της κλινικής ήταν η δωρεάν αναλυτική θεραπεία για τους οικονομικά ασθενέστερους, η εκπαίδευση νέων ψυχαναλυτών και η έρευνα στην ψυχανάλυση. Ο Freud, απογοητευμένος με τα οικονομικά προβλήματα που αντιμετώπιζε η ΔΨΕ και την κακή τροπή που είχε πάρει η υπόθεση της ίδρυσης Πολυκλινικής στη Βουδαπέστη, ενθουσιάστηκε με την ιδέα και έδωσε το πράσινο φώς.
Μια τριμελής επιτροπή αποτελούμενη από τον Eitingon, τον Abraham και τον Ernst Simmel, θα αναλάμβαναν την υλοποίηση της ιδέας.
3. ΒΕΡΟΛΙΝΟ, 1920
Η συντριβή της αυτοκρατορικής Γερμανίας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και η ίδρυση της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, προκάλεσε μια πρωτοφανή πολιτική, οικονομική και κοινωνική κρίση. Το Βερολίνο έγινε το θέατρο καθημερινών πολιτικών συγκρούσεων. Το γερμανικό μάρκο είχε χάσει κάθε αξία λόγω του υπερβολικού πληθωρισμού, η ανεργία είχε εκτοξευτεί στα ύψη, οι Βερολινέζοι ξόδευαν ό,τι είχαν για να αγοράσουν τα απαραίτητα αγαθά, από το φόβο ότι την επόμενη ημέρα οι οικονομίες τους δεν θα επαρκούσαν, και οι Ναζί είχαν αρχίσει να κάνουν αισθητή την παρουσία τους. Η χαλάρωση των ηθών κυριαρχούσε, η πόλη είχε γεμίσει κακόφημα κέντρα και η κατανάλωση ναρκωτικών, ένδειξη της αυξανόμενης απελπισίας, αποτελούσε συνήθη πρακτική της παραπαίουσας αστικής τάξης. Ταυτόχρονα παρατηρήθηκε μια εκπληκτική άνθηση των τεχνών : η αρχιτεκτονική με τη σχολή του Bauhaus, ο κινηματογράφος του Fritz Lang και του Murnau, η λογοτεχνία του Thomas Mann και του Doblin και το θέατρο του Brecht. Πάνω σε αυτό το έδαφος που ευνοούσε οτιδήποτε νέο, ρίζωσε ο σπόρος της ψυχανάλυσης με την ίδρυση της Πολυκλινικής του Βερολίνου. Η κλινική εγκαταστάθηκε στον 4ο όροφο ενός κτιρίου στο κέντρο της πόλης, στην Potsdamer strasse 29. Το σχεδιασμό του εσωτερικού χώρου ανέλαβε ο αρχιτέκτονας Ernst Freud, γιός του S.Freud. Πέντε επαρκώς ηχομονωμένα δωμάτια, επιπλωμένα με έναν ξύλινο καναπέ, ένα τραπέζι και μια καρέκλα, προορίζονταν για θεραπευτική εργασία. Το μεγαλύτερο από αυτά μπορούσε να φιλοξενήσει επιστημονικές συναντήσεις και διαλέξεις. Τα εγκαίνια του νέου θεσμού έγιναν στις 16 Φεβρουαρίου 1920 με μια λαμπρή τελετή στην οποία ο Simmel απήγγειλε ποιήματα του Rilke , o Abraham μίλησε με θέμα: ‘ the Rise of the Poliklinik from the Unconscious’. Η βραδιά έκλεισε με συναυλία κλασσικής μουσικής, ωδή στην ανθρώπινη δημιουργικότητα. Αρχικά, στην κλινική εργάζονταν ο Eitingon που είχε αναλάβει αποκλειστικά την υποδοχή των όσων ζητούσαν θεραπεία, ο Simmel και η Anna Smeliansky, ρωσικής καταγωγής, ψυχίατρος. Προοδευτικά, καθώς τα αιτήματα για θεραπεία αυξάνονταν, προστέθηκαν και άλλοι ψυχαναλυτές ή εκπαιδευόμενοι ψυχαναλυτές, οι οποίοι αφού ολοκλήρωσαν την εκπαίδευσή τους στην Πολυκλινική, εργάζονταν σε αυτή. O Franz Alexander,o Otto Fenichel, o Paul Federn, η Melanie Klein, η Karen Horney, η Edith Jacobson, η Helene Deutsch και η Annie Reich, ήταν οι πιο γνωστοί από αυτούς.
Στην κλινική μπορούσε να απευθυνθεί οποιοσδήποτε, ανεξάρτητα από την οικονομική δυνατότητά του. Μετά από μια τυπική παθολογική και νευρολογική εξέταση, ο αιτών έδινε μια αρχική συνέντευξη και παραπεμπόταν σε αναλυτική θεραπεία με μοναδικό κριτήριο τη διάγνωση και το επείγον της περίπτωσης. Το κίνητρο για ανάλυση δεν είχε πρωτεύουσα σημασία. Όσοι δεν είχαν καμιά οικονομική δυνατότητα αναλύονταν εντελώς δωρεάν, ενώ όσοι εργάζονταν ή είχαν άλλα εισοδήματα, πλήρωναν μια αμοιβή ανάλογη των όσων χρημάτων μπορούσαν να διαθέσουν. Η δήλωση της οικονομικής κατάστασης από τον κάθε ασθενή γινόταν πιστευτή: o Eitingon έγραφε σε μια επιστολή του προς το Freud, ότι ο κάθε ασθενής θα διέθετε ό,τι μπορούσε ή ό,τι πίστευε πως μπορούσε. Oι ασθενείς που δεν μπορούσαν να πληρώσουν δεν παραπέμπονταν αποκλειστικά σε εκπαιδευόμενους αλλά και σε μέλη του ινστιτούτου, ενώ κάθε επαγγελματίας ψυχαναλυτής πού εργαζόταν με καθεστώς ημιαπασχόλησης στην κλινική, είχε την υποχρέωση να αναλάβει δωρεάν την ανάλυση ενός ασθενούς στο ιδιωτικό γραφείο του, και αν αυτό δεν ήταν εφικτό κατέβαλλε στην Πολυκλινική ποσό που ισοδυναμούσε με την ετήσια αμοιβή του από μια επί πληρωμή αναλυτική περίπτωση. Η αμοιβή των όσων εργάζονταν με πλήρη απασχόληση στην κλινική, ήταν ένας μισθός το ύψος του οποίου, σύμφωνα με τον Eitingon, ήταν δυσανάλογα μικρός με το βάρος που επωμίζονταν οι εργαζόμενοι εκεί. Η συχνότητα των αναλύσεων ήταν 3-4 συνεδρίες την εβδομάδα. Η διάρκεια της αναλυτικής ώρας ήταν κατά μέσο όρο 30 λεπτά. Ωστόσο υπήρχαν αναλύσεις όπου η διάρκεια της συνεδρίας κυμαινόταν, ανάλογα με το κίνητρο του ασθενούς, μεταξύ 45 και 60 λεπτών. Το 1930 δημοσιεύτηκε μια έκθεση πεπραγμένων της κλινικής. Μέσα σε 10 χρόνια λειτουργίας είχαν γίνει 721 αναλύσεις εκ των οποίων 363 είχαν ολοκληρωθεί με επιτυχία,117 συνεχίζονταν και 241 είχαν διακοπεί. Από τις αναλύσεις αυτές, 70 είχαν διάρκεια ως 6 μήνες, 108 διάρκεια ως 1 χρόνο και πάνω από 100 αναλύσεις είχαν διάρκεια μεγαλύτερη των 2 χρόνων. Οι ψυχαναλυτές του Βερολίνου είχαν αρνηθεί να ακολουθήσουν την υπόδειξη του Freud σχετικά με την αναγκαιότητα της ανάμειξης του χρυσού της ανάλυσης με το χαλκό της υποβολής και της ύπνωσης. Επιπλέον, είχαν αρνηθεί να θέσουν κάποια χρονικά όρια στη θεραπευτική αγωγή. Όσον αφορά τη διάγνωση των αιτούντων θεραπεία, η υστερία και η ψυχαναγκαστική νεύρωση είχαν τα πρωτεία, χωρίς να λείπουν οι περιπτώσεις ψυχώσεων, εξαρτήσεων και διαστροφών.
Τα έσοδα της Πολυκλινικής προέρχονταν από τις αμοιβές που κατέβαλλαν οι θεραπευόμενοι και από δωρεές. Ωστόσο, για μεγάλο χρονικό διάστημα της λειτουργίας της, η Πολυκλινική στηρίχτηκε οικονομικά στον Max Eitingon του οποίου η οικογενειακή επιχείρηση στη Νέα Υόρκη μπορούσε να αποφέρει μεγάλα κέρδη και να χρηματοδοτεί τις εκδοτικές και κλινικές δραστηριότητες του ψυχαναλυτικού οικοδομήματος και μάλιστα σε «σκληρό» νόμισμα, με δεδομένο ότι η αξία του γερμανικού μάρκου είχε κατακρημνιστεί. Το οικονομικό κραχ του 1929 έδωσε τέλος στην ατμόσφαιρα της ευμάρειας και σε συνδυασμό με την άνοδο των Ναζί στην εξουσία προανήγγειλε το τέλος της ψυχανάλυσης στο Βερολίνο.
Η Πολυκλινική του Βερολίνου, πέραν της προσφοράς θεραπείας στους οικονομικά ασθενέστερους, είχε σαν σκοπό την εκπαίδευση των νέων ψυχαναλυτών. Μέχρι το 1920 δεν υπήρχε επίσημη ψυχαναλυτική εκπαίδευση. Η ανάγνωση κάποιων κειμένων του Freud, μια σύντομης διάρκειας ανάλυση από τον Freud ή κάποιον από τους μαθητές του και η παρουσίαση μιας εργασίας, ήταν εφόδια αρκετά για κάνει ο υποψήφιος ψυχαναλυτής αίτηση σε μια από τις ψυχαναλυτικές εταιρείες της ΔΨΕ. Ο Freud επιθυμούσε τη θέσπιση συγκεκριμένων κανόνων για την ψυχαναλυτική εκπαίδευση. Κι αυτό γιατί ήθελε να απαλλαγεί από «αιρετικούς» της ψυχανάλυσης, όπως τον Jung, αλλά και για να αποκόψει από το ψυχαναλυτικό κίνημα τον οποιοδήποτε τσαρλατάνο της εποχής που ισχυριζόταν ότι ήταν ψυχαναλυτής. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Jones ανέφερε την ύπαρξη μιας Αγγλικής Ψυχαναλυτικής Εκδοτικής Εταιρείας, η οποία υποσχόταν την εκπαίδευση στην ψυχανάλυση δια αλληλογραφίας!
Η εκπαίδευση των νέων ψυχαναλυτών[1] διαρκούσε τρία χρόνια και μετά το πέρας της ο υποψήφιος μπορούσε να γίνει μέλος της Ψυχαναλυτικής Εταιρείας του Βερολίνου. Oι εκπαιδευόμενοι που δεν διέθεταν ίδια οικονομικά μέσα για την ανάλυσή τους[2], μπορούσαν να πάρουν δάνειο από ταμείο που σύστησε η εταιρεία το 1924 και το οποίο συντηρείτο από εισφορές των μελών της. Το δάνειο αποπληρωνόταν μετά το πέρας της εκπαίδευσης. Η εκπαίδευση βασιζόταν σε τρείς πυλώνες :
- τη λεγόμενη διδακτική ανάλυση του υποψηφίου. Σύμφωνα με τον S.Rado, η διδακτική ανάλυση αποσκοπούσε στο να βελτιώσει τις ψυχικές ικανότητες του υποψηφίο, να εμπλουτίσει και να κάνει πιο συνεκτική την προσωπικότητά του, διαμέσου της αποκάλυψης των κρυμμένων πλευρών της. Εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν επεξεργασμένες απόψεις για τα κριτήρια επιλογής των υποψηφίων. Έτσι, οι υποψήφιοι άρχιζαν ανάλυση η οποία χαρακτηριζόταν «δοκιμαστική» (trial analysis), υπό την έννοια ότι από την έκβασή της θα κρινόταν αν ο υποψήφιος ήταν κατάλληλος για να συνεχίσει και να ολοκληρώσει την εκπαίδευσή του. Το μεγαλύτερο βάρος των διδακτικών αναλύσεων είχε αναλάβει ο Abraham o οποίος γρήγορα συνειδητοποίησε ότι δεν μπορούσε να συνδυάσει τα διοικητικά καθήκοντα εντός της Εταιρείας με αυτά του διδακτικού αναλυτή. Παραπονιόταν ότι οι αναλυόμενοί του μετέφεραν τις αντιστάσεις τους από την ανάλυση στις συναντήσεις της Εταιρείας.. Έτσι κλήθηκε εσπευσμένα ο Hans Sacks ο οποίος ανέλαβε τις διδακτικές αναλύσεις, αφήνοντας τον Abraham στα διοικητικά και εκπαιδευτικά καθήκοντα. Μετά το πέρας της επιτυχούς ανάλυσης ο υποψήφιος μπορούσε να συνεχίσει την εκπαίδευσή του μέσω της συμμετοχής του σε θεωρητική εκπαίδευση και κλινική άσκηση υπό εποπτεία.
- ανάληψη αναλυτικών περιπτώσεων με εποπτεία. Αποτέλεσε μια καινοτομία του εκπαιδευτικού κέντρου του Βερολίνου. Ο Eitingon ζητούσε από τους υποψηφίους αναλυτές να κρατούν λεπτομερείς σημειώσεις των συνεδριών που έκαναν και να τις συζητούν σε ομαδικές συναντήσεις (peer supervision) με έναν έμπειρο ψυχαναλυτή. Με αυτό τον τρόπο μπορούσαν να εντοπιστούν λάθη ή παραλείψεις του άπειρου υποψηφίου και κυρίως προστατευόταν η ψυχική υγεία των αναλυόμενων. Η παρουσία του επόπτη ήταν αρκετά ενεργητική και έφτανε μέχρι του σημείου να αναλάβει ο ίδιος την ανάλυση της περίπτωσης, αν έκρινε ότι ο εκπαιδευόμενος ψυχαναλυτής δεν ήταν επαρκής. Ο κάθε εκπαιδευόμενος είχε την υποχρέωση να αναλάβει δύο τουλάχιστον αναλυτικές περιπτώσεις με εποπτεία, η διάρκεια της οποίας ήταν τουλάχιστον ένας χρόνος.
- θεωρητική εκπαίδευση. Διαρκούσε δυο χρόνια και περιελάμβανε σεμινάρια σχετικά με τη θεωρία της σεξουαλικότητας, τη θεωρία των ονείρων και τις νευρώσεις. Αρχικά, η θεματολογία βασιζόταν σε μεγάλο βαθμό στα ιδιαίτερα ενδιαφέροντα του κάθε εκπαιδευτή και μόνο το 1927 το εκπαιδευτικό πρόγραμμα πήρε μια οριστική μορφή. Σε αυτή τη μορφή, είναι αξιοσημείωτη η τάση προς μια πιο εναρμονισμένη με την κλινική πράξη, θεωρητική εκπαίδευση.
Ο Eitingon παρουσίασε το μοντέλο ψυχαναλυτικής εκπαίδευσης στο συνέδριο της ΔΨΕ, στο Bad Homburg, το 1925. Οι προτάσεις του έτυχαν ευμενούς υποδοχής και υιοθετήθηκαν από όλες τις συμμετέχουσες εταιρείες. Το μοντέλο Eitingon για την εκπαίδευση των νέων ψυχαναλυτών ήταν γεγονός και ακολουθήθηκε για πολλές δεκαετίες από όλες τις συστατικές εταιρείες της ΔΨΕ. Στο ίδιο συνέδριο αποφασίστηκε η εκλογή μιας εκπαιδευτικής επιτροπής από κάθε συστατική εταιρεία και η ίδρυση ενός κεντρικού εκπαιδευτικού θεσμού, εντός της ΔΨΕ, της Διεθνούς Εκπαιδευτικής Επιτροπής ( ΔΕΕ). Πρώτος πρόεδρος της ΔΕΕ εξελέγη, φυσικά, ο Max Eitingon, o οποίος αργότερα εξελέγη και πρόεδρος της ΔΨΕ (1927).
4. ΔΙΕΘΝΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ(ΔΕΕ)
Η ΔΕΕ έμεινε στην ιστορία κυρίως εξαιτίας των σφοδρών συγκρούσεων που έλαβαν χώρα στους κόλπους της, σχετικά με το θέμα της ανάλυσης από μη γιατρούς (lay analysis), που αφορούσε το αν θα δίνεται η δυνατότητα σε επιστήμονες που δεν ανήκαν στον ιατρικό κλάδο, να γίνονται δεκτοί στις ψυχαναλυτικές εταιρείες και να εκπαιδεύονται ως ψυχαναλυτές. Το θέμα αυτό απασχόλησε για πολλές δεκαετίες τη διεθνή ψυχαναλυτική κοινότητα και ανέδειξε τις υποβόσκουσες εντάσεις, τόσο προσωπικές όσο και θεσμικές, ανάμεσα στους ψυχαναλυτές της εποχής. Είναι γνωστό ότι ο Freud δεν ήθελε να περιοριστεί μόνο στους ιατρούς το ψυχαναλυτικό επάγγελμα. Είχε συμμάχους του τους Ευρωπαίους ψυχαναλυτές, ενώ απέναντί του τοποθετήθηκαν κυρίως οι Αμερικανοί ψυχαναλυτές. Ο Eitingon, o οποίος ,αρχικά, διαφωνούσε με το Freud, αλλά αργότερα υιοθέτησε τις απόψεις του, προσπάθησε να συμβιβάσει τις δυο πλευρές. Στο συνέδριο της ΔΨΕ, στο Ίνσμπρουκ (1927), ο Eitingon παρουσίασε ένα ψήφισμα με το οποίο όλες οι εταιρείες υποχρεώνονταν να δέχονται και μη γιατρούς για εκπαίδευση. Υπερασπιζόμενοι την αυτονομία τους, οι Αμερικανοί, οι Ολλανδοί και ο Jones αρνήθηκαν να το δεχτούν. Μπροστά στο αδιέξοδο, ο Eitingon έκανε έναν ελιγμό: δημιούργησε μια υποεπιτροπή για να μελετήσει το θέμα και να υποβάλλει προτάσεις. Το πρόβλημα ήταν ότι και τα τρία μέλη της επιτροπής προέρχονταν από την Ψυχαναλυτική Εταιρεία του Βερολίνου! Φυσικά, οι Αμερικανοί απάντησαν αρνητικά και το ζήτημα παραπέμφθηκε προς επίλυση στο επόμενο συνέδριο της ΔΨΕ που θα γινόταν στην έδρα του Jones, στην Οξφόρδη, το 1929. Οι συνθήκες εκεί ήταν ευνοϊκές για τους Αμερικανούς, τους Ολλανδούς και τους Βρεττανούς. Ο Eitingon διαβλέποντας τον κίνδυνο, δεν δίστασε να απειλήσει με διάσπαση τη ΔΨΕ. Το διακύβευμα ήταν τεράστιο: δεν απειλείτο μόνο η συνοχή της ΔΨΕ αλλά και η απώλεια της εύνοιας του μεγάλου απόντα, του S.Freud. Nέο αδιέξοδο, το οποίο ξεπεράστηκε προσωρινά χάρις στην απόφαση και των δύο πλευρών να συνεχίσουν να συνυπάρχουν, χωρίς όμως να συζητούν για τις διαφορές τους. Στο συνέδριο του Wiesbaden (1932) επιβεβαιώθηκε η εγκυρότητα του μοντέλου Eitingon, αλλά το θέμα της ανάλυσης από μη γιατρούς έμεινε ανοιχτό και εξαρτημένο από τις κατά τόπους εθνικές νομοθεσίες.
Στα επόμενα χρόνια οι Αμερικανοί ψυχαναλυτές ενισχυμένοι με την παρουσία πολλών Εβραίων ψυχαναλυτών που αναζητούσαν πιο ασφαλές έδαφος από την Ευρώπη, ίδρυσαν την Αμερικανική Ψυχαναλυτική Ομοσπονδία κερδίζοντας ολοένα και μεγαλύτερη αυτονομία μέσα στους κόλπους της ΔΨΕ. Στο συνέδριο της Λουκέρνης (1934), η ΔΕΕ έφτασε στο αποκορύφωμα της ισχύος της, καθώς αποφασίστηκε να είναι αυτή που μπορεί να αναγνωρίσει ή να αποσύρει την εμπιστοσύνη από τα τοπικά εκπαιδευτικά ινστιτούτα. Η υπερβολική εξουσία που είχε συγκεντρώσει η ΔΕΕ και ο πρόεδρός της S.Rado, προκάλεσε την παρέμβαση της Anna Freud, η οποία σύστησε τη μετεξέλιξη της ΔΕΕ σε μια επιτροπή συζήτησης των θεμάτων ψυχαναλυτικής εκπαίδευσης εντός της ΔΨΕ, η εκτελεστική επιτροπή της οποίας συγκέντρωνε πλέον όλες τις εξουσίες. Ίσως πίσω από αυτή την απόφαση να βρισκόταν ο ίδιος ο Freud, ο οποίος βλέποντας τα προβλήματα υγείας του Eitingon και την απόφασή του να μετοικήσει στην Παλαιστίνη, κατάλαβε ότι ο έλεγχος της ΔΨΕ κινδύνευε να χαθεί. Με αυτή την εξέλιξη, ο ρόλος της ΔΕΕ υποβαθμίστηκε. Η ΔΨΕ ήταν πλέον ο μόνος και πανίσχυρος ψυχαναλυτικός θεσμός!
5. ΤΙΤΛΟΙ ΤΕΛΟΥΣ…
Τον Ιανουάριο του 1933, τα μαύρα σύννεφα που πύκνωναν εδώ και χρόνια πάνω από τη Γερμανία, έφεραν τελικά την καταιγίδα. Οι Ναζί κατέλαβαν την εξουσία και το κλίμα για τους Εβραίους ψυχαναλυτές έγινε πλέον αφόρητο. Ήδη, πολλοί από αυτούς είχαν μεταναστεύσει ,κυρίως προς τις ΗΠΑ, με τη βοήθεια του Eitingon. O Eitingon, o οποίος αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα υγείας, αποφάσισε να παραιτηθεί από την προεδρία της Γερμανικής Ψυχαναλυτικής Εταιρείας, εν μέρει αυτοβούλως και εν μέρει εξαιτίας του νόμου που απαγόρευε, πλέον, σε Εβραίους να κατέχουν διοικητικές θέσεις σε επαγγελματικούς συλλόγους. Στο τέλος του 1933 εγκατέλειψε το Βερολίνο για την Ιερουσαλήμ, όπου ίδρυσε την Ψυχαναλυτική Εταιρεία της Παλαιστίνης, συστατική εταιρεία της ΔΨΕ. Η επιλογή του να εγκατασταθεί στην Ιερουσαλήμ προκάλεσε την έκπληξη των συναδέλφων του. Η Anna Freud του υπέδειξε ότι η Βιέννη τον περίμενε για να βοηθήσει στην ίδρυση ενός νέου ψυχαναλυτικού ινστιτούτου και ο Jones τον κάλεσε να εγκατασταθεί στη Γαλλία για να συμβάλλει στην επίλυση των προβλημάτων συγκρότησης της Γαλλικής Ψυχαναλυτικής Εταιρείας. Ο Eitingon δεν άλλαξε γνώμη. Στην Ιερουσαλήμ προσπάθησε να διεκδικήσει την έδρα της Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο της πόλης και παρά την υποστήριξη του Freud, δεν τα κατάφερε. Πέθανε το 1943 στην Ιερουσαλήμ. Όσον αφορά στο δημιούργημά του, την Πολυκλινική του Βερολίνου, υπέκυψε στην συγκυρία της εποχής: πολλοί ψυχαναλυτές που εργάζονταν σε αυτήν είχαν ήδη εγκαταλείψει τη Γερμανία, ο Ernst Simmel συνελήφθη από τους Ναζί και η ηγεσία της Πολυκλινικής ανατέθηκε στους "Άρειους" Felix Boehm και Karl Muller- Braunschweig. Στην έδρα της Πολυκλινικής εγκαταστάθηκε το German Institute for Psychological Research and Psychotherapy, υπό τη διεύθυνση του Matthias Gorring (εξάδελφος του στρατάρχη Hermann Gorring) και τη συνεργασία του Carl Jung, η στάση του οποίου απέναντι στον Εθνικοσοσιαλισμό παραμένει αμφιλεγόμενη. Η ψυχοθεραπεία, πλέον, είχε διαποτιστεί από μια αντίληψη βασισμένη στη φυλή, στο χρώμα και στις προσωπικές πεποιθήσεις του κάθε ανθρώπου. Το Ολοκαύτωμα ήταν η ακραία συνέπεια μιας τέτοιας ολέθριας αντίληψης.
6. ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Το μοντέλο Eitingon αποτέλεσε το μοναδικό εκπαιδευτικό σύστημα της Διεθνούς Ψυχαναλυτικής Ένωσης μέχρι τη δεκαετία του 1960. Είχε υιοθετηθεί από όλες τις συστατικές εταιρείες της ΔΨΕ οι οποίες τηρούσαν τις βασικές αρχές του, αν και σε ορισμένες ψυχαναλυτικές εταιρείες εφαρμόζονταν παραλλαγές του μοντέλου που δεν ακύρωναν τη φιλοσοφία του. Στα μέσα της δεκαετίας του 1960 άρχισε η εφαρμογή του Γαλλικού μοντέλου, το οποίο αναγνωρίστηκε επίσημα από τη ΔΨΕ στο συνέδριο του Βερολίνου, το 2007. Το γαλλικό μοντέλο διαχωρίζει την ανάλυση από την ψυχαναλυτική εκπαίδευση και δίνει ιδιαίτερο βάρος στις εποπτείες των εκπαιδευόμενων ψυχαναλυτών. Εφαρμόζεται από τις Γαλλικές ψυχαναλυτικές εταιρείες, τη Βελγική ψυχαναλυτική εταιρεία καθώς και από τα γαλλόφωνα τμήματα των ψυχαναλυτικών εταιρειών της Ελβετίας και του Καναδά. Το τρίτο μοντέλο ψυχαναλυτικής εκπαίδευσης που αναγνωρίστηκε από την ΔΨΕ, είναι το μοντέλο της Ουρουγουάης. Άρχισε να εφαρμόζεται στα μέσα της δεκαετίας του 1975 και η φιλοσοφία του αποσκοπεί στη μείωση της επιρροής των διδασκόντων αναλυτών και στην αποφυγή της συγκέντρωσης υπερβολικής εξουσίας εντός των ψυχαναλυτικών θεσμών. Η συζήτηση εντός της ψυχαναλυτικής κοινότητας σχετικά με την εκπαίδευση δεν έχει σταματήσει εδώ και εκατό χρόνια από την ίδρυση της Πολυκλινικής του Βερολίνου. Τα κριτήρια επιλογής των εκπαιδευομένων ψυχαναλυτών, ο διαχωρισμός της λεγόμενης διδακτικής ανάλυσης από την εκπαίδευση, η συχνότητα των συνεδριών τόσο στις διδακτικές αναλύσεις όσο και στις αναλύσεις υπό εποπτεία, είναι μερικά από τα ζητήματα που συνεχίζουν να συζητούνται στους κόλπους της ΔΨΕ. Τις ρίζες αυτών των προβληματισμών για την ψυχαναλυτική εκπαίδευση, όπως και τη δυνατότητα να έχουν πρόσβαση στην ψυχανάλυση οι οικονομικά ασθενέστεροι μέσω των κλινικών χαμηλού κόστους, εντοπίζουμε στην προσπάθεια του Eitingon και των συνεργατών του, στο Βερολίνο του 1920.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
-Danto, E.A. (1989)The Belin Poliklinik: psychoanalytic innovation in Weimar Germany, J.Am.Ps.Assn, 47(4):1269-1292
-Freud, S (1919[1918]) Lines of advance in psycho-analytic therapy,S.E.17, 157-173
-Kernberg, Otto (2016) Psychoanalytic Education at the Crossroads: reformation, change, ,and the future of psychoanalytic training, Routledge, New York
-Reeder, Jurgen (2004) Hate and love in psychoanalytic institutions : the dilemma of a profession, Other Press, New York
-Ricaud, M.M (2005)Max Eitingon and the question of politics, Am.J.Ps,65(4):353-366
-Rolnik, E.J.(2002). Between ideology and identity: psychoanalysis in Jewish Palestine(1918-1948), Psychoan.History, 4(2):203-224
-Schrotter, M. (2002) Max Eitingon and the struggle to establish an international standard for psychoanalytic training(1925-1929), I.J.Ps, 83(4): 875-893
-Schrotter , M.(2008)The dissemination of the Berlin model of psychoanalytic training. A sketch of the International Training Commission (1925-1929) Psychoan. History,10 (2):205-223
-Schrotter, M. (2015) Max Eitingon's rise and decline: the Berlin years, PsQ, 84(1):103-123
-Watkins, C.E.Jr (2013) The beginnings of psychoanalytic supervision: the crucial role of Max Eitingon, Am.J. Ps, 73:254-270
- Gay, P.(1968): Weimar Culture: the outsider as insider, W.W.Norton & Company, New York, London/ Στα Ελληνικά: H πνευματική ζωή στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης( Γερμανία 1919-1933), μτφ. Βασίλης Τομανάς, εκδ. Νησίδες ,2010
- Gay, P. (1998): Freud, a life for our time, W.W. Norton & Company, New York, London/Στα Ελληνικά: Sigmund Freud μια σύγχρονη προσωπογραφία, μτφ. Ιάκωβος Κοπερτί, εκδ. Οδυσσέας, 2012
- Makari, G. (2009): Revolution in mind: the creation of psychoanalysis, HarperCollins Publishers, New York / Στα Ελληνικά: Επανάσταση στον νου, η δημιουργία της ψυχανάλυσης, μτφ. Ελένη Αστερίου, εκδ.GEMA, Αθήνα, 2013
[1] Οι προοριζόμενοι για το επάγγελμα του ψυχαναλυτή, συνήθως ιατροί, δεν ήσαν οι μόνοι εκπαιδευόμενοι στην Πολυκλινική του Βερολίνου. Υπήρχαν και επαγγελματίες όπως κοινωνικοί λειτουργοί, δάσκαλοι, δικηγόροι, διοικητικοί υπάλληλοι, η εκπαίδευση των οποίων αποσκοπούσε στο να χρησιμοποιήσουν την ψυχαναλυτική γνώση στην εργασία τους. Επίσης, υπήρχε η δυνατότητα σε όσους ενδιαφέρονταν για την ψυχανάλυση, να παρακολουθήσουν, με την ιδιότητα του ακροατή, κάποια σεμινάρια. Οι «ακροατές» αποκλείονταν από τα κλινικά-τεχνικά σεμινάρια και δεν αναλάμβαναν αναλύσεις υπό εποπτεία.
[2]Το ζήτημα της συγκέντρωσης εξουσίας από ένα ή λίγα άτομα εντός των ψυχαναλυτικών ινστιτούτων, δεν έπαψε ποτέ να απασχολεί τη διεθνή ψυχαναλυτική κοινότητα (βλ. Manuela Utrilla Robles (2013): Fanatisicm in Psychoanalysis: upheavals in the Psychoanalytic Institutions, Karnac Books, London.)
ΨΥΧΑΝΑΛΥΤΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΟΝ FREUD ΜΕΧΡΙ ΣΗΜΕΡΑ - Αύρα Μπεράτη
Από την αρχή της ανάπτυξης της ψυχανάλυσης θεωρητικά και κλινικά, άρχισε να λειτουργεί και η διδασκαλία της, το πώς δηλαδή θα εκπαιδευθούν καινούργιοι ψυχαναλυτές. Η πρώτη ομάδα εκπαίδευσης της διαμόρφωσης μελλοντικών ψυχαναλυτών συγκεντρώνονταν στο σπίτι του Freud, Τετάρτη βράδυ, στη Βιέννη από το 1905 (Lewin, 1962). Η ομάδα αυτή αποτελεί την απαρχή της διαδικασίας που αργότερα θεσμοθετήθηκε ως "ομάδα μελέτης" (study group) και αποτελεί το προστάδιο της λειτουργίας της κάθε εταιρείας. Στις 5 Σεπτεμβρίου του 1925 στο συνέδριο που έγινε στο Bad Homburg της Γερμανίας ελήφθη σημαντική απόφαση για την πορεία της εκπαίδευσης. Αποφασίστηκε η ψυχαναλυτική εκπαίδευση να μην είναι ευθύνη ατόμων, που είναι απλά ψυχαναλυτές, αλλά να γίνεται θεσμοθετημένα, στο πλαίσιο ψυχαναλυτικών Εταιρειών και των Ινστιτούτων τους. Στο Bad Homburg το 1925 θεσμοθετήθηκε και η Διεθνής Εκπαιδευτική Επιτροπή και ζητήθηκε από κάθε εταιρεία να επιλέξει επτά(7) αντιπροσώπους, που έγιναν μέλη αυτής της κεντρικής Επιτροπής. Αυτά τα μέλη αργότερα έγιναν τα μέλη της Εκπαιδευτικής Επιτροπής της κάθε εταιρείας.
Από τα πρώτα βήματα επομένως της ύπαρξής της, η ψυχανάλυση συνδέθηκε με την εκπαίδευση και οι ψυχαναλυτές είδαν τον εαυτό τους ως κλινικό και ερευνητή του ψυχισμού, αλλά και ως δάσκαλο. Με τη θεσμοθέτηση των εκπαιδευτικών προγραμμάτων και της διδασκαλίας όλο και περισσότερες εργασίες εμφανίσθηκαν αλλά και εμφανίζονται, που ασχολούνται με το θέμα της εκπαίδευσης και τις διάφορες συνιστώσες του.
Ορισμένοι έδωσαν έμφαση στο πώς επιλέγονται οι υποψήφιοι, και πώς παρακολουθείται η πορεία τους και η διαμόρφωση της ψυχαναλυτικής ταυτότητας. Άλλοι ασχολήθηκαν με την προσωπική ανάλυση των εκπαιδευομένων και τις εποπτείες, καθώς και με τις σχέσεις που διαμορφώνονται σε όλες αυτές τις ιδιαίτερες καταστάσεις. Ένα άλλο θέμα είναι τα σεμινάρια, το περιεχόμενο και ο τρόπος διδασκαλίας. Τελικά η ολοκλήρωση της εκπαίδευσης και πώς αυτή αξιολογείται αποτελεί ένα πολύ σημαντικό βήμα στην όλη διαδικασία. Όλες αυτές οι πλευρές της εκπαίδευσης απαιτούν κανόνες, οι οποίοι είναι απαραίτητοι, διότι καθορίζουν το πλαίσιο μέσα στο οποίο κινούμεθα. Παράλληλα όμως πρέπει να υπάρχει ευκαμψία, ώστε οι κανόνες να δύνανται να τροποποιηθούν ανάλογα με τις εκάστοτε συνθήκες είτε ατομικές, είτε ομαδικές.
Επιλογή υποψηφίων
Υπάρχουν πολλές απόψεις για το πώς γίνεται η επιλογή και ποια είναι τα στοιχεία της προσωπικότητας, που μπορεί να χρησιμοποιηθούν ως ενδείξεις ότι κάποιος θα μπορέσει να εξελιχθεί και να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της ψυχαναλυτικής εκπαίδευσης, και να απαρτιωθεί ως ψυχαναλυτής. Η Greenacre (1961) σε μία ανασκόπηση εργασιών, σχετικά με την επιλογή των υποψηφίων για ψυχαναλυτική εκπαίδευση, επισημαίνει ότι η γενική άποψη είναι ότι η επιλογή των υποψηφίων είναι από τα πλέον σημαντικά αλλά και πλέον δύσκολα στοιχεία στη θεσμοθέτηση της ψυχαναλυτικής εκπαίδευσης. Ως βασικά χαρακτηριστικά αναφέρονται σχεδόν από όλους, η ευφυΐα, η εντιμότητα, και επαρκής μόρφωση και καλλιέργεια. Ως περισσότερο ειδικές ιδιότητες για την ψυχαναλυτική εργασία επισημαίνονται η ύπαρξη σταθερής περιέργειας για την κατανόηση της συμπεριφοράς και των ψυχικών διεργασιών των ανθρώπων, και ο σεβασμός προς τους άλλους με απαρτίωση των αντικειμενότροπων σχέσεων. Η απαρτίωση σημαίνει ότι έχεις τη δυνατότητα να μπαίνεις στη θέση του άλλου, να κατανοείς τις ανάγκες και τις επιθυμίες του, και να τον βλέπεις ως ισότιμο μέλος της κοινωνίας με ίδια δικαιώματα και υποχρεώσεις. Επίσης στην αξιολόγηση του υποψηφίου για ψυχαναλυτική εκπαίδευση, σημαντικό είναι να διαπιστώνει κανείς την προσβασιμότητα στο ασυνείδητο και την επιθυμία για διερεύνηση της ψυχικής αλήθειας και εσωτερικής πραγματικότητας, χωρίς την βιαστική πεποίθηση, ότι γνωρίζουμε την αλήθεια. Απαιτείται ακόμη ένας βαθμός δημιουργικότητας ή τουλάχιστον θετική εκτίμηση της δημιουργικότητας. Επίσης καλό είναι να διερευνάται η ικανότητα για αυτοπαρατήρηση και ενδοσκόπηση. Ορισμένοι τονίζουν περισσότερο την αξιολόγηση του τρόπου με τον οποίο ο υποψήφιος έχει αντιμετωπίσει τις δυσκολίες του, εσωτερικές και εξωτερικές (Target, 2001). Στην ίδια γραμμή σκέψης, ο Gitelson (1948) δίνει έμφαση στον τρόπο που το άτομο διαμόρφωσε τον εαυτό του, τί διατήρησε από τη δημιουργικότητά του, ποια η απόδοσή του σε διάφορες ενέργειες και τομείς, αν διαθέτει ευκαμψία στη σκέψη, πράξεις και συναισθήματα, ποια η αντοχή του και ποιο το ενδιαφέρον του για τους ανθρώπους. Ο Pollock (1961) επισημαίνει τη σημαντικότητα της διερεύνησης του λόγου, που κάποιος θέλει να γίνει ψυχαναλυτής, χωρίς αυτό να καθορίσει απαραίτητα, αν κάποιος θα γίνει δεκτός ή όχι. Ο Kernberg και Michels (2016) τονίζουν ότι οι υποψήφιοι για ψυχαναλυτική εκπαίδευση πρέπει να εκτιμηθούν, όσον αφορά χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς τους και την επαγγελματική τους εμπειρία. Στα χαρακτηριστικά προσωπικότητας επισημαίνουν την ηθική ακεραιότητα και την ευφυΐα. Από πλευράς εκπαίδευσης και δεξιοτήτων δίνουν ιδιαίτερη έμφαση στην κλινική εμπειρία, την οποία θεωρούν απαραίτητη. Σε περίπτωση που το συγκεκριμένο Ινστιτούτο ή η Εταιρεία δέχεται ανθρώπους χωρίς κλινική εμπειρία, θα πρέπει να φροντίζει να την αποκτούν πριν αρχίσουν να αναλαμβάνουν περιστατικά για ψυχανάλυση. Η κλινική εμπειρία δίνει τη δυνατότητα να εκτεθεί κάποιος σε όλο το φάσμα της ψυχοπαθολογίας και να κατανοήσει τη φαινομενολογία της συμπεριφοράς, αλλά και τη λειτουργία του ψυχισμού. Επίσης βοηθάει να γίνουν κατανοητά τα όρια μεταξύ φυσιολογικού και παθολογικού, η μετάβαση από το ένα στο άλλο και η διαφοροδιάγνωση μεταξύ διαγνωστικών οντοτήτων, τα μεταξύ τους κοινά σημεία και οι διαφορές. Ακόμη είναι εντυπωσιακό να διαπιστώνει κανείς τις διαφορές που υπάρχουν από άτομο σε άτομο με την ίδια διαγνωστική οντότητα, διαφορές που οφείλονται στην εσωτερική ψυχική πραγματικότητα του καθενός, την ισορροπία μεταξύ λιβιδινικής και επιθετικής ενόρμησης, μίξης και απόμιξης, την ποιότητα των ενδοβλημένων αντικειμένων και τη σχέση μεταξύ εγώ, υπερεγώ και εκείνου. Κλείνοντας το θέμα της κλινικής εμπειρίας, θέλω να τονίσω τη συμβολή της στο να κατανοήσουμε την πολυπλοκότητα του ψυχισμού, τη συνεχή αλληλοεπίδραση δυνατοτήτων και αδυναμιών του καθένα, καθώς και να ενισχύσουμε τη δική μας δυνατότητα για παρατήρηση και ενσυναίσθηση.
Άλλοι επικεντρώνονται, όσον αφορά των επιλογή των υποψηφίων, στο αν κάποιος είναι φυσιολογικός ή παθολογικός. Ίσως περισσότερο σημαντικό είναι να στοχεύει ο αξιολογητής στο αν ο υποψήφιος είναι κατάλληλος για το επάγγελμα του ψυχαναλυτή, λαμβάνοντας υπ' όψιν όσα αναφέραμε παραπάνω. Βεβαίως ένας βαθμός ικανοποιητικής συγκρότησης του ψυχισμού είναι απαραίτητος προκειμένου να μπορεί να λειτουργεί κάποιος ως ψυχαναλυτής, που προϋποθέτει την ικανότητα για ταυτόχρονη παρατήρηση και κατανόηση του αναλυόμενου αλλά και του εαυτού του. Πρέπει να έχουμε υπ' όψιν μας επίσης ότι δεν μπορούμε να προβλέψουμε πάντα με επιτυχία την πορεία του εκπαιδευόμενου στην ψυχανάλυση και να είμαστε περισσότερο δεκτικοί στο ότι μπορεί να γίνουν και λάθη και κάποιος να αποδειχθεί μη κατάλληλος (Levin και Michaels, 1965). Για την περίπτωση αυτή ορισμένοι προτείνουν να υπάρχει σοβαρή και προσεκτική αξιολόγηση στην πορεία της εκπαίδευσης και να ζητηθεί από κάποιους να διακόψουν, αν κριθούν όχι κατάλληλοι. Η διαδικασία αυτή δεν είναι καθόλου απλή, διότι κινητοποιεί στους εκπαιδευτές διάφορα συναισθήματα, όπως συναισθήματα αποτυχίας, διότι δεν επέλεξαν σωστά, αλλά και ενοχές ότι στερούν από κάποιους τη δυνατότητα να ολοκληρώσει αυτό το οποίο επένδυσε και αγωνίσθηκε τόσο πολύ για να το αποκτήσει. Σε συμβολικό επίπεδο είναι ένας ευνουχισμός, που προκαλεί δυσκολίες σε όλους όσους εμπλέκονται.
Σεμινάρια
Ο σχεδιασμός των σεμιναρίων είναι καλό να προσφέρει στον εκπαιδευόμενο ψυχαναλυτή την ιστορία της ψυχανάλυσης, τη θεωρία με τις διάφορες σχολές και την τεχνική, που περιλαμβάνει και τη δεοντολογία. Οι τρεις αυτοί τομείς αλληλοεμπλέκονται και καλό είναι να παρουσιάζονται παράλληλα. Διαβάζοντας τον Freud, που εξακολουθεί να αποτελεί ένα θεμέλιο, που δύσκολα αντικαθίσταται, διαπιστώνει κανείς ότι πρέπει να μελετηθεί χρονολογικά, από τις πρώτες εργασίες στις μετέπειτα, προκειμένου να κατανοήσει τον τρόπο που ανέπτυξε τη θεωρία του. Κάθε καινούργια έννοια συνδέεται με τις προηγούμενες και τις συμπληρώνει. Μελετώντας με χρονολογική σειρά τις εργασίες του Freud, έχει τη δυνατότητα κανείς να κατανοήσει τον τρόπο της σκέψης του, τον τρόπο που στηριζόμενος πάντα στην παρατήρηση και το κλινικό υλικό διαμόρφωσε τη θεωρία του. Προσφέρει όχι μόνο μια θεωρία, αλλά και έναν τρόπο σκέψης και θεωρητικής συγκρότησης. Είναι αδύνατον να θεωρηθεί ψυχαναλυτική εκπαίδευση χωρίς πλήρη γνώση των θεωριών και των κειμένων του Freud (Arlow, 1972).
Οι κατοπινές θεωρίες βασίζονται εν πολλοίς σε θεωρητικές έννοιες του Freud και η μελέτη της θεωρίας του σε συνδυασμό με τις άλλες θεωρίες διασφαλίζει τη συνέχεια και εμπλουτίζει τη θεωρητική μας σκέψη. Θεωρίες που είναι σημαντικό να περιληφθούν στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα είναι η Σχολή της Klein, η Βρετανική των αντικειμενότροπων σχέσεων, η ψυχολογία του Εγώ, η ψυχολογία του Εαυτού καθώς και η Γαλλική προσέγγιση (Kernberg και Michels, 2016). Η γνώση της θεωρίας είναι απαραίτητη, διότι διευκολύνει την κατανόηση του κλινικού ψυχαναλυτικού υλικού και την πορεία της ψυχαναλυτικής εργασίας. Αποτελεί μια πυξίδα για τον ψυχαναλυτή βάσει της οποίας πορεύεται. Η πυξίδα όμως αυτή δεν πρέπει να προηγείται, αλλά να ακολουθεί και απλώς να διευκολύνει την κλινική δουλειά με τον αναλυόμενο, να παρέχει ένα πλαίσιο, ώστε να μη βρίσκεται κάποιος στο χάος. Οι διάφορες θεωρίες δεν είναι σε αντιπαράθεση η μία με την άλλη, αλλά πρέπει να γίνονται αντιληπτές ως αλληλοσυμπληρούμενες. Πολλές φορές διαπιστώνουμε ότι μία θεωρία διευκολύνει περισσότερο την κατανόηση ενός αναλυόμενου και άλλη θεωρία το υλικό κάποιου άλλου. Βαθμιαία πολλές έννοιες και διάφορες θεωρίες συνδυάζονται και συγκροτούνται στο μυαλό μας δημιουργώντας ένα θεωρητικό πλαίσιο, που μπορεί να συνδυάζει το ενορμητικό στοιχείο, τις αντικειμενότροπες σχέσεις, την ψυχολογία του Εγώ κλπ., και στο οποίο βασιζόμαστε "ακούγοντας" τον αναλυόμενο.
Πέραν των θεωρητικών σεμιναρίων, κλινικά σεμινάρια και σεμινάρια τεχνικής πρέπει να συμπληρώνουν την εκπαίδευση, ως ένα πολύ σημαντικό τμήμα της. Άλλωστε βασικός στόχος της ψυχαναλυτικής εκπαίδευσης είναι να γίνει κάποιος ψυχαναλυτής με δεξιότητες στην κλινική ψυχαναλυτική εργασία. Προσπάθεια πρέπει να υπάρχει στην ψυχαναλυτική εκπαίδευση συνδυασμού και ισορροπίας μεταξύ της θεωρίας και της κλινικής πράξης.
Εποπτεία
Η εποπτεία έχει ως σκοπό όχι απλώς να "διδάξει", αλλά να βοηθήσει τον εποπτευόμενο να αναπτύξει τις δικές του ικανότητες και απόψεις, φυσικά εντός του πλαισίου της τεχνικής, όπως την ορίζει η ψυχαναλυτική εκπαίδευση. Στόχοι είναι να διαμορφώνει την προσωπική του ψυχαναλυτική ταυτότητα και όχι απλώς να "μιμηθεί" τον επόπτη και να υιοθετήσει ακριβώς την τεχνική του. Βασίζεται στη μετάδοση της γνώσης και των δεξιοτήτων, αλλά και σε ιδιαίτερες διαδικασίες ενσυναίσθησης, που αναπτύσσονται μεταξύ επόπτη και εποπτευόμενου και αντίστροφα και οδηγούν σε αλλαγές που αφορούν τον αναλυόμενο (Windholz, 1970). Ο επόπτης αποτελεί έναν παρατηρητή περισσότερο αντικειμενικό, έναν τρίτο στη σχέση εκπαιδευόμενου αναλυτή και αναλυόμενου και βοηθάει στην πιο ακριβή και αντικειμενική κατανόηση του υλικού. Στην επικοινωνία με τον εποπτευόμενο πρέπει να γίνονται αντιληπτές οι ασυνείδητες διεργασίες που κινητοποιούνται μεταξύ επόπτη και εποπτευόμενου, αλλά και ασυνείδητες διεργασίες μεταξύ του εκπαιδευόμενου ψυχαναλυτή και της περίπτωσης που παρακολουθεί σε ανάλυση. Πρέπει να δίνεται χώρος στον εποπτευόμενο να αναφέρει ό,τι σκέπτεται και ότι κάνει με τον αναλυόμενο που παρουσιάζει, χωρίς να φοβάται κριτική και υποτίμηση. Πρόκειται για μία πολυεπίπεδη διεργασία, που αφορά τη σχέση επόπτη εποπτευόμενου και της περίπτωσης που είναι σε ανάλυση, αλλά και τη σχέση με την εκπαιδευτική επιτροπή και την εταιρεία στο σύνολό της, και ό,τι προβάλλεται σε αυτές από τον εποπτευόμενο. Πρόκειται για πολύπλοκη συνθήκη που απαιτεί εγκράτεια και ωριμότητα κυρίως από τον επόπτη, ώστε η όλη σχέση να δράσει υποστηρικτικά αλλά και αντικειμενικά στην εξελικτική πορεία του εκπαιδευόμενου.
Ολοκλήρωση εκπαιδευτικής διαδικασίας
Η ολοκλήρωση της εκπαίδευσης αξιολογείται κυρίως από τους επόπτες και κατά δεύτερο λόγο από τη συμμετοχή του εκπαιδευόμενου ψυχαναλυτή στα σεμινάρια και σε άλλες εκπαιδευτικές και επιστημονικές δραστηριότητες του Ινστιτούτου ή της Εταιρείας. Σε κάποιες εταιρείες ή Ινστιτούτα απαιτείται η παρουσίαση εργασίας ή και η γνώμη κάποιου εξωτερικού κριτή, δηλαδή μέλους άλλης εταιρείας, ο οποίος θεωρείται ότι θα είναι περισσότερο αντικειμενικός (Target, 2001). Έχει επισημανθεί (Kernberg 2000) ότι η αξιολόγηση πρέπει να γίνεται βήμα-βήμα σε διάφορα στάδια της εκπαίδευσης, αντί για μία τελική αξιολόγηση. Σύμφωνα με αυτή την πρόταση διάφορες αδυναμίες μπορεί να επισημανθούν πιο νωρίς και δίνεται η δυνατότητα για περισσότερο προσεκτική παρακολούθηση της πορείας του εκπαιδευόμενου ψυχαναλυτή.
Εκπαιδευτικά μοντέλα
Τρία είναι τα εκπαιδευτικά μοντέλα εγκεκριμένα από τη Διεθνή Ψυχαναλυτική Ένωση : το Eitingon, το Γαλλικό και της Ουρουγουάης.
Το Eitingon βασίζεται στο τρίπτυχο : προσωπική ανάλυση, εποπτείες και σεμινάρια. Η προσωπική ανάλυση θεωρείται ιδιαίτερα σημαντικό να συνεχίζεται κατά τη διάρκεια της εκπαίδευσης, τουλάχιστον κατά ένα μεγάλο χρονικό διάστημα. Συμβάλλει στο να αντιλαμβάνεται και να επεξεργάζεται ο εκπαιδευόμενος δικές του ψυχικές συγκρούσεις, οι οποίες πολλές φορές κινητοποιούνται από τα περιστατικά, που αναλαμβάνει σε ανάλυση. Διευκολύνεται επίσης η κατανόηση των αντιδράσεων μεταβίβασης/αντιμεταβίβασης και των τυφλών σημείων στον ψυχισμό του εκπαιδευόμενου ψυχαναλυτή. Δίνεται ακόμη η ευκαιρία να επεξεργάζεται ο εκπαιδευόμενος το πιο ουσιαστικό βήμα, που συμβαίνει κατά τη διάρκεια της εκπαίδευσης, το προχώρημα από τη θέση του αναλυόμενου στη θέση του αναλυτή, που αναλαμβάνει περιπτώσεις, όπως οι άλλοι "ενήλικες" ή/και "γονεϊκές φιγούρες". Η προσωπική ανάλυση κατά τη διάρκεια της εκπαίδευσης είναι κύριο χαρακτηριστικό του μοντέλου Eitingon.
Το Γαλλικό μοντέλο βασίζεται και αυτό στο τρίπτυχο προσωπική ανάλυση, εποπτείες και σεμινάρια. Η προσωπική ανάλυση είναι ανεξάρτητη από την εκπαίδευση και μπορεί να γίνει από οποιοδήποτε μέλος της ΙΡΑ. Κατά το μεγαλύτερο μέρος της γίνεται πριν αρχίσει η εκπαίδευση και θεωρείται πολύ σημαντικό βήμα, στο να διευκρινισθεί γιατί κάποιος θέλει να γίνει ψυχαναλυτής. Βάσει αυτού του μοντέλου, ο υποψήφιος που κάνει αίτηση για ψυχαναλυτική εκπαίδευση είναι περισσότερο συνειδητοποιημένος και άρα πιο έτοιμος να εμπλακεί στη δύσκολη πορεία της ψυχαναλυτικής εκπαίδευσης.
Το μοντέλο της Ουρουγουάης βασίζεται και αυτό στο τρίπτυχο προσωπική ανάλυση, εποπτείες και σεμινάρια. Στόχος αυτού του μοντέλου είναι να υπάρχει ελευθερία στις λειτουργίες και τις διαδικασίες, χωρίς ιδιαίτερη ιεραρχία. Έμφαση δίνεται στον τρόπο που λειτουργεί το ασυνείδητο, στις αλλαγές που συμβαίνουν στην εικόνα εαυτού, και στη μεγάλη αφοσίωση και πάθος για την ψυχανάλυση.
Στη φιλοσοφία της εκπαίδευσης, βάσει του μοντέλου Eitingon, είναι ότι η ανάλυση απευθύνεται σε όλες τις δομές της προσωπικότητας, στην εμπλοκή του ασυνείδητου με συνειδητές πλευρές του ψυχισμού, και στην αποεξειδανίκευση του αναλυτού και του επαγγέλματος γενικότερα. Απαιτείται εντατική ψυχαναλυτική διαδικασία για τον εκπαιδευόμενο με συχνότητα συνήθως 4-5 φορές την εβδομάδα. Τελευταία υπάρχει και η δυνατότητα για συχνότητα της ανάλυσης 3 φορές την εβδομάδα, που όμως λίγες από τις εταιρείες, που ακολουθούν το μοντέλο Eitingon, την έχουν υιοθετήσει. Η ίδια συχνότητα με την προσωπική ανάλυση του εκπαιδευόμενου ψυχαναλυτή απαιτείται και για τις περιπτώσεις που αναλαμβάνει στο πλαίσιο της ψυχαναλυτικής εκπαίδευσης. Στόχος της αναλυτικής και της εκπαιδευτικής διαδικασίας είναι να διατηρηθεί η δυνατότητα για αυτοπαρατήρηση και ανάλυση του εαυτού και μετά το τέλος της εκπαίδευσης. Η εκτίμηση των εποπτών έχει τη μεγαλύτερη βαρύτητα, όσον αφορά την απόφαση για ολοκλήρωση της εκπαίδευσης. Συνήθως η όλη διαδικασία ολοκληρώνεται με μία κλινική παρουσίαση σε επιτροπή που ορίζεται από το Ινστιτούτο ή την Εταιρεία.
Στη φιλοσοφία του Γαλλικού ψυχαναλυτικού μοντέλου είναι ότι η προσωπική ανάλυση έχει προχωρήσει αρκετά, ή και ολοκληρωθεί, πριν από την αίτηση για εκπαίδευση. Η συχνότητα καθορίζεται μεταξύ ψυχαναλυτού και ψυχαναλυόμενου, συνήθως 3-4 φορές την εβδομάδα. Οι συνεντεύξεις που γίνονται κατά την εξέταση του αιτήματος για εκπαίδευση έχουν ως στόχο να εκτιμήσουν το πόσο έχει προχωρήσει η ψυχαναλυτική διαδικασία μέχρι εκείνη τη στιγμή. Εκτιμάται η κατανόηση της λειτουργίας του ασυνείδητου, οι ψυχοδυναμικές διεργασίες, η ευκαμψία του ψυχικού οργάνου, οι ψυχικές συγκρούσεις, η ενδοβολή της ψυχαναλυτικής λειτουργίας κλπ. Η εποπτεία θεωρείται η διαδικασία που διαμορφώνει τον υποψήφιο σε ψυχαναλυτή. Έμφαση δίδεται στην παρακολούθηση του ψυχαναλυτικού υλικού του αναλυόμενου, αλλά και στις αντιδράσεις που κινητοποιούνται στον ψυχαναλυτή. Ο επόπτης έχει σημαντικό λόγο στην αξιολόγηση της ολοκλήρωσης της εκπαίδευσης, όταν ο εκπαιδευόμενος παρουσιάζει την ψυχαναλυτική του περίπτωση στην επιτροπή αξιολόγησης. Μόνο τα πλήρη μέλη της εταιρείας αναλαμβάνουν εποπτείες.
Στο μοντέλο της Ουρουγουάης απαιτείται, πριν το αίτημα για εκπαίδευση, προσωπική ανάλυση με μέλος της ΙΡΑ οπωσδήποτε για 3 1/2 χρόνια. Η ανάλυση θα συνεχιστεί κατά τη διάρκεια της εκπαίδευσης τουλάχιστον για 5 χρόνια με μέλος της ομάδας αναλυτών του συγκεκριμένου Ινστιτούτου. Η εν λόγω διαδικασία έχει ως στόχο την εμπλοκή και παλινδρόμηση του υποψήφιου ψυχαναλυτή στην ανάλυσή του, αλλά και την ώριμη λειτουργία του στις υποχρεώσεις του προς το Ινστιτούτο. Η συχνότητα των συνεδριών αποτελεί αποκλειστικά συμφωνία μεταξύ αναλυτού και αναλυόμενου και είναι συνήθως 3 φορές την εβδομάδα. Μπορεί να αυξηθεί μέχρι και 5 φορές, ανάλογα με τις συνθήκες. Η αξιολόγηση του εκπαιδευόμενου βασίζεται στην παρακολούθηση και συμμετοχή του, στα σεμινάρια, σε γραπτές συνεδρίες περιστατικών υπό εποπτεία και σε γραπτή περίπτωση με κλινικό και θεωρητικό υλικό. Τελική αξιολόγηση για ολοκλήρωση της εκπαίδευσης γίνεται από την επιτροπή των μελών του Ινστιτούτου, που είναι υπεύθυνη για την εκπαίδευση, βασίζεται σε όλα τα στοιχεία της πορείας του εκπαιδευόμενου, και συζητείται από όλα τα μέλη του Ινστιτούτου, κατόπιν άδειας του εκπαιδευόμενου. Τα σεμινάρια και οι εποπτείες έχουν στοιχεία που θυμίζουν πανεπιστημιακή εκπαίδευση και η τελική εργασία είναι ανάλογη με την εργασία για πτυχίο master.
Τα τρία μοντέλα που παρουσιάστηκαν έχουν κοινά στοιχεία αλλά και διαφορές. Βασίζονται και τα 3 στο τρίπτυχο προσωπική ανάλυση, εκπαιδευτικά σεμινάρια και εποπτεία. Επίσης και τα τρία έχουν ως στόχο να διαμορφώσουν την ταυτότητα του ψυχαναλυτή με κύρια χαρακτηριστικά την ικανότητα να "ακούει" τον αναλυόμενο με δυνατότητα εγκράτειας και ουδετερότητας, και να παρακολουθεί τις κινήσεις μεταξύ ασυνείδητου και συνειδητού στον ψυχισμό του αναλυόμενου, αλλά και τον δικό του.
Η βασική διαφορά μεταξύ του μοντέλου Eitingon και του Γαλλικού είναι ότι στο Eitingon η ανάλυση του εκπαιδευόμενου γίνεται στη διάρκεια της εκπαίδευσης, ενώ στο Γαλλικό μπορεί να έχει ολοκληρωθεί πριν την εκπαίδευση. Στο Eitingon θεωρείται περισσότερο σημαντικό να αναλύεται κανείς όταν αναλαμβάνει περιπτώσεις σε ανάλυση, ώστε να γίνεται επεξεργασία του υλικού που κινητοποιείται στον εκπαιδευόμενο ψυχαναλυτή περιλαμβανομένων και των αντιδράσεων αντιμεταβίβασης. Στο Γαλλικό μοντέλο η έμφαση δίδεται στο να συνειδητοποιήσει ο υποψήφιος, πριν αρχίσει την εκπαίδευση, γιατί θέλει να γίνει ψυχαναλυτής. Στο μοντέλο της Ουρουγουάης η προσωπική ανάλυση συνεχίζεται κατά τη διάρκεια της εκπαίδευσης.
Σκοπός της εκπαίδευσης σε όλα τα μοντέλα είναι να διαμορφωθεί η ταυτότητα του ψυχαναλυτή. Το μοντέλο της Ουρουγουάης προσφέρει μεγαλύτερη ελευθερία κατά την εκπαιδευτική διαδικασία, αλλά ίσως να μην αναπτύσσεται η συνοχή και συγκρότηση της ψυχαναλυτικής ταυτότητας από θεωρητικής και κλινικής πλευράς, όπως εμφανίζεται στα άλλα δύο μοντέλα.
Συμβολή της ανάλυσης παιδιών και εφήβων στην εκπαίδευση της ανάλυσης ενηλίκων
Η ανάλυση των παιδιών και εφήβων, λόγω της ρευστότητας του ψυχισμού και της κατάστασης υπό διαμόρφωση, προσφέρει τη δυνατότητα για καλύτερη κατανόηση των φάσεων ανάπτυξης, των συνεχών παλινδρομήσεων και αναδιοργανώσεων, καθώς και της πολυπλοκότητας των παραγόντων, που εμπλέκονται σε κάθε στιγμή κατά την πορεία της ανάπτυξης. Οι διαδικασίες εσωτερίκευσης και ταύτισης παρατηρούνται εν εξελίξει, καθώς και οι διαδικασίες σταδιακής δόμησης και απαρτίωσης του ψυχισμού. Δίνεται επίσης η δυνατότητα να παρατηρήσει κανείς την απαρχή διαμόρφωσης του χαρακτήρα, που θα δώσει αργότερα στοιχεία προσωπικότητας, είτε στο φάσμα του φυσιολογικού, είτε του παθολογικού. Οι προοιδιπόδειες φάσεις μπορεί να μελετηθούν στις λεπτομέρειές τους, καθώς και η διάδραση του παιδιού με το περιβάλλον, και πώς αυτή η συναλλαγή με το περιβάλλον ενδοβάλλεται σταδιακά και επηρεάζει τη διαμόρφωση του ψυχισμού από την παιδική ηλικία μέχρι την ενηλικίωση.
Η ψυχαναλυτική εργασία με παιδιά και εφήβους εμπλουτίζει τη δυνατότητα του ψυχαναλυτή να κατανοεί τη συνέχεια μεταξύ παιδικής ηλικίας και ενηλίκου ζωής, καθώς και την ιδιαίτερη πολυπλοκότητα, πλούτο, αλλά και ευαλωτότητα, που εμφανίζουν οι μεταβατικές φάσεις από τη μία ηλικιακή περίοδο στην άλλη. Επίσης μπορεί να εκτιμηθεί καλύτερα η σημασία της παλινδρόμησης και από την αρνητική πλευρά της αποδιοργάνωσης, αλλά και από τη θετική της ανασυγκρότησης. Δίνεται μεγαλύτερη δυνατότητα παρατήρησης και μελέτης της εφηβείας, η οποία είναι μία περίοδος, η οποία δεν αναβιώνεται ιδιαίτερα με εικόνες και μνήμες στην ανάλυση ενηλίκων, και κυρίως δεν περιγράφεται η σχέση με τα συναισθήματα που τη συνοδεύουν. Όλες αυτές οι πληροφορίες για τη λειτουργία του ψυχικού οργάνου κατά την παιδική και εφηβική ηλικία είναι πολύ χρήσιμες στη διαδικασία ανακατασκευής, που συμβαίνει κατά την ψυχανάλυση του ενήλικα (Wallerstein, 1976). Προσφέρονται πολύ περισσότερες δυνατότητες κατανόησης του παιδιού που ο κάθε ενήλικας έχει μέσα του και αναβιώνεται στη σχέση με τον ψυχαναλυτή. Οι Kestenberg και Lebovici (Wallerstein, 1976) επισημαίνουν ότι η εργασία με τα παιδιά και τους εφήβους δίνει τη δυνατότητα στον ψυχαναλυτή να κατανοεί καλύτερα τα ελλείμματα ενηλίκων με σοβαρή ψυχοπαθολογία και να τροποποιεί το πλαίσιο, προσαρμοζόμενος στις ανάγκες του αναλυόμενου, χωρίς να παρεκκλίνει από την ψυχαναλυτική διαδικασία. Επίσης γίνεται περισσότερο σαφής η διάκριση μεταξύ λεκτικοποίησης και επικοινωνίας με πράξεις, η έννοια της εκδραμάτισης εντός και εκτός πλαισίου, ενώ αναπτύσσεται μεγαλύτερη ανοχή για τέτοιες ενέργειες. Η παρατήρηση όλων των ηλικιακών περιόδων καθώς και της σχέσης μητέρας-βρέφους και της μεταξύ τους διάδρασης εμπλουτίζει την ψυχαναλυτική θεωρία, συμπληρώνοντας από μία άλλη οπτική τα δεδομένα από το ψυχαναλυτικό υλικό. Επιπλέον η παρατήρηση βρεφών και μικρών παιδιών ισχυροποιεί την ανοχή της παλινδρόμησης στην εξυπηρέτηση της ανάλυσης, και τη δυνατότητα ενσυναίσθησης.
Ορισμένοι κίνδυνοι που μπορεί να δημιουργηθούν από την εμπειρία με παιδιά και εφήβους στην ψυχαναλυτική εργασία με τους ενήλικες είναι η τάση να ερμηνεύει κανείς χωρίς να περιμένει τους συνειρμούς του αναλυόμενου, επικέντρωση στις προοιδιπόδειες φάσεις, και μεγαλύτερη προσοχή σε εξωτερικούς παράγοντες εις βάρος των ενδοψυχικών.
Σε γενικές γραμμές όμως η ψυχαναλυτική εργασία με παιδιά και εφήβους εμπλουτίζει τις δυνατότητές μας για εργασία με τους ενήλικες, κυρίως όσον αφορά τις σοβαρές ψυχοπαθολογίες.
Στόχοι εκπαίδευσης
Βασικός στόχος της ψυχαναλυτικής εκπαίδευσης, με το τρίπτυχο προσωπική ανάλυση, εποπτείες και σεμινάρια, είναι να προετοιμάσει τον μέλλοντα ψυχαναλυτή να "ακούει" τον αναλυόμενο και να τον ακολουθεί στην ψυχαναλυτική του πορεία. Ο Freud (1912) στο κείμενο "Recommendations to Physicians practicing psychoanalysis" επισημαίνει ότι ο ψυχαναλυτής πρέπει να είναι διαθέσιμος να δεχτεί τους ελεύθερους συνειρμούς του αναλυόμενου στο δικό του ψυχικό χώρο, που περιλαμβάνει και το δικό του ασυνείδητο. Δεν επιτρέπεται να αφήνει άλλες προκαθορισμένες σκέψεις να επηρεάζουν τον τρόπο που ακούει το υλικό. Μάλιστα ο Freud χρησιμοποιεί τον όρο να ακούει με το δικό του "unconscious memory", δηλαδή τη δική του ικανότητα μνήμης που ανήκει στο ασυνείδητο. Επίσης, πρέπει ο αναλυτής να μπορεί να αιφνιδιάζεται από αυτά που ακούει, χωρίς να έχει προσχηματισμένες ιδέες. Ο Freud παρουσιάζει το ασυνείδητο του αναλυτή ως ένα όργανο που προσλαμβάνει, χωρίς την παρέμβαση υπερεγωτικού ελέγχου, χωρίς να διαγράφει ή να τροποποιεί αυτά που ακούει. Η λειτουργία του ψυχαναλυτή παρομοιάζεται με δέκτη τηλεφώνου, που δέχεται τα ακούσματα του αναλυόμενου και ανακατασκευάζει από τους ελεύθερους συνειρμούς τις ασυνείδητες φαντασιώσεις του. Ανεξάρτητα του πόσο ακριβής είναι η εικόνα που περιγράφει ο Freud για τη λειτουργία του ψυχαναλυτή στο σύνολό της, η δεκτικότητα αυτών που ακούει χωρίς προκαταλήψεις και υπερεγωτικές απαιτήσεις είναι αυτό που τονίζεται ιδιαίτερα και ισχύει και σήμερα.
Σε γενικές γραμμές η διαδικασία της ψυχανάλυσης έχει ως σκοπό να αναπτύξει στον εκπαιδευόμενο και μέλλοντα ψυχαναλυτή την κατανόηση της κλινικής πράξης, όπως αυτή αναπτύχθηκε κατ' αρχήν από τον Freud και όσους άλλους σημαντικούς ακολούθησαν. Ο ίδιος ο ψυχαναλυτής είναι "το εργαλείο", στο οποίο στηρίζεται η ψυχαναλυτική πορεία του αναλυόμενου και το οποίο πρέπει να διαθέτει συγκρότηση και ευκαμψία.
Βασικό στοιχείο της εκπαίδευσης είναι να μην δημιουργηθούν "πιστεύω" και δόγματα αλλά μία τάση αμφισβήτησης, επιθυμίας για διερεύνηση και κατανόηση του τι συμβαίνει στον ψυχικό κόσμο του αναλυόμενου, αλλά και στη σχέση μεταξύ αναλυτού και αναλυόμενου. Ο αναλυτής πρέπει να αισθάνεται ότι "δεν ξέρει", να αντέχει ότι δεν ξέρει, και σιγά-σιγά να χτίσει το αφήγημα του αναλυόμενου, στο πλαίσιο της σχέσης μαζί του, και να επενδύει τη μοναδικότητά του. Προκειμένου η ανάλυση να είναι παραγωγική πρέπει ο αναλυτής να εκτιμήσει τη μοναδικότητα και τα ιδιαίτερα στοιχεία του κάθε αναλυόμενου (Bergmann 2009).
Κατά τον Ogden (2006) κεντρικός στόχος της ψυχαναλυτικής εκπαίδευσης είναι να αναπτύξει ο ψυχαναλυτής την ικανότητα να ονειρεύεται μέρη της εμπειρίας του από την κλινική πράξη, για τα οποία δεν είχε προηγουμένως την ικανότητα να ονειρευτεί.
Η θέση του ψυχαναλυτή κατά την ψυχαναλυτική πράξη απαιτεί ικανότητα να κρατάει ισορροπία μεταξύ ενσυναίσθησης, διαίσθησης και θεωρητικής γνώσης (Fenichel 1941, Greenson 1967). Σύμφωνα με τον Ferenczi (1919) ο ψυχαναλυτής πρέπει να προσλαμβάνει το υλικό του αναλυόμενου, ενώ ταυτόχρονα επιτρέπει στους δικούς του συνειρμούς και μνήμες να εμφανίζονται παράλληλα. Πριν κάνει όμως κάποια ερμηνεία, πρέπει να εξετάζει και να επεξεργάζεται το υλικό με μεγάλη προσοχή, ώστε να νιώθει αρκετά σίγουρος για την οποιαδήποτε παρέμβαση.
Η θεωρία είναι απαραίτητη προκειμένου να δημιουργηθεί ένας οδηγός πορείας στην ψυχαναλυτική διαδικασία, αλλά πρέπει να αφήνει χώρο για δημιουργικότητα και να μη γίνεται δόγμα. Υπάρχουν πολλές θεωρίες και σχολές, τις οποίες πρέπει να αντιλαμβανόμαστε ως αλληλοσυμπληρούμενες. Ανάλογα με την περίπτωση, πότε μπορεί να χρησιμοποιηθεί η μία θεωρία και πότε η άλλη. Είναι σημαντικό οι θεωρίες που υιοθετούμε να μην καθηλώνουν αλλά να διευκολύνουν την επεξεργασία και τη δημιουργική σκέψη.
Ορισμένες φορές κατά την πορεία της εκπαίδευσης η ψυχανάλυση και η ταυτότητα του ψυχαναλυτή υπερεξιδανεικεύονται με κίνδυνο να περιορίζονται οι ορίζοντες σκέψης και η δυνατότητα συνεργασίας με άλλους τομείς. Η ψυχανάλυση πρέπει να εκτιμάται γι' αυτό που μπορεί να προσφέρει, και ο αναλυτής, που ολοκληρώνει την εκπαίδευσή του να είναι σε θέση να συνεχίζει μόνος του την αυτοπαρατήρηση και ανάλυση του εαυτού του, ώστε να μπορεί να ανταποκριθεί στο πολύ δύσκολο επάγγελμα του ψυχαναλυτή.
Βιβλιογραφία
- Arlow J.A. Some Dilemmas on Psychoanalytic Education (1972). J. Amer. Psychoanal Assn 20:556-566
- Bergmann M.J. The 1993 Symposium on Psychoanalytic Education Revisited (2009). Psychoanal. Rev. 96:405-409
- Fenichel O. (1941) Problems of Psychoanalytic Technique. Albany New York. The Psychoanalytic Quarterly Inc.
- Ferenczi S. (1919) On the Technique of Psychoanalysis. Further contributions on the Theory and Technique of Psycho-Analysis. London, Hogarth Press 1950
- Freud S. (1912) Recommendations to Physicians Practicing Psycho-Analysis. S.E.: Vol. 12:110-120. The Hogarth Press and the Institute of Psychoanalysis. London, 1958
- Gitelson M. (1948) Problems of Psychoanalytic Training. Psychoanal Quart. 17:198-211
- Greenacre P. (1961) Critical Digest of the Literature on Selection of Candidates for Psychoanalytic Training. Psychoanalytic Quarterly 30:28-55
- Greenson R.R. (1967) The Technique and Practice of Psychoanalysis. International Universities Press Inc. New York
- Kernberg O. (2000) A Concerned Critique of Psychoanalytic Education. Int J Psychoanal 81:97-120
- Kernberg O. and Michels R. (2016) Thoughts on the Present and Future of Psychoanalytic Education. J.Amer. Psychoanal Assn 64:477-493
- Levin S.S. and Michaels J.J. (1965) Incomplete Psychoanalytic Training. J.Amer Psychoanal Assn 13:793-818
- Lewin B.D. (1962) American Psychoanalytic Education - Historical Comments. J.Amer Psychoanal Assn 10:119-126
- Ogden T.H. (2006) On Teaching Psychoanalysis. Intern. J. Psychoanal. 87:1069-1085
- Pollock G.H. (1961) Historical Perspectives in the Selection of Candidates for Psychoanalytic Training. Psychoanal Quart. 30:481-496
- Target M. (2001) Some Issues in Psychoanalytic Training : an Overview of the Literature and some resulting observations. 2nd Joseph Sandler Research Conference at University College London
- Wallerstein R.S. (1976) Reports on the 6th Pre-Congress Conference on Training, London, 1975 - 1. Summary of the 6th Pre-Congress conference on Training : The Contribution of Child Analysis to the Training in Adult Analysis. Bull. Intern. Psychoanal Assn 57:198-205
- Windholz E. (1970) The Theory of Supervision in Psychoanalytic Education. Intern. J. Psycho-Anal 51:393-406
ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΣΤΗΝ ΨΥΧΑΝΑΛΥΣΗ: Η ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΨΥΧΑΝΑΛΥΤΗ - Φώτης Μπόμπος
Η διαμόρφωση του ψυχαναλυτή απετέλεσε και αποτελεί τον κύριο λόγο ύπαρξης και δραστηριότητας των ψυχαναλυτικών εταιρειών. Από τον πρώτο μικρό κύκλο της Ψυχολογικής Εταιρείας της Τετάρτης (Wednesday Psychological Society) του 1902, περνώντας στη Βιενέζικη Ψυχαναλυτική Εταιρεία (Vienna Psychoanalytic Society) του 1908, έως την ΙΡΑ του σήμερα, οι ψυχαναλυτές οργανώνονται σε εταιρείες, για να συναντηθούν στη βάση του κοινού σκοπού: την διερεύνηση των συνειδητών και ασυνειδήτων διεργασιών του υποκειμένου. Πρόκειται για την συνεχιζόμενη συν-εκπαίδευση, η οποία αφορά τόσο τους παλαιότερους αναλυτές, που χάρις στην απόκτηση νέων κλινικών εμπειριών επιθυμούν τις θεωρητικές ανταλλαγές με τους συναδέλφους τους, όσο και τους νεότερους που επιθυμούν την βασική εκπαίδευση-διαμόρφωση τους ως συναδέλφων ψυχαναλυτών. Πρόκειται για μια ιδιαίτερη ομάδα την οποία σχηματίζουμε, στην οποία ανήκουμε και από την οποία διαμορφωνόμαστε. Πρόκειται για την αίσθηση του ανήκειν (ανήκουμε-μας ανήκει), ενώ διατηρούμε την αίσθηση της μοναχικότητας που συνοδεύει την προσωπική ψυχική διαδρομή του καθενός μας. Πρόκειται για την «Ικανότητα του να είμαστε μόνοι με την παρουσία του άλλου», όπως διατύπωσε με οξυδέρκεια ο Winnicott[1]. Όπως σε κάθε ομάδα, σε κάθε κοινωνική οργάνωση, ο ναρκισσισμός του ενός τίθεται σε δοκιμασία και κάποιες φορές μέχρις του σημείου της κατάστασης απειλής από τον ναρκισσισμό του άλλου. Αυτό μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα να προκαλούνται δογματικές αντιπαραθέσεις και οξείες συγκρούσεις εντός των εταιρειών, να οδηγούν σε φανατικές υποομάδες και τις αντίστοιχες ταυτίσεις με τους ηγέτες τους και να επιφέρουν εν τέλει καταστροφικές επιπτώσεις. Από το διεισδυτικό κείμενο του Φρόυντ[2], στο οποίο προβλέπει και αναλύει την ολέθρια επέλαση του φασισμού και του ολοκληρωτισμού, έως το βιβλίο της M. Utrilla Robles[3] για τα ψυχαναλυτικά ινστιτούτα, πολλά ενδιαφέροντα κείμενα έχουν γραφεί από σημαντικούς ψυχαναλυτές. Παρ’ όλα ταύτα, στις καταστάσεις κρίσης, είτε γενικές για την ανθρωπότητα, είτε ειδικές για την ψυχανάλυση, αναδεικνύεται αφενός, η ευθραυστότητα και το πεπερασμένο της ύπαρξής μας και αφετέρου, η ζωτική σημασία του συναδελφικού κλίματος των εταίρων που απαρτίζουν τις εταιρείες. Πρόσφατο παράδειγμα, η πανδημία του Covid-19 με τις επιπτώσεις και τα ίχνη που αφήνει στην ψυχαναλυτική εργασία.
Όπως απαραίτητο συστατικό της ζωής μιας ψυχαναλυτικής εταιρείας είναι η προσωπική και υπεύθυνη δημιουργική συμμετοχή των μελών της, αντιστοίχως απαραίτητη είναι η προσωπική και υπεύθυνη δημιουργική συμμετοχή των νέων υποψήφιων αναλυτών για την συνέχεια και το μέλλον της ψυχανάλυσης. Άλλωστε, δεν είναι τυχαίο το γεγονός, ότι η εκπαίδευση απετέλεσε προνομιακό πεδίο για την εκδήλωση συγκρούσεων και διασπάσεων στις εταιρείες. Ας επικεντρωθούμε, λοιπόν, στο παρόν κείμενο σε ορισμένες σκέψεις που αφορούν την ψυχαναλυτική εκπαίδευση-διαμόρφωση των νέων ψυχαναλυτών.
Για την ανάπτυξη του θέματος θα χρησιμοποιήσω ορισμένα στοιχεία που κατέγραψε η ειδική Επιτροπή έρευνας της ΙΡΑ, η οποία μελέτησε την εννοιολογική βάση των τριών εκπαιδευτικών μοντέλων που αναγνωρίζονται στους κόλπους της ΙΡΑ: το Eitingon, το Γαλλικό και της Ουρουγουάης. Το Γαλλικό μοντέλο εφαρμόζεται κυρίως σε γαλλόφωνες εταιρείες, της Ουρουγουάης στην Ουρουγουάη και το Eitingon σε όλες τις άλλες εταιρείες που αποτελούν την πλειονότητα των εταιρειών της ΙΡΑ. Το μοντέλο της Ουρουγουάης προέρχεται από έγνοια και αντίδραση σε μια προηγούμενη συγκέντρωση εξουσίας. Δεν υπάρχει ο θεσμός του Διδάσκοντος Αναλυτή. Οι ποικίλες εκπαιδευτικές λειτουργίες αναλαμβάνονται από ομάδες μελών της εταιρείας, όπου κάθε μέλος μπορεί να ανήκει μόνο σε μια ομάδα: Ομάδα Επιλογής Αιτήσεων, Ομάδα Εποπτείας, Ομάδα Διδασκαλίας και Ομάδα Ανάλυσης.
Η επιτροπή κατέληξε στη διαπίστωση ότι κάθε μοντέλο έχει υπέρ και κατά. Κατά συνέπεια δεν προκρίνει ένα μοντέλο έναντι των άλλων. Επίσης να σημειωθεί ότι κάθε εταιρεία τροποποιεί, κάθε τόσο, κάποια σημεία του ακολουθούμενου μοντέλου της, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις και τις ανάγκες της, για τη βελτίωση της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Έτσι κάθε εταιρεία, κατά κάποιο τρόπο, προσαρμόζει και εφαρμόζει το «δικό» της Eitingon ή Γαλλικό μοντέλο.
Το πλαίσιο που εμπεριέχει την εκπαιδευτική διαδικασία, σε όλα τα μοντέλα, στηρίζεται στο γνωστό τρίποδο: προσωπική ανάλυση, εποπτείες, σεμινάρια. Και οι τρεις αυτές διαδικασίες διαπνέονται και χρωματίζονται, από την αναλυτική σκέψη και ηθική και διαφοροποιούνται από κάθε άλλη πανεπιστημιακού ή επαγγελματικού τύπου εκπαίδευση. Βασική φιλοσοφία για την πορεία του εκπαιδευομένου είναι η εμβάπτιση-κατάδυση (immersion) στο ασυνείδητο, η πιστοποίηση (qualifying) και η περάτωση (graduating) της εκπαίδευσης. Η εκπαιδευτική διαδικασία διέπεται από την αρχή του δίπολου ευχαρίστηση-δυσαρέσκεια, το οποίο είναι στενά συνδεδεμένο και λαμβάνει υπόψη την αρχή της πραγματικότητας.
Η προσωπική ανάλυση συνιστά τον βασικό πυλώνα για την μετάδοση του αναλύεσθαι και αναλύειν. Αναπτύσσει και διευρύνει την ικανότητα για συνεχή αυτοανάλυση, ως τον «ιδεώδη» στόχο, ιδίως μετά το πέρας της ανάλυσης με τον αναλυτή. Εντούτοις, η αυτοανάλυση πάντα ενέχει τον κίνδυνο της διατήρησης ισχυρών ναρκισσιστικών αμυνών. Η προσωπική ανάλυση ονομάζεται καταχρηστικά και «διδακτική», εφόσον αναγνωρίζεται ως η απαραίτητη προϋπόθεση για την διαμόρφωση του αναλυτή. Στο συνέδριο της Βουδαπέστης (1918) μετά από πρόταση του Nunberg, αποφασίστηκε για πρώτη φορά ως γενική πολιτική, η προϋπόθεση της προσωπικής ανάλυσης για όποιον ασκεί την αναλυτική πρακτική. Πρόκειται όμως και κυρίως για προσωπική ανάλυση, εφόσον η πραγματοποίηση της προέχεται και βασίζεται στην προσωπική ανάγκη και επιθυμία του αναλυόμενου να αναλυθεί, πέρα και ξέχωρα από οποιαδήποτε άλλη επιθυμία για εκπαίδευση στην ψυχανάλυση. Στην ουσία της είναι μια ανεξάρτητη διαδικασία από τα άλλα δυο σκέλη της εκπαίδευσης, χάρις στο ειδικό πλαίσιο και μέθοδο της ψυχανάλυσης. Στηρίζεται στην προσωπική συμφωνία ανάμεσα στον αναλυτή και στον αναλυόμενο. Ο αναλυτής δεν παρεμβαίνει στην εκπαιδευτική πορεία του αναλυόμενου, όπως δεν παρεμβαίνει σε κανένα τομέα της ζωής του αναλυόμενου και οι εκπαιδευτικοί θεσμοί δεν παρεμβαίνουν στην προσωπική ανάλυση. Συχνά, ιδιαίτερα στις εταιρείες που χρησιμοποιούν το εκπαιδευτικό μοντέλο του Eitingon, όταν η αίτηση για εκπαίδευση συμπίπτει χρονικά με την έναρξη της προσωπικής ανάλυσης, η προσωπική επιθυμία για ανάλυση συγχέεται και συγκαλύπτεται κάτω από την «επαγγελματική» επιθυμία του να γίνει αναλυτής. Κατά το Γαλλικό μοντέλο η εκπαίδευση μπορεί να ξεκινήσει μόνον μετά ή προς το τέλος της προσωπικής ανάλυσης.
Μια άλλη σημαντική διαφορά ανάμεσα στο μοντέλο Eitingon και στο Γαλλικό είναι ότι στο πρώτο την ανάλυση των εκπαιδευόμενων-υποψήφιων αναλυτών αναλαμβάνουν αποκλειστικά οι Διδάσκοντες Αναλυτές, ενώ στο δεύτερο αναγνωρίζονται οι προσωπικές αναλύσεις που έχει αναλάβει οποιοσδήποτε ψυχαναλυτής, μέλος της ΙΡΑ. Έτσι η λειτουργία του Διδάσκοντος προοδευτικά εγκαταλείπεται, ενώ διατηρείται η λειτουργία του Εποπτεύοντος Αναλυτή.
Ο Σ. Φερέντσι[4], από τους πρώτους ψυχαναλυτές που υπογράμμισε, λόγω της προσωπικής του εμπειρίας, την σημασία της αντιμεταβίβασης, ήταν αντίθετος στην έννοια και τον όρο «διδακτική» ανάλυση. Υποστήριζε ότι ο «καλύτερος αναλυτής είναι ένας θεραπευμένος ασθενής»! Θεωρούσε μάλιστα ότι κατά τη διάρκεια της άσκησης της αναλυτικής πρακτικής, οι ψυχαναλυτές μετά την πρώτη ανάλυσή τους έχουν την ανάγκη συμπληρωματικής ανάλυσης. Συμπληρωματικές αναλύσεις πραγματοποιούνται, μέσω τμημάτων ανάλυσης, που ονομάζονται στην γαλλόφωνη ψυχανάλυση “tranches d’analyse”. Όσον αφορά στις εποπτείες, ο Φερέντσι θεωρούσε ότι αυτές αποτελούν ευκαιρία για την αναγνώριση των δυσκολιών και των αδυναμιών του ψυχαναλυτή, ο οποίος ελέγχεται αυστηρά από τον αναλυόμενο ασθενή του.
Κατά ένα ανάλογο τρόπο και ο Φρόυντ[5], με την ευκαιρία της έντονης αντίδρασής του στη δίωξη του Θ. Ράικ από τις αυστριακές αρχές επειδή ήταν ένας μη ιατρός, ένας λαϊκός αναλυτής, υποστήριξε την Λαϊκή Ανάλυση, δηλαδή την δυνατότητα να γίνει αναλυτής ένας μη ιατρός. Πίστευε ότι η αναλυτική ταυτότητα δημιουργείται από την προσωπική ανάλυση και εκπαίδευση και όχι από άλλες επιστημονικές εκπαιδεύσεις. Η ίδια έντονη διαμάχη προέκυψε και εντός της ΙΡΑ. Η απόφαση της Αμερικάνικης Ψυχαναλυτικής Ένωσης (APsaA) του 1924, που απέκλειε από την ψυχαναλυτική εκπαίδευση κάθε μη ιατρό, συνάντησε την σφοδρή διαμαρτυρία του Φρόυντ και της πλειοψηφίας των ευρωπαίων ψυχαναλυτών, που υποστήριζαν ότι η ψυχανάλυση δεν ανήκει στην ιατρική. Εντούτοις, μόνο σχετικά πρόσφατα (1988), η Αμερικάνικη Ψυχαναλυτική Ένωση ανέτρεψε την απόφαση αποκλεισμού των μη ιατρών και έκανε δεκτούς τους προερχόμενους από τα διάφορα επαγγέλματα της ψυχικής υγείας στα εκπαιδευτικά προγράμματά της.
Οι δυο εποπτείες συνιστούν αναλυτικό «παράδειγμα» της αρχικής φάσης μιας ψυχανάλυσης. Πρόκειται για την έκφραση της ενδοψυχικής συνέχειας της προσωπικής ανάλυσης, μέσω αντιστροφής των ρόλων, όπου ο αναλυόμενος λαμβάνει την θέση του αναλυτή για κάποιον άλλον αναλυόμενο. Σύμφωνα με τον J.-L. Donnet [6] προϋπόθεση για την μετάδοση της αναλυτικής λειτουργίας, της πρακτικής της μεθόδου είναι η ταύτιση με την διαδικασία της μεθόδου και όχι με το πρόσωπο του αναλυτή. Είναι η ταύτιση με την παθητική υποδεκτικότητα, την κυμαινόμενη προσοχή για την ακρόαση του ασυνειδήτου, το δημιουργικό άνοιγμα στο άγνωστο, στο καινούργιο. Η υποδεκτικότητα και η συναισθηματική αντοχή του ψυχαναλυτή συγκροτούν το θεμέλιο υπόστρωμα για το ξεδίπλωμα της μεταβίβασης και της αντιμεταβίβασης, για την εγκατάσταση της μεταβιβαστικής νεύρωσης. Στο ζεύγος επόπτης-εποπτευόμενος προσφέρεται μία άλλη οπτική, η οπτική του άλλου και όχι μόνο ενός άλλου. Από αυτή την άποψη η Θ. Βεργοπούλου είχε προτείνει τον ευρηματικό όρο αλλοπτεία, αντί του εποπτεία. Η διαδικασία της εποπτείας, αποτελεί μια διεργασία συνάντησης του απρόοπτου του αναλυόμενου, του εποπτευόμενου αναλυτή, του επόπτη αναλυτή, η οποία προκαλεί πολλαπλές μεταβιβαστικές και αντιμεταβιβαστικές κινήσεις. Προκαλεί ενδοιασμούς και δημιουργικές ταλαντεύσεις της αναλυτικής ταυτότητας. Μιας ταυτότητας που βρίσκεται συνεχώς σε επερώτηση, αναζήτηση και αναδιαμόρφωση.
Τα κλινικά και θεωρητικά σεμινάρια σε όλα τα εκπαιδευτικά μοντέλα επικεντρώνονται στη φροϋδική θεωρία, ενώ παράλληλα προσφέρεται η δυνατότητα ελεύθερης επιλογής από προαιρετικά σεμινάρια. Η προσδοκία από τα σεμινάρια είναι το κέντρισμα για μια κριτική και δημιουργική προσέγγιση της θεωρίας, έτσι ώστε ο κάθε ψυχαναλυτής να εξελίξει το προσωπικό θεωρητικό μοντέλο του. Ιδιαίτερη σημασία έχει η αποφυγή της προσκόλλησης σε μια θεωρία, η οποία μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως άμυνα στα αντιφατικά και συγκρουσιακά συναισθήματα που εγείρονται μπροστά στο άγνωστο. Εντούτοις, χωρίς ρητή ή υπόρρητη προσωπική θεώρηση είναι αδύνατη η ψυχαναλυτική κατανόηση της ακρόασης, μια εν δυνάμει ερμηνεία αυτού που ακούγεται, πράττεται και εκδηλώνεται σωματικά. Ο ψυχαναλυτής σκέφτεται με την ευρεία της αντιμεταβίβασής του, αισθανόμενος με όλο του το σώμα.
Τέλος, η Επιτροπή έρευνας της ΙΡΑ συζητά τα σημαντικά θέματα της ιεραρχίας- εξουσίας και του πλουραλισμού-δημοκρατίας. Προφανώς η έννοια της ιεραρχίας, όσον αφορά τις διαφορές της ψυχαναλυτικής εμπειρίας είναι σύμφυτη με την έννοια της εκπαίδευσης και κατά συνέπεια αποκλείει μια δημοκρατία χωρίς όρια. Όμως, αυτή η διαφορά της εμπειρίας για τη μετάδοση της ψυχανάλυσης δεν μπορεί να οδηγεί σε μια απεριόριστη ιεραρχία χωρίς σεβασμό στην διαφορετικότητα του άλλου. Αντιθέτως, μάλιστα, η εκπροσώπηση και η συμμετοχή των υποψήφιων αναλυτών στα ζητήματα της εκπαίδευσης είναι απαραίτητη και ωφέλιμη για την ψυχανάλυση. Σε πολλές εταιρείες, η έννοια Διδάσκων Αναλυτής είναι υπό συζήτηση, δηλαδή κατά πόσον αφορά σε μία λειτουργία ή σε μια θέση εφόρου ζωής. Η Εκπαιδευτική Επιτροπή αναλαμβάνει σημαντικές εξουσίες, εφόσον αποφασίζει για την πορεία των εκπαιδευόμενων και την περάτωση της εκπαίδευσης. Συγχρόνως όμως είναι υπόλογη και λογοδοτεί στο σύνολο των Διδασκόντων Αναλυτών και στη Γενική Συνέλευση της Ψυχαναλυτικής Εταιρείας.
Καταλήγοντας, μπορούμε να σκεφθούμε ότι δεν υπάρχει η τέλεια εκπαίδευση-διαμόρφωση του ψυχαναλυτή, ούτε η τέλεια ψυχαναλυτική εταιρεία, όπως δεν υπάρχει η «τέλεια, ιδανική» ψυχανάλυση. Η ενδοψυχική σύγκρουση και οι διαστάσεις που παίρνει και με τις οποίες αυτή, ενδεχομένως, εκδηλώνεται προς τον άλλον, τον συνάδελφο, τον διδάσκοντα, τον εκπαιδευόμενο αποτελεί ένα συνεχές ψυχικό, ψυχαναλυτικό διακύβευμα. Εντούτοις, αυτή η πραγματικότητα δεν μπορεί να καθίσταται ανασταλτικός παράγοντας για την αποτροπή, όσο αυτή είναι εφικτή, των φαινομένων της «κατάχρησης εξουσίας» και του «όλα μου επιτρέπονται», από οποιονδήποτε και εάν προέρχονται.
Φώτης Μπόμπος
Ιανουάριος 2021
[1] D.W. Winnicott, (1958), The Maturational Processes and the Facilitating Environment, 1984, Routledge
[2] S. Freud, (1921), Group Psychology and the Analysis of the Ego, SE:18
[3] M. Utrilla Robles, (2013), Fanaticism in Psychoanalysis: Upheavals in the Institutions, Routledge
[4] S. Ferenczi, (1932), Journal Clinique, σ. 223, P. B. Payot, 1985
[5] S. Freud, (1926), The Question of Lay Analysis, SE:20
[6] J.-L. Donnet, (2005), La situation analysante, PUF
OTTO KERNBERG : ΘΕΣΜΙΚΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΨΥΧΑΝΑΛΥΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ* - Απόδοση : Δημήτρης Μαλιδέλης
Από την αρχή του κειμένου ο συγγραφέας τοποθετείται με έναν σαφή τρόπο: «η ψυχαναλυτική εκπαίδευση υποφέρει από βαριές διαταραχές που αναλογικά μπορούμε να τις δούμε σαν μια ασθένεια που κατακλύζει τις εκπαιδευτικές δομές των ψυχαναλυτικών ινστιτούτων και των ψυχαναλυτικών εταιρειών». Στη συνέχεια θα περιγράψει με σαφήνεια τα συμπτώματα και θα προσπαθήσει να αναδείξει τις αιτίες και να προτείνει ένα πρόγραμμα «θεραπείας». Είναι ενδιαφέρον ότι ο σκοπός του δεν αποβλέπει τόσο στην αναζήτηση ιδεωδών λύσεων, όσο στην ανάδειξη ενός θεωρητικού πλαισίου που θα μπορούσε να διευκολύνει την επίλυση των προβλημάτων.Το πρώτο στοιχείο που υπογραμμίζει ο Kernberg είναι η διάρκεια του χρόνου και η ποσότητα της ενέργειας που αφιερώνεται στη μελέτη των φροϋδικών κειμένων, σε σχέση με τη σύντομη και επιφανειακή επισκόπηση της εργασίας άλλων σύγχρονων μελετητών της ψυχανάλυσης. Επίσης, αναφέρει ότι η περιορισμένη κριτική συζήτηση της εργασίας και των θεωριών του Freud, έχει ως αποτέλεσμα τον επίπεδο χαρακτήρα της εκπαίδευσης.
Τα συμπτώματα
Η ψυχαναλυτική εκπαίδευση διεξάγεται πολύ συχνά εντός μιας ατμόσφαιρας προπαγάνδας ή κατήχησης, παρά εντός ενός πλαισίου μιας ανοιχτής επιστημονικής εξερεύνησης. Οι εκπαιδευόμενοι , τα μέλη και οι διδάσκοντες τείνουν να μελετούν τους δασκάλους τους και να αγνοούν, συχνά, άλλες εναλλακτικές ψυχαναλυτικές προσεγγίσεις.
Οι υποψήφιοι εμποδίζονται να γνωρίσουν χαρακτηριστικά στοιχεία από την εργασία του αναλυτή τους και συνήθως προστατεύονται από οποιαδήποτε διαφωνία στο εσωτερικό της εταιρείας. Συνήθως οι υποψήφιοι συζητούν τα δικά τους περιστατικά ή τα περιστατικά άλλων υποψηφίων, κάτι από το οποίο γίνεται εμφανής η απειρία του ατόμου που χειρίζεται την περίπτωση. Παρατηρείται το φαινόμενο ότι όσο πιο έμπειρος είναι ο αναλυτής, τόσο λιγότερο είναι διατεθειμένος να μοιραστεί την αναλυτική τεχνική του με τους εκπαιδευόμενους. Η ολοκλήρωση της εκπαίδευσης της ψυχαναλυτικής τεχνικής με τη χρήση, κατά κανόνα, αποσπασμάτων μιας ανάλυσης, δεν είναι το ίδιο πράγμα με την παρουσίαση μιας ολοκληρωμένης περίπτωσης έτσι όπως αυτή εμφανίζεται σε όλο το υλικό κατά τη διάρκεια της ψυχαναλυτικής διαδικασίας. Η μοναδική εμπειρία που έχουν οι εκπαιδευόμενοι από το πώς διεξάγεται μια ανάλυση, προέρχεται από την προσωπική τους ανάλυση και από τη θεωρητική μελέτη περιπτώσεων. Το γεγονός ότι η ανάλυση των εκπαιδευομένων είναι ιδιαίτερα επηρεασμένη από τις μεταβιβάσεις τους και ότι το κλινικό υλικό των αναγνωσμάτων τους είναι είναι διαμορφωμένο από μια σειρά παραγόντων, είναι από τις λιγότερο συζητημένες και επεξεργασμένες πλευρές της ψυχαναλυτικής εκπαίδευσης. Το ότι ένας εκπαιδευόμενος μπορεί να μάθει από τον αναλυτή του και μπορεί να ταυτιστεί μαζί του, δεν σημαίνει ότι με αυτό τον τρόπο θα μάθει κάτι για τη θεωρία της τεχνικής που χρησιμοποιεί ο αναλυτής του. Επίσης είναι εμφανές ότι όλα τα δημοσιευμένα κλινικά στοιχεία εκπροσωπούν ένα προσεκτικά επιλεγμένο τμήμα μιας ανάλυσης στο οποίο ο αναλυτής εμφανίζεται να είναι σε θέση να ξεπερνά οποιοδήποτε θεραπευτικό αδιέξοδο. Με αυτό τον τρόπο δημιουργείται μια όχι και τόσο ρεαλιστική εικόνα της ανάλυσης.
Η απροθυμία των μεγαλύτερων σε ηλικία αναλυτών να μοιράζονται την κλινική εμπειρία και τεχνική τους με νεότερους συναδέλφους, έχει ακραίες συνέπειες στη διαμόρφωση των εκπαιδευομένων αναλυτών. Μπορεί να υπάρχουν κάποιοι ευνόητοι προσωπικοί λόγοι που να εξηγούν το φαινόμενο αυτό, ωστόσο σε καμιά περίπτωση οι λόγοι αυτοί δεν είναι θεσμικοί. Το να εμποδίζεις τους υποψηφίους από το να γνωρίζουν ποιες είναι οι δυσκολίες και οι αβεβαιότητες της ψυχαναλυτικής πράξης και τεχνικής, δημιουργεί στην καλύτερη περίπτωση ένα δευτερογενές σύμπτωμα: την εξιδανίκευση από την πλευρά του υποψηφίου, της ψυχαναλυτικής τεχνικής και των διδασκόντων αναλυτών. Συμβαίνει, μάλιστα, να είναι οι περισσότερο εξιδανικευμένοι διδάσκοντες αναλυτές, όσοι δεν έχουν ποτέ συζητήσει μια αναλυτική περίπτωση ή δεν έχουν ποτέ δημοσιοποιήσει την εργασία τους.
Η μεγαλύτερη και πιο καθοριστική εξουσία σε πολλές ψυχαναλυτικές εταιρείες είναι ο διδάσκων αναλυτής. Η εξουσία του επόπτη είναι μικρότερης σημασίας. Αυτός ο τεμαχισμός των εξουσιών δημιουργεί έναν κατακερματισμό των διαδικασιών της εποπτείας και της γενικότερης αξιολόγησης κατά τη διάρκεια της εκπαίδευσης του υποψηφίου. Συνδεδεμένη με αυτά τα φαινόμενα είναι η εικασία ότι η «πραγματική» ψυχαναλυτική εκπαίδευση είναι η διδακτική ανάλυση, ενώ οι εποπτείες έχουν δευτερεύουσα σημασία και τα θεωρητικά σεμινάρια έχουν ακόμη μικρότερη σημασία. Η παραδοσιακή πρακτική της αναφοράς της προόδου του εκπαιδευόμενου από το διδακτικό αναλυτή, είναι εξαιρετικά συζητήσιμη και έχει παίξει μεγάλο ρόλο στην παραμόρφωση της διδακτικής ανάλυσης per se. Αυτό συμβάλλει στην εμφάνιση ενός άλλου συχνού φαινομένου όπου ο εκπαιδευόμενος κάνει μια «πρώτη ανάλυση» για την εταιρεία και μια «δεύτερη ανάλυση» για τον ίδιο, αφού έχει γίνει μέλος. Ο συγγραφέας θεωρεί ως ιδιαίτερα ενθαρρυντικό το γεγονός ότι ο ρόλος του διδακτικού αναλυτή έχει περιοριστεί σε πολλές ψυχαναλυτικές εταιρείες.
Σε γενικές γραμμές, τα κριτήρια και οι προϋποθέσεις βάσει των οποίων ο υποψήφιος γίνεται δεκτός, αναγνωρίζεται η εξέλιξή του στην εκπαίδευση και τελικά γίνεται μέλος της ψυχαναλυτικής εταιρείας, είναι ασαφή. Το ίδιο ασαφή και απροσδιόριστα παραμένουν τα κανάλια επικοινωνίας μέσω των οποίων ο υποψήφιος μπορεί να εκφράσει τα παράπονά του. Αυτή η κατάσταση συμβάλλει στο φαινόμενο της αναστολής της κριτικής προς το σώμα των διδασκόντων αναλυτών από την πλευρά των υποψηφίων, ιδιαίτερα όταν οι υποψήφιοι είναι σε ανάλυση με τους αναλυτές που συγκροτούν το σώμα αυτό. Από την άλλη πλευρά, οι διδάσκοντες αναλυτές βρίσκονται συχνά στη δυσάρεστη θέση να ακούνε από τους εκπαιδευόμενους που βρίσκονται σε ανάλυση μαζί τους- κατά κανόνα σε μια ατμόσφαιρα αρνητικής μεταβίβασης-, όσα τους καταμαρτυρούν άλλοι συνάδελφοι. Η εικασία ότι ο ναρκισσισμός του αναλυτή είναι αρκετά υγιής έτσι ώστε να μην αντιδρά σε τέτοιες προσβολές, είναι μια καθαρή αυταπάτη.
Η μετάθεση, η σχάση και η εκδραμάτιση της μεταβίβασης από την πλευρά των υποψηφίων συμβάλλει στην παρανοειδή ατμόσφαιρα που κατακλύζει πολλές εταιρείες. Από την πλευρά των διδασκόντων αναλυτών, η εκδραμάτιση ως αντιμεταβιβαστική αντίδραση, παίρνει τη μορφή εμπιστευτικών επικοινωνιών σχετικά με τους εκπαιδευόμενους. Αυτού του είδους οι επικοινωνίες εμφανίζονται ως «αμφιλεγόμενες χειρονομίες και σιωπές που έχουν σημασία». Έτσι, ενώ η επίσημη αναφορά του διδάσκοντος αναλυτή σχετικά με την πρόοδο των εκπαιδευομένων τείνει να εξαφανιστεί στις περισσότερες ψυχαναλυτικές εταιρείες , οι εμπιστευτικές αυτές επικοινωνίες συντηρούν το φαινόμενο της άρσης της εμπιστευτικότητας. Μια συνέπεια όλων αυτών είναι ότι τα ηλικιωμένα μέλη του σώματος των διδασκόντων αναλυτών έχουν τη συμπεριφορά μιας κλειστής ομάδας που μοιράζεται μυστικά και η οποία είναι ξεχωριστή από την ομάδα των νεότερων μελών και των εκπαιδευομένων. Η παρανοειδής ατμόσφαιρα των ψυχαναλυτικών εταιρειών και οι τόσο διαδεδομένοι διωκτικοί φόβοι είναι απόρροια της εξιδανίκευσης των διδασκόντων αναλυτών και ιδιαίτερα των πιο ηλικιωμένων από αυτούς.
Ένα άλλο και εύκολα αναγνωρίσιμο πρόβλημα στην ψυχαναλυτική εκπαίδευση, είναι ο τρόπος επιλογής των διδασκόντων αναλυτών. Είναι κοινό μυστικό το γεγονός ότι η εκλογή των διδασκόντων αναλυτών καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από ό,τι αποκαλούμε politics. Αυτή η διεφθαρμένη πλευρά της ψυχαναλυτικής εκπαίδευσης, συχνά , δικαιολογείται ως μια αναπόφευκτη επανάληψη της «οικογενειακής ζωής» (οι διαγενεαλογικές συγκρούσεις, η αδελφική αντιπαλότητα, η πρωταρχική σκηνή) στις ψυχαναλυτικές εταιρείες. Όμως αν δεν γίνει μια διάκριση ανάμεσα σε ένα ψυχαναλυτικό ινστιτούτο εκπαίδευσης και σε μια οικογένεια, δεν είναι δυνατόν να δημιουργηθεί και να κρατηθεί μια οργανωτική δομή ικανή να πετύχει τους στόχους της. Μια τέτοια αποτυχία έχει σαν αποτέλεσμα την παρανοειδή έκπτωση της κοινωνικής ζωής και της λειτουργίας μιας ψυχαναλυτικής εταιρείας. Σε ότι αφορά στην εκλογή των διδασκόντων αναλυτών, το πραγματικό κέντρο λήψης αποφάσεων είναι διαφορετικό από το επίσημο. Στην πραγματικότητα συγκεκριμένοι υποψήφιοι διδάσκοντες αναλυτές «σπρώχνονται» στη διαδικασία εκλογής , αντί να υπάρχει μια πολιτική ενθάρρυνσης των υποψηφίων διδασκόντων για εκδήλωση ενδιαφέροντος για εκλογή στη θέση αυτή. Τα φαινόμενα αυτά αντανακλούν την κοινωνική υποκρισία που περιβάλλει αυτού του είδους τις επιλογές και η οποία δηλητηριάζει την ατμόσφαιρα των ψυχαναλυτικών εταιρειών. Η έλλειψη συγκεκριμένων κριτηρίων για την εκλογή διδασκόντων αναλυτών και η έλλειψη πολιτικής με συγκεκριμένα κριτήρια για τον έλεγχο των διδασκόντων αναλυτών, είναι κάτι που πολλές φορές λειτουργεί υπέρ της προστασίας των λιγότερο κατάλληλων από αυτούς.
Το τελευταίο σύμπτωμα της «ασθένειας» των ψυχαναλυτικών εταιρειών είναι η μείωση της δημιουργικής σκέψης και της επιστημονικής παραγωγής των διδασκόντων, των μελών και των εκπαιδευομένων.
Οι άμεσες αιτίες : πρωταρχικός στόχος και δομική οργάνωση
Για να κατανοήσουμε το πρόβλημα θα πρέπει να εξετάσουμε πρώτα τη δομική οργάνωση των ψυχαναλυτικών εταιρειών και μετά τους στόχους και τις πρωτογενείς επιδιώξεις τους. Εάν υπάρχει μια απόκλιση ανάμεσα στους πρωτογενείς στόχους μιας οργάνωσης και τη δομή της, δεν μπορεί παρά να αναδυθούν προβλήματα. Το πρώτο ερώτημα αφορά το ποιοι είναι οι πρωτογενείς στόχοι μιας ψυχαναλυτικής εταιρείας και πως μπορούν να συνδεθούν οι διαφορετικές σημασιοδοτήσεις αυτών των στόχων με μια αντίστοιχη διοικητική δομή; Ο συγγραφέας προτείνει τέσσερα μοντέλα εκπαίδευσης, καθένα από τα οποία αντιστοιχεί σε συγκεκριμένους σκοπούς που θεωρούνται πρωταρχικοί επιθυμητοί σκοποί των ψυχαναλυτικών εταιρειών. Καθένα από αυτά τα μοντέλα απαιτεί μια ειδική οργανωτική δομή που αντιστοιχεί σε συγκεκριμένους σκοπούς. Τα μοντέλα αυτά είναι : 1) της ακαδημίας τεχνών, 2) της επαγγελματικής σχολής, 3) του θεολογικού ινστιτούτου και 4) του πανεπιστημιακού κολλεγίου.
Ο Freud(1922) ορίζει την ψυχανάλυση ως μια θεωρία του ψυχισμού, ως μια μέθοδο εξερεύνησης των ασυνείδητων διαδικασιών και ως μια μέθοδο θεραπείας. Με βάση αυτό τον ορισμό θα μπορούσαμε να εξερευνήσουμε τα παραπάνω μοντέλα και να καταλήξουμε σε κάποιο συνδυασμό. Ο εκπαιδευόμενος θα πρέπει να έχει εκείνα τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας που του επιτρέπουν να εξερευνά το δικό του ασυνείδητο, όπως και το ασυνείδητο των άλλων, χωρίς να διακινδυνεύει υπερβολικά για τον εαυτό του και τους άλλους. Επιπλέον, θα πρέπει να μάθει να είναι ικανός στην άσκηση κριτικής στις ψυχαναλυτικές θεωρίες και θα πρέπει να γνωρίζει τις τελευταίες εξελίξεις στις θεωρίες της ψυχαναλυτικής τεχνικής και όχι να αρκείται στη γνώση ενός κλειστού συστήματος βασικών γνώσεων που αποκλείει την αβεβαιότητα. Ο εκπαιδευόμενος θα πρέπει να διαβάζει τα κείμενα του Freud, όπως επίσης και τα κείμενα των ψυχαναλυτών που έχουν φτάσει σε διαφορετικά συμπεράσματα από τις φροϋδικές θεωρήσεις. Οι διδάσκοντες αναλυτές θα πρέπει να ανέχονται την επιστημονική συζήτηση, εκθέτοντας τις θεωρίες τους και την κλινική εργασία τους σε κριτική ανάλυση από τους εκπαιδευόμενους. Τόσο το σώμα των διδασκόντων όσο και το σώμα των εκπαιδευομένων θα πρέπει να έχουν διακριτή οργάνωση και διακριτά κανάλια έκφρασης της διαμαρτυρίας τους σε ότι αφορά την υλοποίηση των πολιτικών επιλογών της εταιρείας. Οι οργανώσεις αυτές θα πρέπει να είναι δημόσια αποδεκτές. Η ιεραρχική σχέση ανάμεσα στον Πρόεδρο( διευθυντή)και το διοικητικό συμβούλιο της εταιρείας θα πρέπει να είναι σε ισορροπία με την αναγνωρισμένη εξουσία του σώματος των διδασκόντων αναλυτών. Το μοντέλο αυτό θα ήταν εναρμονισμένο με τις προσδοκίες της πλειοψηφίας των αναλυτών, ωστόσο δεν έχει τόσο σχέση με την αληθινή δομή των αναλυτικών εταιρειών.
Η βασική διαπίστωση του Kernberg είναι ότι υπάρχει μια μεγάλη απόκλιση ανάμεσα στους σκοπούς της ψυχαναλυτικής εκπαίδευσης και στις δομικές οργανώσεις που χαρακτηρίζουν κυρίως τις ψυχαναλυτικές εταιρείες. Αν και όσοι διδάσκουν την ψυχανάλυση θεωρούν ότι μεταδίδουν στους εκπαιδευόμενους μια γνώση που συνδυάζει χαρακτηριστικά τέχνης και επιστήμης, εντούτοις δομούν τα ψυχαναλυτικά εκπαιδευτικά ινστιτούτα κατά τα πρότυπα μιας επαγγελματικής σχολής και ενός θεολογικού σεμιναρίου. Όμως, αν μπορούσαν να υιοθετήσουν ένα μοντέλο που να συνδυάζει τα χαρακτηριστικά της ακαδημίας τεχνών και του πανεπιστημιακού κολλεγίου, θα βρίσκονταν πιο κοντά στο να πετύχουν τους στόχους τους.
ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΕΣ ΑΙΤΙΕΣ : H ΨΥΧΑΝΑΛΥΤΙΚΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΕΝΟΣ ΘΕΣΜΙΚΟΥ ΠΛΑΙΣΙΟΥ
Τα βασικά κίνητρα που καθορίζουν την ψυχοπαθολογία των ψυχαναλυτικών εταιρειών είναι, κατά κανόνα, ασυνείδητα. Η βασική εξήγηση που θα μπορούσε κάποιος να προτείνει για να κατανοήσει την ασυμφωνία ανάμεσα στους βασικούς στόχους και στην δομική οργάνωση μιας εταιρείας, είναι η ύπαρξη μιας αυτοδιαιωνιζόμενης ελίτ διδασκόντων αναλυτών που χρησιμοποιεί τις, σύμφυτες με την ψυχαναλυτική εκπαίδευση διεργασίες εξιδανίκευσης, για να εδραιώσει την εξουσία της και την απορρέουσα από αυτήν ναρκισσιστική ικανοποίηση, ασκώντας έλεγχο σε μια μικρή κοινωνική οργάνωση.
Δεδομένου ότι η επιθυμία για εξουσία είναι ένα καθολικό ανθρώπινο χαρακτηριστικό, δεν είναι περίεργο να υποθέσουμε ποια είναι κάποια από τα κίνητρα που ωθούν την επιθυμία συμμετοχής στις εκπαιδευτικές επιτροπές των ψυχαναλυτικών εταιρειών, ειδικά αν αυτή συνυπάρχει με την άσκηση διοικητικών καθηκόντων. Επιπλέον, οι διδάσκοντες αναλυτές είναι κατά κανόνα προχωρημένης ηλικίας και συνεπώς οι ικανοποιήσεις που παίρνουν σε σχέση με τη δημιουργικότητα, την παραγωγικότητα και τη σεξουαλικότητα, είναι μειωμένες. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με την επιδίωξη της οικονομικής επιφάνειας και την ανάγκη απόσπασης από τις αβεβαιότητες του γήρατος, μπορεί να ενισχύει το κίνητρο για την απόκτηση ή τη συντήρηση της εξουσίας. O συγγραφέας, επιπλέον, αναδεικνύει και άλλες υποβόσκουσες πηγές ανασφάλειας εντός των ψυχαναλυτικών εταιρειών: αυτές σχετίζονται με τη διαχείριση του προϊόντος των ψυχαναλυτικών ινστιτούτων, δηλαδή της ανακάλυψης του ασυνειδήτου εντός του θεσμικού πλαισίου τους. Ο τρόπος με τον οποίο το προϊόν αυτό γίνεται αντικείμενο διαχείρισης, έχει επιπτώσεις τόσο στους διδάσκοντες αναλυτές, όσο και στους εκπαιδευόμενους. Στην κανονική ψυχαναλυτική διαδικασία, μεγάλο μέρος της μεταβίβασης και της αντιμεταβίβασης διαχέεται με τη μορφή της μετάθεσης και της διεργασίας, καθώς ο αναλυτής και ο αναλυόμενος κινούνται σε εντελώς διακριτά κοινωνικά περιβάλλοντα ανάμεσα στις συνεδρίες. Αυτού του είδους η διευθέτηση προστατεύει την ουδετερότητα της αναλυτικής διαδικασίας και μειώνει την πιθανότητα της εκδραμάτισης της μεταβίβασης και της αντιμεταβίβασης. Αντίθετα, η ανάλυση των εκπαιδευομένων γίνεται εντός των ορίων ενός κοινού κοινωνικού περιβάλλοντος και μιας κοινής οργανωτικής δομής. Αυτή η συνθήκη δίνει άφθονες ευκαιρίες εκδραμάτισης της μεταβίβασης και της αντιμεταβίβασης και της ενίσχυσης των συναισθηματικών εντάσεων εντός των εταιρειών. Τόσο ο διδάσκων αναλυτής όσο και ο αναλυόμενός του είναι πολύ περισσότερο εκτεθειμένοι -σε σχέση με αναλύσεις που δεν γίνονται στα πλαίσια μιας εκπαίδευσης- στις αμοιβαίες επιρροές που ασκούνται με άμεσο ή έμμεσο τρόπο και ο καθένας αισθάνεται τον άλλο ως ιδιαίτερα ισχυρό. Οι μεταθέσεις της μεταβίβασης σε άλλα μέλη της εταιρείας, οι διχοτομήσεις, η εκδραμάτιση της θετικής και αρνητικής μεταβίβασης στα σεμινάρια ή στην εποπτεία, καθιστούν τον διδάσκοντα αναλυτή εξαιρετικά ευάλωτο στις εκδραματίσεις του αναλυόμενού του. Αυτό συνιστά μια παραδοξότητα γιατί στις εταιρείες εκείνες όπου ο διδάσκων αναλυτής ενημερώνει την εκπαιδευτική επιτροπή για την πρόοδο της ανάλυσης, ασκεί πραγματικά εξουσία. Στις εταιρείες που δεν ισχύει αυτό, ο διδάσκων αναλυτής εξακολουθεί να θεωρείται ένα πρόσωπο που ασκεί εξουσία εξαιτίας της συμμετοχής του σε διοικητικά καθήκοντα και εξαιτίας της ηλικίας του και της επιρροής που ασκεί.
Η οργάνωση των ατόμων σε ομάδες ενεργοποιεί παλινδρομικές κινήσεις των μελών εντός της ομάδας και δημιουργεί δυναμικά ανάλογα αυτών που εμφανίζονται σε ομάδες υπό την ηγεσία αυταρχικών ατόμων. Οι διαδικασίες της εξιδανίκευσης και η διωκτική ατμόσφαιρα είναι πανταχού παρούσες στις ψυχαναλυτικές εταιρείες. Αυτό είναι αποτέλεσμα της επικράτησης των μηχανισμών σχάσης μέσω των οποίων το θεσμικό περιβάλλον κατοικείται από εξιδανικευμένα από τη μια και διωκτικά από την άλλη, αντικείμενα. Στην πραγματικότητα, ενώ αυτά τα φαινόμενα θα μπορούσαν να έχουν περιοριστεί, συνήθως συμβαίνει το αντίθετο, γιατί οι τα μέλη των εταιρειών δεν ασχολούνται με το να δημιουργήσουν λειτουργικές δομές που θα μειώσουν αυτές τις διαδικασίες. Το επίκεντρο της ενεργοποίησης αυτών των αμυντικών διεργασιών αποτελεί η εξιδανίκευση της διδακτικής ανάλυσης και των διδασκόντων αναλυτών. Κάνοντας χρήση μιας υπεραπλουστευμένης γενίκευσης, θα λέγαμε ότι ασυνείδητα εφαρμόζεται το μοντέλο μιας επαγγελματικής σχολής ή ενός θεολογικού σεμιναρίου, με σκοπό την αποτροπή της εις βάθος εξέτασης της κλινικής εργασίας και των θεωρητικών συστημάτων που χρησιμοποιεί ο κάθε διδάσκων αναλυτής.
H ανάγκη του διδάσκοντος αναλυτή να διατηρήσει την τεχνική ουδετερότητα σε σχέση με τον εκπαιδευόμενο που αναλύει, έχει ισχυρές και απρόβλεπτες συνέπειες στην εκπαίδευση. Η προσπάθεια του αναλυτή να μην αποκαλυφθούν χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς του, οι προτιμήσεις του και οι συγκρούσεις του μέσα στην εταιρεία, γίνονται συνήθως αντιληπτές από τους αναλυόμενούς του και αυτό συμβάλλει στην ενίσχυση, από την πλευρά του αναλυτή, ενός κλίματος μυστικοπάθειας εντός της εταιρείας. Έτσι δημιουργείται το ιδεώδες του «ανώνυμου» αναλυτή με την τέλεια γνώση της θεωρίας και της τεχνικής , την τέλεια ηθική και την απουσία άποψης ή πεποίθησης για οτιδήποτε άλλο πέραν της ψυχανάλυσης. Σύμφωνα με τον συγγραφέα, ο διδάσκων αναλυτής μπορεί να χρησιμοποιεί ασυνείδητα την «αναλυτική ουδετερότητα» ως μεταμφίεση και εκλογίκευση της επιθυμίας του να διατηρηθεί ,από την πλευρά του αναλυόμενού του, η εξιδανίκευση προς το πρόσωπό του. Ο Kernberg αναρωτιέται κατά πόσον κρύβεται πίσω από την εικόνα ενός διδάσκοντος αναλυτή χωρίς πρόσωπο, η φαντασίωση του εαυτού του ως Θεού. Αν, κατά τον Kernberg, η επιταγή της σεξουαλικής αποχής ανάμεσα στον αναλυτή και στον αναλυόμενο, διατηρείται, δεν ισχύει το ίδιο για τη δυνατότητα της ικανοποίησης ναρκισσιστικών και σαδιστικών αναγκών του σιωπηλού αναλυτή. Οι ψυχαναλυτικές εταιρείες διατηρούν ανοιχτά πολλά κανάλια επούλωσης των ναρκισσιστικών τραυμάτων των αναλυτών. Παρά το γεγονός ότι οι περισσότεροι αναλυτές δέχονται ότι η ψυχανάλυση είναι ταυτόχρονα επιστήμη και τέχνη, εν τούτοις οι εταιρείες συχνά διαπνέονται από έναν αέρα θρησκευτικής ή πολιτικής σέχτας. Με αυτό τον τρόπο, η ψυχανάλυση παύει να είναι πλέον μια επιστημονική θεωρία σε συνεχή επανεξέταση, αλλά γίνεται μια κοσμοθεωρία, μια οπτική του κόσμου, έτοιμη να εξηγήσει τα «συνειδητά και ασυνείδητα κίνητρα και τις αντιστάσεις όποιου δεν συμφωνεί μαζί της». Στα χέρια των οπαδών της γίνεται ένα εργαλείο-όπλο ενάντια στους «απίστους».
Κάποιες βασικές αρχές θεραπευτικής παρέμβασης
Ποιο από τα τέσσερα μοντέλα που προαναφέραμε, ταιριάζει η λειτουργία ενός ψυχαναλυτικού ινστιτούτου. Κατά τον Kernberg, το πλέον κατάλληλο είναι το μοντέλο που συνδυάζει χαρακτηριστικά πανεπιστημιακού κολλεγίου και ακαδημίας τεχνών. Ωστόσο, από τη στιγμή που η εκπαίδευση στην ψυχανάλυση συνδέεται με τη μαθητεία και την προϋπόθεση της τήρησης κάποιων τεχνικών προδιαγραφών, κάποια χαρακτηριστικά του μοντέλου λειτουργίας μιας επαγγελματικής σχολής, θα πρέπει να συμπεριληφθούν. Ταυτόχρονα, η ύπαρξη κάποιων χαρακτηριστικών θεολογικού σεμιναρίου είναι αναπόφευκτη, τουλάχιστον στην αρχή της εκπαίδευσης, όπου η πίστη σε αυτό που κάνει ο εκπαιδευόμενος ,αντιρροπεί την χωρίς εμφανή αποτελέσματα εξαντλητική εργασία με τον εαυτό του και τους ασθενείς του.
Ποια είναι τα πλεονεκτήματα του μοντέλου πανεπιστημιακού κολλεγίου; Η προώθηση της ακαδημαϊκής ελευθερίας θα τόνωνε το επιστημονικό ενδιαφέρον των διδασκόντων και των εκπαιδευομένων και θα έδινε ζωή στα σεμινάρια που θα μπορούσαν να μετασχηματιστούν σε «σημαντικές στιγμές για την παραγωγή νέων γνώσεων στην ψυχανάλυση». Το μοντέλο αυτό θα επέτρεπε στο να υπάρχουν σαφή κριτήρια για την αποδοχή, το προχώρημα και την ανάδειξη των νέων μελών. Το σώμα των διδασκόντων θα είχε την υποχρέωση να επικοινωνεί τις αποφάσεις του στους εκπαιδευόμενους και ένα ξεκάθαρο σύστημα αξιολόγησης θα μπορούσε να περιορίσει την παρανοειδή ατμόσφαιρα των ψυχαναλυτικών εταιρειών. Η επιλογή των διδασκόντων αναλυτών θα γινόταν με βάση γνωστά σε όλους κριτήρια και από επιτροπές υπεύθυνες για τις αποφάσεις τους. Ο στόχος των πρακτικών αυτών θα ήταν να χτυπηθεί η ιδέα και η πραγματικότητα ότι οι διδάσκοντες αναλυτές αποτελούν μια ευνοημένη ομάδα τα μέλη της οποίας εκλέγονται με βάση προσωπικά και πολιτικά κριτήρια, παρά με βάση τις επαγγελματικές ικανότητές τους. Κατά τον ίδιο τρόπο, οι αρμοδιότητες των διδασκόντων αναλυτών θα γινόταν με βάση τις ικανότητές τους και όχι με βάση πολιτικά κριτήρια.
Το μοντέλο της ακαδημίας τεχνών θα μπορούσε να διευρύνει τις πηγές της εμπειρικής μάθησης. Οι εκπαιδευόμενοι θα μπορούσαν να μάθουν όχι μόνο την αναλυτική εργασία των συμμαθητών τους, αλλά και την εργασία των διδασκόντων αναλυτών.
Ο συγγραφέας καταλήγει: « η σταθερή προστασία των ορίων της προσωπικής ανάλυσης των εκπαιδευομένων σε συνδυασμό με την προσεκτική συμμετοχή των διδασκόντων αναλυτών σε όλες τις πλευρές της ψυχαναλυτικής εκπαίδευσης, είναι ένα σύστημα ειλικρινές, λογικό και ανοιχτό στην επιλογή, στην αξιολόγηση και στην εκπαίδευση τόσο των εκπαιδευομένων όσο και των διδασκόντων. Το σύστημα αυτό μπορεί να μην εξαλείφει όλες τις συγκρούσεις της θεσμικής ψυχανάλυσης, αλλά θα διευκόλυνε μια δημιουργική χρήση αυτής της γνώσης για την εμβάθυνση της κατανόησης της ψυχαναλυτικής θεωρίας και τεχνικής. Η υιοθέτηση αυτών των μέτρων θα συνεισέφερε στο να ξυπνήσει τον ενθουσιασμό για την ψυχαναλυτική εκπαίδευση και τη γέννηση νέων γνώσεων».
Απόδοση : Δημήτρης Μαλιδέλης, κλινικός ψυχολόγος, ψυχαναλυτής, Μέλος ΕΨΕ /ΙΡΑ
*1η δημοσίευση στα Αγγλικά :
Kernberg, O.F. (1986) Institutional Problems of Psychoanalytic Education. J.Amer.Psychoanal.Assn. , 34: 799-834
Αναδημοσίευση στους τόμους:
Kenberg, O.F. (1998) Ideology, Conflict and Leadership in Groups and Organisations, Yale University Press
Kernberg, O.F.(2016) Psychoanalytic Education at the Crossroads , reformation, change, and the future of psychoanalytic training, Routledge publ.
ΑΦΙΕΡΩΜΑ #2: 'Πέραν της αρχής της ευχαρίστησης' : 100 χρόνια μετά
100 χρόνια από την έκδοση του 'Πέραν της αρχής της ευχαρίστησης'. Εισαγωγή , Ανδρέας Γκορίνης
Για τους ψυχαναλυτές η φράση η στροφή του 1920 αποτελεί μια μετωνυμική αναφορά στο φροϋδικό κείμενο «Πέραν της αρχής της Ευχαρίστησης».
Ο Φρόυντ άρχισε να γράφει το κείμενο αυτό το Μάρτιο του 1919 εν μέσω σφοδρών κοινωνικοπολιτικών αναταράξεων που οφείλονταν αφενός στις επιπτώσεις του τέλους του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και αφετέρου στην πανδημία της Ισπανικής γρίπης, θύμα της οποίας ήταν και η κόρη του Σοφία. Τελικά, το κείμενο δημοσιεύτηκε το Δεκέμβριο του 1920 και προκάλεσε έντονες αντιδράσεις, εξαιτίας των καινοτομιών που εισήγαγε. Ο Φρόιντ χωρίς να εγκαταλείπει παλαιότερες ιδέες του, προετοίμαζε το έδαφος για μια νέα αρχιτεκτονική του ψυχισμού. Έννοιες όπως ο ψυχαναγκασμός της επανάληψης , το ψυχικό τραύμα ως ρήξη του αλεξιερεθιστικού συστήματος του ψυχισμού , ο νέος ενορμητικός δυισμός ανάμεσα στις ενορμήσεις ζωής (Eros) και ενορμήσεις θανάτου, η νέα θεώρηση του σαδισμού και του μαζοχισμού, βρήκαν μια θέση στη θεωρία και στην κλινική της ψυχανάλυσης. Ο Μάξ Άιτινγκον σε συνομιλία του με τη Μέλανι Κλάιν ανέφερε ότι το κείμενο αυτό «έβαλε δυναμίτη στο σπίτι της ψυχανάλυσης» (Makari, 2008).
Στα εκατό χρόνια της ψυχαναλυτικής ιστορίας το «Πέραν της αρχής της Ευχαρίστησης» δεν σταμάτησε να τροφοδοτεί αντιδράσεις και να θέτει ερωτήματα σε τέτοιο βαθμό που κάποιοι συγγραφείς αναφερόμενοι σε αυτό διερωτώνται αν σηματοδότησε το τέλος της ψυχανάλυσης ή μια νέα αρχή για αυτήν. (May, 2013).
Σήμερα, εκατό χρόνια μετά, και σε μια εποχή που η πανδημία του κορωνοϊού μας θυμίζει έντονα το 1920, επισκεπτόμαστε εκ νέου το «Πέραν της αρχής της Ευχαρίστησης».
Απευθυνθήκαμε στους συναδέλφους Σπύρο Μητροσύλη, ψυχίατρο –ψυχαναλυτή, διδάσκοντα αναλυτή της ΕΨΕ και Γιώργο Σταθόπουλο, κλινικό ψυχολόγο, εκπαιδευόμενο ψυχαναλυτή της ΕΨΕ, για να τους θέσουμε κάποια ερωτήματα σχετικά με το θεμελιακό αυτό κείμενο:
- ποιο ήταν το ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο εντός του οποίου γράφτηκε αυτό το κείμενο και πώς το πλαίσιο αυτό μπορεί να επηρέασε τη σκέψη του Φρόυντ;
- τι συνιστά στροφή στη σκέψη του Φρόυντ;
- ανιχνεύονται στα προηγούμενα φροϋδικά κείμενα, ίχνη που προοιωνίζονται τη στροφή αυτή;
- ποια θεωρητικά και κλινικά αδιέξοδα οδηγούν το Φρόυντ στη σύλληψή του;
- ποιες βασικές θεωρητικές έννοιες προκύπτουν από το κείμενο αυτό;
- πως επηρεάζει σήμερα τη θεωρητική επεξεργασία και την κλινική πρακτική;
- τι κρατάμε και τι θέτουμε σε επερώτηση ή αμφισβήτηση από τις έννοιες που διατύπωσε ο Φρόυντ στο κείμενο αυτό;
- υπάρχουν σε αυτό το κείμενο κάποιες νύξεις οι οποίες προοιωνίζονται μια επόμενη στροφή στη φρoϋδική μεταψυχολογία;
Kαι οι δύο συνάδελφοι ανταποκρίθηκαν με προθυμία προσφέροντάς μας δύο εξαιρετικά πλούσια κείμενα τα οποία μας βοηθούν να επισκεφτούμε το «Πέραν…» και να το μελετήσουμε υπό το φως των πρωιμότερων και μεταγενέστερων φροϋδικών έργων. Επιπλέον, μας προτρέπουν να σκεφτούμε τις νέες ιδέες που διατυπώνονται σε αυτό το κείμενο υπό το φώς του σχολιασμού τους από τους επιγόνους του Φρόυντ.
Εκ μέρους των μελών της επιτροπής ιστοσελίδας και ηλεκτρονικών εκδόσεων της ΕΨΕ , θα ήθελα να ευχαριστήσω τους συναδέλφους Σπύρο Μητροσύλη και Γιώργο Σταθόπουλο για την ουσιαστική συμβολή τους στην πραγματοποίηση του αφιερώματος αυτού.
* Στη φωτογραφία του slider απεικονίζεται ο Φρόυντ με την κόρη του Σοφία (φωτογραφική συλλογή Freud Museum , London)
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ
FREUD,S (1920). Beyond the Pleasure Principle , S.E.18 / Στα Ελληνικά, Σ. Φρόυντ : Πέραν της αρχής της ευχαρίστησης, εκδόσεις Πλέθρον , Αθήνα, 2014.
MAKARI ,G ( 2008) . Revolution in Mind: the creation of psychoanalysis. Harper Collins , New York/ Στα Ελληνικά : ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΣΤΟΝ ΝΟΥ , Η ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΨΥΧΑΝΑΛΥΣΗΣ (2013), εκδόσεις GEMA, Αθήνα.
MAY, UL.(2013). Freud’s ‘Beyond the pleasure principle’ : the end of psychoanalysis or its new beginning?’ International Forum of Psychoanalysis ,vol.22, No4, 208-216.
Για τα 100 χρόνια από την έκδοση του 'Πέραν της αρχής της ευχαρίστησης', Γιώργος Σταθόπουλος
Εισαγωγή
Το φροϋδικό κείμενο του 1920, ένα από τα πιο γνωστά στους ψυχαναλυτές κείμενα, θεωρείται ένα από τα σπουδαιότερα του Φρόυντ· νομίζω δικαίως. Άλλωστε, είναι το μοναδικό που απέκτησε προσωνύμιο, αφού, όταν αναφερόμαστε σε αυτό, το αποκαλούμε «φροϋδική στροφή του 1920».
Εάν Η ερμηνεία των ονείρων (Freud, 1900) εγκαινίασε την ψυχανάλυση ως μέθοδο και θεωρία εξερεύνησης του Ασυνειδήτου, σε συνάρτηση με την απώθηση της παιδικής σεξουαλικότητας, τότε μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι το Πέραν της αρχής της ευχαρίστησης (Freud, 1920a) έριξε φως πάνω σε ασυνείδητες διαδικασίες και φαινόμενα της ψυχικής ζωής που δεν εξηγούνται από την πρώτη φροϋδική θεωρία των ενορμήσεων ούτε περιλαμβάνονται στο – ευρύ ψυχαναλυτικά – φάσμα της σεξουαλικότητας και της συνοδής ευχαρίστησης. Αντιθέτως, εκτείνονται σε μια ψυχική περιοχή, σχετικά άγνωστη ή υποβαθμισμένη μέχρι τότε, που συγκεντρώνει ανθρώπινες ψυχικές τάσεις που δεν διέπονται από την αναζήτηση της εκφόρτισης της διέγερσης και την αποφυγή της έντασης (έντασης που γεννά δυσαρέσκεια), αλλά αντιθέτως, και μάλιστα αντιστρόφως, αναζητούν, επίμονα και επαναληπτικά, την αύξηση της διέγερσης, βρίσκοντας ευχαρίστηση μέσα ακριβώς στην ίδια τη δυσαρέσκεια.
Καθώς θεωρώ ότι είναι ιδιαίτερα σημαντικό, θα ήθελα εξαρχής να υπογραμμίσω ότι το κείμενο του 1920, στον βαθμό που μελετά φαινόμενα της καθημερινής αναλυτικής πράξης, όπως αυτό του καταναγκασμού της επανάληψης, είναι πολύ περισσότερο κλινικό από όσο ίσως δείχνει να είναι σε μια πρώτη ματιά. Πάντως, η πρόσληψή του ως ένα θεωρητικό κείμενο ξεκινά από τον ίδιο τον Φρόυντ, όταν στην έναρξη του τέταρτου κεφαλαίου του εν λόγω κειμένου, υποστηρίζει πως οτιδήποτε ακολουθεί, στο υπόλοιπο κείμενο, ανήκει στη σφαίρα της εικοτολογίας. Όμως, η εικοτολογία, όπως και η διαμάχη, αφορά την ύπαρξη αλλά και την αναγνώριση της θέσης της ενόρμησης θανάτου εντός της ασυνείδητης ψυχικής ζωής. Έτσι, υπάρχουν αναλυτές, όπως ο J. Laplanche (1970), που δεν αμφισβητούν τόσο την ύπαρξη της ενόρμησης θανάτου, όσο τον ενορμητικό δυϊσμό, καθώς εντάσσουν την ενόρμηση θανάτου στο πλαίσιο της σεξουαλικής ενόρμησης. Ο Laplanche, καθώς αρνείται την ιδέα ύπαρξης μιας σιωπηλής ενόρμησης θανάτου που θα ήταν προγενέστερη του αντικειμένου, οδηγείται σε μια ενοποιητική σύλληψη της αντίθεσης ζωή-θάνατος, εντός των κόλπων της ίδιας της σεξουαλικής ενόρμησης. Έτσι, όπως έχει επισημάνει ο Bokanowski (2012), η αντιπαραβολή που συναντάμε στον Laplanche ανάμεσα στις σεξουαλικές ενορμήσεις ζωής και στις σεξουαλικές ενορμήσεις θανάτου είναι συνάρτηση του τρόπου λειτουργίας τους, του στόχου τους, της σχέσης τους με το εγώ και με το αντικείμενο-πηγή. Οι σεξουαλικές ενορμήσεις ζωής λειτουργούν σύμφωνα με την αρχή της δεσμευμένης ενέργειας (την αρχή της σταθερότητας). Στόχος τους είναι η σύνθεση και, συνεπώς, η διατήρηση ή η συγκρότηση ενοτήτων και δεσμών. Είναι συμβατές με το εγώ και το αντικείμενο-πηγή τους είναι ένα ρυθμιστικό «ολικό αντικείμενο». Αντίθετα, οι σεξουαλικές ενορμήσεις θανάτου λειτουργούν σύμφωνα με την αρχή της ελεύθερης (διάχυτης) ενέργειας, που αντιστοιχεί στην αρχή του μηδενός. Στόχος τους είναι η πλήρης ενορμητική εκφόρτιση, με κόστος τον εκμηδενισμό του αντικειμένου. Είναι εχθρικές προς το εγώ, το οποίο τείνουν να αποσταθεροποιήσουν, ενώ το αντικείμενο-πηγή τους είναι ένα διχοτομημένο αντικείμενο, μια ένδειξη ή υπόνοια αντικειμένου παρά ένα καθαυτό αντικείμενο.
Εκτός από τις ενστάσεις του Laplanche, υπάρχει επίσης το ερώτημα σχετικά με το αν η ενόρμηση θανάτου είναι σιωπηλή ή θορυβώδης ως προς τις εκδηλώσεις της. Στο κείμενο του 1920, φαίνεται ότι η ιδέα που προκρίνεται είναι ότι η ενόρμηση θανάτου δρα αθόρυβα, σε αντίθεση με τις ενορμήσεις ζωής που επιφέρουν εντάσεις και είναι θορυβώδεις. Όπως είχε επισημάνει ο Michel Fain (1971), ενώ η Γαλλόφωνη ψυχανάλυση ακολούθησε γενικά αυτόν τον φροϋδικό προσδιορισμό, στην Αγγλόφωνη ψυχανάλυση, και δη στην κλαϊνική, η καταστροφική ενόρμηση, τα επιθετικά ένστικτα, λογίζονται ως ιδιαιτέρως θορυβώδη. Αντιθέτως, για τους περισσότερους Γαλλόφωνους αναλυτές, η ενόρμηση θανάτου στοχεύει στη σίγαση των εντάσεων και για αυτό δρα αθόρυβα. Έτσι, στο έργο του M. Fain, συναντάμε για παράδειγμα τη δράση της ηρεμούσας μητέρας (mère calmante), η οποία, κοιμίζοντας το μωρό, κατευνάζει τις διεγέρσεις του με έναν τρόπο μηχανιστικό, ανοίγοντας έτσι τον δρόμο για την κυριαρχία της ενόρμησης θανάτου. Αλλά και η λεγόμενη θεμελιώδης κατάθλιψη, που αντιστοιχεί σε μια πτώση του λιβιδινικού τόνου με αθόρυβη κλινική έκφραση, θεωρήθηκε ως καθαρή καλλιέργεια των ενστίκτων θανάτου (Marty, 1966).
Συνεπώς, οι διαφωνίες, οι διαμάχες και «η εικοτολογία» αφορούν είτε την υπόσταση είτε τη φύση της ενόρμησης θανάτου. Αλλά κανείς αναλυτής δεν νομίζω ότι θα μπορούσε να αμφισβητήσει την ύπαρξη και τη σημαντική θέση των διαδικασιών επανάληψης εντός της ασυνείδητης ψυχικής ζωής κάθε ανθρώπου. Ούτε πιστεύω ότι μπορεί να υπάρξει αναλυτής που να αμφισβητεί ότι οι άνθρωποι, παράλληλα με την αποφυγή της δυσαρέσκειας και της διέγερσης, αναζητάμε, άλλοι λιγότερο και άλλοι περισσότερο, την αύξηση της διέγερσης, την ίδια την ένταση, κάποιες φορές τον ίδιο τον πόνο, ψυχικό ή σωματικό.
Το φροϋδικό πλάνο μετά το 1920 εκτείνεται λοιπόν σε πεδία πιο περίπλοκα, επιχειρώντας να απαντήσει τόσο σε προκλήσεις των καιρών, όπως ο πόλεμος, όσο και σε προκλήσεις της ίδιας της κλινικής πράξης, τότε και τώρα, τότε όπως τώρα. Έτσι, επιχειρεί να απαντήσει στο ερώτημα των λεγόμενων θεραπευτικών αποτυχιών της ανάλυσης και να ανοιχτεί σταδιακά, κατά τα επόμενα χρόνια, στην προσέγγιση κλινικών φαινομένων, όπως εκείνο της αρνητικής θεραπευτικής αντίδρασης ή του ασυνείδητου αισθήματος ενοχής (που μετονομάζει το 1924 σε ανάγκη αυτοτιμωρίας). Ξεφεύγοντας από το ιδεώδες πεδίο της πρώτης θεωρίας, εκτείνεται επομένως σε ένα πεδίο πέραν της νεύρωσης και της απωθημένης αναπαράστασης, προετοιμάζοντας το έδαφος για την εισαγωγή, μετά τη δεύτερη ενορμητική θεωρία, της λεγόμενης δεύτερης τοπικής, που θα λάβει χώρα τρία χρόνια αργότερα (Freud, 1923).
Σε αυτή την προοπτική, το φροϋδικό κείμενο του 1920, που συμπλήρωσε τα εκατό χρόνια ζωής, επιχειρεί καταρχάς να απαντήσει στο ερώτημα της επανάληψης και των σχέσεων της τελευταίας με την αρχή της ευχαρίστησης. Συγκεκριμένα, θέτει το εξής ερώτημα: Πώς μπορούμε να κατανοήσουμε φαινόμενα επανάληψης στην ψυχική ζωή, φαινόμενα που συναντάμε τόσο μέσα στο παιχνίδι των παιδιών όσο και σε όνειρα τραυματικής φύσης, όνειρα που είναι συνήθη στις λεγόμενες τραυματικές νευρώσεις; Σημειώνω ότι εκείνη την εποχή, λίγα χρόνια μετά τη λήξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, οι νευρώσεις πολέμου, που ήταν αρκετά συνηθισμένες, αποτελούσαν ένα θέμα συζήτησης και προβληματισμού.
Γιατί όμως το κείμενο του 1920 λέμε ότι συνιστά μια «στροφή»; Σε τι ακριβώς έγκειται αυτή η φροϋδική στροφή;
Το κείμενο αποτελεί μια «στροφή» στο φροϋδικό έργο γιατί εγκαινιάζει ταυτόχρονα μια καινούργια ενορμητική θεωρία, έναν καινούργιο προσδιορισμό της έννοιας της ενόρμησης [από δύναμη που ωθεί προς την αλλαγή (Freud, 1915), προσδιορίζεται τώρα ως μια συντηρητική τάση που αναζητά να επαναφέρει μια προηγούμενη κατάσταση], αλλά και μια νέα θεωρία για το όνειρο, μέσω μιας ιδέας που είχε διατυπωθεί ήδη από το 1900 αλλά που έκτοτε δεν είχε ξαναδεί το φως της δημοσιότητας [σύμφωνα με αυτήν την ιδέα η ασυνείδητη επιθυμία σε ορισμένα όνειρα δεν είναι απωθημένη αλλά προέρχεται από το ίδιο το εγώ (Freud, 1900)]. Στο κείμενο του 1920, η ίδια ιδέα, περί μιας ασυνείδητης πτυχής εντός των κόλπων του ίδιου του Εγώ (και μάλιστα, «του ίδιου του κεντρικού πυρήνα του Εγώ», όπως θα ισχυριστεί έναν χρόνο αργότερα, σε μια προσθήκη του 1921), καθώς και η παράλληλη αναγνώριση ότι οι αντιστάσεις στη θεραπεία, που είναι ασυνείδητες, δεν προέρχονται από το απωθημένο, επιφέρουν εντέλει μια σημαντική αλλαγή πλεύσης: η αρχική αντίθεση μεταξύ συνειδητού και ασυνειδήτου υποχωρεί (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι εγκαταλείπεται) για να δώσει τη θέση της σε μια νέα αντίθεση, εκείνη μεταξύ εγώ και απωθημένου. Αυτή η αλλαγή θέασης ως προς τις αντιμαχόμενες πλευρές του ψυχικού οργάνου συνιστά επίσης μια «στροφή» διότι προετοιμάζει την εισαγωγή μιας νέας τοπικής (που θα σχηματιστεί εντέλει το 1923 και θα διακρίνει έκτοτε το Εκείνο, το Εγώ και το Υπερεγώ). Παράλληλα, στο κείμενο του 1920 αναγνωρίζεται για πρώτη φορά η ύπαρξη ενός πρωτογενούς μαζοχισμού (υπόθεση που θα αναπτυχθεί περαιτέρω το 1924), κάτι που ανοίγεται στην παραδοχή μιας πρωτογενούς ευδαιμονικής παθητικότητας, και αναγνωρίζεται επίσης ότι η αρχή της ευχαρίστησης δεν είναι η μόνη αρχή που διέπει την ασυνείδητη ψυχική ζωή (η αρχή της πραγματικότητας, όπως είχε φανεί μέσα στο κείμενο του 1911, αφορά τη συνειδητή ζωή και τις δευτερογενείς διαδικασίες της σκέψης).
Με το κείμενο του 1920 και την εισαγωγή της έννοιας της ενόρμησης θανάτου, παράλληλα με τον ρόλο της σεξουαλικότητας στην αιτιολογία των νευρώσεων, αναγνωρίζεται ως ισότιμος ο ρόλος της καταστροφικότητας σε πολλές παθολογίες. Όμως οι δύο ενορμητικές θεωρίες συνυπάρχουν, χωρίς να αποκλείει η μία την άλλη, στον βαθμό που ο πρώτος ενορμητικός δυϊσμός εξακολουθεί να βρίσκεται σε ισχύ αλλά αφορά περισσότερο τις νευρώσεις, όπως υποστηρίζει ο Φρόυντ. Επομένως, το κείμενο του 1920 συνιστά «στροφή» γιατί δεν εγκαινιάζεται (κάτι τέτοιο είχε γίνει νωρίτερα με την εισαγωγή του ναρκισσισμού στη μεταψυχολογική θεωρία) αλλά διευρύνεται περαιτέρω το ενδιαφέρον της ψυχανάλυσης, σε ένα πεδίο που εκτείνεται πέραν των νευρώσεων.
Ξέχωρα πάντως από το νέο ενορμητικό δίπολο που τίθεται στο προσκήνιο το 1920, μια σειρά από άλλα ζεύγη αντιθέτων διαπερνούν εξίσου το φροϋδικό κείμενο. Πρόκειται για τα δίπολα: ενεργητικότητα/παθητικότητα, δεσμευμένη/αδέσμευτη ενέργεια, ζωή/θάνατος, εγώ/απωθημένο.
Το δίπολο ενεργητικότητα/παθητικότητα τίθεται με αφετηρία το παιχνίδι του παιδιού με την κουβαρίστρα, σε σχέση με το τραυματικό και τον έλεγχο της εμπειρίας του αποχωρισμού. Διαρθρώνεται με το δίπολο παρουσία/απουσία καθώς το παιδί, εξαφανίζοντας και επανεμφανίζοντας την κουβαρίστρα (fort-da), επιχειρεί να ελέγξει μέσα από το επαναληπτικό παιχνίδι την εμπειρία του αποχωρισμού, καταλαμβάνοντας μια ενεργητική θέση απέναντι σε μια εμπειρία που βίωσε παθητικά.
Το δίπολο δεσμευμένη/αδέσμευτη ενέργεια, που όπως θα αναφέρουμε και στη συνέχεια δεν είναι ένα καινούργιο δίπολο, τίθεται σε σχέση με τον διαχωρισμό μεταξύ αρχής της ευχαρίστησης και της αρχής που βρίσκεται «Πέραν της αρχής της ευχαρίστησης». Αν και ως δίπολο εμφανίζεται στη φροϋδική σκέψη από το 1895, καθώς εξάλλου, όπως αναγνωρίζει ο ίδιος ο Φρόυντ, αποτελεί μια ιδέα του Breuer, εντούτοις το 1920 το δίπολο δεσμευμένη ενέργεια/αδέσμευτη ενέργεια θεμελιώνει ένα νέο δίπολο που κάνει την εμφάνισή του: πρόκειται για το δίπολο σύνδεση/αποσύνδεση, μίξη/απόμιξη των ενορμήσεων.
Επιπλέον, ο νέος ενορμητικός δυϊσμός εγκαινιάζει ένα άλλο δίπολο, εκείνο μεταξύ ζωής και θανάτου ή, όπως θα φανεί πιο ξεκάθαρα στην Επιτομή ψυχανάλυσης (Freud, 1938), εκείνο μεταξύ συγκρότησης δεσμών και ενοτήτων (Eros) και διάλυσής τους (Thanatos).
Υπάρχει επίσης, όπως είπαμε, το δίπολο αντίθεσης μεταξύ εγώ και απωθημένου, το οποίο ως ζεύγος αντιθέτων κερδίζει έδαφος σε σχέση με το αρχικό δίπολο συνειδητό/ασυνείδητο.
Όμως, πλάι σε όλα αυτά τα ζεύγη αντιθέσεων υπάρχει ένα άλλο δίπολο, το οποίο, χωρίς να εγκαταλείπεται, φαίνεται να υποχωρεί, ενώ παράλληλα γίνεται πιο σύνθετο: πρόκειται για το δίπολο ευχαρίστηση/δυσαρέσκεια.
Ιστορικά στοιχεία για το κείμενο του 1920
Θα χρειαζόταν να ξεκινήσουμε από την ίδια τη διατύπωση του τίτλου του κειμένου, την αινιγματική λέξη «Πέραν». Όπως έχει επισημάνει ο P. L. Assoun (2009), η χρησιμοποιούμενη από τον Φρόυντ πρόθεση, «Jenseits», στον Γερμανικό τίτλο του πρωτότυπου κειμένου, είναι μοναδική εντός του φροϋδικού έργου. Jenseits προσδιορίζει κάτι που βρίσκεται «από την άλλη μεριά». Πρόκειται λοιπόν θα λέγαμε για κάτι που βρίσκεται ή που τοποθετείται (επομένως θεωρείται ότι βρίσκεται) «πέραν», «από την άλλη πλευρά» της αρχής της ευχαρίστησης, η οποία μέχρι τότε θεωρούταν ως η πρυτανεύουσα αρχή της ασυνείδητης ψυχικής ζωής. Η εικόνα που δίνεται είναι επομένως κυρίως χωρική, πρόκειται για την υπέρβαση μιας διαχωριστικής γραμμής και τη μετάβαση σε έναν ακαθόριστο τόπο, ο οποίος βρίσκεται «πέραν» ενός γνωστού. Όμως, η έννοια δεν εμπεριέχει τόσο μια διάσταση υπέρβασης όσο μια διάσταση περάσματος, διέλευσης, από μια όχθη ενός ποταμού σε μια άλλη (Assoun, 2009, σ. 221). Σε αυτή την προοπτική, το κείμενο του 1920 μπορεί να θεωρηθεί, όπως έχει υποστηρίξει ο Assoun, ως ένα είδος συνέχειας του φροϋδικού κειμένου του 1911 για τις δύο αρχές ψυχικής λειτουργίας (Freud, 1911). Τι λοιπόν βρίσκεται σε αυτή την άλλη πλευρά, σε αυτήν την ψυχική χώρα που εκτείνεται «πέραν» της αρχής της ευχαρίστησης; Ο τίτλος δεν γνώρισε παραλλαγές και τέθηκε εξαρχής ως τέτοιος, παρότι κάτι τέτοιο δεν συνέβη και με το περιεχόμενο του ίδιου του κειμένου.
Η σύνταξη του κειμένου φαίνεται να ξεκινά στα μέσα Μαρτίου του 1919, παράλληλα με το «Χτυπούν ένα παιδί» (Freud, 1919a). Όπως γράφει ο Φρόυντ στον Φερέντσι, σε μια επιστολή με ημερομηνία 17 Μαρτίου 1919: «ένα δεύτερο κείμενο, με τον αινιγματικό τίτλο: Πέραν της αρχής της ευχαρίστησης, βρίσκεται στα σκαριά» (Freud, Ferenczi, 1914-1919, σ. 371).
Αξίζει να σημειωθεί ότι το κείμενο δεν σηματοδοτεί μονάχα μια στροφή στη φροϋδική σκέψη. Συμπίπτει επίσης με μια στροφή ως προς την εκδοτική ιστορία της ψυχανάλυσης, καθώς αποτελεί την πρώτη μονογραφία του Φρόυντ που δημοσιεύεται από τον Internationaler Psychoanalytischer Verlag, τον εκδοτικό οίκο που διασφαλίζει έκτοτε την αυτονομία των ψυχαναλυτικών εκδόσεων της εποχής εκείνης. Στο χρονικό διάστημα κατά το οποίο συντάσσεται το κείμενο, ο Φρόυντ γράφει και εκδίδει την εργασία του για το ανοίκειο (μέσα στην οποία αναφέρεται σε φαινόμενα επανάληψης, χωρίς ωστόσο να αναπτύσσει περαιτέρω την ιδέα) καθώς και εκείνη για την ψυχογένεση μιας περίπτωσης γυναικείας ομοφυλοφιλίας (Freud, 1919b, 1920b). Η συνολική περίοδος σύνταξης του κειμένου φαίνεται να ήταν κοντά στον ενάμιση χρόνο, ρυθμός που αφήνει να εννοηθεί ότι χρειάστηκε μια βαθιά ανάσα πριν από την οριστική δημοσίευση. Ο Φρόυντ θα μπορούσε πράγματι να είχε διαισθανθεί το ρίσκο ενός τέτοιου κειμένου, το οποίο πιθανότατα θα αποπροσανατόλιζε ακόμα και τους ίδιους τους ψυχαναλυτές και μαθητές του, ειδικότερα με την επαναστατική ιδέα της ύπαρξης μιας ενόρμησης θανάτου.
Διαθέτουμε δύο πρωτότυπες εκδοχές του κειμένου. Η πρώτη, χειρόγραφη, περιέχει τριάντα τέσσερις σελίδες. Η δεύτερη, που έχει τη μορφή ενός σκληρόδετου βιβλίου, αποτελείται από σελίδες που άλλες είναι χειρόγραφες και άλλες είναι δαχτυλογραφημένες σε γραφομηχανή. Αυτό το αντίτυπο είναι εκείνο που προσφέρθηκε στον Eitingon και χρησίμευσε εντέλει ως μοντέλο για τη συγκρότηση του δημοσιευμένου κειμένου. Ανάμεσα στις δύο εκδοχές υπάρχει όμως μια ουσιώδης διαφορά: η πρώτη αποτελείται από έξι κεφάλαια, ενώ στη δεύτερη εμφανίζεται ένα επιπλέον κεφάλαιο, το οποίο είναι καθοριστικό. Πρόκειται για το έκτο κεφάλαιο του δημοσιευμένου κειμένου, το οποίο είναι ακριβώς εκείνο στο οποίο ο Φρόυντ, επιχειρηματολογώντας πάνω στην εισαγωγή της έννοιας της ενόρμησης θανάτου και θέτοντας ρητά το νέο ενορμητικό δίπολο, δηλώνει ταυτόχρονα αβέβαιος ως προς την υπόθεση αυτή (το προηγούμενο κεφάλαιο, το πέμπτο του δημοσιευμένου κειμένου, περισσότερο προετοίμαζε το επιχείρημα για την εισαγωγή της νέας ενορμητικής θεωρίας). Η είσοδος αυτού του κεφαλαίου επέφερε προφανώς μια ανακατάταξη στις ενότητες του κειμένου, καθώς το πρώην συμπερασματικό έκτο κεφάλαιο έγινε εντέλει το έβδομο κεφάλαιο στη νέα εκδοχή, η οποία τελικά θα είναι αυτή που θα δημοσιευτεί (Assoun, 2009, σ. 223). Πλάι σε όλα αυτά, θα χρειαζόταν να προσθέσουμε και τη σημασία των συμπληρωματικών (της αρχικής του 1920) εκδόσεων του 1921 και 1925, οι οποίες εντέλει επιβεβαιώνουν τη μεγάλης διάρκειας κυοφορία και τη συνεχή επαν-επεξεργασία του κειμένου εκ μέρους (και εντός) του Φρόυντ.
Παρά το ότι ο Φρόυντ ξεκινά τη σύνταξη του κειμένου τον Μάρτιο του 1919, στη συνέχεια φαίνεται να το αφήνει για ένα διάστημα, προτού ξαναπιαστεί με αυτό την επόμενη άνοιξη, προκειμένου να ολοκληρώσει τη σύνταξή του. Στο μεταξύ πεθαίνει η αγαπημένη κόρη του Σοφία, κάτι που έκανε πολλούς, με αφετηρία τον πρώτο βιογράφο του Franz Wittels, να υποστηρίξουν (και να υποστηρίζουν μέχρι και σήμερα) ότι υπήρχε ένας βαθύς σύνδεσμος μεταξύ του πένθους για την κόρη του και της εργασίας αυτής. Ωστόσο, ενώ ο Φρόυντ πάντοτε έβλεπε την ίδια την εργασία συνολικά και δη τη συγγραφική εργασία ως μια αντίδραση στο πένθος, είχε δηλώσει στον Eitingon ότι στην πραγματικότητα δεν υπάρχει σύνδεση ανάμεσα στον θάνατο της Σοφίας και στην ιδέα της ενόρμησης θανάτου, καθώς είχε ήδη ξεκινήσει να αναπτύσσει την ιδέα προτού πεθάνει η Σοφία και είχε μάλιστα ήδη μισοτελειωμένη την εργασία του, ενώ η κόρη του ήταν ακόμα απολύτως υγιής (επιστολή στον Eitingon, με ημερομηνία 18 Ιουλίου 1920). Τελικά, το κείμενο θα δημοσιευτεί στα τέλη του 1920, πιο συγκεκριμένα στις αρχές Δεκέμβρη εκείνου του έτους.
Αλλά εάν ο θάνατος της Σοφίας, αντίθετα από ό,τι γενικά πιστεύεται, δεν είχε σημαντικό απόηχο στο περιεχόμενο του κειμένου, ένα άλλο γεγονός της πραγματικότητας έπαιξε καθοριστικό ρόλο: η παρατήρηση του μικρού εγγονού του Φρόυντ, την ώρα του παιχνιδιού με την κουβαρίστρα. Η παρατήρηση αυτή επέτρεψε στον Φρόυντ να θεμελιώσει τόσο τη σχέση μεταξύ ευχαρίστησης και επανάληψης όσο και τον θεμελιώδη ρόλο των διαδικασιών επανάληψης όχι μόνο στο παιχνίδι των παιδιών αλλά εντέλει εντός της ψυχικής ζωής του ανθρώπου συνολικά. Η πρώτη νοηματική σύνδεση χάρη στο παιχνίδι με την κουβαρίστρα οδηγεί τον Φρόυντ να συνδέσει το επαναληπτικό παιχνίδι με τον έλεγχο επί της εμπειρίας του αποχωρισμού. Έκτοτε, η επανάληψη καθίσταται ένας ψυχαναγκασμός που στόχο έχει τον αναδρομικό έλεγχο της διέγερσης αλλά και τη μεταστροφή της παθητικής θέσης έναντι του βιώματος του αποχωρισμού σε ενεργητική θέση, κάτι που με τη σειρά του θα επιτρέψει έναν φαντασιωσικό έλεγχο πάνω στον αποχωρισμό. Η ίδια ιδέα που ερμηνεύει την επανάληψη ως μια προσπάθεια αναδρομικού ελέγχου της τραυματικής διέγερσης που προκλήθηκε από έναν τραυματισμό επιφέρει μια μετατόπιση και ως προς τη θεωρία του ονείρου. Ορισμένα όνειρα, κυρίως τα εφιαλτικά και τα επαναληπτικά, εκείνα που συνοδεύονται από έντονο άγχος, παύουν να εκλαμβάνονται ως η ψευδαισθητική εκπλήρωση μιας ασυνείδητης επιθυμίας (και μάλιστα μιας απαγορευμένης κι απωθημένης επιθυμίας, όπως πρόκρινε η αρχική φροϋδική θεωρία). Στοχεύουν αντίθετα στην πρόκληση άγχους που θα λειτουργήσει προειδοποιητικά και προστατευτικά, καθώς αρχικά η απουσία άγχους, μαζί με τη βία του τραυματισμού, δεν είχε επιτρέψει την κατάλληλη προετοιμασία των αλεξιδιεγερτικών συστημάτων του ψυχισμού, με συνέπεια την έκλυση μιας τραυματικής νεύρωσης.
Είδαμε ότι στην αφετηρία της εισαγωγής της έννοιας της ενόρμησης θανάτου βρίσκονται λόγοι που σχετίζονται με αποτυχίες και δυσκολίες της αναλυτικής κλινικής πράξης καθώς και το γενικότερο κλίμα της εποχής, λίγα χρόνια μετά τον Μεγάλο Πόλεμο. Πλάι όμως σε αυτούς τους λόγους, που καθόρισαν ή επέτειναν την εισαγωγή της έννοιας της ενόρμησης θανάτου, θα χρειαζόταν να προσθέσουμε και έναν λόγο που σχετιζόταν περισσότερο με μια θεωρητική αναγκαιότητα και προέκυπτε από την προηγηθείσα, λίγα χρόνια νωρίτερα, εισαγωγή της έννοιας του ναρκισσισμού στη μεταψυχολογική θεωρία (Freud, 1914a). Πράγματι, η εισαγωγή του ναρκισσισμού είχε καταστήσει ανεπαρκή την αντιπαραβολή των ενορμήσεων της πρώτης θεωρίας, στον βαθμό που είχε εγκαινιάσει το ερώτημα της λιβιδινικής επένδυσης του ίδιου του εγώ. Εάν λοιπόν η εισαγωγή του ναρκισσισμού στη μεταψυχολογική θεωρία έθετε το ερώτημα τού τι θα απογίνει η παλαιά αντιπαραβολή μεταξύ ενορμήσεων του εγώ και σεξουαλικών ενορμήσεων, αυτό οδήγησε σταδιακά τον Φρόυντ στο να εισαγάγει εντέλει, με τρόπο υπόρρητο, εντός του ίδιου του ναρκισσισμού, έναν δυϊσμό, διακρίνοντας ενορμήσεις του εγώ που υπηρετούν τη ζωή και άλλες ενορμήσεις, εντός των κόλπων του εγώ, που υπηρετούν τον θάνατο. Είναι ακριβώς σε αυτό το σημείο, επιθέτοντας δηλαδή ένα αρνητικό πρόσημο στον ναρκισσισμό, που για τον A. Green (1983) καθίσταται εφικτό να συναρθρώσουμε τον ναρκισσισμό με την ενόρμηση θανάτου: πρόκειται για τον λεγόμενο ναρκισσισμό θανάτου, έναν αρνητικό ναρκισσισμό, διπλή σκιά του ενοποιητικού Έρωτα του θετικού ναρκισσισμού. Αυτός ο ναρκισσισμός καθιστά τελικά αναγνώσιμο και εφικτό το φροϋδικό πέρασμα από τη θεωρία των ενορμήσεων που αντιπαρέβαλλε τη ναρκισσιστική λίμπιντο με την αντικειμενότροπο λίμπιντο στην τελευταία ενορμητική θεωρία που αντιπαρέβαλλε τις ενορμήσεις ζωής με την ενόρμηση θανάτου.
Μια αρχή 'Πέραν της αρχής της ευχαρίστησης' αλλά εντός της ευχαρίστησης. Σχέσεις επανάληψης και ευχαρίστησης και ο διπλός χαρακτήρας των διαδικασιών επανάληψης. Ο θεμελιώδης ρόλος του μαζοχισμού
Το 1920, η αρχή της ψυχικής λειτουργίας που αναγνωρίζεται ότι εκτείνεται «πέραν της αρχής της ευχαρίστησης» παρουσιάζεται ως προγενέστερη της αρχής της ευχαρίστησης αλλά αυτό δεν πρέπει να εκληφθεί μόνο με τη στενή γενετική (χρονολογική) έννοια αλλά με την έννοια του επιπέδου οργάνωσης και της ποιότητας της διαθέσιμης ψυχικής ενέργειας. Εάν στην αρχή της ευχαρίστησης η ψυχική ενέργεια επενδύεται σε μια αναπαράσταση αντικειμένου και εάν, επίσης, η ενόρμηση αναζητά ένα αντικείμενο που θα ικανοποιήσει τον σκοπό της (Freud, 1905), η αρχή που εκτείνεται πέραν της αρχής της ευχαρίστησης αφορά καταστάσεις (και όχι μόνο μια περίοδο της ζωής) όπου η ψυχική ενέργεια παραμένει διάχυτη, ελευθέρως διακινούμενη, κάτι που σημαίνει ότι καθώς παραμένει δίχως σύνδεση με την αναπαράσταση ενός αντικειμένου συνιστά ένα φορτίο διέγερσης, μια ‘’καθαρή’’ ποσότητα δηλαδή, που δύναται να εκφορτιστεί είτε στη συμπεριφορά είτε στο σώμα, χωρίς να υπάρχει ψυχική διαμεσολάβηση (μέσω των εκπροσώπων της ενόρμησης, δηλαδή μέσω συναισθήματος και αναπαράστασης).
Εξ αυτού του λόγου, στην αναλυτική θεραπεία είμαστε πάντοτε ευαίσθητοι και ικανοποιημένοι απέναντι σε περάσματα κατά τα οποία φαίνεται η ψυχική λειτουργία του ασθενή να αρχίζει να σφραγίζεται περισσότερο από ψυχικές κινήσεις που διέπουν την αρχή της ευχαρίστησης. Πρόκειται για εκείνο που συχνά λέγεται ότι στόχος στην αναλυτική θεραπεία είναι να περάσουμε από τη δεύτερη τοπική (από το μη δυναμικό Ασυνείδητο, π.χ. από εκείνο που είναι διχοτομημένο) στην πρώτη (δηλαδή, στο δυναμικό Ασυνείδητο, στην απωθημένη αναπαράσταση, στις παραπραξίες και τις γλωσσικές παραδρομές, σε όνειρα που στοχεύουν λιγότερο στον έλεγχο μιας τραυματικής διέγερσης και αντιστοιχούν περισσότερο στην ψευδαισθητική εκπλήρωση μιας ασυνείδητης επιθυμίας, στο πλαίσιο μιας περισσότερο νευρωτικοποιημένης ενδοψυχικής σύγκρουσης).
Ωστόσο, ο στόχος αυτός [που δεν είναι ακριβώς ταυτόσημος με τη φροϋδική διατύπωση «εκεί όπου ήταν Εκείνο να έρθει το Εγώ» (Freud, 1923)] έχει τόσο υπογραμμιστεί που έχουμε ίσως στο μεταξύ ξεχάσει το ότι μια αρχή ψυχικής λειτουργίας που υπάγεται και λειτουργεί σε ένα πέραν της αρχής της ευχαρίστησης είναι όχι μόνο αναπόφευκτη αλλά και απαραίτητη για τον έλεγχο των διεγέρσεων, που θα επιτευχθεί μέσω επαναληπτικών κινήσεων· τελικά, μια τέτοια λειτουργία είναι απαραίτητη για τη διασφάλιση της κυριαρχίας της ίδιας της αρχής της ευχαρίστησης αλλά και για τη διατήρηση της ζωής, τον έλεγχο του τραυματικού που ενυπάρχει σε πολλές εκφάνσεις της ζωής μας, εντέλει για τη διατήρηση μιας κάποιας ποσότητας ενέργειας, διαθέσιμης προς νέες επενδύσεις. Διαφορετικά, εάν το ψυχικό όργανο λειτουργούσε αποκλειστικά και μόνο υπό την πλήρη πρωτοκαθεδρία της αρχής της ευχαρίστησης, όχι μόνο δεν θα είχε καμία δυνατότητα αναμονής και, συνεπώς, αναβολής της άμεσης ικανοποίησης αλλά, επιπλέον, θα χρειαζόταν να αδειάζει συνεχώς, μην μπορώντας να αντέξει την παραμικρή αύξηση της διέγερσης και την παραμικρή δυσαρέσκεια. Εδώ συναντάμε βεβαίως τον θεμελιώδη ρόλο της ερωτικοποίησης της δυσαρέσκειας, της λιβιδινικής συνδιέγερσης και της ενορμητικής μίξης, επομένως τον σπουδαίο ρόλο που καλείται να επιτελέσει ο λεγόμενος πρωτογενής ή ερωτογενής μαζοχισμός (Freud, 1920a, 1924), ο οποίος τίθεται έτσι (μέσα από την επένδυση και άρα την ανοχή της δυσαρέσκειας) ως ο εγγυητής της αναβολής της άμεσης ικανοποίησης και, συνεπώς, ως ο εγγυητής για το πέρασμα στην αρχή της πραγματικότητας (Aisenstein και Gibeault, 1990, Aisenstein, 1995).
Τα παραπάνω ίσως να ακούγονται ως θεωρητικοί στοχασμοί με μικρή κλινική σημασία. Στην πραγματικότητα, έχουν σημαντικό κλινικό απόηχο. Διότι πώς να φανταστούμε την έναρξη αλλά και τη συνέχιση μιας ανάλυσης δίχως μια κάποια επαρκή ποσότητα μαζοχισμού, που θα καθιστά εφικτή, και στις δύο άκρες του ντιβανιού, την επένδυση και την ανοχή της αναμονής; Εάν ο αναλυτής χρειάζεται να είναι ικανός να περιμένει και επίσης να υπόκειται στην αρχή της εγκράτειας και της ουδετερότητας, αυτό δεν μπορεί να καταστεί εφικτό δίχως μια μαζοχιστική επένδυση της δυσαρέσκειας που γεννά η αναμονή και η αναβολή της ικανοποίησης. Αλλά και για τον αναλυόμενο ισχύει κάτι παρόμοιο διότι, χωρίς μια δική του μαζοχιστική επένδυση, πώς θα καταστεί εφικτή η ανοχή των στερήσεων (και καταρχάς των αντιληπτικών, π.χ. των οπτικών) που τίθενται εκ του ψυχαναλυτικού πλαισίου και πώς θα γίνει ανεκτή εκ μέρους του μια κάποια βία και μικροτραυματική διέγερση που εμπεριέχει αναπόφευκτα σχεδόν κάθε ερμηνεία του αναλυτή, εφόσον εισάγει, μεταξύ άλλων, την ετερότητα;
Σύμφωνα με το φροϋδικό κείμενο του 1920, η αρχή της ψυχικής λειτουργίας που δεν υπάγεται στην αρχή της ευχαρίστησης δεν είναι μονάχα προγενέστερη της αρχής της ευχαρίστησης αλλά σχετίζεται με μια ευχαρίστηση που ξεφεύγει των νόμων της αρχής της ευχαρίστησης. Αυτό σημαίνει ότι κάθε επανάληψη συνιστά από μόνη της, όπως αναγνωρίζει ο Φρόυντ, μια πηγή ευχαρίστησης, όπως στο παράδειγμα των παιδιών που αποζητούν την ακριβή επανάληψη της αφήγησης ενός παραμυθιού, χωρίς παραλλαγές. Επομένως, το πέραν της αρχής της ευχαρίστησης εκτείνεται πέραν των νόμων της αρχής της ευχαρίστησης (πέραν δηλαδή των νόμων που αποβλέπουν στη μείωση ή και τον κατευνασμό των εντάσεων και στην αποφυγή της δυσαρέσκειας) αλλά βρίσκεται εντός άλλων, διαφορετικών, πηγών ευχαρίστησης, όπως είναι η μαζοχιστική ευχαρίστηση, η ευχαρίστηση του ψυχαναγκασμού της επανάληψης, κλπ. Όταν για παράδειγμα αναζητά κάποιος τον πόνο, βρίσκοντας μια συνειδητή (διαστροφικός μαζοχισμός) ή κρυφή (ηθικός μαζοχισμός) ευχαρίστηση από αυτόν, αυτό σημαίνει ότι βρίσκεται σε αναζήτηση μιας ευχαρίστησης που γεννιέται όχι στη μείωση αλλά στην αύξηση της διέγερσης. Ως προς τούτο, ξεφεύγει των κανόνων που διέπουν την αρχή της ευχαρίστησης.
Όσον αφορά τον καταναγκασμό της επανάληψης, ο Φρόυντ είχε ήδη από το 1914 (Freud, 1914b) αναφερθεί στον μηχανισμό της επανάληψης και στη διασύνδεσή του τόσο με την αναμνημόνευση όσο και με την ψυχική επεξεργασία. Αλλά τότε, καθώς έβλεπε και έναν θετικό χαρακτήρα στους μηχανισμούς επανάληψης, που ενυπάρχουν άλλωστε εντός της ίδιας της μεταβίβασης, δεν είχε διακρίνει τον έντονα παρορμητικό και ψυχαναγκαστικό χαρακτήρα που μπορεί να εκλάβει η επανάληψη, αντιθέτως είχε φτάσει να θεωρεί ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις ασθενών, μόνο μέσω της επανάληψης θα αποκαλυφθεί ό,τι πιο μύχιο και παθολογικό υπάρχει στον ασθενή, κάτι που διαφορετικά δεν θα είχαμε τη δυνατότητα να γνωρίσουμε. Το 1920, καθώς η ίδια η μεταβίβαση δαιμονοποιείται εκ νέου, ο Φρόυντ διακρίνει έναν ψυχαναγκασμό της επανάληψης που μπορεί να φτάσει μέχρι «την αιώνια επιστροφή του ίδιου», όπως λέει. Η διαδρομή από το 1914 έως το 1920 σηματοδοτεί εκείνο το οποίο αργότερα θα συναντήσουμε στο έργο κατοπινών συγγραφέων, οι οποίοι διέκριναν δύο τύπους επαναλήψεων εντός της ψυχικής ζωής (Bibring, 1943, De M’Uzan, 1969, Lambertucci-Mann, 2018). Η διαφορά είναι ουσιώδης και αφορά άλλοτε τη διάκριση μεταξύ μιας επιλύουσας ή μετασχηματιστικής παρόρμησης, που θέτει σε κίνηση λειτουργίες του εγώ, και μιας άλλης συντηρητικής παρόρμησης, με επαναληπτική τάση, η οποία αναπτύσσεται κατά κύριο λόγο στην καρδιά του Εκείνο (Bibring, 1943), και άλλοτε τη διάκριση μεταξύ μιας επανάληψης του παρόμοιου (répétition du même) που στοχεύει στην αλλαγή και τον μετασχηματισμό και μιας άλλης επανάληψης, της επανάληψης του ταυτόσημου (répétition de l’identique), που αναπαράγει αενάως το ίδιο, εμποδίζοντας κάθε δυνατότητα αλλαγής (De M’Uzan, 1969).
Η δεύτερη ενορμητική θεωρία: ενόρμηση θανάτου και ενορμήσεις ζωής. Η -όχι ταυτόσημη- σχέση της ενόρμησης θανάτου με την καταστροφικότητα
Η αντιπαραβολή, που προτείνει ο Φρόυντ το 1920, μεταξύ ενορμήσεων ζωής και ενόρμησης θανάτου έγινε γνωστή ως δεύτερη ενορμητική θεωρία ή δεύτερος ενορμητικός δυϊσμός. Στην πρώτη θεωρία των ενορμήσεων το δίπολο αφορούσε τις ενορμήσεις αυτοσυντήρησης από τη μία και τις σεξουαλικές ενορμήσεις από την άλλη. Τώρα, στο πλαίσιο της «δεύτερης» θεωρίας, οι ενορμήσεις που αντιπαραβάλλονταν στην πρώτη ενορμητική θεωρία, κατατάσσονται γενικά στις ενορμήσεις ζωής. Ωστόσο, υπάρχουν ενορμήσεις του εγώ που χρειάζεται να ενταχθούν στους κόλπους των ενορμήσεων θανάτου, όπως αναγνωρίζει ο Φρόυντ. Όπως είδαμε, κάτι τέτοιο θέτει το ζήτημα ενός ναρκισσισμού ζωής και ενός ναρκισσισμού θανάτου, κατά την προτεινόμενη ορολογία από τον A. Green (1983).
Η λεγόμενη «δεύτερη» θεωρία των ενορμήσεων δεν είναι πάντως το δεύτερο θεωρητικό σχήμα που πρότεινε ο Φρόυντ για τις ενορμήσεις. Στην πραγματικότητα, μεταξύ των δύο θεωριών για τις ενορμήσεις υπήρξε μια ενδιάμεση φάση ή ενδιάμεσες φάσεις, κατά τις οποίες ο Φρόυντ είχε προηγουμένως αντιπαραβάλει, μετά την εισαγωγή του ναρκισσισμού στη μεταψυχολογική θεωρία, τις λιβιδινικές ενορμήσεις που επενδύουν το εγώ με τις λιβιδινικές ενορμήσεις που στρέφονται προς τα αντικείμενα του εξωτερικού κόσμου. Η αντιπαραβολή αφορούσε εκείνη την περίοδο την κατεύθυνση της ενόρμησης: εάν στρεφόταν προς τα μέσα, επενδύοντας το ίδιο το Εγώ, τότε επρόκειτο για μια ναρκισσιστική λίμπιντο και οι αντίστοιχες επενδύσεις ονομάζονταν ναρκισσιστικές επενδύσεις. Εάν αντίθετα η λίμπιντο στρεφόταν προς τα έξω για να επενδύσει τα αντικείμενα του εξωτερικού κόσμου, τότε γινόταν λόγος για λίμπιντο αντικειμένου και αντικειμενότροπες επενδύσεις.
Ακόμα νωρίτερα όμως, η αρχική αντιπαραβολή της πρώτης ενορμητικής θεωρίας αφορούσε ολοένα και λιγότερο τις ενορμήσεις αυτοσυντήρησης με τις σεξουαλικές ενορμήσεις, διότι οι πρώτες έτειναν να αντικατασταθούν με τον όρο ενορμήσεις του εγώ. Η αλλαγή στην ορολογία, που διαπερνά αργά και σχεδόν αθόρυβα το φροϋδικό έργο, είναι σημαντική διότι ο τονισμός μετατίθεται προοδευτικά από τη μείζονα οργανική λειτουργία και τον αυτοερωτισμό στο εγώ, το οποίο σταδιακά συγκροτείται ως ανεξάρτητη ψυχική αρχή, μετά την εισαγωγή του ναρκισσισμού (κι ενώ βρισκόμαστε ακόμα στο πλαίσιο της πρώτης τοπικής θεωρίας). Εξ αυτού προκύπτει εντέλει η προοδευτική εγκατάλειψη της έννοιας του αυτοερωτισμού προς όφελος εκείνης του ναρκισσισμού, που θεωρήθηκε ως πιο μεταψυχολογική από τον Φρόυντ.
Μια ακόμα παρατήρηση όσον αφορά την εξέλιξη των εννοιών και την ιστορική τοποθέτησή τους εντός της φροϋδικής σκέψης θα μας επέτρεπε να αναγνωρίσουμε ότι η έννοια της λιβιδινικής συνδιέγερσης, που διαπερνά ρητά ή υπόρρητα το σύνολο του φροϋδικού έργου και αφορά εξίσου και τις δύο κύριες ενορμητικές θεωρίες, αφορούσε, στο πλαίσιο της πρώτης θεωρίας των ενορμήσεων, την αρχική έρειση (ή ανάκλιση) της σεξουαλικής ενόρμησης πάνω στο ένστικτο της αυτοσυντήρησης και στην ικανοποίηση της βιολογικής ανάγκης. Επομένως, η πρώτη φροϋδική θεωρία των ενορμήσεων διέκρινε σαφώς την ικανοποίηση της ανάγκης από την ευχαρίστηση της επιθυμίας. Η ικανοποίηση της ανάγκης αφορά το ένστικτο (της πείνας, της δίψας, κλπ.) και, ως τέτοια, υπάγεται στον – έστω και προσωρινό – κορεσμό. Αντιθέτως, η σεξουαλική ενόρμηση αφορά την επιθυμία για ευχαρίστηση, η οποία ωστόσο παραμένει πάντοτε ατελώς πληρούμενη. Έτσι, ενώ η ανάγκη μπορεί να ικανοποιηθεί και για αυτό δικαιούμαστε να μιλάμε για ικανοποίηση της ανάγκης (του ενστίκτου), αντίθετα η επιθυμία δεν δύναται να ικανοποιηθεί, με τη στενή έννοια του όρου, αλλά μόνο να εκπληρωθεί, με έναν τρόπο ατελή. Με άλλα λόγια, ενώ το ένστικτο της αυτοσυντήρησης ικανοποιείται, η σεξουαλική ενόρμηση ευχαριστιέται. Η διαφορά είναι ουσιώδης και μαρτυρά τη διαρκή, αέναη κίνηση της ψυχοσεξουαλικότητας, καθώς η σεξουαλική ενόρμηση, εκκινώντας πάνω σε μια οργανική βάση (θηλασμός με σκοπό την ικανοποίηση του ενστίκτου), αυτονομείται αρχικά ως προς τον σκοπό (συνέχιση του βυζάγματος του στήθους με σκοπό την άντληση ευχαρίστησης στη στοματική κοιλότητα, ενώ έχει ικανοποιηθεί η βιολογική ανάγκη) και στη συνέχεια και ως προς το αντικείμενο [το βρέφος αρχίζει σταδιακά να υποκαθιστά το στήθος που απουσιάζει με ένα μέρος του ίδιου του σώματός του, πιπιλίζοντας τον αντίχειρά του, κάτι που συνιστά τον αυτοερωτισμό, που σε αυτή την προοπτική είναι μονάχα δευτερογενής, κατά την προοπτική που υπογράμμισε ο Laplanche (1970)].
Στη δεύτερη θεωρία των ενορμήσεων, αντίθετα, η συνδιέγερση της λίμπιντο δεν καθορίζεται πλέον από το ένστικτο και την ικανοποίηση της ανάγκης αλλά πραγματοποιείται στη βάση επώδυνων αισθήσεων, που εντείνουν τα επίπεδα δυσαρέσκειας. Αυτό θεμελιώνει τη μαζοχιστική ευχαρίστηση του πόνου ως πρότυπο ευχαρίστησης στο πλαίσιο της δεύτερης ενορμητικής θεωρίας (Aisenstein, 2000a). Πρόκειται για μια εκ βάθρων αλλαγή του μοντέλου, καθώς ο ίδιος ο πόνος ενέχει εδώ μια κομβική θέση, στοιχειοθετώντας μεταξύ άλλων ένα σημείο καθήλωσης της λίμπιντο καθώς και ένα σημείο αφετηρίας της λιβιδινικής επένδυσης (και καταρχάς της λιβιδινικής επένδυσης του εν οδύνη σώματος). Αλλά η ναρκισσιστική επένδυση ενός πάσχοντος σημείου του σώματος (η συσσώρευση της λίμπιντο σε ένα πληγωμένο μέρος του σώματος) ενέχει επίσης, το 1920, έναν ιαματικό χαρακτήρα, που εμποδίζει την έκλυση τραυματικής νεύρωσης. Στην ίδια υπόθεση, τόσο της συνδιέγερσης της λίμπιντο από εμπειρίες πόνου, όσο και στον ιαματικό και αυτοθεραπευτικό χαρακτήρα που μπορεί να πάρει η τοπική αύξηση και συσσώρευση της λίμπιντο σε ένα πάσχον σημείο του σώματος, είχε πρώτος αναφερθεί ο Φερέντσι, με αφετηρία εκείνο που ονόμασε νευρώσεις ασθενείας ή παθονευρώσεις (Ferenczi, 1917).
Η ναρκισσιστική επένδυση του επώδυνου σώματος, η οποία επιτρέπει τη δέσμευση σε ένα συγκεκριμένο σημείο του σώματος μιας ποσότητας ενέργειας που διαφορετικά θα παρέμενε αδέσμευτη και διάχυτη, αντιστοιχεί στη φροϋδική ερμηνεία του 1920 ως προς το ερώτημα που γεννούσε η παρατήρηση ότι άτομα που είχαν υποστεί σωματικούς ακρωτηριασμούς στον πόλεμο εμφάνιζαν μειωμένες πιθανότητες για έκλυση κάποιας τραυματικής νεύρωσης. Το 1923, ο σωματικός πόνος θα γίνει το εφαλτήριο για την ίδια την αναπαράσταση των οργάνων του σώματος και του σώματος συνολικά (Freud, 1923). Το 1924, αφιερώνεται ένα δεκασέλιδο κείμενο πάνω στο ερώτημα του μαζοχισμού (Freud, 1924), καθώς το κείμενο του 1920 είχε ήδη θέσει τις βάσεις, όταν ο Φρόυντ αναγνώριζε ότι υπάρχει ένας πρωτογενής μαζοχισμός που όχι μόνο προϋπάρχει οποιασδήποτε μορφής σαδισμού αλλά και είναι τελείως ανεξάρτητος από αυτόν, κάτι που μέχρι τότε δεν αναγνώριζε, όπως ομολογεί (Freud, 1920a), καθώς αρχικά θεωρούσε τον μαζοχισμό μονάχα ως τη μεταστροφή του σαδισμού προς το ίδιο το άτομο (Freud, 1915). Αυτή η μορφή πρωτογενούς μαζοχισμού θεμελιώνει θεωρητικά την έννοια της ενορμητικής μίξης, χάρη στην οποία συντηρείται κάθε μορφή ζωής. Η μίξη των ενορμήσεων προϋποθέτει τη συνύπαρξη των δύο ενορμήσεων της δεύτερης θεωρίας, στην ουσία τη συνύπαρξη των σκοπών τους. Σύμφωνα με τον δεύτερο δυϊσμό του Φρόυντ, οι λεγόμενες ενορμήσεις ζωής τείνουν να συγκροτούν ολοένα και μεγαλύτερες ενότητες, με στόχο την επιμήκυνση της ζωής, στο πλαίσιο πάντοτε του γενικότερου προγραμματισμού του έμβιου όντος, που είναι ο θάνατος. Έτσι, οι ενορμήσεις αυτοσυντήρησης της παλιάς θεωρίας (που κατατάσσονται τώρα με τις ενορμήσεις ζωής) βοηθούν τον οργανισμό να πεθάνει με τον δικό του τρόπο, καθυστερώντας το έργο των ενορμήσεων θανάτου, το οποίο είναι η διάλυση των δεσμών, η επαναφορά σε μια ανόργανη κατάσταση, στην αρχική μορφή της ανόργανης ύλης. Κάθε μορφή ζωής προϋποθέτει λοιπόν έναν βαθμό σύζευξης των αντιθετικών μεταξύ τους ενορμήσεων. Ωστόσο, όλες οι ενορμήσεις στη δεύτερη θεωρία προσδιορίζονται ως δυνάμεις που τείνουν να επαναφέρουν μια προηγούμενη κατάσταση και αντιστοιχούν, έτσι, σε συντηρητικές δυνάμεις: διατήρηση και διαιώνιση της ζωής από τη μία, όσον αφορά τις ενορμήσεις ζωής, θάνατος και επιστροφή στην ανόργανη ύλη, όσον αφορά την ενόρμηση θανάτου. Ο νέος αυτός προσδιορισμός της ενόρμησης αντιτίθεται στον προηγούμενο, κατά τον οποίο ο Φρόυντ θεωρούσε ότι οι ενορμήσεις είναι προοδευτικές αφού ωθούν προς την αλλαγή [συγκεκριμένα προς τον μετασχηματισμό μιας σωματικής διέγερσης – με συγκεκριμένη σωματική πηγή – σε ψυχική εκπροσώπηση, μέσω μιας απαίτησης εργασίας που επιβάλλεται στο ψυχικό εκ της συσχέτισής του με το σωματικό (Freud, 1915)].
Προκειμένου να προσεγγίσει τον νέο αυτόν προσδιορισμό της έννοιας της ενόρμησης καθώς και τη μεταστροφή του τρόπου θεώρησής της, προκειμένου εντέλει να εισαγάγει τον καινούργιο ενορμητικό δυϊσμό του, ο Φρόυντ επισημαίνει τρία βασικά σημεία, μέσα στο κείμενο του 1920: α) κάθε ενόρμηση έχει έναν συντηρητικό χαρακτήρα, αναζητώντας να διατηρήσει μια προηγούμενη κατάσταση ή να επαναφέρει τη ζώσα ύλη σε μια προγενέστερη κατάσταση, β) στόχος της ενόρμησης είναι είτε η ζωή είτε ο θάνατος (διατήρηση/συντήρηση και επιμήκυνση της ζωής, από τη μία, επαναφορά στην ανόργανη κατάσταση και θάνατος, από την άλλη), γ) κάθε ενόρμηση στοχεύει είτε στην οικοδόμηση δεσμών και ολοένα και μεγαλύτερων ενοτήτων (ενόρμηση ζωής) είτε, αντίθετα, στην αποδόμηση και καταστροφή των δεσμών και των ενοτήτων (ενόρμηση θανάτου).
Θεωρητικές προεκτάσεις και κλινικές επισημάνσεις μεταγενέστερων ψυχαναλυτών τόνισαν ότι η λεγόμενη ενόρμηση θανάτου, στοχεύοντας στη διάλυση-καταστροφή των ενοτήτων, χρησιμεύει εντέλει στην ίδια τη ζωή και βρίσκεται και αυτή στην υπηρεσία της. Για παράδειγμα, η N. Zaltzman (1979), με την έννοια της αναρχικής ενόρμησης, επιχείρησε να δείξει ότι η ενόρμηση θανάτου δεν έχει μόνο καταστροφικό χαρακτήρα αλλά ότι υπάρχουν εκφάνσεις της χωρίς θανατερά πεπρωμένα. Σε αυτή την προοπτική, οι εκδηλώσεις δυνάμεων αποσύνδεσης δημιουργούν μια διέξοδο ζωής απέναντι σε ιδιαίτερες συνθήκες ακραία θανατηφόρων καταστάσεων του φυσικού ή κοινωνικο-πολιτικού περιβάλλοντος. Ο A. Green (1970) είχε επισημάνει ότι το Εγώ χρειάζεται να χρησιμοποιήσει την αλεξιδιεγερτική δράση της ενόρμησης θανάτου, προκειμένου να μπορέσει να υπηρετήσει την ανάγκη του για ξεκούραση και ύπνο.
Παρατηρούμε λοιπόν ότι η ενόρμηση θανάτου δεν χρειάζεται να λογίζεται ως μια δαιμονοποιημένη δύναμη, καθώς η αποσύνδεση αλλά και η τάση επιστροφής των εντάσεων στο μηδέν, η κατάργησή τους, είναι συνυφασμένη με ορισμένες ζωτικές λειτουργίες του έμβιου όντος. Άλλωστε, το ερώτημα που τίθεται με την ενόρμηση θανάτου και τη σχέση της με την καταστροφικότητα είναι το ακόλουθο: Τι θα γινόταν εάν χτίζαμε ολοένα και μεγαλύτερες ενότητες, κατά τα πρότυπα του Eros (της ενόρμησης ζωής); Στην πραγματικότητα, η καταστροφική δράση της λεγόμενης ενόρμησης θανάτου έγκειται σε καταστάσεις απόμιξης των ενορμήσεων, εκεί όπου μπορεί, τότε, να δρα ανεξέλεγκτα, και να εκφορτίζεται άμεσα στη συμπεριφορά ή στο σώμα. Από τα παραπάνω, γίνεται φανερό ότι ενόρμηση θανάτου και καταστροφικότητα δεν είναι ταυτόσημες έννοιες και συνεπώς δεν πρέπει να προσλαμβάνουμε μονοσήμαντα την έννοια της ενόρμησης θανάτου στις διασυνδέσεις της με την καταστροφικότητα. Για παράδειγμα, όπως έχει επισημάνει η Μ. Αϊζενστάιν (2019), εκείνο που ο P. Marty περιέγραψε ως κινήσεις θανάτου είναι το άθροισμα των αποδομητικών επιδράσεων που προκύπτει από τη συμπαιγνία ανάμεσα στην ενόρμηση θανάτου και στο τραυματικό στοιχείο. Αυτό σημαίνει ότι η δράση της ενόρμησης θανάτου δεν αρκεί από μόνη της αλλά χρειάζεται να υπάρξει κι ένας τραυματικός παράγοντας, ώστε να πάρει τον χαρακτήρα μιας θανατηφόρας καταστροφικότητας.
Όταν το 1920 ο Φρόυντ εισήγαγε την έννοια της ενόρμησης θανάτου, θεμελίωσε την υπόθεσή του πάνω σε παρατηρήσεις κι ερευνητικά δεδομένα της εποχής από τη βιολογία (ο φυσικός θάνατος ισχύει τόσο για τους απλούς μονοκύτταρους οργανισμούς όσο και για τα εγχυματικά μικρόβια, η κατάσταση του ανόργανου προϋπάρχει της οργανικής ύλης, το μη έμβιο και το άψυχο προηγήθηκαν του έμβιου και του έμψυχου), επίσης πάνω στη φιλοσοφία του Schopenhauer, για τον οποίον ο θάνατος είναι το ίδιο το αποτέλεσμα της ζωής. Ως προς την μεταψυχολογική θεωρία, βασίστηκε στην, προτεινόμενη από την Barbara Low, αρχή της Νιρβάνα. Σύμφωνα με αυτή την αρχή, στόχος είναι η κατάργηση της έντασης της εσωτερικής διέγερσης, η επαναφορά των εντάσεων στο σημείο μηδέν. Η κριτική του J. Laplanche (1970) επισημαίνει ότι η ενόρμηση θανάτου, έτσι όπως προσδιορίζεται το 1920 από τον Φρόυντ, συνδέεται από τη μία με την αρχή της Νιρβάνα και την τάση κατάργησης στο μηδέν της έντασης της εσωτερικής διέγερσης, από την άλλη όμως η ίδια αυτή έννοια συνδέεται με τον μαζοχισμό ή τον σαδισμό, που στοχεύουν στην αύξηση και διατήρηση της έντασης των διεγέρσεων. Πρόκειται λοιπόν εδώ για ένα οικονομικό παράδοξο, το οποίο, κατά τον Laplanche, επιτείνει η εισαγωγή της έννοιας της ενόρμησης θανάτου. Για τον ίδιο συγγραφέα, ο Φρόυντ οδηγήθηκε σε αυτή την έννοια εξαιτίας μιας εσωτερικής αναγκαιότητας, ένα είδος δικού του καταναγκασμού, που είχε να κάνει τόσο με τη δική του σχέση με τον θάνατο όσο και με τρεις παραμέτρους που σχετίζονταν με κάποιες προτεραιότητες εντός της σκέψης του: πρόκειται διαδοχικά για την εξαρχής προτεραιότητα του μηδενός έναντι της σταθερότητας στη σκέψη του Φρόυντ (Freud, 1895), έπειτα για την προτεραιότητα του αυτοπαθούς χρόνου, όπως αυτή αποκαλύπτεται μέσα από τις έννοιες του αυτοερωτισμού και του πρωτογενούς ναρκισσισμού (Freud, 1905, 1914a) και, τέλος, τη μεταφορά αυτών των δύο προτεραιοτήτων στον τομέα της ζωής, το 1920.
Το θεωρητικό αδιέξοδο είναι σύνθετο διότι το κείμενο ξεκινά πράγματι επιχειρώντας να εξηγήσει οτιδήποτε δεν φαίνεται να υπάγεται στους νόμους της αρχής της ευχαρίστησης (δηλαδή στον νόμο σύμφωνα με τον οποίον αναζητά κανείς οτιδήποτε του είναι ευχάριστο που θα επιφέρει μείωση της έντασης και αποφεύγει οτιδήποτε του είναι δυσάρεστο που θα προκαλούσε αύξηση της έντασης). Γίνεται έτσι αναφορά στον επαναληπτικό χαρακτήρα ορισμένων τραυματικών ονείρων αλλά και του παιχνιδιού των παιδιών (το παιχνίδι με την κουβαρίστρα του μικρού εγγονού του Φρόυντ). Διατυπώνεται η υπόθεση ότι η επανάληψη έχει ως στόχο τη σύνδεση μιας ποσότητας ενέργειας που παρέμενε αδέσμευτη, δηλαδή έχει ως στόχο τον αναδρομικό έλεγχο μιας τραυματικής διέγερσης και την παράλληλη μεταστροφή της παθητικής θέσης σε ενεργητική, απέναντι στον τραυματισμό. Η αναγνώριση της ύπαρξης ενός ψυχαναγκασμού επανάληψης συνδέεται από τον Φρόυντ με τη δράση της ενόρμησης θανάτου και, με αυτόν τον τρόπο, ο Φρόυντ στοιχειοθετεί την υπόθεση της ύπαρξης μιας τέτοιας ενόρμησης. Αλλά αυτή η ίδια ενόρμηση στοχεύει, όπως υποστηρίζει, στην επαναφορά στην ανόργανη κατάσταση· συνδέεται λοιπόν με μια αρχή «πέραν της αρχής της ευχαρίστησης» που αναζητά τη μείωση ή και την εξαφάνιση των εντάσεων. Αλλά αυτή η ίδια λογική υποτίθεται ότι διέπει και την αρχή της ευχαρίστησης. Ο Φρόυντ διέρχεται του αδιεξόδου υποστηρίζοντας πως οτιδήποτε δεν υπάγεται στην αρχή της ευχαρίστησης δεν σημαίνει απαραίτητα ότι βρίσκεται σε αντίθεση με αυτήν και επομένως δεν σημαίνει ότι αντίκειται στους σκοπούς της. Το θεωρητικό αδιέξοδο συνίστατο επίσης στο ότι η μείωση των διεγέρσεων είχε προηγουμένως προσδιοριστεί ως ο κύριος σκοπός της αρχής της ευχαρίστησης, μιας αρχής με την οποία είχαν συνδεθεί οι σεξουαλικές ενορμήσεις της πρώτης ενορμητικής θεωρίας, οι οποίες τώρα θεωρείται ότι ανήκουν στις ενορμήσεις ζωής. Αλλά οι τελευταίες προσδιορίζονται τώρα ως ταραξίες, που επιφέρουν εντάσεις και μάλιστα επιχειρούν, μέσα από την ένταση που επιφέρουν και την ένωση διαφορετικών στοιχείων, να επιμηκύνουν και να συντηρήσουν τη ζωή (υπαγόμενες πάντως στον υποτιθέμενο θεμελιακό ρόλο κάθε ενόρμησης, εκείνον της επαναφοράς σε μια προηγούμενη κατάσταση). Όπως έχω σημειώσει σε προηγούμενη εργασία (Σταθόπουλος, 2018), η αρχή ψυχικής λειτουργίας που βρίσκεται «πέραν της αρχής της ευχαρίστησης» είναι εξαρχής διττή, ήδη από το 1920, καθώς από τη μία εισάγεται με σκοπό να θεμελιωθεί η εισαγωγή της καινούργιας έννοιας, εκείνης της ενόρμησης θανάτου, κι από την άλλη καταλήγει, στο ίδιο κείμενο, να αποτελεί τον εγγυητή της ζωής, τον υπηρέτη της, με την ίδια την αρχή της ευχαρίστησης να βρίσκεται τοποθετημένη με τη μεριά των ενορμήσεων θανάτου (Freud, 1920a). Τέσσερα χρόνια αργότερα, στη βάση αυτών των συχνά αντικρουόμενων μεταξύ τους υποθέσεων, πρότυπο αυτού του εγγυητή και υπηρέτη της ζωής θα γίνει, όπως είπαμε, ο πρωτογενής μαζοχισμός: ο άλλος πόλος στην αρχή της ευχαρίστησης (Freud, 1924).
Το έβδομο και τελευταίο κεφάλαιο του κειμένου του 1920 είναι λοιπόν ιδιαίτερα σημαντικό, καθώς ο Φρόυντ επιχειρεί εκεί να απαντήσει στο παράδοξο που δημιουργείται ως προς τη θεωρία. Έτσι, στο τέλος του κειμένου, αρχίζει να διαφαίνεται, έμμεσα αλλά σαφώς, ένα άλλο «πέραν της αρχής της ευχαρίστησης», το οποίο, αυξάνοντας τις εντάσεις, αναζητώντας τη διέγερση, επιτηρεί εντέλει και υπηρετεί τους σκοπούς της ζωής.
Για να κατανοήσουμε κάπως καλύτερα όλες αυτές τις θεωρητικές αντιφάσεις θα χρειαζόταν να αφιερώσουμε λίγο χρόνο σε μια αναδρομή των όρων στη σκέψη του Φρόυντ και κυρίως σε μια αντίθεση που σκιαγραφείται νωρίς στη σκέψη του, από το 1895 ήδη και το Προσχέδιο για μια επιστημονική ψυχολογία (Freud, 1895). Σε αυτό το κείμενο, όπως και γενικότερα στις επιστολές που έστελνε ο Φρόυντ προς τον τότε έμπιστο φίλο και ακροατή του Fliess, διαφαίνεται μια τάση του Φρόυντ να σχηματοποιήσει με όρους επιστημονικούς αλλά και όσο το δυνατόν πιο κοντά στη φυσιολογία του ανθρώπινου σώματος μια νέα θεωρία για το ψυχικό όργανο και τη λειτουργία του. Σε αυτή τη νέα θεωρία, που χτίζεται σταδιακά, «η ενέργεια», δηλαδή η έννοια της έντασης, της διέγερσης, εντέλει το οικονομικό μοντέλο διαδραματίζουν εξαρχής έναν κυρίαρχο ρόλο, χωρίς να παραλείπεται, ήδη από εκείνα τα χρόνια, η αναφορά σε μια πιο δυναμική προσέγγιση του ψυχισμού, μέσα από ένα μοντέλο που απέδιδε εξαρχής σημασία στις άμυνες και στην ενδοψυχική σύγκρουση, σχηματίζοντας παράλληλα σταδιακά τους τόπους του ψυχικού οργάνου. Στο κείμενο του 1895, ο Φρόυντ είχε νωρίς διακρίνει δύο αρχές λειτουργίας και ψυχικού πεπρωμένου της διέγερσης, η οποία ξεκινά από το σώμα: σύμφωνα με την πρώτη αρχή, τη λεγόμενη αρχή της νευρωνικής αδράνειας, ιδεώδης στόχος είναι η μείωση των εσωτερικών εντάσεων στο μηδέν, με συνοδή κατάργηση της διέγερσης, καθώς αυτή θεωρείται ότι επιφέρει δυσαρέσκεια (Freud, 1895, Fréjaville, 2005). Η αρχή αυτή, της αδράνειας, προεικονίζει λοιπόν εκείνο που το 1920 θα συναντήσουμε ως αρχή της Νιρβάνα (Laplanche, 1970). Αλλά νομίζω με μία σημαντική διαφορά: το 1920, η επιστροφή στο μηδέν δεν αποτελεί ιδεώδη στόχο αλλά εγγενή προγραμματισμό και αναπόδραστο πεπρωμένο του έμβιου όντος και επιπλέον, το 1920, αναγνωρίζεται πλέον η ευχαρίστηση που γεννά η αύξηση της έντασης, δηλαδή η ευχαρίστηση εντός της δυσαρέσκειας, επομένως αναγνωρίζεται η περίπλοκη σχέση μεταξύ ευχαρίστησης και δυσαρέσκειας. Συνεπώς, η αρχή της αδράνειας προεικονίζει μεν την αρχή της Νιρβάνα ως προς τον στόχο της κατάργησης των εντάσεων αλλά προσιδιάζει επίσης σε κάτι με την αρχή της ευχαρίστησης, καθώς ο στόχος της αδράνειας παραμένει η αποφυγή της δυσαρέσκειας. Το επισημαίνω για να κάνω όσο το δυνατόν πιο ξεκάθαρο ότι αυτή η διπλή υπόσταση για την οποία μίλησα προηγουμένως ως προς τις «αντιτιθέμενες» αρχές της ψυχικής λειτουργίας ενυπάρχει εξαρχής εντός της σκέψης του Φρόυντ και χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή διότι οι αρχές αυτές δεν είναι πάντοτε ακριβώς αντίστοιχες η μία της άλλης (δεν αποτελούν δηλαδή απλώς μια χρονολογική συνέχεια η μία της άλλης) και επιπλέον, όπως είδαμε, δεν είναι ακριβώς «αντιτιθέμενες» αλλά περισσότερο αντιπαραβαλλόμενες και αλληλοσυμπληρωματικές μεταξύ τους. Στο ίδιο πλαίσιο, ο Φρόυντ υπερασπίζεται νωρίς και αναγνωρίζει έγκαιρα ότι υπάρχει, ταυτόχρονα με την τάση κατάργησης των εντάσεων στο μηδέν, και μια άλλη τάση και μάλιστα μια αναγκαιότητα διατήρησης μιας κάποιας ελάχιστης ποσότητας διέγερσης, έτσι ώστε να είναι δυνατή η έναρξη της ψυχικής ζωής, δηλαδή το ψυχικό έργο που αντιστοιχεί στη μεταβολή της αρχικής σωματικής διέγερσης σε ενόρμηση. Αυτή η αρχή είναι η αρχή της σταθερότητας, ακόμα και αν δεν διατυπώνεται εξαρχής ως τέτοια αλλά ως ένας νόμος που επιβάλλει ότι αμέσως μετά την όποια εκφόρτιση και ικανοποίηση, που επιφέρει ευχαρίστηση, ξεκινά εκ νέου, σύμφωνα με μια αρχή ομοιόστασης, μια τάση που στοχεύει στη διατήρηση μιας κάποιας ισορροπίας στο εσωτερικό των συστημάτων. Στο δίπολο αδέσμευτη/δεσμευμένη ενέργεια, αυτή η αρχή της σταθερότητας αντιστοιχεί στη δεσμευμένη ενέργεια και με αυτή την έννοια, ως προς αυτό, προσομοιάζει με τη θέση που θα αποδοθεί αργότερα, το 1920, στην αρχή της ευχαρίστησης, η οποία ως προς αυτό το σημείο μετατίθεται και τοποθετείται στο κείμενο του 1920 με τη μεριά της σταθερότητας. Αλλά είπαμε ότι κάθε απλός συσχετισμός μεταξύ 1895 και 1920 κινδυνεύει να απωλέσει και να υπεραπλουστεύσει τις δαιδαλώδεις οδούς που συνδέουν τις έννοιες κατά το πέρασμα του χρόνου, έννοιες των οποίων η θέση μετατίθεται, ελαφρώς ή όχι, πάνω σε έναν νοητό άξονα που αντιπαραβάλλει σταθερά δύο άκρα (μηδέν και εκφόρτιση από τη μία/σταθερότητα και διατήρηση από την άλλη, αδέσμευτη ενέργεια από τη μία/δεσμευμένη ενέργεια από την άλλη, τελικά ζωή/θάνατος).
Έτσι, στην έναρξη του Πέραν της αρχής της ευχαρίστησης, ο Φρόυντ αναφερόμενος στην τάση του ψυχικού οργάνου σύμφωνα με την οποία στόχος είναι η διατήρηση, όσο το δυνατόν πιο χαμηλά, της ποσότητας διέγερσης, συνδέει πλέον αυτή την ιδιότητα του ψυχικού οργάνου με την αρχή της ευχαρίστησης που διέπει την ψυχική ζωή. Αλλά στο σημείο αυτό φαίνεται να συγχέει κάπως την αρχή της ευχαρίστησης με την αρχή της σταθερότητας και ομοιόστασης όπου στόχος είναι να διατηρείται σταθερή μια ποσότητα διέγερσης. Υποστηρίζει έτσι ότι η αρχή της ευχαρίστησης προέρχεται από την αρχή της σταθερότητας και επιχειρηματολογεί βασιζόμενος στις απόψεις του Fechner (1873), ο οποίος είχε χρόνια πριν συσχετίσει την ευχαρίστηση με τη σταθερότητα και τη δυσαρέσκεια με την αστάθεια.
Το τραύμα ως ρήξη του αλεξιερεθιστικού συστήματος. Η σχέση πόνου-δυσαρέσκειας με την ευχαρίστηση. Μαζοχισμός και παθητικότητα
Εκείνο που, μεταξύ άλλων, σταδιακά αναγνωρίζεται με τη φροϋδική στροφή του 1920 είναι ότι η ευχαρίστηση μπορεί να συνυπάρχει και μάλιστα να συγχέεται με τη δυσαρέσκεια. Αναγνωρίζοντας ότι η παραδοχή από τον Φρόυντ το 1920 σχετικά με την ύπαρξη ενός πρωτογενούς μαζοχισμού ανοίγει την προοπτική να σκεφτούμε μια μαζοχιστική επένδυση της δυσαρέσκειας, που καθιστά την τελευταία ανεκτή, μπορούμε ωστόσο να διερωτηθούμε πάνω στις περίπλοκες σχέσεις μεταξύ πόνου και δυσαρέσκειας. Αυτές οι σχέσεις αναδεικνύουν, μεταξύ άλλων, ότι εκεί όπου δεν μπόρεσε να υπάρξει ερωτικοποίηση της δυσαρέσκειας (επομένως ανοχή στην αύξηση της έντασης και στην αναβολή της άμεσης ικανοποίησης) υπάρχει ο κίνδυνος της σεξουαλικοποίησης του πόνου. Πρόκειται εδώ για μια σημαντική κλινική παρατήρηση που ανοίγεται στη διπλή όψη του μαζοχισμού, ενός μαζοχισμού που αποτελεί τον φύλακα και εγγυητή της ζωής αλλά και ενός μαζοχισμού που μπορεί να καταστεί θανατηφόρος (Rosenberg, 1991). Ελλείμματα του πρωτογενούς μαζοχισμού δύνανται να οδηγήσουν σε μια διαρκή αναζήτηση, δευτερογενώς, του πόνου, της διαρκούς οδύνης, μέσω ενός δευτερογενούς μαζοχισμού που επέρχεται ως απάντηση και ως προσπάθεια αναπλήρωσης των ελλειμμάτων του ζωτικού πρωτογενούς ερωτογενούς μαζοχισμού που, αυτός, αντιστοιχεί σε έναν φύλακα της ζωής αλλά και σε έναν εγγυητή για την είσοδο στην αρχή της πραγματικότητας (εφόσον επιτρέπει την αναβολή της άμεσης ικανοποίησης της ενόρμησης). Όπως είδαμε, ο Φρόυντ το 1920 αναγνωρίζει για πρώτη φορά την πρωτογενή ύπαρξη ευχαρίστησης μέσα στη δυσαρέσκεια, δηλαδή την ύπαρξη ευχαρίστησης μέσα στην αύξηση της διέγερσης, και όχι μόνο – όπως υπέθετε μέχρι τότε – στον κατευνασμό της, όπως όριζε το μοντέλο της γενετήσιας ικανοποίησης. Αυτή η παραδοχή, την οποία μέχρι τότε αρνιόταν, τον οδηγεί σε μια άλλη: την αναγνώριση της ύπαρξης ενός πρωτογενούς μαζοχισμού που δεν προϋποθέτει και δεν προαπαιτεί την ύπαρξη ενός σαδισμού. Τίθενται έτσι οι βάσεις για την υπόθεση της ύπαρξης εξαρχής μιας μίξης των δύο ενορμήσεων, ως προϋπόθεση για την ύπαρξη και τη διατήρηση κάθε μορφής ζωής. Πρόκειται επίσης για τη δυνατότητα επένδυσης της πρωταρχικής παθητικότητας. Η δυνατότητα αυτή ανοίγεται σε ένα ενορμητικό πεπρωμένο που παραμένει ανοικτό. Αντιθέτως, όταν, εντός της σχέσης μητέρας-βρέφους, δυσμενείς συνθήκες υπερδιέγερσης εμποδίζουν την εδραίωση μιας πρωταρχικής ευχάριστης παθητικότητας, μπορεί να οδηγηθούμε σε σοβαρές ψυχοπαθολογικές εκφάνσεις, όπως στην πρώιμη αϋπνία του βρέφους και, αργότερα, στην αδυναμία επένδυσης της παθητικότητας στην ενήλικη ζωή, μέσα από μια φαλλική επένδυση σε μια διαρκή και παντοδύναμη ενεργητικότητα που διαψεύδει κάθε ευνουχισμό, κάθε έλλειψη και κάθε (εξορισμού) ατελές πεπρωμένο της ενόρμησης [οδηγώντας έτσι σε έναν φαλλικό ναρκισσισμό, σύμφωνα με τον Fain, (1991)]. Αυτές τις καταστάσεις, ο M. Fain τις θεωρούσε ενδείξεις ενός «ανολοκλήρωτου μαζοχισμού» (Aisenstein, 2000b, σ. 71, Αϊζενστάιν, 2019, σ. 94).
Με αυτές τις παρατηρήσεις, επιστρέφω τώρα σε μια βασική θεματική του φροϋδικού κειμένου του 1920, εκείνη που αφορά το τραύμα. Το 1920, ως τραύμα ορίζεται η ρήξη του αλεξιερεθιστικού συστήματος, με συνέπεια την υπερχείλιση των διεγέρσεων, που κατακλύζουν το ψυχικό όργανο και τις δυνατότητες σύνδεσης που αυτό διαθέτει τη δεδομένη χρονική στιγμή. Έτσι, ο Φρόυντ επαναπροσδιορίζει τις συνθήκες κάτω από τις οποίες μπορεί να επέλθει ένα ψυχικό τραύμα. Μετά την εγκατάλειψη της neurotica (Freud, 1897), οι συνθήκες αυτές είναι τόσο ενδογενείς όσο και εξωγενείς. Στις ενδογενείς συμπεριλαμβάνεται η έλλειψη προετοιμασίας (μέσω άγχους) των συστημάτων πρόσληψης των ερεθισμών, ιδιαίτερα του αλεξιδιεγερτικού συστήματος. Στις εξωγενείς συναντάμε την ένταση της βιαιότητας του τραυματικού γεγονότος: όσο καλή και να είναι η προετοιμασία ενός συστήματος από το άγχος, η φύση και η ισχύς της έντασης της βίας του τραυματισμού δύνανται να προκαλέσουν διάρρηξη του αλεξιδιεγερτικού συστήματος. Σε κάθε περίπτωση, για να υπάρξει τραύμα (τραυματική νεύρωση, τρόμος, τραυματικά όνειρα) χρειάζεται να έχει επέλθει μια ρήξη του αλεξιδιεγερτικού συστήματος, με συνέπεια η διέγερση να υπερχειλίζει, κατακλύζοντας τις ικανότητες του ψυχικού οργάνου να επεξεργαστεί τη συσσώρευση μιας ενέργειας που, αναπόφευκτα, παραμένει τότε διάχυτη, χωρίς αναπαραστατική σύνδεση. Παράλληλα, η λεγόμενη προετοιμασία του συστήματος μέσω του άγχους προαναγγέλλει τη δεύτερη φροϋδική θεωρία για το άγχος, η οποία θα λάβει μορφή το 1926, στο Αναστολή, σύμπτωμα και άγχος (Freud, 1926). Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία, μπορούμε να διακρίνουμε ένα προειδοποιητικό άγχος- σήμα, που προετοιμάζει τα ενδοψυχικά συστήματα πρόσληψης των ερεθισμών, από ένα τραυματικό άγχος, που παραμένει διάχυτο, χωρίς δυνατότητες σύνδεσης με τον αναπαραστατικό ιστό.
∗∗∗
Εγκαινιάζοντας μια νέα θεωρία για το τραύμα, εμπλουτίζοντας και αναθεωρώντας εν μέρει τη θεωρία για το όνειρο, διανοίγοντας την οδό σε μια καινούργια θεωρία για το άγχος, επαναπροσδιορίζοντας τη θεμελιώδη για την ψυχανάλυση έννοια της ενόρμησης και εγκαινιάζοντας έναν νέο ενορμητικό δυϊσμό, που προδιαθέτει και για την εισαγωγή μιας νέας τοπικής θεωρίας, το κείμενο του 1920 άφησε σε όλους τους ψυχαναλυτές μια κληρονομιά διαρκείας μέσα στο χρόνο, ακόμα περισσότερο διότι ανέδειξε και υπογράμμισε όσο κανένα άλλο τη δαιμονιώδη φύση του ψυχαναγκασμού της επανάληψης, που κάθε αναλυτής συναντά στην καθημερινή κλινική πρακτική του. Ανοίχτηκε έτσι στην παραδοχή ενός άλλου ασυνειδήτου, πέραν του δυναμικού, εκτός του απωθημένου, που εκτείνεται πέραν της αρχής της ευχαρίστησης/δυσαρέσκειας, ενός επαναληπτικού ασυνειδήτου που τείνει μάλιστα να ακινητοποιήσει το ασυνείδητο της πρώτης τοπικής. Έτσι, το 1920 αναγνωρίστηκε ότι υπάρχουν κλινικές εκδηλώσεις όπου η πράξη αντικαθιστά την ανάμνηση και όπου, επίσης, ο ψυχαναγκασμός της επανάληψης κυριαρχεί της απώθησης.
Πριν από το 1900, μέσω του ελεύθερου συνειρμού, ο Φρόυντ δεν έδωσε απλώς τον λόγο αλλά έδωσε λόγο στις υστερικές ασθενείς, καθώς τις άκουσε με έναν τρόπο που μέχρι τότε δεν ήταν νοητός. Το 1900, με την Ερμηνεία των ονείρων, μας κάλεσε να ακούσουμε το νόημα που έχουν τα ίδια μας τα όνειρα, να ακούσουμε μέσα μας, στρέφοντας την προσοχή προς το εσωτερικό του εαυτού μας. Το 1905, αναγνωρίζοντας την παιδική σεξουαλικότητα, δεν αναγνώριζε απλώς την αιτία της παιδικής νεύρωσης και την προέλευση της κατοπινής νεύρωσης του ενήλικα αλλά παράλληλα αποκαθήλωνε το παιδί από το θρόνο της αθωότητας. Σε όλη τη διαδρομή του, άνοιγε δρόμους δύσβατους και οδυνηρούς για τον άνθρωπο, καθώς επέφερε, μέσα από την επαναστατικότητα της σκέψης του και του ψυχαναλυτικού διαβήματος, εκείνο που ο ίδιος ονόμασε «τρίτο ναρκισσιστικό πλήγμα» της ανθρωπότητας (Freud, 1917).
Το 1920, υπηρέτησε εντέλει την ίδια επίπονη διαδρομή, καθώς πλέον, σε συνέχεια της ανακάλυψης του δυναμικού ασυνειδήτου, αναγνώρισε ότι ο άνθρωπος όχι μόνο δεν είναι κύριος του οίκου του αλλά ότι επιπλέον διέπεται από καταστροφικές και αυτοκαταστροφικές δυνάμεις αλλά και από διαρκείς επαναλήψεις που τον θέτουν αντιμέτωπο με μια παγίδα που στήνει ο ίδιος. Έτσι που κανείς δεν μπορεί να γλυτώσει τελικά από τον ίδιο τον εαυτό του.
Βιβλιογραφικές αναφορές
Αϊζενστάιν-Αβέρωφ Μ. (2019). Επιθυμία, Πόνος, Σκέψη. Αθήνα, Άγρα, Ρους.
Aisenstein M. (1995). Entre psyché et soma : l’hypocondrie. Στο M. Aisenstein, A. Fine, G. Pragier, L’hypocondrie. Paris, Puf, Monographies de la Revue française de psychanalyse, σ. 91-98.
Aisenstein M. (2000a). Douloureuse énigme, énigme de la douleur. Στο J. André, L’énigme du masochisme. Paris, Puf, Petite Bibliothèque de psychanalyse, σ. 109-129.
Aisenstein M. (2000b). Michel Fain. Paris, Puf, Psychanalystes d’aujourd’hui.
Aisenstein M., Gibeault A. (1990). Le travail de l’hypocondrie, Les Cahiers du Centre de psychanalyse et de psychothérapie, 21:19-48.
Assoun P.-L. (2009). Dictionnaire des œuvres psychanalytiques. Paris, Puf.
Bibring E. (1943). The Conception of the Repetition Compulsion, Psychoanalytic Quarterly, 12:486-519.
Bokanowski T. (2012). Le concept de pulsion de mort : bibliographie critique des analystes français, Les Lettres de la SPF, 28:183-205.
De M’Uzan M. (1969). Le même et l’identique. Στο De l’art à la mort. Paris, Galimard, 1977, σ. 83-97 [Στα Αγγλικά: The Same and the Identical, Psychoanalytic Quarterly, 2007, 76(4):1205-1220].
Fain M. (1971). Prélude à la vie fantasmatique, Revue française de psychanalyse, 35(2- 3):291-364.
Fain M. (1991). Préambule à une étude métapsychologique de la vie opératoire, Revue française de psychosomatique, 1:59-79.
Fain M. (Αδημοσίευτο κείμενο). À propos du masochisme érogène primaire, dialogue imaginaire avec Benno Rosenberg. Στο M. Aisenstein (2000), Michel Fain, Paris, Puf, σ. 65-71.
Ferenczi S. (1917). Les pathonévroses. Στο Psychanalyse II. Paris, Payot, 1970, σ. 268- 277.
Fréjaville A. (2005). Du destin de l’excitation, Revue française de psychanalyse, 69(1):87-101.
Freud S. (1895). Project for a Scientific Psychology. S.E. 1.
Freud S. (1897). Letter 69. Extracts from the Fliess Papers. S.E. 1.
Freud S. (1900). The Interpretation of Dreams (First Part). S.E. 4.
Freud S. (1900). The Interpretation of Dreams (Second Part). S.E. 5.
Freud S. (1905). Three Essays on the Theory of Sexuality. S.E. 7.
Freud S. (1911). Formulations on the Two Principles of Mental Functioning. S.E. 12.
Freud S. (1914a). On Narcissism: an Introduction. S.E. 14.
Freud S. (1914b). Remembering, Repeating and Working-Through (Further Recommendations on the Technique of Psycho-Analysis II). S.E. 12.
Freud S. (1915). Instincts and their Vicissitudes. S.E. 14.
Freud S. (1917). Introductory Lectures on Psycho-Analysis (Part III). S.E. 16.
Freud S. (1919a). ‘A Child is Being Beaten’. A Contribution to the Study of the Origin of Sexual Perversions. S.E. 17.
Freud S. (1919b). The ‘Uncanny’. S.E. 17.
Freud S. (1920a). Beyond the Pleasure Principle. S.E. 18.
Freud S. (1920b). The Psychogenesis of a Case of Homosexuality in a Woman. S.E. 18.
Freud S. (1923). The Ego and the Id. S.E. 19.
Freud S. (1924). The Economic Problem of Masochism. S.E. 19.
Freud S. (1926). Inhibitions, Symptoms, and Anxiety. S.E. 20.
Freud S. (1938). An Outline of Psycho-Analysis. S.E. 23.
Freud S., Ferenczi S., Correspondance 1914-1919. Τ. II, Paris, Calmann-Lévy, 1996.
Green A. (1970). L’affect, Revue française de psychanalyse, 34(5-6):885-1169.
Green A. (1983). Narcissisme de vie, Narcissisme de mort. Paris, Les Editions de Minuit.
Laplanche J. (1970). Ζωή και θάνατος στην ψυχανάλυση. Αθήνα, Νεφέλη, 1988.
Lambertucci-Mann S. (2018). Vicissitudes des transformations psychiques. Le travail de la déformation, Revue française de psychanalyse, 82(5):1235-1299.
Marty P. (1966). La dépression essentielle, Revue française de psychanalyse, 1968, 32(3):595-598 [Αναδημοσίευση: La dépression essentielle, Revue française de psychosomatique, 1995, 8:209-213].
Rosenberg B. (1991). Masochisme mortifère, masochisme gardien de la vie. Paris, Puf, Monographies de la Revue française de psychanalyse.
Σταθόπουλος Γ. (2018). Το όργανο της ψυχανάλυσης, Οιδίπους, 19:122-138.
Zaltzman N. (1979). La pulsion anarchiste, Topique, 24:25-64 [Στα Ελληνικά: Η αναρχική ενόρμηση, Μτφρ. Γ. Καράμπελας, Επιμ. Γ. Στεφανάτος, Εστία, 2019].
Το 'Πέραν της αρχής της ευχαρίστησης' σήμερα ; Σπύρος Μητροσύλης
Είναι μεγάλη η σύμπτωση που η επέτειος των 100 χρόνων του «Πέραν της αρχής της ευχαρίστησης» συμπίπτει με μια άλλη επέτειο, το τέλος της πανδημίας της ισπανικής γρίπης (1918-1920) η οποία είχε ως συνέπεια περισσότερους νεκρούς από τον 1ο παγκόσμιο πόλεμο που επίσης τότε τελείωνε! Ήδη η πρώτη μας παρατήρηση είναι ότι ο θάνατος βρισκόταν σε ασυγκρίτως μεγαλύτερο βαθμό στον ορίζοντα του Φρόυντ το 1919-1920 από ότι βρίσκεται σήμερα λόγω του Covid-19 στο δικό μας ορίζοντα, αν μάλιστα λάβουμε υπόψη μας ότι έχασε την κόρη του Σοφία από την γρίπη, τη στιγμή που έγραφε το εν λόγω δοκίμιο. Η Σοφία φυσικά δεν ήταν άλλη από τη μητέρα του μικρού εγγονιού του, Έρνστ ο οποίος έπαιζε το περίφημο παιγνίδι fort da που παρατήρησε, περιέγραψε και ανέλυσε μνημειωδώς ο παππούς του, ουδέτερος και μη παρεμβατικός παρατηρητής Φρόυντ.
Θα ήταν όμως τελείως άστοχο απέναντι στον πλούτο και το βάθος και κυρίως το ρηξικέλευθο του κειμένου να θεωρήσουμε ότι η προβληματική του αντικατοπτρίζει αποκλειστικά μία υποκειμενική θέση του Φρόυντ, ακόμα και αν αυτή συμβάδιζε με ένα γενικότερο κλίμα και υπαγορευόταν από τη θανατερή ατμόσφαιρα του τέλους της δεύτερης δεκαετίας του 20ου αιώνα. Μάλιστα υπάρχουν στο κείμενο σημεία στα οποία εμφανίζεται, θα τολμούσα να πω, μια ψύχραιμη και γνήσια ψυχαναλυτική αναπαράσταση του θανάτου καθεαυτού και όχι του θανάτου του άλλου (θάνατος του πατέρα της πρωταρχικής ορδής, επίπτωση της απώλειας του άλλου πάνω στο αντικείμενο) όπως συνέβαινε μέχρι το Πένθος και Μελαγχολία (1915). Όπως λέει ο Γκρίν (2000) παραδείγματα αποτελούν η παρουσίαση της τραυματικής νεύρωσης στην οποία ο χρόνος σταματά και το μόνο που επαναλαμβάνεται είναι οι στιγμές πριν την πλήρη ρήξη της όποιας ροής και κυρίως η σισύφεια καταναγκαστική επανάληψη. Αξιοθαύμαστη και συγκλονιστικά περίεργη ωστόσο είναι μια υποσημείωση (σελ. 286) στην οποία ο Φρόυντ αναφέρεται εμμέσως στη δεύτερη συμφορά, στο θάνατο της μητέρας του μικρού Έρνστ από τη γρίπη, αφού προηγουμένως σε άλλο σημείο του κειμένου έχει αναφερθεί στον πόλεμο που είχε προκαλέσει την προσωρινή απουσία του πατέρα. Τελικά, αυτό που ενδιέφερε τον Φρόυντ ήταν η οπτική γωνία του συμβολοποιητικού δυναμικού του οιδιποδείου συμπλέγματος του μικρού παιδιού το οποίο κατοικεί πλήρως το ψυχικό του χώρο “επεξεργαζόμενο” κατά συνέπεια την ωμότητα της κάθε απώλειας. Ο μικρός Ερνστ ευχόταν την εξαφάνιση του πατέρα για να μείνει μόνος κάτοχος της μητέρας, ενώ στην πραγματική “φυγή” της μητέρας δεν εμφάνισε κανένα πένθος (!) για το λόγο ότι είχε γεννηθεί ένας μικρός αδελφός- ανταγωνιστής που του είχε προκαλέσει έντονα συναισθήματα ζήλιας. Γνωρίζουμε ότι το παιγνίδι της κουβαρίστρας του μικρού Έρνστ θεωρείται από τους ψυχαναλυτές ως το παράδειγμα της εργασίας συμβολοποίησης στον ψυχισμό, την οποία αναπτύσσει πιο ολοκληρωμένα στο συγκεκριμένο έργο του ο Φρόυντ. Θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς απωθήσεις ή διαψεύσεις από την πλευρά του Φρόυντ λόγω του πένθους του ή έστω να κάνει την υπόθεση ότι, όταν ο Φρόυντ αναγκάζεται να παραδεχτεί πως υπάρχει ένας καταναγκασμός της επανάληψης στον ψυχισμό ο οποίος σηματοδοτεί έναν περιορισμό, ένα όριο των συμβολοποιητικών δυνατοτήτων του, είναι η ίδια στιγμή που με τη περιγραφή του παιγνιδιού της κουβαρίστρας ξεδιπλώνει την επεξεργασία της συμβολοποίησης στην πλήρη της μορφή. Αυτό το γεγονός ενδέχεται να είναι αποτέλεσμα του μηχανισμού ο οποίος συνίσταται στο ότι καταλαβαίνουμε κάτι πληρέστερα τη στιγμή που κινδυνεύουμε να το χάσουμε. Ο μηχανισμός αυτός άλλωστε θα ήταν μια ακόμη επιβεβαίωση ότι η χρονικότητα στον ψυχισμό δεν διέπεται από απλή γραμμικότητα αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.
Το «Πέραν..» έχει αναλυθεί ποικιλοτρόπως, μια διάστασή του είναι η εικοτολογική όπου οι εικασίες του Φρόυντ αφορούν τα θεμέλια της ψυχανάλυσης και ταλαντεύονται περιλαμβάνοντας φράσεις, όπως “Ας επαναφέρουμε μια υπόθεση που εμείς εισάγουμε αναμένοντας ακριβώς να διαψευσθεί” που θυμίζουν την αρχή της διαψευσιμότητας του Πόπερ. Το βασικό είναι ότι ο Φρόυντ αποδέχθηκε τελικώς ότι υπάρχει και πέραν της αρχής της ευχαρίστησης. Αυτό το γεγονός επέφερε ανατροπές στην ψυχαναλυτική θεωρία που χρειάστηκε χρόνος για να ενταχθούν στην υπόλοιπη θεωρία μεταμορφώνοντάς την και ακόμα περισσότερος χρόνος να συνοδευτούν από προτάσεις που αφορούν την ψυχαναλυτική τεχνική, την εξέλιξη της τεχνικής. Κάποιοι σύγχρονοι συγγραφείς, όπως ο Ρουσιγιόν (2001), θεωρούν ότι οι ανατροπές που το «Πέραν…» συνεπάγεται, δεν έχουν πλήρως συνειδητοποιηθεί από τους αναλυτές και δεν έχουν συναχθεί όλες οι συνέπειες που απορρέουν από αυτή τη στροφή. Ο ίδιος ο Φρόυντ έφτασε σε κάπως πιο τελικά συμπεράσματα με τη δεύτερη τοπική του θεωρία στο Εγώ και το Αυτό (1923), χρειάστηκε ωστόσο 17 χρόνια σιωπηλής επεξεργασίας για να ξαναμιλήσει «τεχνικά» στα καίρια έργα του Ανάλυση με τέλος, ανάλυση χωρίς τέλος (1937) και κυρίως Κατασκευές στην ψυχανάλυση (1937).
Η εξερεύνηση του Φρόυντ στο «Πέραν..» είναι στην πραγματικότητα μια εικοτολογική «επανεπίσκεψη» θεμελιακών βιολογικών κατευθύνσεων, όπως στο έργο του Σχεδίασμα μιας επιστημονικής ψυχολογίας (1895) [αρχή της σταθερότητας, αρχή ακινησίας των νευρώνων, αναζήτηση της αρχής της μη διέγερσης, αρχή της νιρβάνα κ.ά] που τον οδήγησαν σε μία νέα υπόθεση, την υπόθεση μιας ενδογενούς ενόρμησης του θανάτου. Αυτές οι κατευθύνσεις, όπως είναι αναμενόμενο λόγω του υποθετικού χαρακτήρα τους, αμφισβητούνται από πολλούς αναλυτές και επιδέχονται μεγάλες συζητήσεις, απορρίψεις αλλά και αναπάντεχες επιβεβαιώσεις. Για παράδειγμα ο ανοσοβιολόγος Ζαν Κλοντ Αμέισεν όταν συνάντησε σχεδόν τυχαία αυτό το κείμενο, το βρήκε συγκλονιστικά σύγχρονο και συγγενές με τις δικές του προτάσεις οι οποίες αναφέρονται στην κυτταρική αυτοκτονία (απόπτωση) και στην αναγεννητική δυνατότητα της αυτοκαταστροφικότητας του ζώντος οργανισμού. Δεν θα επεκταθώ όμως εδώ σε τέτοιους προβληματισμούς για να επικεντρωθώ συνοπτικά σε ό,τι αφορά τη θεωρία που βρίσκεται πιο κοντά στην κλινική και ενδιαφέρει άμεσα τους ψυχαναλυτές, ακόμα και αυτούς που δεν “αποδέχονται” την ύπαρξη ενόρμησης του θανάτου. Παρενθετικά μόνο αναφέρω πως πρωτοπόρος στο έργο της εμβάθυνσης των ανατροπών είναι ο Φερέντσι, που αναγνωρίζεται εκ των υστέρων ως ο πρώτος εξερευνητής των νέων δρόμων (πρώιμο τραύμα, αναβίωση στη μεταβίβαση κ.ά), το έργο του οποίου είχε περισσότερο αντίκτυπο στα τελευταία έργα του Φρόυντ από ότι συνήθως λέγεται.
Η πρώτη λοιπόν ανατροπή η οποία μάλιστα συνοψίζει όλες τις άλλες αποτελεί τη διαπίστωση ότι η αρχή της ευχαρίστησης δεν είναι η μόνη ή η πρώτη αρχή που διέπει και οργανώνει τον ψυχισμό. Λογική συνέπεια αυτού αποτελεί το γεγονός ότι η ψευδαισθητική πραγμάτωση της επιθυμίας που εδράζεται στην εγγραφή μιας εμπειρίας ικανοποίησης και στην ελπίδα ότι αυτή η ικανοποίηση θα επαναληφθεί δεν λειτουργεί ούτε αυτόματα ούτε πάντα και εξαρτάται από τη λειτουργία του αντικειμένου που μόνο το πλαίσιο είχε θέσει ο Φρόυντ, ήδη από το 19111. Στη συνέχεια οι μεταγενέστεροι όπως ο Βίννικοτ με τη «λειτουργία της αυταπάτης» εμβάθυναν την εν λόγω λειτουργία του. Τούτο έχει ως αποτέλεσμα πως η μεταμόρφωση της εμπειρίας σε αναπαράσταση δεν είναι αυτόματη ή αυτονόητη και ως εκ τούτου η αναπαράσταση η οποία μπορεί να οριστεί και βασική «ύλη» του ψυχισμού (και στην αναλυτική θεραπεία) δεν είναι δεδομένη, αυτονόητη για τον ψυχισμό (1η τοπική θεωρία του Φρόυντ) ούτε για την αναλυτική θεραπεία, αλλά είναι αποτέλεσμα μιας ψυχικής εργασίας και ζητούμενη. Τα παράγωγα του ασυνείδητου δεν είναι αποκλειστικά αναπαραστατικής φύσης, όπως το νομίζαμε μέχρι τότε (όπως μας λέει ένα πρώτο μοντέλο του ονείρου=εκπλήρωση επιθυμίας). Και αυτό το γεγονός συστηματοποιείται από τον Φρόυντ στο Εγώ και το Αυτό (1923) με την «εισαγωγή» στη θεωρία του τρίτου ασυνειδήτου, του Αυτό, το οποίο ακριβώς δεν είναι αναπαραστατικής φύσης.
Η δεύτερη ανατροπή, συγγενής με την πρώτη αποτελεί την επισήμανση του καταναγκασμού της επανάληψης που σημαίνει ότι ο ψυχισμός εκτός από την επανάληψη φαντασιώσεων, επιθυμιών που αναζητούν την ευχαρίστηση η οποία είχε επισημανθεί μέχρι τότε, επαναλαμβάνει εμπειρίες οι οποίες όχι μόνο είναι δυσάρεστες ή είχαν προκαλέσει απαρέσκεια όταν πρωτοβιώθηκαν αλλά έχουν κάτι το δαιμονικά αναγκαστικό, σχεδόν αυτόματο, δηλαδή “υποκειμενικά” απροσπέλαστο. Μεταγενέστεροι αναλυτές όπως ο Ντε Μιζάν (1977) έχουν διευκρινίσει ότι αυτές οι εμπειρίες αναπαράγονται στη σημερινή επικαιρότητα, είτε στην καθημερινότητα του ασθενούς εκτός ανάλυσης είτε μέσα στην ανάλυση ως μεταβιβάσεις αυτούσιες, ως μεταβίβαση μαζική χωρίς διαμεσολαβήσεις και όχι ως νεύρωση μεταβίβασης, με άλλα λόγια αντιπροσωπεύουν μη αναπαραστημένες, μη υποκειμενοποιημένες εμπειρίες και όχι συγκροτημένες φαντασιώσεις, ακόμα λιγότερο επιθυμίες. Ακόμα και αν λάβουμε υπόψη μας ότι ο όρος καταναγκασμός της επανάληψης δεν έχει γίνει αποδεκτός από όλους τους αναλυτές, η ουσία αυτού που αντιπροσωπεύει ότι δηλαδή δεν εξηγούνται όλες οι παραγωγές του ασυνειδήτου ως κεκαλυμμένες επιθυμίες ή δεν συνιστούν μόνο εκπλήρωση της επιθυμίας, όπως παραδειγματικά συμβαίνει εκτός από το όνειρο στο νευρωτικό σύμπτωμα, επισημαίνεται από τους περισσότερους αναλυτές ή τουλάχιστον από τους αναλυτές που καταπιάνονται και με θεραπείες «μη-νευρωτικών» ασθενών.
Η τρίτη ανατροπή της οποίας οι συνέπειες επίσης θα φανούν λίγο αργότερα συνδέεται με τη δεύτερη και αφορά τη δεσπόζουσα διάσταση της έμπραξης (agieren), τις έμπρακτες δηλαδή επαναλήψεις που υποδηλώνουν την απολυτότητα και επιτακτικότητα της ενορμητικής ώσης, οι οποίες θέτουν την προβληματική της πράξης σε καίρια θέση της θεωρίας και της τεχνικής. Και οι τρείς αυτές ανατροπές, που θα μπορούσαν να συνοψιστούν στη φράση το μη αναπαραστάσιμο που επαναλαμβάνεται τυφλά ως μεταβίβαση-μη μεταβίβαση και εκδηλώνεται ως επίκαιρη πράξη, δηλώνουν μία έλλειψη, μία ψυχική εργασία που δεν έχει επιτελεστεί την οποία θεωρούμε δεδομένη όταν έχει οργανωθεί η επικράτηση της αρχής της ευχαρίστησης. Η ψυχική αυτή εργασία τίθεται εκ των πραγμάτων ως νέο καθήκον της ψυχαναλυτικής θεραπείας, οφείλει δε να γίνει κατά την ψυχαναλυτική θεραπεία. «Οφείλουν» στην ψυχαναλυτική εργασία να αναπαρασταθούν πλευρές του ψυχισμού που βρίσκονται σε κατάσταση αρχικού προ- μορφώματος ή δυνητικής πρώτης μορφής, να «κατασκευαστούν» αναπαραστάσεις. Υπό αυτή την έννοια, καλούμαστε να επιτελέσουμε μαζί με τον αναλυόμενο μια εργασία οιονεί μνημοποίησης, με άλλα λόγια μια εργασία μετασχηματισμού των περιεχομένων του ψυχισμού με μικρό συντελεστή ψυχικοποίησης.
Ο μετασχηματισμός αυτός παραπέμπει στο νέο ορισμό της ψυχαναλυτικής εργασίας που έδωσε ο Φρόυντ το 1932, «εκεί που ήταν το αυτό θα έρθει το εγώ», ο οποίος είναι τελείως σύγχρονος, αρκεί να θυμηθούμε την έννοια των μετασχηματισμών του Μπίον(1982) [1965]. Βλέπουμε πως αυτή η οπτική της ψυχαναλυτικής εργασίας αποτελεί μεθύστερη συνέπεια της στροφής του 1920. Ταυτόχρονα η ψυχανάλυση μετατρέπεται από αποκλειστική ανάλυση ή ανάδυση του νοήματος (που ήταν η κυρίαρχη ιδέα στην πρώτη τοπική θεωρία) σε ανάλυση των ψυχικών διαδικασιών και η μεταψυχολογία από μεταψυχολογία των περιεχομένων γίνεται μεταψυχολογία των διαδικασιών.
Ωστόσο οι τρείς παραπάνω ανατροπές δηλώνουν επίσης πως αν η φαντασιωτική πραγμάτωση της επιθυμίας είχε κυρίως αποτύχει και η πρωτογενής αυταπάτη δεν είχε εγκατασταθεί, τότε δεν επαναλαμβάνονται μόνο αρνητικά συναισθήματα και καταστροφικές προθέσεις κατά του ανεπαρκούς αντικειμένου, αλλά και εκφράζεται μια απελπισία ότι έχει καταστραφεί σχεδόν οριστικά η ελπίδα ότι θα λειτουργήσει η ψευδαισθητική πραγμάτωση της επιθυμίας και κάθε αναπαράσταση. Η λογική του
«Πέραν..» θέτει τις βάσεις να σκεφτούμε πως οι επαναλήψεις αυτές ακόμα και αν υπάρξει αυτή τη φορά η κατάλληλη απόκριση από την πλευρά του αντικείμενου- αναλυτής δεν παραπέμπουν στη δυνητικότητα του ψυχισμού ή στην αέναη δημιουργικότητα του ψυχισμού. Κατά μία έννοια στον ψυχισμό δεν υπάρχουν μόνο στοιχειώδη προ-μορφώματα προς δυνητική μορφοποίηση ή προς αναπαράσταση, αλλά υπάρχουν και μορφώματα που αντιστέκονται στο νόημα ή που τείνουν προς το μη νόημα ή προς το αντι-νόημα και παραπέμπουν σε καταστάσεις μη-αναπαράστασης, κενού ή λευκού της σκέψης. Όλες αυτές οι καταστάσεις αναδείχτηκαν από τους μεταγενέστερους, όπως η αρνητική πλευρά των σχέσεων του Βίννικοτ, εμπειρία των Β στοιχείων του Μπίον, εργασία του αρνητικού του Γκρίν, αλλά η εκκίνηση της κατανόησής τους τοποθετείται στο «Πέραν ..». Ο Φρόυντ προσέγγισε βέβαια αυτό το ζήτημα με την έννοια της ενόρμησης του θανάτου, παράλληλα το προσέγγισε στο Εγώ και το Αυτό (1923) πιο κοντά στην κλινική με την έννοια της αντίστασης που αντιτίθεται στην ανακάλυψη των αντιστάσεων η οποία είναι ένα είδος αντίστασης στο τετράγωνο, όπως λέει ο Ντονέ(2013), μια αντίσταση «άνευ νοήματος», διότι δεν εγγράφεται σε μια ψυχικοποιημένη σύγκρουση, δυνητικά αναπαραστάσιμη, αλλά παραπέμπει στην αρνητικότητα της αρνητικής θεραπευτικής αντίδρασης, του αρνητισμού της καταστροφικότητας, της αντίστασης του Αυτό. Παραπέμπει επίσης σε μια συστατική αδιαφάνεια του Εγώ, στην ασυνειδησία του και μαρτυρά ότι ασυνείδητο δεν είναι μόνο τα περιεχόμενα του απωθημένου, αλλά και η ίδια η περιέχουσα δομή του. Βλέπουμε εδώ επίσης πως η επιστημολογική τομή της δεύτερης τοπικής προαναγγέλλει αφενός την ανάλυση της ρυθμιστικής ή περιέχουσας αρχής η οποία σήμερα αποτελεί καθημερινή έγνοια των αναλυτών (ανάλυση του περιέχοντος) και αφετέρου προαναγγέλλει την έννοια –Γ (-Κ) του Μπίον όπου αυτό που αναζητάται είναι η μη-γνώση και όχι η γνώση καθώς και παραπέμπει γενικότερα στην εργασία του αρνητικού του Γκρίν(1993).
Η αντίσταση που αντιτίθεται στην ανακάλυψη των αντιστάσεων στον Φρόυντ παραπέμπει σε μια ανάγκη για τιμωρία που εκπηγάζει από τον τρίτο κύριο του Εγώ, ένα τιμωρητικό, ενορμητικό Υπερεγώ και όχι το απρόσωπο που ευνοεί τις συμβολοποιήσεις. Για να διαχειριστεί την αντίσταση αυτή ο Φρόυντ έθεσε την έννοια του Υπερεγώ διότι τα διακυβεύματά της υπερέβαιναν τη σύγκρουση επιθυμίας\λογοκρισίας στον περίκλειστο ψυχισμό του υποκειμένου και εισήγαγε έτσι την ιστορία των αποκρίσεων των οιδιπόδειων αντικειμένων στις ενορμητικές απαιτήσεις του υποκειμένου. Αυτό συνοπτικά σημαίνει ότι με τη δεύτερη τοπική έρχεται στην ψυχανάλυση και στην αναλυτική κατάσταση, έστω και αν ο Φρόυντ δεν το συνειδητοποιούσε «καταστατικά» ώστε να το αναφέρει ρητά, η ιστορία των εσωτερικεύσεων των αποκρίσεων των βασικών αντικειμένων μέσω των οποίων δομήθηκε το υποκείμενο στις διάφορες μορφές τους ενδοβολή, ενσωμάτωση, ναρκισσιστικές ταυτίσεις, συμβολικές ταυτίσεις, ταύτιση στον επιτιθέμενο. Όσο λιγότερο λειτουργικά εσωτερικευμένες και ιδιοποιημένες είναι οι αποκρίσεις των αντικειμένων τόσο πιο επίκαιρα και μαζικά βιώνονται στη μεταβίβαση, τόσο πιο έντονες εκκενωτικές τάσεις έχει ο ψυχισμός του υποκειμένου και τόσο πιο δύσκολη καθιστούν την εργασία της αντιμεταβίβασης. Βλέπουμε πως αυτή η εικόνα που περιγράφω πολύ συνοπτικά παραπέμπει και αιτιολογεί και τις σύγχρονες θεωρητικοποιήσεις περί προβολικής ταύτισης της Μ. Κλάιν που είναι ωστόσο αποδεκτές, έστω και με άλλους όρους και εκτός κλαϊνικών ρευμάτων.
Στην πρώτη τοπική θεωρούμε ότι δεν γίνονταν ορατές οι λειτουργίες του αντικειμένου και η περιγραφή του ψυχικού οργάνου χαρακτηριζόταν από σολιψισμό. Παρά το γεγονός που ήδη ανέφερα, ότι η δεύτερη τοπική «εισήγαγε» στο ψυχικό όργανο το αντικείμενο με τη μορφή του Υπερεγώ, παραμένει σε ισχύ η κριτική ότι ο Φρόυντ είχε υποτιμήσει το ρόλο του αντικειμένου. Στο «Πέραν..» ο Φρόυντ, ενώ «απομόνωσε» τον καταναγκασμό της επανάληψης, δεν έδωσε την πλήρη εξήγηση του φαινομένου του. Κατά τον Γκριν(2000), ο Φρόυντ τόνισε υπερβολικά τον ενορμητικό χαρακτήρα της επανάληψης, για παράδειγμα μίλησε για το δαιμονικό χαρακτήρα, το ναρκισσιστικό- σολιψιστικό χαρακτήρα της επανάληψης επειδή αυτό “κραύγαζε” κλινικά μην μπορώντας να αποχωριστεί πλήρως την πρώτη θεωρία των ενορμήσεων και δεν κατάφερε να αξιολογήσει στον πρέποντα βαθμό τη σημασία της συμμετοχής του αντικειμένου στη συγκρότηση μιας λειτουργικής αρχής της ευχαρίστησης για το υποκείμενο. Για τη συγκρότηση αυτή είναι απαραίτητη από την πλευρά του αντικειμένου η λειτουργία κάλυψης (Γκριν) των αναγκών του υποκειμένου ή εκτροπής της δυσαρέσκειας (Ρουσιγιόν). Έτσι κατά τον Γκριν (2000), ο καταναγκασμός της επανάληψης παραπέμπει σε ένα αντικείμενο εκκωφαντικά παρόν εν τη απουσία του ή/και στο ότι δεν είχε βρεθεί ιστορικά μια αποδεκτή λύση μεταξύ ενορμητικής λειτουργίας και απάντησης του αντικειμένου. Η καταναγκαστική επανάληψη είναι δηλαδή ένας αρνητικός τρόπος να εκδηλώνεται αενάως από το πάσχον υποκείμενο, η απόγνωση και το “αιώνιο” (και άρα εκτός χρόνου) παράπονο που δεν υπήρξε η κατάλληλη απόκριση ή η ικανοποιητική εσωτερίκευση της απόκρισης του αντικειμένου. Για να δοθεί απάντηση στα θεωρητικά και κυρίως τεχνικά προβλήματα που ανέκυπταν, μιας και ο Φρόυντ είχε αφήσει το εργοτάξιο ανοικτό, μια μεγάλη μερίδα μεταφροϋδικών αναλυτών “προσέφυγε” στη θεωρία των αντικειμενοτρόπων σχέσεων, αντικαθιστώντας όμως κατά τον Γκρίν το σύνθετο προβληματισμό που υπολανθάνει στον Φρόυντ μεταξύ ενόρμησης και αντικειμένου με μια θεωρία μονομερή που έχει ως κατευθυντήρια γραμμή ένα απλοϊκό γενετισμό. Παραμένει βέβαια η διαπίστωση ότι πολλές νέες θεωρίες εκκίνησαν από την αφετηρία του 1920. Για παράδειγμα η Μελανί Κλάιν αποδέχτηκε ασμένως τη ριζωμένη στον ανθρώπινο ψυχισμό καταστροφικότητα και την ενόρμηση του θανάτου ως επικρατούσα στον ψυχισμό, αλλά κυρίως στραμμένη προς το αντικείμενο, η οποία σκοπεύει να “βλάψει και να αφανίσει το αντικείμενο”. Αυτό που διαφαίνεται στον Φρόυντ του 1920 και ονομάζουμε μη-αναπαράσταση ή μη- συμβολοποίηση, θα λέγαμε πως η Μελανί Κλάιν το ενέταξε στις εκφράσεις της καταστροφικότητας μέχρι του σημείου να ανατρέψει την αρχή της ευχαρίστησης, θεωρώντας την αναζήτηση ευχαρίστησης ως δευτερογενή και άμυνα στην προσπάθεια ουδετεροποίησης των καταστροφικών ενορμήσεων. Άλλο παράδειγμα αποτελεί η θεωρία του Φέρμπερν ο οποίος ωστόσο πήρε τον αντίποδα του Φρόυντ, θεωρώντας ότι η αρχή που κινεί τον ψυχισμό είναι η αναζήτηση των αντικειμένων ως πηγή ασφάλειας και σταθερότητας και όχι της ευχαρίστησης
Από την άλλη πλευρά, στο σημείο των αντιστάσεων του Εγώ θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι η μεγάλη έμφαση που δόθηκε σε ένα είδος «τεχνοκρατικής», σύμφωνα με τον όρο του Ροζολατό, ανάλυσης των αντιστάσεων από κάποια μεγάλα ρεύματα της ψυχανάλυσης του παρελθόντος, όπως της ψυχολογίας του Εγώ έλκει τη καταγωγή του από αυτό το σημείο πρόσκρουσης της αναλυτικής θεραπείας των ασθενών που οδήγησε τον Φρόυντ στις μεγάλες ανατροπές της θεωρίας του. Μπορούμε να υποθέσουμε επίσης πως η συνειδητοποίηση τέτοιων αντιστάσεων σε συνδυασμό με την υποχώρηση της αποκλειστικής ανάλυσης του νοήματος που αναφέρθηκα πιο πάνω είναι η αιτία του πολύ γνωστού τεχνικού κανόνα «πρώτα οι άμυνες και μετά τα περιεχόμενα». Αν ρωτήσει κανείς τη γαλλική ψυχανάλυση, ο κανόνας αυτός συνήθως δεν διατυπώνεται με τόση πίστη στη χρονολογική σειρά, η ανάλυση των αντιστάσεων θεωρείται συχνά αδιαχώριστη από την ερμηνεία του περιεχομένου και κυρίως δεν υπάρχει και τόση εμπιστοσύνη στο υποτιθέμενο υγιές μέρος του παρατηρητικού λεγόμενου εγώ ώστε να συμμαχήσει με τον αναλυτή εκπρόσωπο της πραγματικότητας. Αντίθετα στην ψυχολογία του εγώ η «εφαρμογή» της δεύτερης θεωρίας του Φρόυντ επικεντρώθηκε υπέρμετρα στο εγώ. Εν τούτοις ένα δίδαγμα της δεύτερης τοπικής στην οποία οδήγησε η «στροφή» του 1920 αφορά ακριβώς τη διπλοπροσωπία του εγώ(1923). Πίσω από το εγώ που παρατηρεί, πολλές φορές κρύβεται απρόσμενα το πρόσωπο του τιμωρητικού σεξουαλικοποιημένου Υπερεγώ που προβάλλεται στο αντικείμενο της μεταβίβασης αναλυτή ενώ αυτός νομίζει πως «συμμαχεί» με ένα αντικειμενικό Εγώ που παρατηρεί (2013, συζήτηση μεταξύ Busch και Baldacci).
Ξαναγυρίζω στο «Πέραν..» για να κλείσω. Ας μη ξεχνάμε πως ο Φρόυντ δεν στάθηκε μόνο στην αμφισβήτηση της αρχής της ευχαρίστησης, αλλά εξερεύνησε το τι εγκαθίσταται πριν από την αρχή της ευχαρίστησης ή το ποια είναι η προϋπόθεση για να εγκατασταθεί η αρχή της ευχαρίστησης. Κατέληξε δε πως η προπαρασκευαστική πράξη αυτή είναι η σύνδεση, η ψυχική σύνδεση, ο δεσμός. Κατά συνέπεια αποφαίνεται ότι υπάρχουν συνδέσεις πρωτογενείς που δεν είναι οι (δευτερογενείς) συνδέσεις μεταξύ αναπαραστάσεων λέξεων και πράγματος. Αυτές οι συνδέσεις είναι ωστόσο πολύ ευάλωτες μέχρι να τους οργανώσει η αρχή της ευχαρίστησης και διέπονται από το δίπολο οργάνωση-αποδιοργάνωση όπου αποδιοργάνωση ή αποσύνδεση είναι ο τομέας της καταστροφικότητας και του μη-νοήματος. Το 1937 στο αποφασιστικό του άρθρο Κατασκευές στην ανάλυση επιμένει στη σημασία των κατασκευών οι οποίες αναζητούν την κατασκευή ακριβώς του νοήματος ακόμα και στη δημιουργία του όπως έλεγε ο Βιντερμάν. Η έννοια του δίπολου σύνδεση-αποσύνδεση είχε εισαχθεί έστω στοιχειωδώς από τον Φρόυντ, πολύ πριν σταθεί αποφασιστικά ο Μπίον (1982)[1959] και η δημιουργία συνδέσεων η δημιουργία νοήματος είχαν σιγά σιγά αρχίσει να αντικαθιστούν την αποκλειστική έννοια του κρυμμένου ασυνείδητου νοήματος που σκοπός της ψυχανάλυσης ήταν απλά να το αποκαλύψει.
1 Freud, S.(1911). Formulations on the Two Principles of Mental Functioning. SE XII, p.219
Βιβλιογραφία
Ameisen JC. (1996) Τhe origin of programmed cell death. Science 1996 Bion W (1982) [1965] Tranformations Paris, P.U.F,
Bion W (1982) [1959] Attaques contre les liens Paris Gallimard De M’Uzan M (1977) [1969] De l’art a la mort Paris Gallimard Donnet J.L (2016) Dire ce qui vient Paris P.U.F
Freud S.(1996) [1920]. Au delà du principe de plaisir, Œuvres complètes psychanalyse, Τ.ΧV, Paris P.U.F /Στα Ελληνικά, Πέραν της αρχής της Ευχαρίστησης, ( Εκδόσεις Πλέθρον, Αθήνα, 2014)
Freud S. (2003) [1923]. Le moi et le ça Œuvres complètes psychanalyse, T XVI, Paris,
P.U.F / Στα Ελληνικά, Το Εγώ και το Αυτό, ( Εκδόσεις Πλέθρον , Αθήνα ,2010)
Freud S. (2010) [1937]. Constructions dans l΄analyse, Œuvres complètes psychanalyse, T. XX, Paris, P.U.F/ Στα Ελληνικά, Κατασκευές στην Ανάλυση,( Εκδόσεις Πλέθρον, Αθήνα,2008)
Green, A. (1993). Le travail du négatif. Paris, Éd. de Minuit. Green A. (2000). Le temps éclaté. Les éditions de minuit
Green A. (2002). Idées directrices pour une psychanalyse contemporaine. Paris, PUF
Green A. (2010). Pourquoi les pulsions de destruction ou de mort? LES EDITIONS D’ITHAQUE
Μητροσύλης Σ. (2019). Ψυχαναλυτικός διάλογος και ερμηνευτική διαδικασία.
Μονογραφίες 6 Ελληνική ψυχαναλυτική εταιρεία νήσος.
Roussillon R. (2001). Le plaisir et la répétition. Paris, Dunod
Busch Fr et Baldacci JL (2013). Débat : L’analyse des résistances Revue Française de psychanalyse TLXXVII 3
ΑΦΙΕΡΩΜΑ #1 : ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΖΑΒΙΤΖΙΑΝΟΣ (1909-1995)
Ο Γεώργιος Ζαβιτζιάνος ανήκει στην πρώτη γενεά Ελλήνων Ψυχαναλυτών. Μαζί με το Δημήτριο Κουρέτα και τον Ανδρέα Εμπειρίκο συγκρότησαν μια ψυχαναλυτική ομάδα η οποία λειτούργησε για σχετικά μικρό χρονικό διάστημα (1946-1950) υπό την εποπτεία της Μαρίας Βοναπάρτη, πετυχαίνοντας τη θεσμική αναγνώρισή της από τη Διεθνή Ψυχαναλυτική Ένωση. Η αποχώρηση από την Ελλάδα των δύο εκ των τριών μελών της ομάδας , σήμανε το τέλος της προσπάθειας για τη δημιουργία του πρώτου ψυχαναλυτικού θεσμού στη χώρα μας.
Το αφιέρωμα περιλαμβάνει :
Βιογραφικό σημείωμα του Γεωργίου Ζαβιτζιάνου (επιμέλεια, Ανδρέας Γκορίνης)
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΖΑΒΙΤΖΙΑΝΟΣ : βιογραφικά στοιχεία
Ο Γεώργιος Ζαβιτζιάνος μαζί με τους Ανδρέα Εμπειρίκο και Δημήτριο Κουρέτα αποτέλεσαν την πρώτη γενεά Ελλήνων ψυχαναλυτών. Ο Ζαβιτζιάνος είναι ίσως το λιγότερο γνωστό μέλος της τριάδας εξαιτίας του ότι η παραμονή του στην Ελλάδα ήταν σχετικά σύντομη, αλλά και λόγω του ότι τα άλλα δύο μέλη της είχαν μια εξαιρετικά πληθωρική παρουσία, ο μεν Εμπειρίκος στην ποίηση, ο δε Κουρέτας στην ακαδημαϊκή ψυχιατρική.
Τα βιογραφικά στοιχεία του δεν προέρχονται από μια επίσημη βιογραφία αλλά αποτελούν κυρίως προϊόν της έρευνας του Θανάση Τζαβάρα ο οποίος διατηρούσε αλληλογραφία με το Ζαβιτζιάνο την εποχή που ο τελευταίος βρισκόταν στις ΗΠΑ. Αναφορές στη ζωή και στο έργο του Ζαβιτζιάνου βρίσκουμε σε βιβλία, άρθρα και συνεντεύξεις του Γ. Λυκέτσου , της Αν. Ποταμιάνου, του Ν. Κουρέτα αλλά και Αμερικανών συναδέλφων του.
Ο Ζαβιτζιάνος γεννήθηκε στην Κέρκυρα στις 24/12/1909 και ήταν γιός γιατρού. Έκανε τις ιατρικές του σπουδές στη Γαλλία και συγκεκριμένα στο Παρίσι και αργότερα στο Montpellier όπου μετοίκησε , σύμφωνα με τα λεγόμενά του, για λόγους υγείας. To ενδιαφέρον του για την ψυχανάλυση είχε ήδη εκδηλωθεί πριν την έναρξη των ιατρικών σπουδών του. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο Παρίσι είχε μια σύντομης διάρκειας ανάλυση με τον εκ των ιδρυτών της SPP , Edward Pichon. Δεν γνωρίζουμε αν η ανάλυση αυτή ολοκληρώθηκε ή διακόπηκε λόγω της μετοίκησής του. Οι ιατρικές σπουδές του ολοκληρώθηκαν το 1933 με την υποστήριξη της διδακτορικής διατριβής του η οποία είχε νευροψυχιατρικό θέμα [ ''The mental disorders associated with occulogyric spasms in the post-encephalitic Parkinson syndromes" ]
Ο Ζαβιτζιάνος επέστρεψε το 1934 στην Ελλάδα και απέκτησε τον τίτλο του νευρολόγου-ψυχιάτρου το 1936. Μαζί με τον επίσης νευρολόγο-ψυχίατρο Άγγελο Κατακουζηνό, εργάστηκε ως βοηθός του καθηγητή Νευρολογίας Ιωάννη Πατρίκιου στην Νευρολογική Κλινική του νοσοκομείου « Ο Ευαγγελισμός»
Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Γ.Λυκέτσου , την εποχή εκείνη οι ψυχωσικοί ασθενείς νοσηλεύονταν αποκλειστικά στα ψυχιατρεία και οι νευρωσικοί και ψυχοσωματικοί ασθενείς νοσηλεύονταν στις νευρολογικές κλινικές και θεραπεύονταν με φαρμακευτικές μεθόδους ( πασιφλορίνη, βαλεριάνα, μπελαντόνα ,ενέσεις ασβεστίου κ.α.) Ο Πατρίκιος ο οποίος είχε θητεύσει για πολλά χρόνια στην περίφημη νευρολογική πανεπιστημιακή κλινική Salpetriere , δεν συμπαθούσε την ψυχανάλυση και αποθάρρυνε την εφαρμογή ψυχαναλυτικών μεθόδων στην κλινική του ,ωστόσο δεν ήταν αδιάφορος στις ψυχαναλυτικές επιρροές που του ασκούσε ο Ζαβιτζιάνος.
Δεν γνωρίζουμε πολλά στοιχεία για την ψυχαναλυτική δραστηριότητα του Ζαβιτζιάνου πριν τη σύσταση της πρώτης ψυχαναλυτικής ομάδας ,το 1946. Άλλωστε το κλίμα που επικρατούσε στην Ελλάδα της εποχής εκείνης δεν ευνοούσε την ανάδειξη των φροϋδικών ιδεών και πρακτικών. Ωστόσο το 1940 , ο Ζαβιτζιάνος παρουσίασε στη Νευρολογική και Ψυχιατρική Εταιρεία Αθηνών μια εργασία με τίτλο
« Η ωφελιμότης της ψυχοαναλυτικής μεθόδου κατά τας ψυχονευρωτικάς εκδηλώσεις της παιδικής ηλικίας». Η εργασία αυτή δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΚΛΙΝΙΚΗ την ίδια χρονιά. Στην εργασία αυτή ο Ζαβιτζιάνος χρησιμοποίησε τη φροϋδική θεωρία, ωστόσο η ψυχαναλυτική του πρακτική με τα παιδιά επηρεάστηκε από τη θεωρία και την πρακτική της Α.Freud , της Μ.Κlein και της S.Morgenstern.
Η περίοδος 1939-1946 βρήκε το Ζαβιτζιάνο να εργάζεται ως ψυχίατρος στο Πρότυπο Ειδικό Σχολείο Ανωμάλων Παίδων και στο Κέντρο Μαθητικής Αντιλήψεως. Ίσως να μπορούσαμε να τον χαρακτηρίσουμε ως τον πρώτο Έλληνα ψυχαναλυτή παιδιών.
Το 1946 συγκροτήθηκε ο πρώτος πυρήνας Ελλήνων ψυχαναλυτών. Οι Εμπειρίκος, Κουρέτας και Ζαβιτζιάνος έκαναν συναντήσεις στο σπίτι της πριγκίπισσας Μαρίας Βοναπάρτη και συζητούσαν κλινικό και θεωρητικό υλικό. Η Μ. Βοναπάρτη φρόντισε με το κύρος της όχι μόνο να προστατεύσει αυτή την πρώτη ομάδα από το τραχύ πολιτικό και κοινωνικό κλίμα της εποχής , αλλά και να συμβάλλει στην αναγνώριση της ομάδας από τους διεθνείς ψυχαναλυτικούς θεσμούς. Ο Ζαβιτζιάνος , ο οποίος κατά τη διάρκεια των ετών αυτών φαίνεται να είχε μια δεύτερη ανάλυση (δεν είναι εξακριβωμένο αν αυτή η ανάλυση έγινε με τον Εμπειρίκο ή τη Βοναπάρτη), παρουσίασε το 1950 στην Ψυχαναλυτική Εταιρεία των Παρισίων (SPP) μια εργασία με την οποία έγινε δεκτός στην SPP και στη Διεθνή Ψυχαναλυτική Ένωση. Μαζί του έγιναν δεκτοί από την SPP και την IPA οι Εμπειρίκος και Κουρέτας.
Η πρώτη ψυχαναλυτική ομάδα συνέχισε τις δραστηρίοτητές της ως το 1951. Τη χρονιά εκείνη η Μ. Βοναπάρτη έφυγε οριστικά για τη Γαλλία , ο Εμπειρίκος διέκοψε την ψυχαναλυτική δραστηριότητά του και αναχώρησε και αυτός για τη Γαλλία και ο Ζαβιτζιάνος έφυγε για την Αμερική. Δεν είναι γνωστοί οι λόγοι που επέβαλλαν αυτή την αναχώρηση. Ο Ν. Κουρέτας τον περιγράφει ως έναν προικισμένο αλλά και ευαίσθητο άνθρωπο και πιθανολογεί την αναχώρησή του από την Ελλάδα ως αποτέλεσμα της δυσανεξίας του στις δύσκολες συνθήκες της εποχής. Την άποψή του αυτή επιβεβαίωσε ο ίδιος ο Ζαβιτζιάνος ο οποίος σε ένα μαγνητοφωνημένο μήνυμα που έστειλε στο Θανάση Τζαβάρα από την Αμερική ,το 1982 , έλεγε: «τα πράγματα δύσκολα ευδοκιμούσαν τότε εκεί. Αποφασισμένος να αφοσιωθώ εις την μελέτην της ψυχαναλύσεως , ανεχώρησα για το Νέο Κόσμο , χωρίς όμως να ξεχάσω ποτέ την ελληνική εμπειρία.»
Η παραμονή του Ζαβιτζιάνου στην Αμερική χαρακτηρίστηκε από πολλαπλές μετακινήσεις μεταξύ Καναδά και διαφόρων πόλεων στις ΗΠΑ. Είναι εξακριβωμένο ότι υπήρξε ιδρυτικό μέλος του Καναδικού Study Group (1952) το οποίο λειτούργησε κάτω από την αιγίδα της Βρετανικής Ψυχαναλυτικής Εταιρείας και εξελίχθηκε σε συστατική εταιρεία της IPA το 1957. Το 1953 ο Ζαβιτζιάνος έφυγε από το Μόντρεαλ και εγκαταστάθηκε στην Νέα Υόρκη όπου είχε μια τρίτη ανάλυση με το Leo Stone ενώ παρακολούθησε την εκπαιδευτική σειρά στο New York Psychoanalytical Institute. Ωστόσο δεν εγκατέλειψε τη συνεργασία του με την Καναδική Εταιρεία της οποίας έγινε διδακτικός αναλυτής στο Ινστιτούτο του Κεμπέκ (1957). Mεταξύ των ετών 1965-1973 διετέλεσε πρόεδρος της Ψυχαναλυτικής Εταιρείας του New Jersey( 1965-1966) και αντιπρόεδρος της Ψυχαναλυτικής Εταιρείας του Μόντρεαλ (1971-1973)
Στη διάρκεια των ετών αυτών ο Ζαβιτζιάνος ανέπτυξε ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη θεωρία και την κλινική των διαστροφών ,ιδιαίτερα, στις γυναίκες. Έγραψε μια σειρά σχετικών άρθρων τα οποία δημοσιεύτηκαν στη Διεθνή Επιθεώρηση της Ψυχανάλυσης. Ένα από αυτά με τίτλο « Το αντικείμενο στο φετιχισμό , στην ομοιοφυλενδυσία και στην παρενδυσία» μεταφράστηκε στα Ελληνικά από την Όλγα Μαράτου και δημοσιεύτηκε στον τόμο « Ψυχαναλυτικά Κείμενα» το 1990.
Ο Ζαβιτζιάνος ερχόταν κατά τη διάρκεια των διακοπών του στην Ελλάδα και είναι γνωστό ότι συμμετείχε στο 1o Ψυχαναλυτικό Συμπόσιο των Δελφών, το 1984, όπου παρουσίασε την εργασία του «Η προϊστορία της ψυχανάλυσης στην Αρχαία Ελλάδα».
Πέθανε κατά τη διάρκεια του ύπνου του στο Μέρυλαντ των ΗΠΑ, στις 13 Δεκεμβρίου 1995. Σύμφωνα με την Άννα Ποταμιάνου , ο Ζαβιτζιάνος, της εξέφρασε τη λύπη του που δεν μπόρεσε να προσφέρει την ψυχαναλυτική εμπειρία του στους Έλληνες συναδέλφους του, με μια επιστολή που γράφτηκε την προηγούμενη ημέρα του θανάτου του.
Η Ελληνική Ψυχαναλυτική Εταιρεία τον τίμησε με τον τίτλο του επίτιμου μέλους της.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Ατζινά, Λένα (2004), « Η ΜΑΚΡΑ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΨΥΧΑΝΑΛΥΣΗΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ» , Αθήνα, εκδόσεις ΤΡΙΑΨΙΣ ΛΟΓΟΣ-ΕΞΑΝΤΑΣ.
- Τζαβάρας, Θανάσης (1996), « Γεώργιος Ζαβιτζιάνος Κέρκυρα 1909- Μέριλαντ- ΗΠΑ 1995 Σχεδιογράφημα Βιογραφίας με αναπαραγωγή τεσσάρων εργασιών του στα ελληνικά» , ΤΕΤΡΑΔΙΑ ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΗΣ, 53:10-43.
- Λυκέτσος, Γιώργος, (1998) « ΤΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΟΥ», Αθήνα ,εκδόσεις ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ.
- Ζαβιτζιάνος, Γεώργιος (1984) « Ένα κείμενο και προσωπικές αναμνήσεις» στο Ψυχανάλυση και Ελλάδα ,στοιχεία, θέσεις, ερωτήματα, Αθήνα, Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας , Ίδρυμα Σχολής Μωραίτη.
- Ζαβιτζιάνος Γεώργιος (1990) « Το αντικείμενο στο φετιχισμό, στην ομοιοφυλενδυσία και στην παρενδυσία» (μτφ. Όλγα Πανοπούλου-Μαράτου) στο Ψυχαναλυτικά Κείμενα , Ελληνική Ψυχαναλυτική Εταιρεία, εκδόσεις Νεφέλη.
- Κουρέτας , Νίκος (2011) « Συνομιλία με το Νίκο Κουρέτα» , ΟΙΔΙΠΟΥΣ, 6:293-330
- Ζαχαρακοπούλου Εύη (2014) «ο καθηγητής Πέτρος Χαρτοκόλλης και το Ψυχαναλυτικό Συμπόσιο των Δελφών» , Δελτίο ΕΨΕ , τεύχος 53
- Kontos, J., Manolopoulos, S., Kouretas, N., (1992) Greece. In Peter Kutter(ed): A Guide to Psychoanalysis Through the World. Vol.2. Stuttgart: Frommann- Holzoboog.
- Kravitz, H. (1996) « Georges Zavitzianos» , 1906-1995» Canadian Journal of Psychoanalysis , 4(1), 203-204
- 10. Potamianou, Anna (2005) « Zavitzianos , Georges, 1909-1995». In Allain de Mijolla (ed ) : International Dictionary of Psychoanalysis. Vol. 2. Thomson Gale.
- Zavitzianos George , CURICULUM VITAE , ΑΡΧΕΙΟ ΕΨΕ
- Zavitzianos, George (1991) '' The pre-history of psychoanalysis in ancient Greece ". In THE PERSONAL MYTH , Ed. Ian Graham and P.Hartocolis , International University Press , New York
Επιμέλεια βιογραφικού σημειώματος
Ανδρέας Γκορίνης
Αναφορά του Σ.Μανωλόπουλου στο δάσκαλο και επόπτη Γεώργιο Ζαβιτζιάνο
ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟΝ ΓΙΩΡΓΟ ΖΑΒΙΤΖΙΑΝΟ
Μια φορά, στις αρχές της δεκαετίας του 80, στην Οττάβα του Καναδά. είπα στον Γιώργο Ζαβιτζιάνο - επόπτη μου για την Τρίτη μου αναλυτική περίπτωση - κάτι που με ανησυχούσε. Ένα μέλος της Εταιρείας είχε έναν καταργητικό λόγο εναντίον μιας επιλογής της εκπαιδευτικής επιτροπής της εταιρείας. Μου είπε κάτι που με καθησύχασε, διότι αφορούσε το ξύπνημα αυτού που φοβόμουν να εκφράσω, της δικής μου επιθετικότητας εναντίον των δασκάλων μου. Μου είπε απλά: θα ήθελε αυτός να είχε επιλέξει. Είχε μια απίστευτη οικονομία ο λόγος του. Με μια παρέμβαση στον ενδιάμεσο χώρο της εμπειρίας, μέσα στην μεταβίβαση, μπορούσε να συνδέσει την ψυχική με την θεσμική πραγματικότητα και την αναλυτική εργασία μου. Του είπα για την ιδέα του Winnicott ότι όταν το υποκείμενο απαρτιώνεται ως μονάδα τότε φοβάται ότι θα δεχθεί επίθεση από έξω και τότε επιτίθεται αμυντικά και χρειάζεται κάποιος να τον βοηθήσει να παίξει στον ενδιάμεσο χώρο για να απαλύνει την παράνοια. Του άρεσε το ότι μελετούσα Winnicott. Με ρωτούσε κάθε τόσο τι διαβάζεις αυτόν τον καιρό.
Μια άλλη φορά εκνευρίστηκε μαζί μου διότι έκανα μια συσχέτιση κάποιου θέματος με το πρόσωπό μου. Πίστευε ότι η μεταβίβαση αφορά μεν τις σχέσεις μας στην καθημερινή, αλλά οι ψυχαναλυτές κινδυνεύουν από μια επαγγελματική νόσο: να θεωρούν ότι όλα αναφέρονται σε αυτούς και να δίνουν ερμηνείες εκτός αναλυτικού πλαισίου. Η νόσος αυτή είναι μια σύγχυση ανάμεσα στην επιστημονική και στην ψυχαναλυτική μέθοδο. Όταν παρουσιάζει κάποιος μια επιστημονική θέση, περιμένει και δικαιούται ένα επιστημονικό αντεπιχείρημα. Δεν περιμένει μια ερμηνεία. Περιμένει μια αξιόπιστη απόκριση που θα ανοίξει την σκέψη του, θα στείλει την ασυνείδητη φαντασίωσή του εκεί που ανήκει, στην (αυτό) ανάλυσή του. Συναντηθήκαμε αληθινά πολλές φορές με τον Ζαβιτζιάνο.
Του άρεσε όταν στο συνέδριο της IPA στην Μαδρίτη του είπα ότι ο Ελ Γκρέκο γνώριζε την αξία του και εκτιμούσε την δουλειά του και παραπονιόταν διαρκώς ότι δεν τον πληρώνουν όσο αξίζει. Κατάλαβα πως μπορούσε να ακουσθεί αυτό που έλεγα ενώ το έλεγα. Συχνά παραπονιόταν ότι αυτός που ήταν ένας από τους πατέρες της Καναδικής εταιρείας δεν εύρισκε την αναμενόμενη ευγνωμοσύνη και αναγνώριση από τους νεώτερους. Μια χροιά παράπονου ήταν χαρακτηριστικό του. Δεν ήταν καταγγελτικός ο λόγος του. Ήταν ήπιος, ανοικτός, κοσμοπολίτης, καλλιεργημένος, και δυνατός άνθρωπος. Του άρεσε να παίζει. Είχε χιούμορ.
Ένας συνεκπαιδευόμενος μου είχε πει ότι ο Ζαβιτζιάνος ήταν ο αναλυτής του αναλυτή του αναλυτή μου, του Joshua Levy. Δεν ρώτησα τον αναλυτή μου αν ήταν αλήθεια αυτό. Αλλά ένα βάρος από τους γεννήτορες αναγνώριζα ότι είχα την τάση να αναλαμβάνω. Δεν το σκεφτόμουν συνειδητά αλλά κάπου υπήρχε στην άκρη του μυαλού μου η ιδέα ότι ανταλλάσσω με τον Ζαβιτζιάνο την χειραψία, που αυτός είχε με την Μαρία Βοναπάρτη και η πριγκίπισσα με τον Φρόυντ. Αργότερα έμαθα για την καταγωγή του από την γνωστή οικογένεια Ζαβιτζιάνου της Κέρκυρας, με προσφορά στα κοινά.
Ήταν υπερήφανος που καταγόταν από την Κέρκυρα, το νησί του Ιονίου που είχε ζήσει την Αναγέννηση σε αντίθεση με την Ηπειρωτική Ελλάδα. Είχε την αμφιθυμία που έχουν οι ξενιτεμένοι έλληνες για την Ελλάδα, αλλά διατηρούσε τις φιλίες του και αυθεντικά ενδιαφερόταν για τις πολιτικές εξελίξεις καθώς και για τα του ελληνικού ψυχαναλυτικού κινήματος. Ένα ανέκδοτο που του άρεσε ήταν ότι οι έλληνες είναι ανέκαθεν ανοικτοί ταξιδιώτες που δέχονται επιρροές από ανατολή, δύση, κλπ. Αυτό που δεν αντέχει ένας έλληνας τι είναι; Είναι ένας άλλος έλληνας! Διαρκώς άλλαζε τόπους. Χαιρόταν που ελευθερωνόταν από δεσμούς και αναζητούσε νέα υποκατάστατα αντικείμενα; Την δεκαετία του 80 επαναπατρίσθηκε στον Καναδά, προερχόμενος από τις Ηνωμένες Πολιτείες, και ανέλαβε ενεργό ρόλο στην εκπαίδευση στην Καναδική Ψυχαναλυτική Εταιρεία (κλάδος Οττάβας). Μετά την φυγή του από την Αθήνα μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο είχε εγκατασταθεί στον Καναδά και από τότε είχε πολλές φορές μετακομίσει μεταξύ Καναδά και ΗΠΑ.
Πάντα ήταν μαζί με την Σύλβια, την γυναίκα του, με την οποία δεν έκρυβε ότι απολάμβανε μια καλή ζωή. Μαζί με τις γυναίκες μας βγαίναμε έξω σε ένα καλό εστιατόριο. Μιλούσε για την εποχή πριν φύγει από την Ελλάδα, για τις βραδιές στην Αθήνα που ο Εμπειρίκος τους διάβαζε κείμενά του. Αισθανόταν ευχαρίστηση που τα θυμόταν μαζί μου. Ήταν ευχαριστημένος που ακολούθησε ένα δρόμο δικής του ανάπτυξης.
Δεν ξέρω αν πίστευε ότι ήταν αναγκαίο από την φύση της να μην επιζήσει εκείνη η πρώτη ψυχαναλυτική ομάδα (Εμπειρίκος, Κουρέτας, Ζαβιτζιάνος). Νομίζω ότι θεωρούσε ότι θα μπορούσε να είχε μια καλή έκβαση εκείνο το πρώτο εγχείρημα. Ήταν θέμα συντηρητικής νοοτροπίας της Ελληνικής κοινωνίας. Ήταν και θέμα τύχης.
Στη Εταιρεία δίδασκε το σεμινάριο των διαστροφών. Στην εποπτεία επίσης αναφερόταν στην εργασία του με την Λίλιαν, την νεαρά αναλυομένη του που τον έκανε γνωστό στην διεθνή βιβλιογραφία. Μου ζητούσε να έχβ σημειώσεις από τις συνεδρίες, έμενε σιωπηλός, με άκουγε για μεγάλα διαστήματα, και επενέβαινε με ένα καίριο τρόπο που βοηθούσε την δουλειά μου και την ανάλυσή μου ουσιαστικά. Έμαθα μαζί του τι σημαίνει τακτ στην αναλυτική στάση. Και επίσης τι είναι η μεταβίβαση. Πως να αντέχω να μην επεμβαίνω και να αφήνω τον αναλυόμενο να φτάνει μόνος του στην δική του ερμηνεία των ασυνείδητων φαντασιώσεών του, που έδιναν νόημα στις μεταβιβάσεις και στις αντιστάσεις. Και πως με έναν λοξό τρόπο να ερμηνεύω απλά για να ευνοήσω την διαδικασία των ελεύθερων συνειρμών να εντάξει στην ψυχική ζωή τα αναφομοίωτα βιώματα που έφερνε η μεταβιβαστική επανάληψη. Με έμαθε ότι ο αναλυτής επίσης έχει μεταβιβαστικές αντιστάσεις και φόβο για το τυχαίο, το ανόητο, το άμορφο και το χαοτικό που μας εκπλήσσει.
Δίδασκε ότι ο αναλυτής δεν πρέπει να φοβάται να τον εξιδανικεύει ο αναλυόμενος. Ανέμενε μια αρχική φάση ναρκισσιστικής παλινδρόμησης – ήπιας θετικής μεταβίβασης - όπου ο αναλυόμενος θέσει τον εαυτόν του στο κέντρο της προσοχής του. Διάβαζα Grunberger, και Leo Stone, που του άρεσαν. Διάβαζα και Bloss που δεν του άρεσε. Έπαιρνε πρωτοβουλίες με μια καλά απαρτιωμένη φαλικότητα που ζήλευα. Και περίμενε και από μένα να ξέρω με ποιους θα πάω και ποιους θα αφήσω, τι με συνέφερε, τι ήταν καλό για μένα και ποιος ήταν ο κατάλληλος τρόπος για να το κατακτήσω.
Είχε απορρίψει δύο περιπτώσεις, με δύσκαμπτες και εύθραυστες χαρακτηριολογικές οργανώσεις, που τώρα δεν θα τις θεωρούσαμε ακατάλληλες ως περιπτώσεις για έναν εκπαιδευόμενο ψυχαναλυτή, πριν συμφωνήσει στην περίπτωση, μια νέα γυναίκα με νευρωσική οργάνωση, την οποία ανέλαβα σε ανάλυση. Γιόρταζε όταν έκανα καλή δουλειά, δεν δυσκολευόταν να κάνει ευμενή σχόλια, και γινόταν αυστηρός, όταν άφηνα διάφορα χαρακτηριστικά μου να εμποδίζουν την εκτύλιξη της ψυχαναλυτικής διαδικασίας της ασθενούς μου. Με βοηθούσε να κατανοήσω τις μεταβιβαστικές αντιστάσεις μου. Όταν σε μια περίοδο παλινδρόμησα και μπλόκαρα έκανε κάτι απλό. Μου ζήτησε να σταματήσω να φέρνω συνεδρίες μου και άρχισε να μου διαβάζει δικές του συνεδρίες. Σταματούσε σε ειδικές στιγμές ζητώντας μου να κάνω εγώ την ερμηνεία. Αυτή η προσωρινή παράμετρος με βοήθησε. Δεν ήταν γονεϊκός. Δεν ήταν διδακτικός Ήταν τρυφερός και φιλικός με τα εφηβικά στοιχεία μου με τα οποία πάλευα, π.χ., την απαλλαγή από παλιούς δεσμούς, την περιέργεια για κάτι νέο, την ελευθερία της σκέψης και την επιθυμία της αλλαγής. Δεν ήταν καθόλου ευχαριστημένος όταν αποφάσισα μετά την εκπαίδευση να επιστρέψω στην Αθήνα. Εξεπλάγη. Πράγματι τότε άρχιζα να εμβαθύνω και να χρησιμοποιώ αυτόν και άλλους δασκάλους και κυρίως τους ασθενείς μου. Επέμενε ότι χρειαζόταν να μείνω για 5 χρόνια ακόμα. Έπρεπε όμως να φύγω. Ήταν θέμα τύχης και ανάγκης.
Σωτήρης Μανωλόπουλος, Κηφισιά, Ιανουάριος 2020
Εργασία με την οποία ο Γ.Ζαβιτζιάνος έγινε δεκτός στην Ψυχαναλυτική Εταιρεία Παρισίων και τη Διεθνή Ψυχαναλυτική Ένωση.
Η εργασία αυτή δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στo Revue Francaise de Psychanalyse, tome1 ,no1 , 1950 , PUF ,Paris . Μεταφράστηκε για πρώτη φορά στα Ελληνικά για την ιστοσελίδα της ΕΨΕ , από τη συνάδελφο Δέσποινα Εμπέογλου.
Μια περίπτωση ψυχαναγκασμού με ταύτιση με μια νεκρή αδερφή
Από τον Γεώργιο Ζαβιτζιάνο (από Αθήνα).
Ο Ορέστης είναι ένας νέος άντρας που πάσχει από ψυχαναγκαστική νεύρωση. Τον είδαμε πρώτη φορά στα 16 του και μετά από λίγους μήνες ξεκίνησε την ανάλυσή του, η οποία δεν έχει ακόμα τελειώσει.
Μέχρι την ήβη, έδειχνε ένα καθόλα υγιές παιδί, τόσο σωματικά, όσο και ψυχικά, αλλά ήταν ιδιαιτέρως κακομαθημένος. Ήταν ένα παιδί που είχε ζωντάνια, κουράγιο και πρωτοβουλία, λόγος για τον οποίο είχε πολλούς φίλους και ήταν πάντα αρχηγός της παρέας. Οι συμμαθητές του είχαν δώσει το παρατσούκλι «λεοντόκαρδος». Στην τάξη τον θεωρούσαν καλό μαθητή.
Ο Ορέστης έχει μια αδερφή μεγαλύτερή του κατά δύο χρόνια. Οι γονείς είναι πολύ νευρωτικοί, τσακώνονται συνεχώς για ασήμαντους, φαινομενικά, λόγους. Στο βάθος, ο πατέρας έχει μια πολύ δυνατή στοματική καθήλωση στη γυναίκα του και ζηλεύει την προτίμηση που εκείνη δείχνει, για συμπλεγματικούς λόγους, στα παιδιά της, και ιδιαιτέρως στον γιο της. Η επιθετικότητα, μαζί με την αντιζηλία του πατέρα για τον γιο, συνοδεύεται από συναισθήματα ενοχής και αγωνίας, το οποίο έχει ως αποτέλεσμα, ότι ο πατέρας είναι όχι μόνο το ίδιο αγχωμένος για την υγεία του γιου του όσο και η μητέρα, και ότι τον κακομαθαίνει το ίδιο με εκείνη, αν όχι και περισσότερο.
Η μητέρα αγαπάει τον Ορέστη με ναρκισσιστική αγάπη. Φροντίζοντάς τον το περισσότερο που μπορεί, επιδιώκει, με αυτόν τον τρόπο, να γλιτώσει από τον σύζυγό της, βρίσκοντας έτσι μια εκδίκηση για το σύμπλεγμα ευνουχισμού της, και θέλει, ταυτόχρονα, να εμποδίσει τον γιο της να αποκοπεί από εκείνη και να αποφύγει με αυτόν τον τρόπο και την αγωνία να τον χάσει. Εμμονικά προσκολλημένη στο σύμπλεγμα ευνουχισμού της, διαμαρτύρεται διαρκώς ότι βλέπει τον σύζυγό της να παίρνει ελαφρά την ασθένεια του γιου τους, κάτι που προκαλεί ατελείωτες συζητήσεις και καβγάδες.
Καθώς οι καβγάδες αφορούν γενικά τα παιδιά και πιο συγκεκριμένα τον Ορέστη, όλη η οικογένεια συμμετέχει στις σκηνές που δημιουργούνται. Ο πατέρας είναι αυτός που βγαίνει εντέλει πάντα ηττημένος. Επειδή έχει συναισθήματα ενοχής να ικανοποιεί τις επιθετικές ενορμήσεις του, στρέφει την επιθετικότητα εναντίον εαυτού, και, κλαίγοντας, ξεκινάει να χτυπάει το κεφάλι του με τα χέρια του ή να το χτυπάει στον τοίχο. Συχνά παριστάνει ότι πεθαίνει και αρχίζει να αποχαιρετά την οικογένεια, τους υπηρέτες και καθέναν που είναι παρών εκείνη τη στιγμή. Η ύπαρξη μιας καρδιακής ασθένειας συμβάλλει πολύ στην τρομοκράτηση του περιβάλλοντος.
Είναι στην ηλικία των 13 που εμφανίζονται τα πρώτα συμπτώματα. Ο ασθενής αντιλαμβάνεται τότε ότι οι γονείς του ανησυχούν έντονα για την υγεία του. Ο γιατρός της οικογένειας καλείται να εξετάσει τον ασθενή αρκετές φορές και με τη δική του σύσταση ο άρρωστος μπαίνει σε ανάπαυση και ξεκινούν να τον ταΐζουν υπέρμετρα. Καθώς η ανησυχία των γονιών παραμένει, συμβουλεύονται κι άλλους γιατρούς. Στο σπίτι, όλος ο κόσμος μιλάει για αυτόν και χαμηλόφωνα. Όλος ο κόσμος τον προσέχει και από αυτό δημιουργείται στον άρρωστο μια ατμόσφαιρα μυστηρίου. Όλα ήταν ανεξήγητα για αυτόν, ιδίως αφού αισθανόταν καλά στην υγεία του, και δεν είχε αλλάξει τίποτα για εκείνον. Μολαταύτα, όλα αυτά τον ανησυχούν και αρχίζει σιγά σιγά να αισθάνεται άγχος. Ρωτάει τους γονείς του περί τίνος πρόκειται και τι χει, αλλά κανείς δεν του λέει την αλήθεια. Όλος ο κόσμος στο σπίτι λέει ψέματα και συχνά αντιφάσκουν μεταξύ τους.
Εντέλει μια μέρα, τον καλούν και του λένε : «Δεν πρέπει να αγγίζεσαι. Είναι κακό και επικίνδυνο». Μετά από λίγο καιρό, πηγαίνουν σε νέους γιατρούς και τελικά λαμβάνει χώρα ένα ιατρικό συμβούλιο. Υπάρχει η εντύπωση ότι ο Ορέστης έχασε κι άλλο βάρος και δεν έχει καλό χρώμα. Επίσης, βήχει λίγο. Οι γιατροί δίνουν τη διάγνωση της τραχειοβρογχικής αδενοπάθειας και η οικογένεια φεύγει για την εξοχή. Εκεί, μετά από λίγο καιρό, ο πατέρας κάνει μια κρίση νεφρικού κολικού και οδηγείται επειγόντως στο νοσοκομείο για να χειρουργηθεί. Ο Ορέστης κάνει τότε μια κρίση άγχους με εμέτους. Τη νύχτα σηκώνεται και προσεύχεται με ζέση για τον πατέρα του.
Ο άρρωστος μας λέει, ότι λίγο μετά που δημιουργήθηκε αυτή η ατμόσφαιρα ανησυχίας για εκείνον από τους γονείς του, ξεκινάει να νιώθει άσχημα ψυχικά και εμφανίζεται σιγά σιγά ένα συναίσθημα άγχους, όπως και κάποιες άσχημες σκέψεις σχετικές με την μοίρα του πατέρα του και τη δική του επίσης. Περίπου εκείνη την περίοδο είναι που ένας φίλος του εξηγεί μια μέρα, τι είναι η συνουσία και του λέει επίσης ότι είναι μια πράξη που έκαναν οι γονείς του. Αυτό προκαλεί μια νέα κρίση άγχους στον άρρωστό μας, που αποφασίζει να ζητήσει εξηγήσεις από τη νοσοκόμα που ήταν πια συνεχώς στο προσκεφάλι του.
Αυτή του λέει ότι όλα όσα του διηγήθηκε ο φίλος του ήταν βλακείες, τις οποίες δεν πρέπει να σκέφτεται. Αυτή η απάντηση, όχι μόνο δεν τον ηρεμεί, αλλά του προκαλεί μεγάλες αμφιβολίες, που επιτείνουν το άγχος του. Θυμάται ότι τότε ήδη αυνανιζόταν, αλλά δεν θυμάται πότε ακριβώς είχε ξεκινήσει. Λίγο λίγο, χωρίς να ξέρει πότε ακριβώς, ο άρρωστος ξεκινάει να παρουσιάζει μια μικρή μανία (εμμονή). Ήταν η ανάγκη να χτυπάει ξύλο[1], κάθε φορά που του έρχονταν στο μυαλό ιδέες δυστυχίας για τον πατέρα του ή για τον ίδιο. Παράλληλα, ξεκινάει να δίνει μεγάλη προσοχή στις φροντίδες υγιεινής του. Πλένεται πολύ και με ενδελέχεια. Μια μέρα, εκφράζει στους γονείς του την επιθυμία να έχει μια ασθένεια που θα χρειαζόταν χειρουργική επέμβαση. Θα του άρεσε να χειρουργηθεί. Μερικές μέρες αργότερα, κάνοντας μια βόλτα με το ποδήλατο, πέφτει και κάνει ένα κάταγμα στο αριστερό χέρι. Ο άρρωστος οδηγείται στο νοσοκομείο και το χέρι του μπαίνει σε γύψο. Μετά από λίγο καιρό, οι γονείς, παραμένοντας εμμονικά στην ιδέα ότι όσα υποφέρει ο γιος τους οφείλονται στον αυνανισμό, τον οδηγούν σε έναν γιατρό, ο οποίος τους συμβουλεύει να τον χειρουργήσουν για φίμωση. Ο άρρωστος δέχεται να χειρουργηθεί, χωρίς να προβάλει την παραμικρή αντίσταση.
Εντωμεταξύ, η ψυχική κατάσταση του αρρώστου επιδεινωνόταν. Λίγο λίγο εγκαταστάθηκαν και νέα συμπτώματα, και εντάθηκαν αυτά που ήδη υπήρχαν. Οι κακές σκέψεις γίνονται όλο και πιο συχνές. Το άγχος δεν επιτρέπει στον άρρωστο να κάνει το παραμικρό. Ξυπνάει κατά τις επτά το πρωί, αλλά δεν καταφέρνει να τελειώσει τις σωματικές του φροντίδες παρά, το νωρίτερα, στις πέντε το απόγευμα και συχνά όχι πριν τα μεσάνυχτα. Ο άρρωστος αρνείται να φάει πριν να έχει πλυθεί και ντυθεί, το οποίο έχει ως αποτέλεσμα να τρώει μόνο μία, μερικές φορές και δύο φορές τη μέρα.
Η ανάγκη να αγγίζει γίνεται σχεδόν συνεχής και ο άρρωστος μένει με τις ώρες να αγγίζει ό,τι βρίσκεται γύρω του, ασθμαίνοντας από άγχος. Μένει όλη τη μέρα στο δωμάτιό του μόνος και δεν θέλει να δει κανέναν να μπαίνει, εκτός από τη μητέρα του. Σιγά σιγά, από το άγγιγμα, σχηματίζεται μια μικρή πληγή στην εξωτερική όψη της τρίτης φάλαγγας του δείκτη του.
Είναι ολόκληρη ιστορία πώς να πλυθεί. Στη λεπτομέρεια προστίθεται και ένα πολύ σύνθετο τελετουργικό. Πρέπει να στέκεται όρθιος στην μπανιέρα, για να αποφύγει να πλυθεί ολόκληρος, να καθαριστούν τα πόδια του. Αλλά καθώς η όρθια στάση του προκαλεί άγχος, πρέπει να είναι σκυφτός. Το νερό πρέπει να τρέχει από πάνω προς τα κάτω και από αριστερά προς τα δεξιά, ώστε το αριστερό μισό του σώματός του να είναι πιο καθαρό από το δεξί μισό και τα πόδια λιγότερο καλά πλυμένα από το υπόλοιπο του σώματος. Ακόμα, δεν πρέπει να χρησιμοποιεί το δεξί χέρι και πρέπει να στέκεται στο αριστερό πόδι, για να αποφεύγει να χρησιμοποιεί το δεξί πόδι.
Κάθε φορά που για οποιονδήποτε λόγο αυτές οι κουραστικές συνθήκες δεν τηρούνται με συνέπεια, ο άρρωστος πρέπει να ξαναξεκινήσει σαν ό,τι είχε κάνει ως εκείνη τη στιγμή να μην είχε καμία αξία. Γενικότερα, πρέπει να ξεκινάει από την αρχή πολλές φορές στη σειρά και έτσι πλένεται από το πρωί ως το βράδυ, καθώς αμφιβάλλει ότι έχει πάντα ακολουθήσει αυστηρά αυτό το τελετουργικό.
Είναι, δε, μετά που έδεσε το σπάσιμό του που ο Ορέστης ξεκινά να αισθάνεται αγωνία να κινήσει τα δεξιά μέλη του και κυρίως το ανώτερο. Χρησιμοποιεί τα μέλη του όσο λιγότερο μπορεί.
Κάτι ακόμα που του έφερνε πολύ άγχος ήταν να βγει έξω χωρίς καπέλο. Αυτό το άγχος επιδεινώθηκε σε κάποια δεδομένη στιγμή τόσο, που ο άρρωστος, ξαπλώνοντας, έβαζε το καπέλο του στο αναλυτικό ντιβάνι.
Είναι ενδιαφέρον ότι ο άρρωστος για να ανακουφιστεί από το άγχος του φανταζόταν συχνά τον εαυτό του να ζει στο βάθος της θάλασσας-φορώντας στο κεφάλι ένα ατσάλινο κράνος. Από την εγκατάσταση των συμπτωμάτων του ο άρρωστος σταμάτησε να βλέπει τους φίλους του. Οι άνθρωποι του προκαλούσαν άγχος. Κανένας, ούτε οι γονείς του, δεν έπρεπε να μπαίνουν στο δωμάτιό του. Ζούσε μόνος, απασχολημένος από τα τελετουργικά του. Αν κάποιος έκανε κάτι που τον έφερνε σε δύσκολη θέση ως προς τις φοβίες και τoυς ψυχαναγκασμούς του, εμφάνιζε έντονο άγχος και συχνά θύμωνε υπερβολικά. Τότε, άρχιζε να χτυπάει, να τα σπάει όλα, ή να κυλιέται στο έδαφος, κλαίγοντας και ουρλιάζοντας για ώρες. Η ζωή του είχε γίνει αφόρητη. Δεν έβγαινε από το σπίτι παρά σπάνια.
Με τη νεύρωσή του ο άρρωστος είχε βρει τον τρόπο να αποσπάσει τη μητέρα του από τον πατέρα του και να την έχει όλη την ώρα στη διάθεσή του. Η μητέρα δεν απομακρυνόταν ποτέ από το υπνοδωμάτιο του γιου της, και κάθε φορά που αυτός τη ζητούσε, η πόρτα άνοιγε και εκείνη εμφανιζόταν αμέσως. Ακόμα και τη νύχτα, ενώ κοιμόταν με το σύζυγό της στο εφαπτόμενο με του γιου της δωμάτιο, η πόρτα έμενε πάντα ανοιχτή και η μητέρα ξυπνούσε με την πρώτη κλήση του γιου της και έτρεχε προς αυτόν. Κάθε νύχτα ο άρρωστος φώναζε τη μητέρα του για να του κρατήσει το δοχείο νυκτός να ουρήσει. ‘Όταν είχε ονειρώξεις, φώναζε τη μητέρα του να τον καθαρίσει και να του αλλάξει πιτζάμα.
Με την αδερφή του ο Ορέστης τα πήγαινε πολύ άσχημα. Ο ένας ζήλευε τον άλλο και διεκδικούσαν την αγάπη των γονιών τους. ‘Έτσι, κάθε φορά που ο ένας αρρώσταινε, ο άλλος δεν αργούσε να τον ακολουθήσει, για να μη χάσει τις φροντίδες που παρέχονταν στην παραμικρή αδιαθεσία. Θυμάται να είχε ερωτικές επιθυμίες για την αδερφή του. Του άρεσε να κοιτάει κρυφά το στήθος της και τα γεννητικά της όργανα, κάθε φορά που παρουσιαζόταν ευκαιρία.
Μέχρι τη μέρα που ξεκίνησε η ανάλυση, ο άρρωστος δεν είχε συνουσιαστεί. Οι ερωτικές του επαφές συνίσταντο σε παιχνίδια με μικρά κορίτσια, παιχνίδια στα οποία προσπαθούσε να ικανοποιηθεί παθητικά, δίνοντας τον ενεργητικό ρόλο στα κορίτσια. Δεν είχε ποτέ ομοφυλόφιλες σχέσεις.
Ο άρρωστος ήρθε στην ανάλυση τρία χρόνια μετά την εμφάνιση των πρώτων συμπτωμάτων του. Η ανάλυση, που δεν έχει τελειώσει ακόμα, ήταν πολύ δύσκολη στην αρχή, κυρίως εξαιτίας μεγάλων αντιστάσεων. Ήταν μια ανάλυση σχεδόν χωρίς όνειρα. Αν και ο άρρωστος έχει κάνει σημαντικές προόδους, συνεχίζει να αποφεύγει να αφηγηθεί τα όνειρά του, και αν καμιά φορά προσπαθεί να το κάνει, τα ξεχνάει αμέσως. Αυτό που επίσης έκανε δύσκολη τη θεραπεία ήταν η αγωνία που ένιωθε ο άρρωστος να μιλήσει για τις φοβίες του και ό,τι θα μπορούσε να είχε σχέση με αυτές. Για περισσότερο από έναν χρόνο, ο άρρωστος δεν ερχόταν στην ανάλυση παρά μια ή δύο φορές την εβδομάδα, πέντε ή δέκα λεπτά πριν το τέλος της συνεδρίας. Συχνά έλειπε για πολλές εβδομάδες. Και μόνο όταν οι γονείς του, ασυνείδητα εχθρικοί προς την ανάλυση, αποφάσισαν κατόπιν δικής μας συμβουλής να αποχωριστούν τον γιο τους, εκείνος ξεκίνησε να ακολουθεί πιο συστηματικά την ανάλυσή του.
Αργότερα, όταν καταφέραμε να ελευθερώσουμε τις ώρες που ακολουθούσαν τις συνεδρίες του και να τον κρατάμε ακόμα και μετά το τέλος αυτών, βάζοντάς τον να πληρώνει τη διαφορά, καταφέραμε να νικήσουμε σιγά σιγά τις αντιστάσεις του και μετά από δυο χρόνια ο άρρωστος κατάφερε να ακολουθεί συστηματικά την ανάλυσή του.
Μετά από αυτή τη σύντομη έκθεση της κλινικής εικόνας που παρουσίαζε ο άρρωστος όταν τον είδαμε πρώτη φορά, θα ξεκινήσουμε την ανάλυση των βασικών του φοβιών και εμμονών. Θα τελειώσουμε την εργασία μας με την ανάλυση μια φοβίας που δείχνει τις τάσεις του αρρώστου να ταυτιστεί με μια νεκρή αδερφή. Το ότι είχε μια νεκρή αδερφή αποτέλεσε μια ανακάλυψη της ανάλυσης, διότι η αγωνία του αρρώστου τον έκανε να αποκρύπτει για καιρό αυτό το γεγονός. Ο ψυχαναγκασμός του αγγίγματος ήταν υπερκαθορισμένος.
Καταρχάς, ο άρρωστος εξωτερικεύει. Δείχνει τις επιθυμίες και τους φόβους του. Δείχνει τη μητέρα και τον πατέρα του που συμβολίζονται από αντικείμενα που τον περιβάλλουν: και πιο συγκεκριμένα, μας δείχνει τις αιμομικτικές επιθυμίες και τον φόβο ευνουχισμού. Ο άρρωστος έχει ταυτόχρονα την επιθυμία να έρθει σε επαφή με αυτά τα αντικείμενα. Αλλά αυτό με τον παρακάτω τρόπο. Στην αρχή έχει την τάση να πιέζει πάνω στο αντικείμενο και να το διεισδύει. Το αντικείμενο τότε συμβολίζει τη μητέρα. Αλλά η πραγματοποίηση της αιμομιξίας θα τον έβαζε σε ανταγωνισμό με τον πατέρα, πράγμα που του προκαλεί άγχος και συναισθήματα ενοχής. Μην μπορώντας να δεχτεί, εξαιτίας του άγχους και των συναισθημάτων ενοχής, τον ανταγωνισμό με τον πατέρα, ευνουχίζεται για να επιβάλει στον εαυτό του την τιμωρία που θα του έκανε ο πατέρας του. Με αυτόν τον τρόπο παύει να είναι επικίνδυνος για τον πατέρα και, θυσιάζοντας το πέος του, ψάχνει να ικανοποιηθεί με ομοφυλόφιλο τρόπο παθητικά και μαζοχιστικά μέσα στο άγχος, ταυτιζόμενος με την μητέρα. Έτσι θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο συμβολισμός του αντικειμένου αλλάζει. Ενώ στην αρχή το αντικείμενο συμβόλιζε τη μητέρα, στην τελική ανάλυση συμβολίζει τον πατέρα. Όταν ο άρρωστος ξεκινά να αγγίζει, έχει το δάχτυλο τεντωμένο και επιθυμεί να πιέσει και να διεισδύσει. Αργότερα, χαϊδεύει το αντικείμενο με την εξωτερική μεριά του δαχτύλου, όπως το αποδεικνύει η πληγή που έχει σχηματιστεί σε αυτή την μεριά.
Αντί να πιέζει με σαδισμό, τραυματίζεται από το αντικείμενο, που πιέζοντας πάνω του, γίνεται σαδιστικό όπως ο πατέρας. Αντί, δηλαδή, να ευνουχίσει τον πατέρα, ευνουχίζεται από αυτόν. Η πράξη του αγγίγματος γίνεται έτσι ένα χάδι, και, ταυτόχρονα, μια έκκληση για το πέος του πατέρα, με την τάση να το αιχμαλωτίσει και να το κατέχει. Στο βάθος, ο άρρωστος δίνει στον εαυτό του ναρκισσιστική ευχαρίστηση. Καθώς του απαγορεύεται ο αυνανισμός, προσπαθεί με αυτή τη συμβολική πράξη να ταυτιστεί με τον πατέρα και τη μητέρα, όπως όταν αυνανίζεται στην πραγματικότητα. Αγγίζει αυτά τα αντικείμενα γιατί δεν μπορεί να αγγίξει τον εαυτό του.
Μένει τώρα να αναλύσουμε το «χτύπημα ξύλου», που ο άρρωστος κάνει κάθε φορά που σκέψεις που θεωρούνται επικίνδυνες για τον πατέρα ή για τον ίδιο του έρχονται στο μυαλό. Αν ο άρρωστος σκέφτεται ότι μπορεί να του συμβεί κάποια δυστυχία, είναι γιατί προσπαθεί να τιμωρήσει τον εαυτό του για την επιθετικότητά του προς τον πατέρα και ταυτόχρονα, με την ερωτικοποίηση της αγωνίας του, να ικανοποιείται ερωτικά μαζοχιστικά, ταυτιζόμενος με τη μητέρα θύμα. Χτυπώντας ξύλο, για να αποφύγει να πάθει κακό ο πατέρας, δείχνει το άγχος και τα συναισθήματα ενοχής που του προκαλεί η επιθετικότητα προς τον πατέρα, και την τάση, με αυτή την πράξη, να παραδεχτεί στον πατέρα, που συμβολίζεται από το ξύλο, τις ένοχες επιθυμίες του και να εκλιπαρήσει τη συγχώρεσή του. Ευνουχισμένος, ως εκ τούτου, μπορεί να διατηρήσει το πατρικό πέος. Όταν ο άρρωστος φοβάται ότι θα του συμβεί ένα κακό, χτυπώντας ξύλο, εκλιπαρεί την παντοδυναμία του πατρικού πέους που θα τον προστατέψει από τον κίνδυνο.
Η στάση των γονιών απέναντι στον γιο τους την εποχή της ήβης, και ιδιαιτέρως αυτή του πατέρα, συνέβαλε αδιαμφισβήτητα κατά πολύ στην αύξηση του άγχους και των συναισθημάτων ενοχής που ο άρρωστος είχε ήδη εξαιτίας των ερωτικών του επιθυμιών. Δεν ήταν μόνο στην ήβη που του είχε απαγορευθεί ο αυνανισμός. Ο άρρωστος θυμάται ότι στην παιδική του ηλικία του είχαν απαγορεύσει να αγγίζεται, λέγοντάς του ότι ήταν κακό για την υγεία του. Η λεπτομέρεια των φροντίδων της υγιεινής οφειλόταν στο άγχος που προκαλούσαν στον άρρωστο, από τη μία, οι επιθετικές του ενορμήσεις προς τον πατέρα, από την άλλη, ο αυνανισμός με τις οιδιπόδειες επιθυμίες που τον συνόδευαν. Με τις ατελείωτες πλύσεις, ο άρρωστος έβρισκε τρόπο να κάνει έναν συμβιβασμό, από τη μία να παίρνει ευχαρίστηση από το να αγγίζεται και να τρίβεται, από την άλλη να κάνει ένα τελετουργικό που συνίστατο στο να ξεφορτωθεί τις ένοχες επιθυμίες του, επιθυμία να σκοτώσει τον πατέρα και αιμομικτική επιθυμία.
Κατά τη διάρκεια των συνεδριών, ο άρρωστος στρεφόταν συχνά με πολύ άγχος προς τον αναλυτή. Μια μέρα, αφού είχε στραφεί πολλές φορές για να καθησυχαστεί, τελικά αποκοιμήθηκε. Κατά τη διάρκεια του σύντομου ύπνου του, είδε ένα όνειρο, στο οποίο πλενόταν ενεργητικά. Αυτό το όνειρο οφειλόταν στην αγωνία ότι η παρουσία του αναλυτή, υποκατάστατου του πατέρα, προκαλούσε στον άρρωστο ένοχες ερωτικές επιθυμίες και έδειχνε την ανάγκη να δικαιολογηθεί. Σε αυτό το ενεργητικό πλύσιμο, έπρεπε να δει κανείς μια ναρκισσιστική πράξη, στην οποία έπαιζε, από τη μία, τον ρόλο της παθητικής και αγχώδους μητέρας, και από την άλλη, τον ρόλο που θα επιθυμούσε να δει να υιοθετεί ο αναλυτής, για να τον γλιτώσει από τα συναισθήματα ενοχής και να του δώσει ταυτόχρονα ευχαρίστηση.
Η επιθυμία του Ορέστη να χειρουργηθεί και το κάταγμα που έγινε η πραγματοποίηση αυτής της επιθυμίας, μας δείχνουν πόσο δύσκολο ήταν για τον άρρωστο να δεχτεί τον ανταγωνισμό με τον πατέρα και πως το μόνο μέσο να ικανοποιήσει τη λίμπιντό του ήταν η ταύτιση με τη μητέρα. Ο ευνουχισμός ήταν για εκείνον ταυτόχρονα με μια τιμωρία, το μέσο να γίνει ένα λιβιδινικό αντικείμενο για τον πατέρα και έτσι να ικανοποιηθεί ερωτικά μαζοχιστικά από το ευνουχιστικό πατρικό πέος. Όταν το κάταγμα έδεσε, ήταν τα ίδια πάντα συναισθήματα ενοχής που καταδίκασαν τα δεξιά του μέλη σε σχετική ακινησία. Τιμωρούσε με αυτό τον τρόπο με τη σειρά του το ανώτερο δεξί μέλος για τον αυνανισμό, αλλά επίσης τιμωρούσε και την πλευρά του σώματος που θεωρούσε ως την πιο επικίνδυνη για τον πατέρα, αφού ήταν η μαχητική πλευρά. Με αυτόν τον τρόπο ο ευνουχισμός γινόταν μόνιμος. Είπαμε νωρίτερα ότι άρρωστος τιμωρούσε τα δυο πόδια του και θα μιλήσουμε πιο κάτω, όταν θα αναλύσουμε τη φοβία του να πατάει σε βρωμιές, για τον λόγο, για τον οποίο άρρωστος θεωρούσε τα πόδια του ως τα πιο ένοχα.
Αν το δεξί πόδι τιμωρείτο πιο αυστηρά από το αριστερό, αυτό οφειλόταν, όπως είπαμε, στο ότι αυτή η πλευρά θεωρείτο η πιο επικίνδυνη πλευρά για τον πατέρα. Αυτός είναι ο λόγος που ο άρρωστος, ο οποίος επιθυμούσε παρόλα αυτά τόσο πολύ να είναι καθαρός, δηλαδή να απαλλαγεί από τα ενοχικά του συναισθήματα, τιμωρούσε την δεξιά πλευρά, αφήνοντάς την πιο βρώμικη από την αριστερή. Αργότερα, θα αναλύσουμε επίσης τη συνήθειά του να στέκεται σκυφτός, κάτι που του έδινε την εμφάνιση ελαφρώς καμπούρη. Είπαμε επίσης παραπάνω για το άγχος του να βγαίνει με ακάλυπτο κεφάλι και ότι αυτό το άγχος επιδεινώθηκε τόσο πολύ που ο άρρωστος ξάπλωνε στο ντιβάνι τοποθετώντας το καπέλο του κοντά στο κεφάλι του. Προσπαθούσε να ουδετεροποιήσει το άγχος του, φανταζόμενος ότι ζει στο βάθος της θάλασσας και ότι φορούσε ένα ατσάλινο κράνος.
Από ένα σημείο και μετά, ο Ορέστης ξεκίνησε να εμφανίζει στην αριστερή πλευρά του, που δεν ήταν τιμωρημένη, δοθιήνες[2]. Η δεξιά πλευρά ήταν άθικτη από σπυριά. Αυτή η δοθιήνωση εμφανίστηκε τρεις φορές με κενά κάποιων ημερών. Ο πυρετός, οι πόνοι και η γενικευμένη μυαλγία που συνοδεύει αυτό το φούντωμα, ανάγκασαν τον άρρωστο να διακόψει την ανάλυση. Μετά το δεύτερο φούντωμα, του συστήσαμε, σε περίπτωση επανεμφάνισης, να μη λείψει, σκεπτόμενοι ότι ο εντοπισμός της δοθιήνωσης μπορούσε να είναι σε σύνδεση με την ψυχική σύγκρουση του αρρώστου. Όταν οι δοθιήνες εμφανίστηκαν για τρίτη φορά, διακρινόταν ένα τεράστιο σπυρί στον κρόταφο. Και ξεκινούσαν να εμφανίζονται κι άλλοι στην αριστερή πλευρά του σώματος.
Ο άρρωστος μας είχε μιλήσει για ένα επαναληπτικό όνειρο στη διάρκεια της ανάλυσης. Ήταν ένας μεγάλος ταύρος που τον κυνηγούσε για να τον χτυπήσει με τα κέρατά του στον κρόταφο. Σκεφτήκαμε ότι υπήρχε πιθανά σχέση ανάμεσα σε αυτό το όνειρο, τον αυνανισμό και τη δοθιήνωση και ζητήσαμε στον άρρωστο, αφού του υπενθυμίσαμε αυτό το παλιό όνειρο, να μας δώσει κάποιους συνειρμούς ιδεών. Τότε είναι που για πρώτη φορά θυμήθηκε ότι στην αρχή της νεύρωσής του, όταν οι γονείς του τον επέβλεπαν για να μην αυνανιστεί, ο πατέρας του είχε προσέξει μια μέρα ότι τα μάτια του είχαν μαύρους κύκλους, το απέδωσε στον αυνανισμό, και ξεσπώντας από οργή, τον χτύπησε στον κρόταφο με το δαχτυλίδι που φορούσε στο δάχτυλο. Δημιουργήθηκε τότε μια κοκκινίλα στο δέρμα. Με αυτή τη ανάμνηση όλα γίνονται πιο ξεκάθαρα. Ο άρρωστος φορούσε καπέλο για να προστατέψει το κεφάλι, σύμβολο του πέους. Ήταν το άγχος ευνουχισμού που τον υποχρέωνε. Ήθελε ένα ατσάλινο κράνος για μεγαλύτερη προστασία. Όταν ο άρρωστος ξάπλωνε στο ντιβάνι με το καπέλο, ήταν μια περίοδος που η επιθυμία αυνανισμού του γινόταν πιο έντονη. Σκεφτήκαμε τότε ότι θα έπρεπε να εκπληρώνει ένα ιδιαίτερο τελετουργικό κατά τη διάρκεια της αυτοϊκανοποίησης. Σκεφτήκαμε ότι ο φόβος να αποκαλύψει το κεφάλι του θα μπορούσε να αντιστοιχεί στο άγχος να αποκαλυφθεί ο αδένας κατά τη διάρκεια της αυτοϊκανοποίησης και ότι η σκυφτή στάση αντιστοιχούσε σε μια τάση να χαμηλώσει το πέος κατά τη διάρκεια της πράξης. Η ίδια αγωνία θα μπορούσε να υπάρχει κατά τη διάρκεια της στύσης, οπότε ο αδένας αποκαλύπτεται και το πέος παίρνει κάθετη θέση. Όταν μοιραστήκαμε αυτή την υπόθεση με τον άρρωστο, εκείνος την επιβεβαίωσε. Βλέπουμε, κατά συνέπεια, εδώ το άγχος ευνουχισμού που θα βιωνόταν αν εξέθετε το πέος του και στο τις οιδιπόδειες επιθυμίες που συνοδεύουν τον αυνανισμό. Κάνοντας πράγματα που έχουν ως στόχο να εμποδίσουν τη στύση, ευνουχίζει τον εαυτό του και ελπίζει να διατηρήσει την προστασία του πατρικού πέους, που συμβολίζεται σε αυτή την περίπτωση από το καπέλο ή την κάσκα. Η σκυφτή στάση του αρρώστου συμβολίζει όχι μόνο τον ευνουχισμό, αλλά επίσης την επιθυμία να του επιτεθεί πρωκτικά ο πατέρας με τάση ταύτισης με τη μητέρα στην πρωταρχική σκηνή. Η δοθιήνωση παίρνει σε αυτή την περίπτωση μια ενδιαφέρουσα συμβολική σημασία, ως μια σεξουαλική διέγερση του δέρματος, αλλά και μια τιμωρία. Ο άρρωστος έχει μεταθέσει τη στύση του πέους του στο αριστερό μισό του σώματός του, το λιγότερο ένοχο από το δεξί, στο οποίο κάθε ευχαρίστηση απαγορεύεται αυστηρά. Αλλά, ταυτόχρονα, τιμωρεί τον εαυτό του κάνοντας αυτή τη στύση ασθένεια. Το πατρικό Υπερεγώ του παίζει τον ρόλο του ταύρου και του δαχτυλιδιού. Είναι, μας φαίνεται, γενικότερου ενδιαφέροντος να προσθέσουμε σε αυτό το σημείο, ότι μετά από αυτή την ερμηνεία η δοθιήνωση υποχωρεί την επομένη εντελώς και χωρίς επανεμφάνιση. Τότε είναι που μας λέει ο άρρωστος ότι αυτή η αρρώστια δημιουργήθηκε όταν η ανάγκη αυνανισμού τον κατακυρίευε περισσότερο από ποτέ.
Όπως το έχουμε ήδη αναφέρει, ο άρρωστος απέφευγε να μιλάει για τις φοβίες του και οι περισσότερες από αυτές ανακατασκευάστηκαν εξολοκλήρου από την ανάλυση. Μια μέρα φτάνει στην ανάλυση στο έλεος μιας ακραίας αγωνίας. Είναι πολύ χλωμός και κάθιδρος. Από καιρό σκεφτόμαστε ότι υπήρχε ένας φόβος που τον τρομοκρατούσε και δεν μπορούσε να μας μιλήσει για αυτόν. Είχε κάνει κάποια μνεία. Με το που ξαπλώνει, μας λέει: «Μου συνέβη καθώς ερχόμουν σε σας κάτι που με αγχώνει φρικτά και που μου δίνει πονοκέφαλο». Μετά λέει ότι του είναι τελείως αδύνατο να πει περί τίνος πρόκειται, γιατί η αγωνία του θα αυξανόταν. Τότε του συστήνουμε, χωρίς να επιμένουμε πολύ, να μην αποφεύγει να μιλάει για όσα του γεννούν άγχος. Με μεγάλο κόπο και με διακεκομμένες κουβέντες θα συναινέσει ο άρρωστος να αφηγηθεί τη φοβία του.
Από την ηλικία των δεκατριών χρόνων, μας λέει, περπατάει στον δρόμο προσέχοντας να μην πατήσει απορρίμματα, όπως περιττώματα, πτύελα, αποτσίγαρα, φύλλα δέντρων, εισιτήρια του τραμ, κλπ. Αν κατά τύχη πατήσει πάνω σε μια από αυτές τις βρωμιές, τον κατακλύζει αυτομάτως μια μεγάλη αγωνία που συνοδεύεται πάντα με κεφαλαλγία, η οποία μπορεί να διαρκέσει κάποιες ώρες, ή και κάποιες μέρες. Αυτές οι διαταραχές τον κάνουν ανίκανο να κάνει οτιδήποτε, ακόμα και να σκεφτεί. Χρειάζεται τότε να γυρίσει αμέσως στο σπίτι και να ξαπλώσει. Τα ίδια συμπτώματα εμφανίζονται κάθε φορά που, από απροσεξία, χύνει ένα οποιοδήποτε υγρό στο πάτωμα, ή «βρωμίζει» τα σεντόνια του με σπέρμα όταν έχει ονειρώξεις. Μας λέει ακόμα ότι δεν λέει ποτέ και δεν θέλει να ακούει να προφέρονται οι λέξεις «όρθιος» και «πατάω», γιατί αυτές οι λέξεις του προκαλούν άγχος. Προσθέτει ότι έχει άγχος να μένει σε ανώτερα πατώματα και ότι θέλει να διαμένει σε υπόγεια. Μετά εξηγεί ότι αυτή η αγωνία δημιουργήθηκε επειδή περπάτησε σε βρώμικα νερά που συνάντησε στα σκαλιά μας, που κάποιος έπλενε εκείνη την ώρα. Το άγχος δεν άφησε τον άρρωστο να πει περισσότερα.
Σκεφτήκαμε σε αυτή την περίσταση, ότι οι βρωμιές ίσως συμβόλιζαν για το ασυνείδητο ένα παιδί και ίσως ένα νεκρό παιδί ή μια αποβολή. Ρωτώντας τον άρρωστο αν είχε έναν πεθαμένο αδερφό ή πεθαμένη αδερφή, μάθαμε, κάτι που είχε προσεκτικά αποκρυφθεί, ότι όντως η μεγάλη του αδερφή είχε αποβιώσει. Κατά τη διάρκεια της παιδικής του ηλικίας, είχε ακούσει συχνά τους γονείς του να μιλούν για την αδερφή του και να συσχετίζουν τη γέννησή του με το θάνατο της τελευταίας, σαν να υπήρχε πιθανότητα να είχαν αυτά τα δύο γεγονότα καμιά σχέση. Γνωρίζοντας ότι κάθε φορά που ο άρρωστος πατούσε βρωμιά αισθάνεται κεφαλαλγία, τον ρωτήσαμε, σκεπτόμενοι τον νόμο της εκδίκησης, αν η αδερφή του πέθανε από μηνιγγίτιδα, ιδίως που ο άρρωστος για να πει «πονάει το κεφάλι μου» χρησιμοποιούσε την δημοφιλή ελληνική έκφραση «πονάνε τα μηνίγγια μου». Ο άρρωστος επιβεβαίωσε την υπόθεσή μας, λέγοντάς μας ταυτόχρονα ότι η κεφαλαλγία του εξαφανίστηκε αμέσως μετά από αυτή τη διαπίστωση.
Ο Ορέστης έχει μια άλλη αδερφή με την οποία τσακώνεται πολύ συχνά. Πρόκειται για αληθινά δράματα ζηλοφθονίας, που παίζονται μεταξύ των δύο για την αποκλειστικότητα της αγάπης των γονιών. Αν η μεγάλη αδερφή ζούσε, ο άρρωστος θα έπρεπε να μοιραστεί και με εκείνη την αγάπη των γονιών. Από αυτή την άποψη είναι ευχαριστημένος από τον θάνατό της και επιθυμεί επίσης και αυτόν της μικρότερης αδερφής του. Αν αυτή πέθαινε, θα είχε την ευχαρίστηση να είναι ο μόνος ζωντανός («όρθιος») και να έχει μόνο για τον εαυτό του το πέος του πατέρα και το μητρικό στήθος. Αν αποφεύγει να πατάει βρωμιά, είναι ότι έχει άγχος και συναισθήματα ενοχής, ότι πατάει το πτώμα της αδερφής του, για να ευχαριστηθεί βεβαιούμενος για τον θάνατό της, ότι ποδοπατάει τη μικρότερη αδερφή του για να τη σκοτώσει. Να γιατί το «όρθιος» και το «πατάω» του προκαλούν άγχος. Αν γυρνάει για να ξαπλώσει κάθε φορά που συνειδητοποιεί με συμβολικό τρόπο τον θάνατο της αδερφής του (πατώντας σκουπίδια), ή αν του αρέσει να μένει σε υπόγεια ή στο βάθος της θάλασσας, είναι επειδή επιχειρεί να ταυτιστεί με εκείνη, υιοθετώντας τη στάση του θανάτου και θάβοντας τον εαυτό του όπως έθαψαν εκείνη, το οποίο ταυτόχρονα συμβολίζει και την ενδομήτρια ζωή.
Είναι χαρακτηριστικό ότι, ότι σε αυτό το σημείο της ερμηνείας μας, ο άρρωστος θυμήθηκε ότι μια φορά, όταν ήταν παιδί, πήγε με τη μητέρα του και τη μικρή του αδερφή να επισκεφθούν τον τάφο της πρωτότοκης. Εκείνος περπάτησε πάνω στον τάφο και τον μάλωσαν αυστηρά για αυτό. Ρωτήσαμε τότε για μια ακόμη φορά τον Ορέστη πληροφορίες για τα πόδια του. Ίσως μας έκρυβε κάτι ακόμα για να αποφύγει το άγχος. Μας επανέλαβε πόσο η ιδέα να έχει βρώμικα πόδια τον ανακούφιζε και πρόσθεσε επίσης ότι είχε μια τάση να περπατά ξυπόλητος στο σπίτι, ακόμα και τον χειμώνα, παρά όσα υπέφερε από το κρύο και τις πληγές που έκανε συχνά στα πόδια. Είπε ακόμα ότι ένιωθε ένα τόσο δυνατό άγχος περπατώντας σε βρωμιές, που μια μέρα, βλέποντας έναν ανάπηρο με κομμένα και τα δυο του πόδια, τον ζήλεψε.
Εν περιλήψει, η επιθετικότητα του αρρώστου προς την αδερφή του οφείλεται στο ότι έχει παλινδρομήσει στην προγενετήσια φάση της λιβιδινικής του εξέλιξης, φάση όπου οι ενορμήσεις με στοματική και πρωκτική κυριαρχία απαιτούν να ικανοποιηθούν από το μητρικό στήθος και το πατρικό πέος. Αλλά η επιθυμία να σκοτώσει την αδερφή του πρέπει να θεωρηθεί ταυτόχρονα και ως σεξουαλική επιθυμία, η οποία είχε προηγουμένως γεννηθεί προς τη μητέρα του και η οποία μεταφέρθηκε αργότερα εν μέρει προς την αδερφή του. Πατώντας τα πόδια του πάνω στην αδερφή του, υποκατάστατο της μητέρας, ο άρρωστος πραγματοποιεί με συμβολικό τρόπο μια σαδιστική συνουσία, σύμφωνη με τη σαδο-μαζοχιστική σύλληψη που έχουν για αυτή την πράξη τα παιδιά και οι ψυχονευρωτικοί. Αυτός ο σαδο-μαζοχισμός οφείλεται στην κυριαρχία των κανιβαλιστικών και σαδο-πρωκτικών ενορμήσεων. Τα σκουπίδια, τα υγρά και ιδίως τα πτύελα συμβολίζουν το σπέρμα και είναι ο λόγος για τον οποίο ο άρρωστος αισθάνεται τα ίδια συναισθήματα ενοχής όταν τα σκορπίζει στο πάτωμα και όταν «λερώνει» τα σεντόνια του με το σπέρμα του. Το άγχος αντιπροσωπεύει το φόβο του αρρώστου να ευνουχιστεί από τον πατέρα του για τις αιμομικτικές του επιθυμίες και ακόμα τον φόβο να στερηθεί το πατρικό πέος και το μητρικό στήθος, στην περίπτωση που, δεχόμενος τον ανταγωνισμό με τον πατέρα του, θα ταυτιζόταν μαζί του.
Στην αρχή έχει την τάση να ταυτιστεί με τον σαδιστικό πατέρα και να πραγματοποιήσει την αιμομιξία, αλλά το άγχος και τα συναισθήματα ενοχής τον σταματάνε από αυτό. Έχει τα ίδια συναισθήματα ενοχής για τις σαδιστικές του ενορμήσεις προς τη μητέρα του και το υποκατάστατό της, την αδερφή του. Για να αποδιώξει τις ένοχες επιθυμίες του, τείνει να ταυτίζεται με τη μητέρα του και την αδερφή του δια του ευνουχισμού και του θανάτου. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο τιμωρεί τα πόδια του (πέος) και προσπαθεί, με το να τα αφήνει βρώμικα, να τα μεταμορφώσει σε σκουπίδια (νεκρή αδερφή). Για τον ίδιο λόγο παίρνει και την ξαπλωτή στάση, που είναι η στάση των ευνουχισμένων και των νεκρών, και αποφεύγει να προφέρει ή να ακούσει να προφέρεται η λέξη «όρθιος», που συμβολίζει τη στύση και τη ζωή. Και είναι πάντα για να ταυτίζεται με τη μητέρα του και τη νεκρή αδερφή του που έχει πονοκέφαλο κάθε φορά που πατάει μια βρωμιά και που επιθυμεί να ζει σε υπόγεια, τα οποία συμβολίζουν τον τάφο της αδερφής του και την επιστροφή στην ενδομήτρια ζωή. Το όνειρο του ταύρου που κυνηγά τον άρρωστο να τον χτυπήσει στο κεφάλι θα μπορούσε να έχει στο ασυνείδητο μια σχέση με τον θάνατο της αδερφής του, την οποία θεωρεί ότι σκοτώθηκε από τη σαδιστική επίθεση του πατέρα της, πιο συγκεκριμένα από ένα χτύπημα που της κατάφερε στο κεφάλι (μηνιγγίτιδα), σύμβολο του πέους.
(Μετάφραση από τα γαλλικά: Δέσποινα Εμπέογλου)
[1] (Σημείωση μτφ) Στα γαλλικά η έκφραση «χτυπάω ξύλο» είναι «αγγίζω ξύλο», που συνδέεται με τις εμμονές του ασθενή να αγγίζει τα πράγματα.
[2] (Σημείωση μτφ) Κοινώς λεγόμενοι καλόγεροι.
Η φωτογραφία του Γ.Ζαβιτζιάνου προέρχεται από την επιθεώρηση ΤΕΤΡΑΔΙΑ ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΗΣ No53/1996
Η επιτροπή ιστοσελίδας και ηλεκτρονικών εκδόσεων της ΕΨΕ ευχαριστεί τους Σωτήρη Μανωλόπουλο, Βασίλη Καψαμπέλη και Δέσποινα Εμπέογλου , για τη συμβολή τους στην πραγματοποίηση αυτού του αφιερώματος.